Σεραφείμ Χατζόπουλος: "Ο φόνος του θείου Θανάση Παπαγεωργίου"

Ο ΦΟΝΟΣ ΤΟΥ ΘΕΙΟΥ ΘΑΝΑΣΗ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ

Ήταν καλοκαίρι του 1957. Πλησίαζε το δεκαπενταύγουστο. Τα στάρια είχαν θεριστεί δω και πολύν καιρό κι είχε ψηθεί σ’ όλα τα σπίτια του χωριού το πρώτο ψωμί απ’ το καινούριο αλεύρι.

Ο γέρο - Θύμνιος ο παππούς του Άγγελου, μαζί με τους τέσσερις γιους του, το Θανάση, το Μήτσο, τον Αντώνη και το μικρό Κώστα, συνομήλικο του Άγγελου που ήταν τότε 13 χρονών - ο άλλος ο γιος του, ο Γιάννης, δούλευε στα νταμάρια στο Βόλο - κάθε πρωί ξεκινούσε με τη σούστα μου για το Κομμένο Τζαμί, όπου ήταν το περιβόλι του, γιατί εκείνο τον καιρό έκανε τον μπαχτσεβάνο. Στο περιβόλι καλλιεργούσε ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές και κολοκυθάκια.

Πριν από δυο χρόνια είχε ανοίξει στο χωράφι του αυτό ένα βαθύ πηγάδι και είχε αγοράσει μια βενζινομηχανή Perkins από το Βόλο, να ποτίζει τα ζαρζαβατικά που τα πουλούσε γυρνώντας με τη σούστα στα γύρω χωριά.

Τα δυο μεγαλύτερα παιδιά ο Θανάσης και ο Μήτσος έμεναν στο περιβόλι να σκαλίσουν, να βοτανίσουν και κυρίως να ποτίσουν τα κηπευτικά και ο πατέρας τους έκανε το μανάβη στα χωριά.

Σχεδόν όλα τα βράδια κάποιος κοιμόταν στο μικρό σπιτάκι του περιβολιού να φυλάει μην έρθουν οι περαστικοί και το ρημάξουν γιατί η δημοσιά Λαμίας - Λάρισας περνούσε μόνο πέντε μέτρα μακριά. Τις περισσότερες φορές έμενε ο Θανάσης που ήταν τότε 26 χρονών μόνος ή με κάποιο μικρότερο αδερφό του..

Εδώ και λίγες μέρες απέναντι, κει που τελειώνει το μπουγάζι στα ριζά του βουνού, είχαν έρθει τσαμπάσηδες τσιγγάνοι με τα άλογά τους και είχαν στήσει τις σκηνές πάνω στο κατάξερο χώμα.

Ήξεραν απ’ άλλα χρόνια πως άμα κατηφορίσουν το χωματόδρομο και βγουν στη δημοσιά, μπορούν να ξεδιψάσουν αυτοί και τ’ άλογά τους στην ανάβρα στο Τζαμί.

Κείνο το χρόνο όμως, δεν έριξε πολλά νερά το χειμώνα και γιαυτό στέρεψαν οι πηγές και η ανάβρα στο Κομμένο Τζαμί μόνο που δάκρυζε πράσινο νερό στο χώμα και ούτε ζώο ούτε άνθρωπος μπορούσε να πιει. Μονάχα οι μέλισσες και οι σφήκες έγλειφαν τα μεσημέρια τις λιγοστές σταγόνες.

Ήρθαν λοιπόν οι τσιγγάνοι κι επειδή δεν βρήκαν νερό στη πηγή, παρακάλεσαν το Θανάση να τους αφήσει να ποτίσουν τ’ άλογα κουβαλώντας νερό απ’ το πηγάδι του περιβολιού με τον κουβά, έξω από το περιβόλι και εκείνος το επέτρεψε. Το ίδιο έγινε και την άλλη μέρα. Την Τρίτη μέρα ήρθαν τέσσερις τσιγγάνοι με περισσότερα άλογα και τα έβαλαν μέσα στο περιβόλι τσαλαπατώντας τα κηπευτικά, παρά τις διαμαρτυρίες του Θανάση να τα ποτίσουν κοντά στο πηγάδι κι επειδή ο Θανάσης δεν τους άφηνε, πιάστηκαν στα χέρια και άρχισε άγριος ξυλοδαρμός στον οποίο πήραν μέρος οι τέσσερις τσιγγάνοι από την μια και από την άλλη Ο Θανάσης, ο Μήτσος και ο γαμπρός τους, άνδρας της αδερφής τους Βασίλως, ο Βάιος Κακάρας, που ήταν τότε και αγροφύλακας του χωριού.

