Ενθάδε κείται...Ο Θωμάς Λύγκος...

Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος
ΕΝΘΑΔΕ ΚΕΙΤΑΙ ΑΓΝΩΣΤΟΣ ΣΤΡΑΤΙΩΤΗΣ ΤΗΣ ΕΛ.ΔΥ.Κ.

Του τάφου πάνω έγραφε η μαρμαρένια πλάκα

στης Λευκωσίας το λευκό τo νέο κοιμητήρι,

που βιαστικά το στήσανε οι Έλληνες φαντάροι,

κείνον τον μαύρο Αύγουστο, που η Κύπρος εσκλαβώθει.
Κοιμόταν μέσα ήσυχο το νέο παλικάρι,

που οι Τούρκοι το λαβώσανε εις το δεξί του γόνα

σαν μπήκαν στο στρατόπεδο, έξω απ’ τα μαγειρεία

κι έμεινε μόνο συντροφιά με τον καλό λοχία,

που όμως δεν ημπόρεσε μόνος να τον σηκώσει

κ’ είν’ αγνοούμενος κι αυτός, όπως και τόσοι άλλοι!
Πέθανε αβοήθητος ο άγνωστος λαβωμένος;

Τον αποτέλειωσαν εκεί σαν έφτασαν οι Τούρκοι;

Κανείς ποτέ δε θα το πει από αυτούς που ζούνε.

Την άλλη τον περμάζεψαν ανθρώποι του Ερυθρού Σταυρού

με άλλους σκοτωμένους και τους παρέδωσαν μαζί,

σ’ αυτούς που είχαν ζήσει απ’ την ΕΛ.ΔΥ.Κ. στην Κύπρο μας.

Και στο χωριό το Βαρδαλή, στα πεδινά της Φθίας,

εστάλη γράμμ’ απ’ τον Στρατόν, πως ο Θωμάς ο Λύγγος,

που υπηρετούσε στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. απ’ την τελευταία μάχη,

ύστερ’ απ’ τον τραυματισμόν, η τύχη του αγνοείται

Σα βόμβα το νέο έπεσε εις τους γονιούς κι αδέρφια,

σε συγγενείς και σε γνωστούς σε φίλους και γειτόνους,

ακόμη σ’ όλο το χωριό, που το Θωμά αγαπούσε.

Δυόμισι μήνες πέρασαν, το Πάσχα που είχε έρθει

με άδεια δεκαήμερη να δει τους συγγενείς του.

Και στου Αϊ Γιώργη την εκκλησιά, μαζί με τους δικούς του,

πήγε στον επιτάφιο κι έξω στο προαύλι με τη φιλοπαρέα του

είπε «ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ» και φίλησε τη μάνα του

σαν γύρισε στο σπίτι, με αναμμένη της Λαμπρής την κάτασπρη λαμπάδα.

Κι όλοι στο σπίτι ευχήθηκαν: « του χρόνου πια πολίτης

μαζί να το γιορτάσουμε το Πάσχα του 75»

Kι όταν μεγάλη η ανθρακιά άναψε στην αυλή τους

κι έβαλαν πάνω στο σουβλί το τρυφερό αρνάκι,

όλο εκείνος ήθελε τη σούβλα να γυρίζει,

μέχρι να είναι έτοιμο και τότε το τραπέζι

στρώθηκε στην πλακόστρωτη αυλή του πατρικού του,

με το αρνί και το κρασί, το κοκορέτσι το τυρί,

τα κόκκιν’ αυγά του Πάσχα κι όλοι του ευχήθηκαν

γρήγορα να γυρίσει απ’ το στρατό με το καλό

και τη ζωή ν’ αρχίσει, ολόγερος κι ευτυχής,

με μια γυναίκα στο πλευρό και γύρω τα παιδιά του.
Κι ο γράφων τον συνάντησε και μίλησε μαζί του,

για τη ζωή του στο στρατό, την Κύπρο και τους Τούρκους

κι εκείν’ η εικόνα έμεινε ’πο τότε μες το νου μου,

κείνος στο φράχτη πιο ψηλά ανεβασμένος πάνω,

με το γλυκό χαμόγελο, την ήρεμη φωνή του

κι εγώ στο δρόμο να κοιτώ ίσια κατά τον ήλιο

με την παλάμη εμπροστά στα μάτια μου σκιάδι.

