Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος
ΧΑΘΗΚΕΣ ….. ΧΑΘΗΚΕΣ
Ανάμεσα σε πράσινους κήπους περπάτησα νύχτα
κι άκουσα να συζητούν τα τριζόνια κι οι νυχτερίδες παράξενες ιστορίες.
Κοίταξα κι είδα στα χαμηλά κλωνιά των δέντρων,
κάτι απ’ την ομορφιά σου, καρδιά μου χαμένη.
Λίγες μαύρες τρίχες του ωραίου σου κεφαλιού,
κρεμασμένες ανάμεσα στις ολόχλωρες φυλλωσιές.
Πέρασες από κει, Αγάπη μου, λίγο πριν χαθείς.
Στη δροσερή πηγή έβρεξες τα κόκκινά σου χείλη
κι η ομορφιά σου, αντιφεγγίζοντας στο νερό,
μέσα στο φεγγαρόφωτο, που έλουζε τους κήπους,
θάμπωσε τα νυχτοπούλια και τα ξωτικά της νύχτας.
Κι ύστερα απρόσμενα ήρθε η θύελλα κι η βροχή
κι η καρδιά σου γέμισε μ’ αγωνία για μένα.
Ακούω ακόμη τα θλιμμένα σου λόγια,
που ’λεγες, χαμένη θεά, καθώς έψαχνες να με βρεις
φωνάζοντας αδιάκοπα τ’ όνομά μου.
Κι αντιβούιζαν οι λαγκαδιές απ’ τη γλυκιά σου φωνή,
που ξυπνούσε τ’ αηδόνια και τις πέρδικες.
Πέρασες τρέχοντας ετούτο δρόμο, που πατώ
κι η νύχτα έγινε μέρα απ’ το φως των ματιών σου.
Να, τα πατήματά σου φαίνονται βιαστικά κι αχνά,
κάτω απ’ τα δέντρα, πάνω στο μαλακό χώμα,
αυτά που ’μειναν, μόνα κι άσβηστα, απ’ την άγρια μπόρα,
που ’σβησε μαζί το φεγγάρι, τ’ άστρα και τη ζωή σου.
Ναι! Ναι! Κάπου εδώ στάθηκες κι ακούστηκε γοργή η ανάσα σου,
καθώς τα μάτια γύριζες ολόγυρα, στα στενά δρομάκια,
στα γυριστά ρυάκια και στα πανύψηλα δέντρα ψάχνοντας να με βρεις.
Εδώ, ψυχή μου θα ’σβησαν τ’ αστέρια κρυμμέν’
απ’ τα μαύρα σύννεφα που κουβαλούσαν τη βροχή
κυνηγημέν’ απ’ την άγρια λύσσα του βοριά.
Σκοτάδι γύρω σου πυκνό κι αγέρας και χαλάζι
φυσομανούσαν κι έδερναν το όμορφο κορμί σου.
Να ’μαι τώρα στέκω εδώ. Άραγε συ πού είσαι;
Καθώς τ’ αγέρι παίρνει τη φωνή και πίσω την ακούω,
ήθελ’ από σε ν’ άκουγα για λίγο τ’ όνομά μου
και θα ερχόμουνα ευθύς τρέχοντας κι ως τον Άδη.
Σε τούτο λιθάρι, μικρή μου, έκλαψες πολύ για το χαμό μου,
που κάλιο να χανόμουν γω από την μαύρη μπόρα
κι αυτά τα χόρτα, τυχερά, έπιαν τα δάκριά σου
κι άνθισαν πριν την ώρα τους θλιμμένα μοβ λουλούδια,
π’ ακόμα στάζουνε θαρρείς δροσοσταλιά το δάκρυ,
απ’ τα δροσάτα πέταλα, που μυρωδιά σκορπάνε.
Ω! αιώνια ομορφιά! Πώς χάθηκες, πώς έσβησες,
μες σε μιαν νύχτα, σαν να μην ήσουν ποτέ!
Να εδώ θα λύγισαν τα γόνατά σου, ακουμπώντας στη γη
και τα χείλη σου θα ψιθύρισαν, στη θεία Μαρία,
κάποια θερμή προσευχή για τη δική μου σωτηρία.
Κυλάει τώρα, όπως το κλάμα σου, το παράπονο στα χείλη μου,
για τον πρόωρο κι άδικο χαμό σου, Αγαπημένη.
Βγήκα σήμερα για κυνήγι, ακριβή μου Αγάπη.
Θα ψάξω να ’βρω την ψυχή σου, που τριγυρνάει
σ’ αυτές τις κορφές, σαν το λαβωμένο ελάφι.
Έχω και τ’ αγαπημένα σου σκυλιά μαζί μου,
το Φιρσό και την Αννούσκα, που γλύφει λυπημένη τις πατούσες της.
Εδώ ήσουν, Ψυχή μου, όταν σηκώθηκε τ’ ανεμικό.