Κι ενώ ο καυγάς βρίσκονταν στο αποκορύφωμα του, ήρθαν από τις τσιγγάνικες σκηνές τρεις άλλοι τσιγγάνοι καβάλα στ’ άλογα που κρατούσαν κυνηγετικά όπλα κι ο ένας απ’ αυτούς που λέγονταν Σκεντέρης ή Λέντερης κι είχε κάνει χρόνια φυλακή άδειασε το όπλο του πάνω στο Θανάση, που σωριάστηκε μες στα αίματα άψυχος στο υγρό χώμα του περιβολιού κι αμέσως έφυγαν οι τσιγγάνοι. Ο Μήτσος με το Βάιο έβαλαν το νεκρό Θανάση στο μονόκαρο και τον πήγαν στο σπίτι του.

Σα βόμπα έπεσε το συνταρακτικό νέο στο ήσυχο χωριό.

- Οι γύφτοι σκότωσαν το Θανάση του Θύμνιου.

Αμέσως οι άντρες έτρεξαν να δουν και να μάθουν. Κι ύστερα όσοι απ’ αυτούς είχαν πολεμικά όπλα των ΤΕΑ τα πήραν με πολλές σφαίρες, οι άλλοι πήραν τα κυνηγετικά τους τουφέκια και άλλοι με τ’ άλογα, άλλοι με τα πόδια, σωστός στρατός, ξεκίνησαν για τον τσιγγάνικο καταυλισμό. Το αίμα είχε ανάψει μέσα τους και ζητούσαν εκδίκηση.

Μετά το φονικό όλοι οι άνδρες τσιγγάνοι πήραν τ’ άλογα κι ανηφόρισαν στο Παλαμούρι, πέρασαν τον κάμπο των Βρυσιών και ανεβαίνοντας την Κόκα πήγαν στην αστυνομία των Φαρσάλων όπου παραδόθηκε ο φονιάς και οι άλλοι ζήτησαν προστασία.

Οι οπλισμένοι Βαρδαλιώτες μέσα σε ακατάπαυστο τουφεκίδι έφτασαν στις σκηνές και αφού έβγαλαν έξω τα γυναικόπαιδα τις έκαψαν μαζί με όλα τα άλλα υπάρχοντα των τσιγγάνων. Μερικοί οδήγησαν τις τσιγγάνες και τα παιδιά τους, σωστή φάλαγγα, στην πλατεία του χωριού.

Ο Άγγελος όταν έμαθε πως οι γύφτοι σκότωσαν το θείο του Θανάση, δεν ήθελε να το πιστέψει. Στην αρχή δείλιαζε να πάει να δει το Θείο του σκοτωμένο στο σπίτι του παππού. Για αρκετά ώρα περιπλανήθηκε στους δρόμους του χωριού. Ύστερα το πήρε απόφαση και πήγε. Ζυγώνοντας στο σπίτι άκουσε κλάματα και μοιρολόγια. Έστριψε δεξιά και μπήκε στην αυλή. Πάνω σε μια πέτρα κάθονταν η γιαγιά του η χαροκαμένη μάνα του Θανάση, η Θύμνιενα. Κάποιες γυναίκες της έριχναν νερό στο κεφάλι να συνέλθει διότι είχε λιποθυμήσει. Πιο κει ο Βάιος Κακάρας διηγιόταν μεγαλόφωνα σε κάτι χωριανούς πώς έγινε το κακό και παρέκει έστεκε ο Μήτσος που είχε αίματα στο πρόσωπο γιατί τον είχαν πάρει ξώφαλτσα κάποια σκάγια του φονιά.

Μέσα ούρλιαζαν οι γυναίκες κι ανάμεσα στις άλλες φωνές, ο Άγγελος ξεχώρισε τη φωνή της μάνας του. Βούρκωσαν τα μάτια του. Το στομάχι του άρχισε να ανεβοκατεβαίνει. Καθώς πλησίασε απ’ έξω το παράθυρο, που δεν είχε κουρτίνες, είδε μέσα στο δωμάτιο πάνω στο κρεβάτι ξαπλωμένο το Θανάση. Ήταν η ώρα που δυο γριές τον έγδυναν, να τον πλύνουν και να του φορέσουν καλά ρούχα για να φύγει για το μεγάλο ταξίδι. Το μελαχρινό του πρόσωπο ήταν χλωμό και, ωχ Θεέ μου! Μπροστά στην κοιλιά του είχε δυο μεγάλες τρύπες και το αίμα αριστερά και δεξιά είχε πήξει.

