Σημαντική θέση στην ιστορία της επαρχίας Δομοκού είναι η επανάσταση του 1877-78, για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την προσάρτηση της επαρχίας και ολόκληρης της Θεσσαλίας στον κορμό της μητέρας Ελλάδας.
Και μια από τις σημαντικότερες ημερομηνίες της επανάστασης αυτής είναι η 7η Μαρτίου 1878, κατά την οποία οι πρόκριτοι των χωριών του Δομοκού, συγκεντρώθηκαν στο Παλαμά και στον ιερό ναό του Αγίου Αθανασίου και ύψωσαν τη σημαία της επανάστασης και εξέδωσαν επαναστατική προκήρυξη και σχημάτισαν προσωρινή διοίκηση με επικεφαλή τον Δημήτριο Κόκκινο από την Ομβριακή.
Για να κατανοήσουμε όμως καλύτερα τα γεγονότα ας τα βάλουμε σε κάποια χρονολογική σειρά.
Ο μεγαλειώδης αγώνας του ’21 έφερε την πολυπόθητη ελευθερία και τη δημιουργία ανεξάρτητου κράτους και αγωνιζόταν για την κρατική του οργάνωση και την εδαφική του ολοκλήρωση και, που από το 1832 (Συνθήκη Κων/πολης), τα βόρεια σύνορά του στην περιοχή μας ήταν η κορυφογραμμή της Όθρυς ( Δερβέν Καρυά, Δερβέν Φούρκα, Αντίνιτσα, Μακρολείβαδο, Σάββα Βρύση).
Έτσι έμεινε απ’ έξω από την Ελληνική Επικράτεια η επαρχία Δομοκού και το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας (Θεσσαλία, Ήπειρος, Μακεδονία κ.α.), αν και είχαν προσφέρει πολλά στον αγώνα.
Στις 12 Απριλίου 1877 άρχισε ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος για την προστασία των σλαβικών λαών και ύστερα από μεγάλες μάχες (Σόφια, Πλεύνα) κατέληξε στην οπισθοχώρηση των Τούρκων και την Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου (19 Φεβρουαρίου 1878) και τη δημιουργία μεγάλης Βουλγαρίας.
Η Ρωσία υποκίνησε, όπως έκανε και στους άλλους πολέμους, για αντιπερισπασμό, την Ελληνική Κυβέρνηση να αφήσει την «σώφρονα ουδετερότητα» και να μπει στον πόλεμο. Η Ελληνική Κυβέρνηση (Πρωθυπουργός Αλέξ. Κουμουνδούρος, Υπουργός εξωτερικών Θεόδωρος Δεληγιάννης), έδωσε εντολή στο διοικητή της Ανατ. Στερεάς Ελλάδας που βρισκόταν στη Λαμία να εισβάλλει στο οθωμανικό έδαφος και να προστατεύσει τους χριστιανούς υπηκόους.
Πράγματι, στις 21 Ιανουαρίου 1878, ο ελληνικός στρατός (8.000 περίπου) με αντιστράτηγο τον Σκαρλάτο Σούτσο (1806-1887) περνά τον αυχένα Δερβέν Φούρκα και μέσα σε 2 ημέρες (22 Ιανουαρίου 1878) βρίσκεται χωρίς μεγάλες δυσκολίες, στο Δομοκό, που τον πολιορκεί χωρίς επιτυχία, και καταλαμβάνει τη Σκάρμιτσα και οχυρώνεται στις πλαγιές, για να αντιμετωπίσει τις τυχόν ενισχύσεις των Τούρκων από Καρδίτσα και Φάρσαλα.
Και ενώ συνέβαιναν όλα αυτά τα μεσάνυχτα της 24ης Ιανουαρίου 1878, δηλαδή λίγες ώρες προτού υπογραφεί η ανακωχή και προκαταρκτική ειρήνη μεταξύ Ρώσων και Τούρκων (Ανακωχή Αδριανούπολης 25 Ιανουαρίου 1878), η Αθήνα με επείγον τηλεγράφημα ζητούσε από τον Σούτσο να επιστρέψει το συντομότερο στο Ελληνικό έδαφος.
Έτσι έληξε η «αναίμακτος και άδακρυς» εισβολή των Ελλήνων στο τουρκοκρατούμενο έδαφος, η εισβολή των 5 ημερών.
Η κατάσταση στην περιοχή Δομοκού αυτή την εποχή ήταν απελπιστική (Τουρκική σκλαβιά 1396-1881).
Οι Τούρκοι για να καλύψουν τα τεράστια έξοδα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, εκτός από τους υπάρχοντες φόρους, επέβαλαν στους Έλληνες και άλλους νέους.
Ανέθεσαν, για την καλύτερη φύλαξη των συνόρων, ως οροφύλακες, Τουρκαλβανούς Γκέκηδες που κυκλοφορούσαν ασύδοτοι και λυμαίνονταν την περιοχή.