Και φεύγοντας του ευχήθηκα γρήγορα να γυρίσει

απ’ το στρατό στο σπίτι του, στη μάνα, στον πατέρα.
Ποιος να ’ξερε πως θλιβερές ημέρες θε να ρθούνε,

δίχως να λογιάζουμε, κείνο το καλοκαίρι!

Στη Κύπρο αδερφοσκοτωμός και ύστερα οι Τούρκοι,

που πήραν το μισό νησί σκοτώνοντας χιλιάδες,

εκτός τους αγνοούμενους Έλληνες και Κυπρίους!
Και πήγε το Φθινόπωρο ο αδερφός του ο Γιώργος

εις το πολύπαθο νησί, που ήξερε κι εκείνος,

αφού εκεί υπηρέτησε ωσάν τον αδερφό του,

μήπως και μάθει κάτι τι για το Θωμά που εχάθει.

Και βρήκε και περπάτησε μέσα στο κοιμητήρι,

με τους γνωστούς κι άγνωστους Έλληνες σκοτωμένους.
Κανείς όμως δε βρέθηκε κάτι για να προσθέσει

σε κείνα που εγνώριζε ακόμα πριν να πάει.

Και γύρισε στο Βαρδαλή χωρίς φως κ’ η ελπίδα

έμεινε μέσα στη ψυχή, πως ζει ο αδερφός του

στα κατεχόμενα μπορεί, ίσως και στη Τουρκία

αιχμάλωτος, όπως παλιά στον πόλεμο είχε γίνει

του 22 και πολλοί απ’ το χωριό είχαν κάνει.

’Πο τότε ο πατέρας του, ο Παντελής ο Λύγγος,

ρωτούσε πάντα ο δυστυχής, μην κάτι και ακούστει,

να λένε γι’ αγνοούμενους, ίσως και κάποιο νέο

κι άλλοτε η ελπίδα φούντωνε στα γέρικά του στήθια

κι άλλοτε απελπιζότανε για το χαμένο γιο του.
Κι η Αγορή η μάνα του, χωρίς να περιμένει,

μαύρο τσεμπέρι φόρεσε, γιατ’ η καρδιά της μέσα

της έλεγε πως πέθανε στην Κύπρο το παιδί της

κι απ’ την πολύ τη συντριβή και το βαθύ τον πόνο,

στον κόσμο αυτό δεν άντεξε και πέθανε και κείνη.
Ο άντρας της απόμεινε και στ’ όνειρό του μέσα,

συχνά έβλεπε το Θωμά να του χαμογελάει

κι όταν πληροφορήθηκε πως κάποιος Kούρδος είπε,

πως αιχμαλώτους Έλληνες έχουνε στην Τουρκία,

πως είδ’ αυτός που δούλευαν εις την Ανατολία,

τότε σε μένα έλεγε: «Μια μέρα θα γυρίσει

ο γιος μου πάλι στο χωριό και σπιτικό θα φτιάξει».
Το 80 αποφάσισαν οι υπεύθυνοι στη Κύπρο,

στο κοιμητήρι που ’παμε τους τάφους να ανοίξουν

και τα οστά του καθενός να βάλουν σε κιβώτιο

με τ’ όνομα πάνω γραφτό, για όσους το γνωρίζαν

και για τους άλλους «άγνωστος» πάλι εκεί να γράψουν.
Και μία στήλη αψηλή με μάρμαρο να φτιάξουν

και σ’ ένα κτίριο λαμπρό τα κόκαλα να βάλουν,

εκείνων που δεν έστειλαν στη μακρινή Πατρίδα.

