Το Δίκαστρο είναι ένα μικρό, αμφιθεατρικό χωριό στο Βορειοδυτικό τμήμα του νομού Φθιώτιδας, πολύ κοντά στα σύνορα με τους νομούς Ευρυτανίας και Καρδίτσας. Χτισμένο στους ορεινούς όγκους μεταξύ των βουνών Τυμφρηστός και Μαυροράχη, απέχει 35 χλμ περίπου από το Καρπενήσι, 61 χλμ από τη Λαμία και 275 χλμ από την Αθήνα. Βρίσκεται σε υψόμετρο 850 μ.(κεντρική πλατεία) και αποτελείται από 2 οικισμούς τους οποίους χωρίζει ο ποταμός Δικαστριώτης, βασικός παραπόταμος του Σπερχειού ποταμού.
Τα πολυάριθμα αρχαιολογικά ευρήματα που έχουν ανακαλυφθεί κατά καιρούς, αναπάντεχα από τους ντόπιους, γύρω από το χωριό, αποτελούν αδιάψευστα στοιχεία της μακρόχρονης παρουσίας του στη Φθιωτική γη.
Η ιστορία του χρονολογείται από τις αρχές της 2ης χιλιετίας π.Χ. όταν οι Δόλοπες, απόγονοι αυτόχθονων Προελλήνων Πελασγών, κατοίκησαν στην περιοχή ερχόμενοι από τη Μαγνησία.
Από τον 11ο αιώνα οι Δωριείς ονόμασαν την τοποθεσία Ζαμίαν/Ζημίαν (αργότερα Ζεμιανή/Ζημιανή) λόγω του προβληματικού της εδάφους που προκαλούσε βλάβες με κατολισθήσεις και καθιζήσεις. Οι κορυφές Τσούκα και Κουτσονίκα όπου βρέθηκαν ερείπια οχυρωματικών κάστρων της Ελληνιστικής εποχής είναι επίσημοι αρχαιολογικοί χώροι με απόφαση του Κ.Α.Σ. (Κεντρικό Αρχαιολογικό Συμβούλιο). Μάλιστα το σχετικό διάγραμμα των τότε Ακροπόλεων είναι αρχειοθετημένο στο Υπουργείο Πολιτισμού με ΦΕΚ 607/Β/10-11-1987.
Στη θέση "Καστανιές" του "Πέρα Μαχαλά", όπου πιθανολογείται ότι υπάρχει το νεκροταφείο των δυο κάστρων, βρέθηκε τυχαία, το 1995 από χωριανό, επιτύμβια στήλη με τα ονόματα Νικαίας-Καλλίδαμος-Φιλίστας και με εγχάρακτη απεικόνιση της φλόγας, σύμβολο της περιόδου 275π.Χ.-174π.Χ. στην οποία και εντάσσεται χρονολογικά το εύρημα.
Κατά τα Ρωμαϊκά χρόνια (1ος αι. π.Χ.- 3ος αι. μ.Χ.) στην περιοχή των πηγών του Σπερχειού τοποθετήθηκαν οροφύλακες για τον έλεγχο της διάβασης Τυμφρηστού και την ανάπτυξη της κτηνοτροφίας. Αξίζει να σημειωθεί πως στην θέση "Λάπατο" ήταν η πόλη Λαπίθη/Λάπιθα των Αινιάνων, γειτονικό φύλο των Δολόπων που κατέβηκε από την Ήπειρο.
Στη διάρκεια της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, οι κτηνοτρόφοι και οι τεχνίτες του χωριού αλλά και των γύρω οικισμών της περιοχής του Τυμφρηστού μετέβαιναν τακτικά στην Κωνσταντινούπολη για να εμπορευθούν τα προϊόντα τους ή να προσφέρουν, έναντι αμοιβής, τις υπηρεσίες τους.
Από το 1393 οι κάτοικοι πολεμούνταν συστηματικά από τους Τούρκους, κατάφεραν όμως με τη Συνθήκη του Ταμασίου (1525) και εξασφάλισαν το προνόμιο της αυτοδιοίκησής τους, καταβάλλοντας κάποιον χρηματικό φόρο στους Οθωμανούς.
Το 1640 το Δίκαστρο είχε κάπου στις 116 οικογένειες, οι οποίες συνεισέφεραν σημαντικά στην ανακαίνιση της Μονής Ρεντίνας, όμως, από το 1705 έως το 1790, οι επιδημίες της ευλογιάς και της πανούκλας θέρισαν την περιοχή, με αποτέλεσμα να μειωθεί δραματικά ο πληθυσμός. Το 1805 είχε 20 οικογένειες με 100 περίπου κατοίκους.
Στην επανάσταση του 1821, οι Δικαστριώτες τάχθηκαν στον Νταϊφά (στράτευμα) του Γεώργιου Καραϊσκάκη και πολέμησαν ηρωικά στις μάχες της Στερεάς Ελλάδας.