Τα συνοριακά ιδιαίτερα χωριά υπέφεραν από λεηλασίες, αρπαγές, επιδρομές, ληστείες από ατάκτους λησταντάρτες, φυγόδικους, καταχρεωμένους αγρότες, άνεργους Τούρκους, λιποτάκτες Έλληνες. «Ο Δομοκός ήταν έδρα πάντα μισθοφόρων, Αλβανών, οίτινες εκείθεν διευθύνονται προς το λεηλατείν» (Ι. Ανακατωμένος).
Αλλά το χειρότερο Τούρκοι ανάγκαζαν τους Έλληνες να γράφουν ευχαριστήριες επιστολές προς το Σουλτάνο και να τον ευχαριστούν για την χρηστή διοίκηση των Τούρκων πασάδων της περιοχής, για να τις έχουν ως αποδεικτικά στοιχεία στις διπλωματικές τους συναντήσεις.
Το χωριό Παλαμά, την εποχή που μιλάμε, ήταν ένα χωριό κεφαλοχώρι, με αμιγή Ελληνικό πληθυσμό, που κατοικούνταν από μικρούς ιδιοκτήτες καλλιεργητές και η γη τους ήταν χωρισμένη σε ζευγάρια, δηλαδή έκταση που ο γεωργός μπορούσε να καλλιεργήσει σε ένα έτος με ένα ή δύο ζευγάρια ζώων και ήταν 60 περίπου στρέμματα.
Ο αγώνας, παρόλο την τύχη που είχε, συνεχίστηκε από τους ντόπιους οπλαρχηγούς που σχημάτιζαν αντάρτικα σώματα τα επονομαζόμενα «καπετανάτα».
Τέτοιες επαναστατικές εστίες ήταν η Γούρα και το Νεοχώρι που είχαν συνεργασία με τους επαναστάτες του Αλμυρού και του Πηλίου, η Αντίνιτσα και το γειτονικό Παλαμά, που επηρεάζονταν από την ελεύθερη Λαμία και που είχε γίνει κέντρο ενόπλων τμημάτων, το Σμόκοβο και η Καϊτσα, που είχαν συνεργασία με τους επαναστάτες των Θεσσαλικών Αγράφων.
Τα καπετανάτα οργανώθηκαν καλύτερα και οι οπλαρχηγοί πήραν θάρρος και από τους Έλληνες αξιωματικούς και στρατιώτες που λιποτάκτησαν από τον Ελληνικό στρατό, γεμάτοι θλίψη και απογοήτευση, για την ταπεινωτική υποχώρηση. Δύο ήταν οι σημαντικότεροι που έδρασαν και στην επαρχία Δομοκού ; Ο Δημήτριος Τερτίπης (1848-1926) από την Στυλίδα και ο φίλος του Γεώργιος Λάιος (1850-1878) από το Παλαιοξάρι Δωρίδας, που σχημάτισαν σώμα εθελοντών από 500 περίπου άτομα. Έτσι το σώμα Τερτίπη-Λάιου φτάνει στο χωριό Μαντασιά και κτυπά την τουρκική φρουρά, καταστρέφει το τουρκικό χωριό Αϊδομουσλί, εξουδετερώνει τη φρουρά στο Ταμπακλί, απελευθερώνει το Καρατζάλι και τέλος καταλήγει στο Παλαμά, όπου παίρνει μέρος στη μεγάλη υπόθεση της συνέχισης της επανάστασης.
Εδώ στο Παλαμά και στην ιστορική τούτη εκκλησία (1844)
« Βλογάει τ’ άρματα ο παπάς, βλογάει τα ντουφέκια. Δίνει ευχές στον Κόκκινο, ευχές και στον Τερτίπη, δίνει και τη σημαία μας στον καπετάνιο Λάιο».
Ύστερα σχηματίζεται σώμα πάνω από 1.000 άτομα που καταλαμβάνει την Ομβριακή και αναγκάζει τους Τούρκους να κλειστούν και να οργανωθούν στην πόλη όπου αντιστέκονται με πείσμα.
« Εβγάτε μες στο Δομοκό, αγνάντια στην Καρδίτσα, π’ ο Λάιος κάνει πόλεμο με τους παλιοτουρκαλάδες ».
Μετά την σθεναρή αντίσταση των Τούρκων το ένοπλο επαναστατικό τμήμα χωρίζεται σε τρία τμήματα:
Το πρώτο με αρχηγό τον Φούντα φτάνει στο χωριό Πασαλί, χωριό με αμιγή μωαμεθανικό πληθυσμό, και το κατακαίει.
Το δεύτερο με αρχηγό τον Δημήτριο Κόκκινο, ακολουθώντας την κοίτη του ποταμού Κακάρα, προχωρεί στα χωριά του κάμπου που κατοικούνταν τα πιο πολλά από Τούρκους έποικους, τους Κονιάρους, αποκλείστηκε ανάμεσα Βαρδαλής και Κονιαρομαγούλας και εξοντώθηκε,
Το τρίτο με αρχηγούς τον Τερτίπη και Λάιο, διασχίζουν τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου και καταλαμβάνουν τη Ματαράγκα, χωριό κοντά στο άλλο Παλαμά, το Ρουμ Παλαμά. Οι Τούρκοι στέλνουν ενισχύσεις από τη Λάρισα για να το ανακαταλάβουν και γίνονται σφοδρές μάχες στο χωριό και στον Πύργο Ματαράγκας (21 Μαρτίου 1878), όπου σκοτώνεται ο Λάιος (Νεκροί: Τούρκοι 800, Έλληνες 100).
