Το όνομα Ελλάς και Έλληνες.
Πολλές εκδοχές υπάρχουν ως προς την ετυμολογία των λέξεων Ελλάς και Έλλην. Η ετυμολογία της λέξεως «Ἑλλὰς» δεν έχει διευκρινιστεί.
Κατά τον Γ. Κούρτιο έχει σχέση με τα ονόματα «σέλας», «σελήνη», «ἑλάνη(=λαμπάς)», κατά δεν τον Wilamowitz είναι συγγενές προς τα «ψελίζω», «σελλίζω», «ἐλλός», «ἔλλοψ», και τους «Σελλοὺς» ή «Ἑλλοὺς» της Δωδώνης. Ίσως η λέξη συγγενεύει με την «Ἑλλοπία», όπου απαντά ως ονομασία διάφορων ελληνικών χώρων και όπου είναι δυνατόν να παράγεται από τον «ἕλλα» (λακωνιστί = καθέδρα, καθ’ Ησύχιο) ή του «ἕλος».
Πάντως καμιά από τις προταθείσες ετυμολογίες δεν είναι πραγματικά πειστική. Ως προς την χρήση των λέξεων «Ἑλλὰς» και «Ἕλληνες» παρατηρούμε ότι αυτές μάλλον πολύ αργότερα δήλωσαν ολόκληρο το Ελληνικό έθνος. Στα Ομηρικά έπη ο όρος «Ἑλλὰς» σήμαινε απλώς κάποια χώρα που ανήκε στο κράτος του Πηλέα και κατοικούνταν από τους Μυρμιδόνες, πατρίδα του Αμύντορα, πατέρα του Φοίνικα (Ι΄ 447 - 448, 478). Συναντάται στον Όμηρο και ως πόλη (στον κατάλογο των νέων, Β 683 - 684). Κατά τον Στράβωνα (Θ΄ 431 - 432), οι μεν πίστευαν ότι η Ομηρική Ελλάδα είναι η Φθία (πρβλ. και Θουκυδίδη Α΄ 3 «τους μετ’ Ἀχιλλέως ἐκ τῆς Φθιώτιδος, οἵπερ καὶ πρῶτοι Ἔλληνες ἦσαν») και αποτελεί το νότιο μέρος της Θεσσαλίας, οι δε ότι ήταν διάφορος της Φθίας χώρα ή πόλη. Κατά τον Busolt η Ομηρική χώρα Ελλάς ήταν από Ενιπέα, του Απιδανού και άλλων παραποτάμων του Πηνειού διαρρεομένη Θεσσαλιώτιδα.
Στα νεώτερα χωρία της Οδύσσειας το όνομα «Ἑλλὰς» αποκτά μέγιστη έκταση γιατί σε αυτήν βρίσκουμε «καθ’ ην (ἢ ἀν΄) Ἑλλάδα καὶ μέσον Ἀργος», όπου «Ἑλλὰς» καλείται η Στερεά Ελλάδα και «Ἄργος» η Πελοπόννησος. Στον Όμηρο εμφανίζεται η λέξη «Πανέλληνες» (Β530) που προφανώς σημαίνει το σύνολο των Ελλήνων. Η λέξη Πανέλληνες που δηλώνει όλο το Ελληνικό γένος συναντάται πρώτη φορά στον Ησίοδο τον Ζ’ π.Χ. αιώνα (Έργα 528) και στον Αρχίλοχο (απ. 52).
