Σκαλίζοντας τη βιβλιοθήκη μου πριν λίγες μέρες, βρήκα δυο πολύ παλιά βιβλία, κιτρινισμένα και φθαρμένα, που μετρούν ίσως πάνω από εκατό χρόνια από την έκδοσή τους… Ήταν οι δύο τόμοι των «Αθλίων» του Βίκτορος Ουγκώ, η«Τιτίκα» και η «Φαντίνα» που κληρονόμησα από τον πατέρα μου τον αείμνηστο κυρ-Βασίλη… Θυμήθηκα τότε την ιστορία των βιβλίων αυτών και τον ομολογουμένως ενδιαφέροντα και συγκινητικό τρόπο που έφτασαν στα χέρια του πατέρα μου για να καταλήξουν πολύ αργότερα στη βιβλιοθήκη μου…
Και τότε διαπίστωσα πως μια μικρή και πικρή ιστορία μπορεί να μας διδάξει πολλά δεκάδες χρόνια αργότερα…
Ήταν λοιπόν άνοιξη του 1945 όταν στο χωριό μας τον Αι-Γιώργη έφτασαν με μεταγωγικά καμιόνια δεκάδες πολιτικοί κρατούμενοι που τους είχαν φυλακισμένους οι Γερμανοίστη Λάρισα και είχαν πάρει, μετά την απελευθέρωση, το δρόμο της επιστροφής ή άλλο πιθανότατα…«εξωτικό» προορισμό, ανάλογα την περίπτωση…
Πεινασμένοι και εξουθενωμένοι, θα έμεναν λίγες μέρες στο μεγάλο πέτρινο σχολείο του χωριού απέναντι απ’ το σπίτι μας, χωρίς ιδιαίτερη προσοχή είναι αλήθεια, απ’ τους στρατιώτες που τους…συνόδευαν… Ένας απ’ αυτούς καθόταν και διάβαζε στη σκιά ενός μικρού πεύκου ίσως και για να ξεχνά τα προβλήματα αλλά και την πείνα που τους ταλάνιζε…
Τότε τον πλησίασε ο μικρός Βασίλης με δειλά και φοβισμένα βήματα κοιτάζοντας με θαυμασμό τα βιβλία που κρατούσε ο δυστυχής άνθρωπος. Στα χέρια του κρατούσε λίγες «τσιγαρίδες» και ένα κομμάτι ψωμί…
-Πως σε λένε; Ρωτά ο ξένος.
-Βασίλη, απαντά ο μικρός…
-Που μένεις Βασίλη;
-Εδώ….απέναντι…
-Θα μου δώσεις να φάω το ψωμί κι εγώ θα σου δώσω τα βιβλία, θέλεις;
Είπε ο πεινασμένος και αδύναμος κρατούμενος… Ο μικρός Βασίλης βλέποντας τα αγαπημένα του βιβλία δίνει αμέσως το ψωμί στον άγνωστο άνθρωπο… Ο ξένος, πικραμένος που χάνει τους αγαπημένους του συντρόφους, την «Τιτίκα» και τη «Φαντίνα», γράφει λίγα λόγια στο πρώτο φύλλο του βιβλίου: «Στο Βασίλη, δι ολίγον ψωμί και ολίγων τσιγαρίδων»…
Ο μικρός Βασίλης φεύγει τρέχοντας για το σπίτι για να δείξει τα βιβλία που του «χάρισαν» στους γονείς του…Όμως η χαρά του έγινε αίφνης πανικός αντιμετωπίζοντας την οργή του πατέρα του παπα-Δημήτρη όταν έμαθε τον τρόπο που αυτά τα βιβλία έφτασαν στα χέρια του. -Δεν ντρέπεσαι να παίρνεις από ένα δυστυχή και πεινασμένο άνθρωπο τα μοναδικά του υπάρχοντα για ένα κομμάτι ψωμί;;;
Να πας αμέσως πίσω τα βιβλία και θα του πηγαίνεις κάθε μέρα το δικό σου φαγητό όσο θα είναι εδώ, άκουσες;;;
Βαθύτατα ντροπιασμένος ο μικρός Βασίλης επέστρεψε τότε στον ξένο τα βιβλία παγαίνοντάς του παράλληλα και ένα καρβέλι ψωμί και τυρί! Ο ξένος συγκινήθηκε όταν ο μικρός του εξήγησε γιατί επέστρεψε τα βιβλία μετανιωμένος και ζήτησε να γνωρίσει τον παπα-Δημήτρη όπως και έγινε…
Όλοι οι κάτοικοι του χωριού έφεραν στη συνέχεια από τα λιγοστά τρόφιμα που διέθεταν και φίλεψαν τους κρατούμενους και τους στρατιώτες, αλλά ο μικρός Βασίλης δεν ξέχασε το νέο του φίλο και του έφερνε κάθε μέρα φαγητό ώσπου δέκα περίπου μέρες αργότερα τα καμιόνια επέστρεψαν για να συνεχίσουν το Γολγοθά των κρατουμένων.
Τότε ο ξένος φωνάζει το μικρό Βασίλη και του χαρίζει τα βιβλία σκίζοντας την παλιά «αφιέρωση» και γράφοντας μια καινούρια: «Στον καλό μου φίλο Βασίλη, που δε θα ξεχάσω ποτέ, Βλάσης»…
Δημήτρης Καρέλης