Οι επαναστάτες, επειδή δεν διέθεταν πολεμοφόδια, αναγκάστηκαν να αποσυρθούν στα ριζά των Αγράφων και να περιοριστούν σε αψιμαχίες.
Τέλος, με μεσολάβηση κυρίως των Άγγλων, οι αδούλωτοι σκλάβοι σταμάτησαν τον πόλεμο στις 19 Απριλίου 1878 και αποφάσισαν να αναθέσουν τον αγώνα στους διπλωμάτες και να δώσουν και εκείνοι τον αγώνα τους στο διπλωματικό πεδίο, περιμένοντας και προετοιμάζοντας το έδαφος για το επικείμενο συνέδριο του Βερολίνου.
Η επανάσταση του 1877-78 έχει μεγάλη σημασία για την περιοχή της Θεσσαλίας. Είναι η σημαντικότερη μετά την επανάσταση του 1821. Συνέβαλε στην πρώτη εδαφική επέκταση της Ελλάδας.
Το Πήλιο, ο Αλμυρός, τα Θεσσαλικά Άγραφα ήταν οι τρεις πόλοι της επανάστασης. Η εφημερίδα Λαός (7-2-1878) γράφει :
« Η επανάστασις της Θεσσαλίας εξαπλούται μεγάλως. Οι Οθωμανοί φοβηθέντες κατέλιπον εις την εξουσίαν των επαναστατών πολλά μέρη εκλείστηκαν εις Καρδίτσαν, Φανάριον, Φάρσαλα, Δομοκόν και Λάρισσαν ».
Άλλες μάχες : Σμόκοβο (Τερτίπης, Λάιος), Σέκλιζα
Ραχιώτης), Μακρυνίτσα (Κασσαβέτης, Μπασδέκης, Γαρέφης), μοναστήρι Σουρβιάς (Βούλγαρης).
Οι ηρωικοί αγώνες των Ελλήνων και οι διπλωματικές μάχες δημιούργησαν ευνοϊκό κλίμα στην Ευρώπη, έβαλαν τις Μεγάλες Δυνάμεις μπροστά στις ευθύνες τους και μετέτρεψαν σε πράξη την απόφαση του Συνεδρίου του Βερολίνου (1η Ιουνίου 1878) (πρόεδρος : καγκελάριος Βίσμαρκ), που ήταν η προσάρτηση της Θεσσαλίας και συνεπώς και της επαρχίας Δομοκού.
Η επανάσταση αυτή του 1877-78 πέρασε, δυστυχώς, στην ιστορία με μικρά γράμματα, αλλά και πολλά γεγονότα επικαλύφτηκαν από τον ατυχή Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 που διαδραματίστηκε στα ίδια περίπου μέρη.
Ειδικότερα για το ιστορικό γεγονός του Παλαμά ήρθε στο φως για πρώτη φορά από τον κ. Δ. Γαλλή σε σχετική του ομιλία για τα 100 χρόνια από την απελευθέρωση του Δομοκού το 1981.
Ακόμη μαθαίνουμε περισσότερα από κείμενο του Στέφανου Παπασταθόπουλου που δημοσίευσε στα 33 και 34 του 1998 φύλλα της εφημερίδας « Ο Θαυμακός », που αναδημοσίευσε τις δύο επιστολές του ηγούμενου του μοναστηρίου Αντινίτσας που είχαν δημοσιευθεί στα υπ’ αριθ. 21/1879 και 25/1879 φύλλα της εφημερίδας της Λαμίας « Ευνομία ».
Τέλος την όλη υπόθεση ανέλαβε στα χέρια του ο δραστήριος πρόεδρος της Αδελφότητας Απανταχού Παλαμιωτών, Παναγιώτης Παπαλέξης και την έφερε σε πέρας ο νέος πρόεδρος του συλλόγου Χρήστος Περίσσιος.
Με το υπ’ αριθ. 271/27-8-1998 Προεδρικό Διάταγμα που υπογράφεται από τον Πρόεδρο Δημοκρατίας κ. Στεφανόπουλο και τον υφυπουργό Εσωτερικών κ. Λάμπρο Παπαδήμα (Λαμιώτης), « ορίζεται η 7η Μαρτίου ως δημόσια
τοπική εορτή στην επαρχία Δομοκού », για την επέτειο της έναρξης της επανάστασης του 1877-78.
Θα ήθελα, τελειώνοντας, να τονίσω τη μεγάλη σημασία που έχουν οι τοπικοί σύλλογοι και το ρόλο που παίζουν στις τοπικές κοινωνίες, που φέρνουν στο φως την ιστορία του τόπου και καταγράφουν και επαναφέρουν τα ήθη και έθιμα.
Αποτελούν ζωντανά πολιτιστικά κύτταρα.
Βάιος Τσόβας