Κατά τις αρχές του ΣΤ΄ αιώνα υπήρχε ο όρος Έλληνες σε κοινή χρήση σημαίνοντας το σύνολο των Ελλήνων εφόσον προτού του 580 π.Χ. είχε επικρατήσει η λέξη «Ἑλλανοδῖκαι» που δήλωνε τους κριτές των Ολυμπιακών αγώνων. Ο Αριστοτέλης μετέθεσε την παλαιότατη Ελλάδα από την Θεσσαλία στην Ήπειρο και κυρίως στην περιοχή της Δωδώνης και του Αχελώου: «(ὁ κατακλυσμὸς) περὶ τὸν ἑλληνικὸν ἐγένετο μάλιστα τόπον• καὶ τούτου περὶ τὴν Ἑλλάδα τὴν ἀρχαίαν. Αὔτη δ’ ἐστὶν ἡ περὶ Δωδώνην καὶ τὸν Ἀχελῷον• οὖτος γὰρ πολλαχοῦ τὸ ρεῦμα μεταβέβληκεν• ᾤκουν γὰρ οἱ Σελλοὶ ἐνταῦθα καὶ οἱ καλούμενοι τότε μὲν Γραικοί, νῦν δ’ Ἒλληνες» (Μετεωρ. 352α). Μάλλον η γνώμη αυτή του Αριστοτέλη κατά την οποία η Ελλάδα βρίσκονταν στην Δωδώνη να πηγάζει από έναν μύθο που διαδόθηκε τον Δ΄ αιώνα π.Χ. από τους Μολοσσούς, στην περιοχή των οποίων βρίσκονταν τότε η Δωδώνη. Ο μύθος αυτός για να εμπεδώσει την ελληνική καταγωγή του βασιλικού οίκου των Μολοσσών, παρίστανε τον Δευκαλίωνα ιδρυτή του ιερού της Δωδώνης.
Σύμφωνα με τους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, η Ελλάδα και οι Έλληνες αρχικά δεν ονομάζονταν έτσι, αλλά με διάφορα άλλα ονόματα, κυριότερα των οποίων ήταν το Πελασγία και Πελασγοί, Γραικία και Γραικοί, Αργείοι ή Δαναοί και κ.α. πρβλ: «πρώτον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες», Αριστοτέλης Μετεωρολογικά, Πάριο Χρονικό κ.α.), «της νυν Ελλάδος, πρότερον δε Πελασγίης καλουμένης» , Ηρόδοτος B 54 - 57). Η Ελλάδα αρχικά δεν ήταν μια ενιαία χώρα-κράτος, αλλά πολλές πόλεις-κράτη, όπως π.χ. στην Αττική η Αθήνα, στη Βοιωτία η Θήβα ή Καδμεία, στη Μακεδονία η Πέλλα κλπ. Το όνομα Ελλάς και Έλληνες καθιερώθηκε μετά τα Τρωικά, σύμφωνα με τους Θουκυδίδη κ.α. και συγκεκριμένα όταν ήταν βασιλιάς στη Φθιώτιδα ο Έλληνας. Ο βασιλιάς αυτός σύμφωνα με το Πάριο χρονικό, βασίλευε στη Φθιώτιδα το έτος 1257 πριν από το Διόγνητο (= το έτος 1521 π.Χ.) Πράγματι πριν οι απόγονοι του Δευκαλίωνα (Έλληνες, Μακεδόνες, Μάγνητες και Γραικοί) ονομάζονταν Γραικοί, από το όνομα του μεγαλύτερου αδελφού, του Γραικού («πρότερον μεν Γραικοί νυν δε Έλληνες»). Ο Στέφανος Βυζάντιος, στο λήμμα Γραικοί, αναφέρει ότι ο Αλκμάν ονόμαζε Γραίκες τις μητέρες των Ελλήνων (''Γραίκες δε παρά Αλκμάνι αι των Ελλήνων μητέρες και παρά Σοφοκλεί εν Ποιμέσιν''). Είναι φανερό ότι όπως η περσική – τουρκική ονομασία «Ιωνάν» ή «Γιουνάν» (= η Ελλάδα, σήμερα Γιουνανιστάν) προέκυψε από την ονομασία Ίων (ήταν βασιλιάς της Φθιώτιδας, γιος του βασιλιά Έλληνα) Ιωνία και Ίωνες έτσι και η ονομασία Γραικός - Γραικία και Γραικοί πρέπει να προέκυψε είτε από το βασιλιά Γραικό, τον αδελφό του Μακεδόνα κ.