Πολλά κιβώτια έγραφαν με γράμματα μεγάλα

«Oστεοφυλάκειον εδώ άγνωστου στρατιώτη,

που έπεσεν ηρωικώς στον πόλεμο της Κύπρου…»

Και δέκα χρόνια πέρασαν. Κι άλλα πέντε ακόμα.

Κι ο Παντελής κουράστηκε κι αυτός να περιμένει

το γιο του κάπου να φανεί, που ήτανε χαμένος.

Τον έγειραν τα γηρατειά. Τον έπνιξε ο πόνος.

Και κάποια μέρα και αυτός εσφάλισε τα μάτια

και δίπλα εκοιμήθηκε από την Αγορή του,

μ’ ένα χαμόγελο γλυκό στα μαραμένα χείλη,

πως στο ταξίδι που θα πάει, θα βρει και το Θωμά του.
Και άλλοι χρόνοι πέρασαν βουβοί κι απελπισμένοι

γι’ αυτούς που έχασαν παιδιά στην Κύπρο απ’ τους Τούρκους.

29 στον αριθμό χρόνια βασανισμένα, μέχρι να βρούνε οι σοφοί

γιατροί και βιολόγοι, ότι μπορούν ξετάζοντας αίμα των συγγενών τους,

να βρουν τίνος τα κόκαλα είναι κείνα στην Κύπρο

των άγνωστων στρατιωτών, που ’χανε φυλαγμένα.

Κι αρχές του … 3 πήρανε αιμ’ απ’ τον αδερφό του,

το Γιώργο απ’ το Βαρδαλή κι από την αδερφή του

και κει στη Κύπρο βρήκανε πως στα οστά ταιριάζαν

του ξύλινου κιβώτιου που ’χαν ψηλά ανεβάσει,

ενός αγνώστου ήρωα, σε σιδερένιο ράφι.

Ήτανε εκείνο του Θωμά του Λύγγου απ’ το χωριό μας,

του νέου που λαβώθηκε εξ’ απ’ τα μαγειρεία

κι έμειν’ εκεί ο λοχίας του μαζί να τον φυλάει.
Κι ύστερα τον εφέρανε μεγάλοι γαλονάδες,

πολιτικοί και στρατηγοί στο Βαρδαλή μια μέρα,

με δόξες όλο και τιμές, με μουσικές και λόγους

κι ο κόσμος εμαζεύτηκε ίσως και τρεις χιλιάδες

απ’ το χωριό και τα χωριά, που γείτονές μας είναι.

Μόν’ απ’ εκείνη την πομπή έλειπαν δυο σπουδαίοι:

Ο Παντελής κι η Αγορή, η μάνα κι ο πατέρας,

που άλλωστε πρώτοι βρήκανε εκεί στον άλλο κόσμο

την άδολη ψυχούλα του, π’ ανάπαψη ζητούσε

στη γονική τους αγκαλιά, όπως τότε που ήταν

μικρός στην κούνια του σπιτιού πριν από τόσα χρόνια!
Τώρα κοιμούνται και οι τρεις μέσα στο κοιμητήρι

ευτυχισμένοι ίσως μπορεί, που έσμιξαν και πάλι

πατέρας, μάνα και παιδί κι οι τρεις αγκαλιασμένοι.

Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος

4 Μάρτη 2003

ΣΤΟ ΘΩΜΑ ΛΥΓΚΟ ΠΟΥ ΣΚΟΤΩΘΗΚΕ ΤΟ 1974 ΣΤΗΝ ΚΥΠΡΟ

Σφάδαζες αβοήθητος πίσω απ’ τον τοίχο.

Στρατιώτη με το συντριμμένο γόνατο.

Τρεις πιθαμές ακόμα πριν περάσεις στη σωτηρία.

Ο τοίχος έγινε κόκκινος. Τα χαλίκια έχουν βαφεί.

Ανέπνευσε. Κάνε κουράγιο παλικάρι. Υπάρχει ακόμη ελπίδα.
Οι δικοί μας φεύγουν. Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!