Το παιδί έμεινε εκεί καρφωμένο στο τζάμι να βλέπει το νεκρό θείο του, αυτόν που στα δεκαεφτά του χρόνια πολέμησε στο αντάρτικο πολλά μερόνυχτα, όταν τον πήραν με το ζόρι οι αντάρτες μαζί τους και είδε τους άλλους γύρω του να πέφτουν. Αυτόν τον αλύγιστο και δυνατό άνδρα, να είναι εκεί πάνω στο κρεβάτι ένα άψυχο κορμί βουτηγμένο στο αίμα του!

Ο Άγγελος δεν άντεχε πια να βλέπει άλλο. Έγειρε κάτω απ’ το παράθυρο και κάθισε διαλυμένος μέσα στο πεζούλι των λουλουδιών. Μια λεβάντα κάτω απ’ τα πόδια του σκόρπισε στη βαριά και θλιμμένη ατμόσφαιρα το άρωμά της.

Ύστερα το παιδί σηκώθηκε κι έφυγε για την πλατεία.

Στην πλατεία, όπως είπαμε είχαν φέρει οι Βαρδαλιώτες τις γυναίκες και τα παιδιά των τσιγγάνων. Ανάμεσα στα παιδιά ήταν και ένα αγόρι ως δεκατέσσερα χρονών και τα άλλα πολύ μικρότερα. Τότε ένα ηλικιωμένος χωριανός φώναξε παράμερα πίσω από το γραφείο της Κοινότητας το αγόρι και του είπε:
- Εσύ φαίνεσαι μεγάλος και κιντυνεύεις. Θα σε σακατέψουν στο ξύλο. Μπορεί και να σε σκοτώσουν. Φύγε. Χάσου μέσα στη νύχτα να γλιτώσεις. Και του έδειξε προς τα αριστερά πέρα από το παλιό σχολειό και το νεκροταφείο που ανοίγονταν ένας μεγάλος ελεύθερος χώρος και πιο κει άρχιζε ο σκοτεινός όγκος των λόφων και των βουνών.

Το παιδί δεν περίμενε άλλη κουβέντα. Έσκυψε μπροστά και αλαφιασμένο χάθηκε μες το πρώτο σκοτάδι.
Ο Άγγελος προχώρησε και έφτασε εκεί που είχαν τα γυναικόπαιδα. Εκείνη την ώρα ήρθαν εκεί τρεις σκληροτράχηλοι χωριανοί οι δυο από τους οποίους είχαν βάψει στο παρελθόν τα χέρια τους με αίμα, την εποχή του εμφύλιου κι αμέσως άρχισαν να δέρνουν τις τσιγγάνες κρατώντας στα χέρια τους σιδεριές απ’ αυτές που βάζουν έξω από τα παράθυρα για να μην μπαίνουν μέσα οι κλέφτες. Ο ξυλοδαρμός ήταν ασταμάτητος. Τις άφηνε ο ένας και τις παραλάμβανε ο άλλος. Το πιο πολύ ξύλο το έφαγε η κόρη του φονιά, ένα κορίτσι ως είκοσι πέντε χρονών.

Κι ενώ τις έδερναν, ούρλιαζαν άγρια σα δαιμονισμένοι ρωτώντας διάφορα πράγματα τις δύστυχες γυναίκες, που στο κάτω - κάτω αυτές δεν έφταιγαν σε τίποτε και ούρλιαζαν κι αυτές απ’ τον πόνο και το φόβο.

Σε μια στιγμή που ο ένας χτυπούσε μια τσιγγάνα με τη σιδεριά, που κρατούσε στα χέρια της ένα μωρό ενός χρόνου περίπου, η τσιγγάνα φυλάχτηκε κι έστριψε αριστερά και το σίδερο δεν βρήκε το κορμί της, αλλά το κεφάλι του μωρού, με αποτέλεσμα να χωθεί βαθιά μέσα στο κρανίο. Το κακόμοιρο έγειρε καταματωμένο στη αγκαλιά της μάνας του και ξεψύχησε.