α., είτε από την περιοχή Γραία ή Γραϊκή (= περιοχή της Ελλάδας απ΄ όπου κατάγονταν οι πρώτοι Έλληνες άποικοι της Ιταλίας). Γραικός = αυτός που κατάγεται από την πόλη ή περιοχή Γραία ή Γραϊκή χώρα. Το όνομα «Έλλην» ως δηλωτικό των κατοίκων της Ελλάδας χρησιμοποιείται από το 1000 π.Χ. περίπου. Προ της εποχής αυτής, στον Όμηρο, το όνομα χρησιμοποιούνταν ως δηλωτικό των κατοίκων τμήματος του βασιλείου του Αχιλλέα, ιδίως αυτών στην πόλη Ελλάδα, η οποία, κατά την πιο τεκμηριωμένη πιθανότατα άποψη, κείτονταν «πλησίον της Μελιταίας και της Φαρσάλου», ή σύμφωνα με κάποιους άλλους στην κοιλάδα του Σπερχειού, ενώ οι κάτοικοι της Ηπειρωτικής Ελλάδας και των νησιών καλούνταν Αχαιοί, Αργείοι, Δαναοί. Από την στενή αυτή περιοχή, άγνωστο πως, επεκτάθηκε σταδιακά στους κατοίκους ολόκληρης της Θεσσαλίας και της Μακεδονίας, κατ΄ αρχάς και μετά σε όλη την νότια κείμενη χώρα Στερεάς και Πελοποννήσου, και προς Α. και Δ. μέχρι την Κρήτη, τα Ιόνια νησιά και τα νησιά του Αιγαίου Πελάγους και διατηρήθηκε έτσι μέχρι τους πρώτους Χριστιανικούς αιώνες. Κατά τους Αλεξανδρινούς χρόνους μετά την ευρεία εξάπλωση της ελληνικής γλώσσας στην Ανατολή, «Ἕλληνες» και «ἑλληνίζοντες» και «ἑλληνισταὶ» ονομάζονταν όλοι αυτοί που μιλούσαν ελληνικά. Κατά τους Ρωμαϊκούς χρόνους, μετά την εμφάνιση του Χριστιανισμού οι λέξεις αυτές σήμαιναν τους Εθνικούς - ειδωλολάτρες και ο «ἑλληνισμὸς» σήμαινε τον Εθνισμό και την Ειδωλολατρία. Στα μέσα του Ε’ αιώνα ο εκκλησιαστικός συγγραφέας Θεοδώρητος ο Κύρρος ονομάζει τους ιερείς του Βάαλ «ἱερεῖς τῶν Ἑλλήνων». Το όνομα Ελλάς επέζησε κατά τους μέσους χρόνους, τουλάχιστον στην επίσημη γλώσσα της διοίκησης του κράτους. Έτσι νωρίτερα από το 535 μ.Χ. και επί Ιουστινιανού, δημοσιευθέν σύγγραμμα του Ιεροκλέους «Συνέκδημος», η υπό ανθυπάτου διοικούμενη «ἐπαρχία τῆς Ἑλλάδος» περιλαμβάνει την Στερεά, την Πελοπόννησο, την Εύβοια και διάφορα άλλα νησιά του Αιγαίου και του Ιονίου Πελάγους. Μείζονα τότε διάδοση εξέλαβε το παλαιότατο όνομα των Ελλήνων, Γραικός, πλεονεκτώντας των άλλων, και με αυτό δήλωναν τους Έλληνες και οι δυτικοί. Η οργάνωση του Βυζαντινού κράτους ως Ρωμαϊκού, η διατήρηση σ’ αυτό των διοικητικών μορφών του Ρωμαϊκού κράτους και η προσηγορία των Ρωμαίων, την