Του Δημήτρη Β. Καρέλη: Είναι σαν να’ταν χθες μα είναι τώρα 27 χρόνια από τότε, μια κρύα βραδιά του Νοέμβρη του 1982, όταν 18χρονο παλικάρι έχω στα χέρια την πρώτη μου κυνηγετική άδεια από το Δασονομείο Δομοκού και περιμένω να συμμετάσχω, σαν άντρας πια, στην πανάρχαια ιεροτελεστία του κυνηγιού στο οποίο και οικογενειακή παράδοση υπήρχε αλλά και πολύ καλούς δασκάλους είχα στη συνέχεια…
Έχω πάρει ήδη το πρώτο μου κυνηγετικό τουφέκι, ένα δωδεκάρι μονόκαννο Investarm δώρο του πατέρα μου του κυρ-Βασίλη, την πρώτη μου φυσιγγιοθήκη (με καπάκια!) δώρο της γιαγιάς μου της Δημητρούλας από την πενιχρή της σύνταξη, μα πάνω απ’ όλα έχω την γλυκιά προσμονή του πρωτάρη που περιμένει πως και πως να γνωρίσει και να μυηθεί σ’ ένα καινούριο, άγνωστο ως τότε κόσμο, που ακόμα κι απ’ τις ιστορίες που άκουγε του ανέβαινε η αδρεναλίνη στα ύψη!
Ως τότε νύχτες ολόκληρες, στα γνωστά «νυχτέρια» των κυνηγών στο σπίτι μας, άκουγα κυνηγετικές ιστορίες που εξήπταν και κέντριζαν την παιδική μου φαντασία. Γύρω από την σόμπα πίνοντας κόκκινο κρασάκι και τρώγοντας τα εκλεκτά μεζεδάκια της κυρα-Νίκης αράδιαζαν τα κυνηγετικά γεγονότα και κατορθώματα της ημέρας,
το ντόριασμα του Πωλ και του Μπικ στις σάρες της «Καραβόρραχης» και του «Γληγοράκου», το σήκωμα του λαγού από τη Φούλα ή τη Λίζα και την πολύωρη καταδίωξή του από τα «Καραουλάκια» ως τ’ αμπέλια τα «Ντερβενιώτικα» και χίλιες δυο άλλες ιστορίες που στ’ αυτιά του ανίδεου ακροατή φαντάζουν απίστευτες.
Και μαζί μ’ αυτά, τα πειράγματα στον μικρό τότε Δημητράκη που ρωτούσε πονηρά όταν έφταναν: «Βαρέσατε κανένα λαγό;;;». Ήταν τότε που κατεβαίνοντας από το «γούρικο» FIAT τρακτέρ μας, αράδιαζαν στα πόδια μου όχι ένα ή δύο αλλά τρεις «λάγαρους» που τους έβλεπα έκπληκτος χωρίς να μπορώ να πιστέψω στα γουρλωμένα μου ματάκια. Μαζί με τον πατέρα μου τον κυρ-Βασίλη, ο θείος ο Χρήστος ο «Δάσκαλος», αδελφός της μητέρας μου, ο μπάρμπα-Οδυσσέας κι ο μπάρμπα-Μήτσος ο αγροφύλακας, παρέα στο λαγοκυνήγι με διαχρονικά εξαίρετα σκυλιά, συνεχίζουν μετά τα πειράγματα και την «πλάκα», με «άγριους» τσακωμούς του τύπου «γιατί δε βγήκες στη σάρα;» ή «αν δεν έφευγες απ’ τη λάκα θα ερχόταν πάνω σου» και άλλα τέτοια… Είναι βλέπεις μια «γκαντέμικη» χρονιά που δεν ξεκίνησε καλά καθώς ως τότε δεν είχαν κάνει…«σεφτέ!», μικρό όμως το κακό καθώς κανένας στο χωριό μας τον Αι-Γιώργη δεν είχε «πάρει» λαγό ως τότε… Εκείνη την υγρή νύχτα του Νοέμβρη δεν έκλεισα μάτι καθώς περίμενα το χάραμα για να φύγουμε προς τον κυνηγότοπο που είχαν αποβραδίς αποφασίσει οι παλιοί.