Ο Άγγελος έστριψε αλλού το πρόσωπό του να μη βλέπει κι έφυγε μακριά. Εκείνο το βράδυ δεν έκλεισε μάτι. Συνέχεια στο μυαλό του έρχονταν δυο φοβερές εικόνες: Του Θανάση με τρυπημένη την κοιλιά και του μωρού με χωρισμένο στα δύο το κεφάλι. Την άλλη μέρα διαδόθηκε πως το μωρό πέθανε καθώς επίσης και μια τσιγγάνα από το πολύ ξύλο και κανείς δεν έδωσε ποτέ λόγο γιαυτούς ούτε καν καταγράφηκε το γεγονός των θανάτων τους σε κάποιο ημερολόγιο συμβάντων.

Η αστυνομία των Φαρσάλων, μόλις παρουσιάστηκαν σ’ αυτή οι τσιγγάνοι, έκανε ανακρίσεις το ίδιο βράδυ και κράτησε στο κρατητήριο τόσο το φονιά όσο και τους άλλους δύο συντρόφους του που έφτασαν μαζί στο περιβόλι. Τους άλλους τους είπε να φύγουν για τα χωριά του κάμπου των Φαρσάλων.

Στο Δομοκό υποδιοικητής του αστυνομικού τμήματος ήταν ένας ανθυπασπιστής από το Χωριό Τσιφλάρ του Δομοκού που λέγονταν Ψύχας. Αυτός ο αξιωματικός λοιπόν με δυο χωροφύλακες έφυγαν με ένα αυτοκίνητο της αστυνομίας και πήγαν να παραλάβουν τους τρεις φυλακισμένους τσιγγάνους και να τους μεταφέρουν από τα Φάρσαλα στο Δομοκό την ίδια νύχτα. Ο Ψύχας πράγματι πήγε στο αστυνομικό τμήμα των Φαρσάλων πήρε τους τρεις κρατούμενους και ξεκίνησε για το Δομοκό. Όταν έφτασε το αυτοκίνητο στη στάση του χωριού ο αστυνόμος έστειλε άνθρωπο και φώναξε τον μεγάλο αδερφό του σκοτωμένου τον Ανδρόνικο. Όταν έφτασε ο Ανδρόνικος κοντά στο αυτοκίνητο που είχε μέσα το φονιά και τους άλλους, ο Ψύχας τον πήρε παράμερα και του είπε:

- Είναι η ώρα να καθαρίσεις το μπάσταρδο το γύφτο που σκότωσε τον αδερφό σου. Εγώ με τους χωροφύλακες θα παραμερίσουμε και εσύ με αυτό το πιστόλι ξεμπέρδεψέ τον. Θα σου πω εγώ ποιος είναι, και άπλωσε το χέρι δίνοντάς του το όπλο.

- Δεν θέλω να σκοτώσω, του απάντησε ο Ανδρόνικος. Έχω οικογένεια και δε θέλω να μπλέξω.

- Μη φοβάσαι του είπε ο αστυνομικός. Δεν θα πάθεις τίποτε. Εγώ θα σε βοηθήσω να μη φας ούτε μια μέρα φυλακή.

- Όχι αστυνόμε. Μπορεί νάναι φονιάς του αδερφού μου αλλά δε θέλω να γίνω κι εγώ φονιάς.

Αυτά είπαν και το αυτοκίνητο της αστυνομίας συνέχισε το δρόμο του για το Δομοκό ενώ ο Ανδρόνικος επέστρεψε στο χωριό για να ξενυχτίσει και να κλάψει τον αδερφό του που πάει στο σκυλί στο αμπέλι 26 χρονών άνθρωπος και άφησε την αρραβωνιαστικιά του στο Γερακλή του Δομοκού να περιμένει.

Και την άλλη μέρα σύσσωμο το χωριό έθαψε το παλικάρι. Και για πολλά χρόνια δεν πατούσε γύφτος όχι μόνο στο χωριό αλλά σ’ όλη τη γύρω περιοχή, γιατί όλοι είχαν μάθει το γεγονός και φοβόντουσαν.

Το περιβόλι τον άλλο χρόνο το παράτησαν κι έμεινε το πηγάδι και το σπιτάκι, να θυμίζουν τον άτυχο Θανάση που εκεί άφησε την τελευταία του πνοή. μέχρι το 1968 που μπήκε η περιοχή στον αναδασμό και πήρε άλλος νοικοκύρης το χωράφι κι έκλεισε το πηγάδι και γκρέμισε και το σπιτάκι.

………………………………………………………………………………………………….
Σεραφείμ Χατζόπουλος

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!