Δ Ο Ϊ Ρ Α Ν Η
Ώρες ξεγνοιασιάς με το κουπί στο χέρι.
Φέτος δεν έφεραν πουλιά οι βοριάδες και τα νερά,
βαθιά και κρύα, πέτρωσαν τα ψάρια στο βυθό.
Κι όταν ο αγέρας ανεμίζει την πυκνή ψιχάλα στο πρόσωπο,
βλέπεις σε μουντούς κύκλους τ’ άστρα, πάν’ απ’ το κεφάλι σου,
να στάζουν λιωμένο φως, που διαπερνά τους βολβούς των ματιών σου,
διαλύοντας κάθε δικό σου στοχασμό.
Κι έρχεται ύστερα ο Βαρδάρης να ξεριζώσει όσα δένδρα
απόμειναν όρθια και τα κύματα τροχίζουν τη χαίτη τους
πάνω στις μαύρες κατραμωμένες μπλάβες, που λικνίζονται
σαν πελώρια ψαροπούλια στην άκρη του γιαλού, με τεντωμένη
- όσο να σπάσει – την αλυσίδα του λαιμού τους, άλλες στεγνές
κι άλλες γεμάτες με νερά, απ’ τα τρυπημένα πλαϊνά
ή την κοιλιά τους, που άνοιξε ο χρόνος.
Και οι λεύκες λυγίζουν το ψηλό τους το κορμί με τη σειρά,
η μια διπλ’ απ’ την άλλη και τρίζουν τα γυμνά κλαδιά τους, π’ αγκαλιάζονται
κι άλλες βογκούν, καθώς η ρίζα τους στην άμμο χαλαρώνει λίγο-λίγο,
ώσπου ξάφνου θα κυλήσουν με πάταγο στο χώμα.
Κι εδώ τελειώνουν όλοι οι δρόμοι. Κι ούτε τα διαβατήρια περνούν. *1
Ο δρόμος κόβεται στα δυο. Έλληνας δρόμος και Σλάβος δρόμος.
Και τα τέσσερα μάτια βλέπουν πίσω απ’ τις διόπτρες
τη διαχωριστική γραμμή, με τις άσπρες σημαδούρες στη λίμνη,
ή τις μικρές ασβεστωμένες τριγωνικές πυραμίδες στη στεριά.
Έτσι η παραβίαση «είναι αδύνατη» μέρα και νύχτα.
Μερικές φορές στο παρελθόν, αλλά και τώρα,
όταν το σούρουπο κατέβει απ’ το Μπέλες και βρέξει
τα πόδια του στο καθαρό νερό της λίμνης, τα μαύρα φαντάσματα
παφλάζουν τις νηκτικές τους μεμβράνες κ’ η καρίνα
σπαθίζει την απαραβίαστη γραμμή, απλώνοντας αόρατα μερσίνια
σε ξενικούς βυθούς, βουβά, χωρίς ψίθυρο και φως
και μόνα ορατά σημεία, τα πράσινα μάτια, που σπιθίζουν
κάθε βράδυ, στ’ αντικρινό βουνό του Στρετένοβου.
Κι όταν παγώσουν στητά τα κύματα με το βοριά
και μείνουν οι βάρκες ακίνητες, η μια μπρος γυρτή,
η άλλη στου κωπηλάτη την άκρη, η τρίτη στα πλευρά,
καθώς βρέθηκαν μες στο χειμωνιάτικο πάγο,
τότε το τσεκούρι κόβει με τις ώρες το γυαλί,
μέχρι να ’βρει το πλεούμενο χώρο λεύτερο να ταξιδέψει.
Ο σιγανός Βαρδάρης παίρνει τους κομμένους πάγους, που επιπλέουν,
τους χτυπά επανωτά σπάζοντάς τους σε μικρά κρυστάλλινα κομμάτια
και τους ταξιδεύει νότια, για να λιώσουν εκεί το κορμί τους.
Η βάρκα μπαίνει ξωπίσω τους αργά. Τα σημάδια βουλιαγμένα τα πιο πολλά.
Κι ορατές μόνο οι όρθιες μύτες των καλαμιών, που σημαδεύουν το άπειρο.
Τ’ απλωμένο χέρι αρπάζει την άκρη του σχοινιού,
που γλιστράει σα χέλι στην παγωμένη φούχτα του ψαρά.
Η πέτρα ασήκωτη στο βυθό, τεντώνει το σχοινί και τρέχει η μπλάβα
καθώς κυνηγά τους πρώτους φελλούς, που αγγίζουν τον άνεμο,
και μαζί τα χέρια δουλεύουν περπατώντας το δίχτυ,
με τα μάτια να σπαθίζουν του νερού τη διαύγεια.
Και σαν ασπρίσει το υδρόβιο όνειρο, τα κουπιά καρφώνουν
την μπλάβα στο νερό, ενώ τα χέρια ζευγαρώνουν το φελλό με το μολύβι,
μέχρι η στρογγυλή απόχη, που χάσκει κάτω χαμηλά,
να δεχτεί ολόχαρη το ολόπαχο ψάρι και να το ρίξει
για να χτυπιέται, ώρα πολύ, πάνω στο πισσωμένο σανίδι.
Πέρα το παλιό τελωνείο, περιμένει τη καινούρια συμφωνία
για ν’ ανοίξει τις κλειστές του πόρτες και τα λυκόσκυλα
του Ελληνικού φυλακίου κυνηγούν, στον πυκνό καλαμώνα,
μια παρείσακτη, ασπρόμαυρη Σλάβα γάτα.
Οι μπάρες φέτος γέμισαν νερά κι ετοιμάζονται να δεχτούν
στο ζεστό τους πυθμένα τον Απρίλη των ψαριών το χαβιάρι.
Στη ρηχή τους ανταύγεια, παίζουν οι αχτίδες του φεγγαριού
με τις ατσάλινες μύτες των κοντινών ξερών βούρλων,
που ρίχνουν ανάλαφρα το λυγερό τους ίσκιο στα ήρεμα νερά.
Το βράδυ οι γλάροι κάνουν σύναξη. Και μετράς στο γαλάζιο ορίζοντα
την κατάμαυρη γραμμή τους, που σα σφήνα παραβιάζει το επίσημο φυρ
και τραβάει βόρεια, με μια σίγουρη πτήση, ποιος ξέρει για πού;
Ακολουθούν οι μακρύλαιμοι ερωδιοί, που κρώζουν αδιάκοπα
καθώς ανεβαίνουν και παίρνουν το ύψος του βουνού,
όπου στέκουν ασάλευτα τα δυο αυτοκρατορικά λιοντάρια,
πάνω απ’ τα δέκα χιλιάδες ονόματα των Βρετανών στρατιωτών
κι ύστερα σηκώνονται ακόμα πιο ψηλά, μέχρι να χαθούν ανατολικά,
για να περάσουν τη νύχτα τους σ’ άγνωστους σε μας τόπους.
Σαν τα φώτα ανάψουν στις όχθες της Πρασιάς,
ξυπνά το Σερβικό τύμπανο παλιούς σλάβικους σκοπούς,
συντροφιά με της γκάιδας τη λιγνή φωνή.
Η νύχτα αμοίραστη βαραίνει τα κουρασμένα βλέφαρα.
Μάρτης 1982
Σεραφείμ Χρ. Χατζόπουλος
*1 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Βέβαια δυο χρόνια αργότερα λειτούργησε η τελωνιακή
σύνδεση Ελλάδας – Γιουγκοσλαβίας ( και τώρα με τη FYROM ) στη
Δοϊράνη κι επομένως περνούν τα διαβατήρια.