Όταν η μητέρα μου η κυρα-Νίκη μου φώναξε για να ξυπνήσω ήμουν ήδη έτοιμος για αναχώρηση! Μετά τον πρωινό καφέ και τις τελευταίες οδηγίες, πάνω απ’ όλα για προσοχή καθώς ο κυρ-Βασίλης έλεγε πως «δεν παίζουν με τα όπλα», φύγαμε για την «Κυριακόρραχη». Φτάνοντας τα ξημερώματα, ο μπάρμπα-Οδυσσέας μας έστειλε αμέσως στα καρτέρια εμένα και το φίλο μου Νίκο, πρωτάρης κυνηγός κι αυτός, και οι δυο τους με τον πατέρα μου έμειναν πίσω «καβάλα» στα σκυλιά, τη Λίζα, τη Φούλα και το μικρό τότε Μαξ. Η αλήθεια είναι ότι τη θεωρούσαν μια ακόμη χαμένη μέρα καθώς είχαν μαζί τους δύο πρακτικά ανίδεους εκκολαπτόμενους κυνηγούς και την ατυχία που τους κυνηγούσε τις προηγούμενες μέρες. Μετά από λίγο η μικρόσωμη μαυρούλα Λίζα του κυρ-Δυσσέα και η Φούλα άρχισαν να γκλαφουνίζουν στον λαγοτορό όμως για αρκετή ώρα δεν κατάφεραν να καθαρίσουν το γιατάκιασμα του Λαγού, με αποτέλεσμα ο κυρ-Βασίλης να φύγει καθώς είχε δουλειά κι ο Δυσσέας να είναι έτοιμος να τα παρατήσει απελπισμένος…
Εγώ περιμένω στο αυτοσχέδιο καρτέρι μου καθώς δεν ήμουν ακριβώς στο σωστό μέρος για να περιμένω τον «καρλαύτη» κι εκεί που όλα δείχνουν πως η «πρώτη μου φορά» θα είναι μια αποτυχία, μια μακρόσυρτη κραυγή από τη Λίζα έκανε την καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή! Το γνωστό σ’ όλους τους λαγοκυνηγούς γκλαφούνισμα στο ξεφώλιασμα του λαγού ακούστηκε μέσα σ' ένα χαντάκι μπροστά μου κι απλώθηκε σ’ όλη τη ράχη! Μετά από λίγο βλέπω έκπληκτος και με την αδρεναλίνη μου να χτυπάει κόκκινο ένα τεράστιο λαγό να ξεπηδά από τις πουρναριές και τις γκορτσιές και να έρχεται καταπάνω μου! Με τους σφυγμούς μου στο 150 σηκώνω το μονόκαννο και…«Μπάμ»… Μετά από αρκετά δευτερόλεπτα αντιλαμβάνομαι πως έχω στα χέρια μου το πρώτο δικό μου αληθινό θήραμα, ένα λαγό 3,5 κιλών…
Τότε ακούω τον κυρ-Οδυσσέα να ρωτά: «τι έγινε;;;», του απαντάω αμέσως «Λαγός!!!». «Κάτσε όπως είσαι θα ξαναγυρίσει!» μου απαντά καθώς δεν πίστευε πως ένας πιτσιρικάς, την πρώτη του κιόλας μέρα στο κυνήγι, θα κατάφερνε να έχει και το πρώτο του θήραμα, καθώς μάλιστα ο ίδιος και η παρέα του επί ενάμιση μήνα δεν είχαν φάει…στιφάδο!!! Του φωνάζω γεμάτος χαρά κι υπερηφάνεια: «Εδώ τον έχω!!!».
Η χαρά του δεν περιγράφεται όταν έφτασε λαχανιασμένος στην κορυφή της «Κυριακόρραχης» και με είδε να κρατώ σαν «λάφυρο της νίκης» το πολυπόθητο θήραμα!!! «Μπράβο Μητσάρα, μας έβαλες όλους κάτω!!!» είπε με τα μάτια του να λάμπουν! Φύγαμε για το χωριό αμέσως καθώς είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να περπατήσουμε αρκετά. Σ’ όλο το δρόμο δεν άφησα το λαγό απ’ τα χέρια μου λες και ο άμοιρος θα έφευγε να επιστρέψει στη φωλιά του! Εκεί συναντήσαμε τον πατέρα μου ο οποίος φαντάζεστε με πόση χαρά και ικανοποίηση έμαθε το «κατόρθωμα» του κανακάρη του, αλλά δεν ξέχασε τα πειράγματα: «τον γέμισες σκάγια δεν θα τρώγεται!!!».
Η χαρά του δεν περιγράφεται όταν έφτασε λαχανιασμένος στην κορυφή της «Κυριακόρραχης» και με είδε να κρατώ σαν «λάφυρο της νίκης» το πολυπόθητο θήραμα!!! «Μπράβο Μητσάρα, μας έβαλες όλους κάτω!!!» είπε με τα μάτια του να λάμπουν! Φύγαμε για το χωριό αμέσως καθώς είχε περάσει η ώρα και έπρεπε να περπατήσουμε αρκετά. Σ’ όλο το δρόμο δεν άφησα το λαγό απ’ τα χέρια μου λες και ο άμοιρος θα έφευγε να επιστρέψει στη φωλιά του! Εκεί συναντήσαμε τον πατέρα μου ο οποίος φαντάζεστε με πόση χαρά και ικανοποίηση έμαθε το «κατόρθωμα» του κανακάρη του, αλλά δεν ξέχασε τα πειράγματα: «τον γέμισες σκάγια δεν θα τρώγεται!!!».
Από τη ίδια κιόλας ώρα στο χωριό έγινε θέμα συζήτησης για το Δημητράκη που μπήκε αμέσως και επάξια στο «Κλαμπ των Κυνηγών» και μάλιστα από την πρώτη του μέρα στο βουνό! Η συνέχεια ευτυχώς ήταν ανάλογη της αρχής με πολλές συγκινήσεις πολλά θηράματα και άλλες ευτυχισμένες αλλά και δυσάρεστες περιπέτειες… Όμως θα θυμάμαι πάντα με αγάπη και συγκίνηση τους πρώτους μου δασκάλους στο κυνήγι αλλά και στη ζωή, που όμως βιάστηκαν να μας αφήσουν, τον πατέρα μου Βασίλη Καρέλη, τον κυρ-Οδυσσέα, το θείο Χρήστο το «Δάσκαλο» και το μπάρμπα-Μήτσο τον αγροφύλακα, στους οποίους αφιερώνω την σελίδα αυτή κι ελπίζω από κει ψηλά που βρίσκονται να μας βλέπουν και γιατί όχι να μας καμαρώνουν…
Δημήτρης Β. Καρέλης