Έμεινες μόνος. Μπορείς να συρθείς; Προσπάθησε λίγο!

Δεν το μπορείς! Κι έρχονται οι εχθροί. Αυτοί που σε λαβώσαν.

Φτάνουν. Έφτασαν. Μα δεν σε βλέπουν; Τρέχουν γύρω σου.

Προχωρούν πιο πέρα. Απλώνεις το χέρι σου πληγωμένε στρατιώτη.

Μάταιος κόπος. Δεν το βλέπει κανείς. Φωνάζεις. Δεν σ’ ακούει κανείς.

Δεν είσαι πια κίνδυνος γι’ αυτούς. Είσαι ανήμπορος. Είσαι εκτός μάχης.

Ω! τι πόνος είν’ αυτός! Κι απλώνεται μια παράξενη ζάλη.

Το κόκκινο ποτάμι συνεχίζει να τρέχει.

Τα χείλη τρέμουν. Τα χέρια τρέμουν. Τρέμει το κορμί!

Αύγουστος μήνας και κάνει τόσο κρύο απόψε.

Τώρα ξάπλωσες ανάσκελα στο χώμα. Ψυχή τριγύρω.

Ούτε φίλοι, ούτε και εχθροί. Εσύ, ο τοίχος και η νύχτα.

Και το αίμα. Το δικό σου και των συντρόφων σου πιο πέρα.
Κι αρχίζουν οι παραισθήσεις. Δίπλα η μάνα σου κι ένα μικρό αρνί.

Όχι δεν είναι αρνί. Ή μάλλον είναι αρνί με το δικό σου πρόσωπο.

Ένας λοχίας φωνάζει: «Έρχονται οι Τούρκοι».

Θέλεις να σηκωθείς να φύγεις, μα δεν το μπορείς.

Και τότε βλέπεις την κληματαριά του σπιτιού σου.

Απλώνεις το χέρι να πάρεις μόνο δυο ρώγες μα είναι ψηλά και δεν τις φτάνεις.
Κάτι σου πλακώνει το στήθος. Η ανάσα σου βγαίνει βαριά.

Κι όλο κι αραιώνει. Κι όλο και αργεί.

Κι ύστερα έρχεται ένας βαθύς ανονείρευτος ύπνος.

Δεν ακούγεται τίποτε. Ούτε κρότοι ούτε και φωνές.

Ούτε κ’ η ανάσα σου πια. Κοιμήθηκες. Πρέπει να ξεκουραστείς.

Καλό σου ύπνο πονεμένο παλικάρι. Θωμά καληνύχτα.

Αύριο…ποιος σκέφτεται το αύριο. Ποιος ξέρει τι θα γίνει αύριο;


18 Δεκεμβρίου 2007

Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος

Ο Θωμάς Λύγκος γεννήθηκε στο Βαρδαλί Δομάκου του Νομού Φθιώτιδας το 1953 και κατά τη τουρκική εισβολή στη Κύπρο υπηρετούσε στην ΕΛ.ΔΥ.Κ. Η τύχη του αγνοείται από τις 16.8.1974 στις μάχες στη περιοχή του στρατοπέδου της ΕΛ.ΔΥ.Κ. στη Λευκωσία και το βομβαρδισμό που ακολούθησε.
Τα οστά του Θωμά Λύγκου αναγνωρίσθηκαν μεταξύ εκείνων, που τάφηκαν το 1974 στο κοιμητήριο Λακατάμιας ως άγνωστοι της ΕΛΔΥΚ.

Μέχρι σήμερα, από τις εκταφές στις ελεύθερες περιοχές της Κύπρου, έχει ταυτοποιηθεί/βεβαιωθεί με τη μέθοδο του DNA η ταυτότητα 127 ατόμων. Απ' αυτά οι 31 ήταν στο κατάλογο των Αγνοουμένων, ενώ οι υπόλοιποι 96 στο κατάλογο Νεκρών. Οι επιστημονικές διεργασίες ταυτοποίησης συνεχίζονται.

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!