Η περιοχή της κοινότητας Δικάστρου, με την παλιά ονομασιά Ζημιανή, συμπεριλήφθηκε στο ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος με την τελική ρύθμιση των συνόρων της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης (1832) και του Πρωτόκολλου του Λονδίνου (1830). Ουσιαστικά ανήκει στην Επικράτεια του νεοσύστατου Ελληνικού κράτους από τον Μάρτιο του 1833, ημέρα που ο Ελληνικός στρατός μπήκε στη πόλη της Λαμίας (Ζητούνι). Διοικητικά, περιήλθε στον τότε Δήμο Τυμφρηστού, με έδρα το Μαυρίλο.
Το 1885 στην κοινότητα Ζημιανής ιδρύθηκε Γραμματοδιδασκαλείο Αρρένων. Το 1889 ο αριθμός των κατοίκων έφτασε τους 629, τον μέγιστο στην νεότερη ιστορία της κοινότητας, αλλά το μεταναστευτικό ρεύμα του 1890-1896 απομάκρυνε περισσότερους από 120 κατοίκους προς τα αστικά κέντρα και την Αμερική.
Τον Αύγουστο του 1912, η Ζημιανή αναγνωρίστηκε ως αυτόνομη κοινότητα[1] και τον Σεπτέμβριο του 1927 η κοινότητα Ζημιανής μετονομάστηκε επίσημα σε κοινότητα Δικάστρου[2][3], χάρη στα δυο ιστορικά κάστρα που το περιβάλλουν.
Στο Δίκαστρο το 1928 κατοικούσαν 622 άνθρωποι αλλά από το 1950 ο πληθυσμός άρχισε να φθίνει. Το 1983 έπαψε να λειτουργεί το Δημοτικό σχολείο ελλείψει μαθητών.
Το 1999 η κοινότητα Δικάστρου εντάχθηκε στον Δήμο Αγίου Γεωργίου (σχέδιο Καποδίστριας) και από το 2011 στον δήμο Μακρακώμης (σχέδιο Καλλικράτης). Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή πληθυσμού το 2001, οι κάτοικοι ήταν 310.
Στο Δίκαστρο συναντάμε 6 εκκλησίες (αριθμό μεγάλο, σε σύγκριση με το μέγεθος του χωριού), 4 στον κύριο οικισμό και 2 στον "Πέρα-Μαχαλά". Αρχικά, υπάγονταν στην επισκοπή Υπάτης, από το 1833 όμως περιήλθαν στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Φθιώτιδας.
Πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Γεώργιος, του οποίου ο ναός δεσπόζει στην κεντρική πλατεία, καλωσορίζοντας τους επισκέπτες και τους περαστικούς. Πρώτη ημερομηνία κατασκευής υπολογίζεται το 1498. Το 1925 κατεδαφίστηκε η παλιά εκκλησία, ρυθμού βασιλικής, με το παράπλευρο παρεκκλήσι του Αγίου Χαραλάμπους και ξεκίνησε η ανοικοδόμησή της, με τις εργασίες να διαρκούν δυο χρόνια, εως το 1927. Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, οι πέτρες των απλών τοίχων μεταφέρθηκαν από το "ρέμα" με τη συμμετοχή όλων των Δικαστριωτών κάθε ηλικίας.
Στο "Κοτρώνι", την κορυφή του χωριού, βρίσκεται η εκκλησία του Αγίου Σεραφείμ, από το 1480. Οι Δικαστριώτες τον ξαναέχτισαν επεκτείνοντάς τον, το 1959. Το κατάλευκο καμπαναριό του στέκει αγέρωχο, αγναντεύοντας το πανέμορφο τοπίο, και είναι ορατό από πολύ μακριά.
Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής στη "Ζάρα" από το 1784, περιβάλλεται από αιωνόβια δέντρα βελανιδιάς, βουβοί μάρτυρες της παλαιότητάς του. Η οριστική θεμελίωσή του έγινε το 1920 και λέγεται οτι από δω ξεκινούσαν όλες οι λιτανίες για την αντιμετώπιση της ανομβρίας, της ακρίδας και άλλων επιδημιών. Επίσης, οι Δικαστριώτες θεωρούσαν πως τους προστάτευε από κάθε εδαφικό πρόβλημα που μπορεί να απειλούσε το χωριό και τα χωράφια τους.
Το ερειπωμένο ξωκλήσι του Αη-Λιά, με άγνωστη ημερομηνία αρχικής κατασκευής, ανοίγει τη πόρτα του κάθε 20 του Ιουλίου από το 1905, προς τιμή του προφήτη, σε ένα κατάφυτο και ολοπράσινο σημείο, αρκετά ψηλότερα από το χωριό.
Ο Αγιος Αθανάσιος, λίγο πιο έξω από τον "Πέρα Μαχαλά", πρωτοχτίστηκε το 1683, και δέχτηκε διορθωτικές παρεμβάσεις το 1904.
Το 1904 επιδιορθώθηκε και ο μεγαλύτερος ηλικιακά ναός του χωριού, η Παναγία, καθώς υπάρχει από το 1450 και βρίσκεται σε τέτοια θέση που δείχνει σαν να αγκαλιάζει τον "Πέρα Μαχαλά".
Όλες οι εκκλησίες βρίσκονται υπό συνεχή συντήρηση και φροντίδα ώστε να παραμείνει και να αναδειχθεί η ιστορική και θρησκευτική τους αξία.
Πηγή: el.wikipedia.org