οποία έφεραν οι υπήκοοι, συντέλεσαν στην διάδοση του ονόματος Ρωμαίοι (Ρωμιοί) στους Έλληνες, το οποίο ουδέποτε επικράτησε ολοσχερώς. Από τις λίγες σωζόμενες μαρτυρίες συνάγεται πως οι Έλληνες το γένος, υπήκοοι του Βυζαντινού κράτους, διατηρούσαν παράλληλα και το παλιό τους εθνικό όνομα. Ο δε τελευταίος στην Κωνσταντινούπολη, Χριστιανός βασιλιάς Κωνσταντίνος ΙΑ΄ ο Παλαιολόγος, που και αυτός, όπως και οι προκάτοχοί του, έφερε τον τίτλο του «βασιλέως καὶ αὐτοκράτορος Ρωμαίων», στην προσλαλιά του κατά την προτεραία της αλώσεως, αποκαλεί την Κωνσταντινούπολη «ἐλπίδα καὶ χαρὰν πάντων τῶν Ἑλλήνων». Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους, το όνομα των Ρωμιών, έγινε μισητό, άρχισε να παραγκωνίζεται και να αναφέρεται συχνότερο και με πολύ αγάπη εκείνο των Ελλήνων, το οποίο αρχίζει να ανακτά την παλιά του δύναμη και αίγλη. Όταν το έθνος υποδουλώθηκε στους Τούρκους, η Εκκλησία έκρινε ως πιο συμφέρον το όνομα των Ρωμαίων. Ο κατακτητής αναγνώρισε τον Πατριάρχη ως πατριάρχη των Ρωμαίων «Ρούμ πατριγκί» και στην δικαιοδοσία του υπήγαγε όλους τους Ρωμαίους (Ρουμ μιλετί), όλους δηλαδή τους Ορθοδόξους Χριστιανούς, οι οποίοι νωρίτερα υπάγονταν στον αυτοκράτορα του Βυζαντίου (αυτοκράτορα των Ρωμαίων), στον οποίο συμπεριλαμβάνονταν και μη Έλληνες. Όσες φορές χρειάζονταν να διαχωριστούν οι αλλόγλωσσοι από τους ελληνόγλωσσους, Έλληνες τους καλούσε η Εκκλησία ενώ χρησιμοποιούσε τον όρο Γραικοί για να διακρίνει μεταξύ ελληνόγλωσσων Ορθοδόξων και τον λατινοδόξων οπαδών του πάπα Ρώμης. Στα δημοτικά άσματα από τον ΙΣΤ΄ αιώνα και μετά χρησιμοποιείται κατά προτίμηση ως εθνικό το όνομα Έλλην, το οποίο υιοθετήθηκε και από τους αγωνιστές της εθνικής ανεξαρτησίας από τα πρώτα της βήματα επιβλήθηκε τέλος και επίσημα από την απελευθέρωση. Κατά την επανάσταση του 1821 το έθνος αγωνίζεται για την ελευθερία των Ελλήνων και της Ελλάδος. Η συνέλευση της Επιδαύρου που συνέταξε το «Προσωρινὸν πολίτευμα τῆς Ἑλλάδος» εξέδωσε την 1η Ιανουαρίου 1822 κύρηγμα, με το οποίο το «τὸ ἑλληνικόν ἔθνος, τὸ ὑπὸ τὴν φρικώδη ὀθωμανικὴν δυναστείαν… κυρύττει σήμερον διὰ τῶν νομίμων παραστατῶν του, εἰς ἐθνικὴν συντεταγμένων συνέλευσιν… τὴν πολιτικὴν αὐτοῦ ὕπαρξιν καὶ ἀνεξαρτησίαν». Έτσι το έθνος, άμα την έναρξη του μακριού απελευθερωτικού αγώνα, απέβαλε επίσημα εις το νέο κράτος το ελληνικό όνομα «Ἑλληνικὴ Ἐπικράτεια, Ἑλληνικὴ Πολιτεία, Βασίλειον τῆς Ἑλλάδος και Ἑλληνικὴ Δημοκρατία».