Ήρθε η θύελλα να σε πάρει και να φύγει μακριά.
Στο κατηφόρι κύλησε η ομορφιά σου, κυνηγημένη
απ’ την αγριάδα της φύσης, που ξερίζωσε τα δέντρα
κι έριξε με ορμή ανεμίζοντας, νερό και χιόνι.
Τα δέντρα δεν σε κράτησαν. Τα λουλούδια δεν σου ’πιασαν το χέρι.
Τα σύννεφα δεν σε βάσταξαν ορθή και δυνατή.
Κι έπεσες κάτω στα λασπωμένα νερά.
Κι ο χείμαρρος άρπαξε το κορμί σου κυλώντας το
με πέτρες και κορμούς, μες στ’ αφρισμένο ποτάμι.
Χάθηκες! Χάθηκες!!! Δεν υπάρχεις πια, για να φωτίζεις,
Ήλιε μου ακριβέ, το δύσμοιρο μονοπάτι της ζωής μου.
Οι άνεμοι σ’ έδειραν αλύπητα κι η βροχή
χόρεψε τρελά, πάνω στ’ απαλό σου πρόσωπο.
Οι κεραυνοί έκαψαν τ’ αγνό κορμί σου
κι ήρθε ο Θάνατος με το Χάροντα πιασμένοι χέρι – χέρι
και σε μοίρασαν οι δυο τους, σαν πέθανες εσύ.
Ο ένας πήρε το σώμα κι ο άλλος την ψυχή.
Αυτοί οι θάμνοι άκουσαν τα τελευταία σου λόγια και το κλάμα.
Αυτά τα βρεγμένα ξερόφυλλα ένιωσαν την κραυγή σου,
καθώς σε τύλιγαν τα θολά νερά, ανάκατα με τον τρόμο.
Αυτά τα ελάτια είδαν τελευταία τα μάτια σου ανοιχτά
κι άκουσαν το ψυχορράγημα της στερνής σου ανάσας.
Μες στην αφέγγαρη νύχτα, έπαψε να χτυπά η καρδιά σου,
βουτηγμένη στου θυμωμένου ποταμού τα λασπόνερα.
Τα ξερόκλαδα σκέπασαν την ομορφιά σου και το γυμνό
απ’ τα σχισμένα ρούχα κορμί σου, πήρε τη χλομάδα του θανάτου.
Μελάνιασαν τα κερασιά σου χείλη σαν έπαψες να ζεις.
Τότε η μπόρα κόπασε λες και μετανοιωμένη
για το έγκλημα που ’χε κάνει. Το χαμό σου.
Νύχτα τριγύρω σκοτεινή, κρύα, βουβή και μαύρη.
Τα πυροφάνια άναψαν κι οι δάδες στα σοκάκια.
Νέοι και νιες ξεχύθηκαν καλώντας τ’ όνομά σου
από δεκάδες στόματα, φτάνοντας και στο δάσος,
όπου εγώ είχα κρυφτεί σε μια σπηλιά των βράχων,
για ν’ αποφύγω τη βροχή, το χιόνι, το χαλάζι.
Σαν αστραπή πετάχτηκα στο ξέφωτο κοντά μου.
Και οι φωνές ζυγώνανε των νιων, που προχωρούσαν
κι όλο δυνάμωναν μαζί τα φώτα που κρατούσαν.
Σαν μ’ έφτασαν κι έμαθα πως χάθηκες στη μπόρα,
πήρα του δάσους τα στενά και δύσβατα δρομάκια
φωνάζοντας αδιάκοπα και γω τ’ όνομά σου.
Όμως καμιά απόκριση, σε μένα και στους άλλους.
Της κουκουβάγιας τη φωνή μον’ άκουγες στη νύχτα
κι αυτή θλιμμένη σα στριγκλιά, που θάνατο μηνούσε.
Και το γιοφύρι πέρασα με τις ψηλές καμάρες
και στο ποτάμι έτρεξα στις χλοϊσμένες όχθες.
Παντού φωνές και χλαγοή. Απάντηση καμία.
Να ξημερώνει άρχισε μι’ αλλιώτικη ημέρα.
Ψηλά στα ουράνια άνοιξε η συννεφιά η μαύρη
και φάνηκε μια γελαστή, μικρή γαλάζια πόρτα,
που όλο και μεγάλωνε φωνάζοντας τον Ήλιο.
Μέρα καλή και ήμερη, όμορφη και θλιμμένη.
Το πρώτο φως της λυκαυγής τις έσβησε τις δάδες
και τις φωνές δυνάμωσε και τα ψαξίματά μας.
Μ’ απ’ όλες πάνω τις φωνές τις σκέπαζε αντάμα,
η φοβερή κι άγρια φωνή απ’ το ποτάμι, με τα θολά του τα νερά,
που κουβαλούσαν μέσα, μ’ ορμή και θόρυβο πολύ,
ξύλα πέτρες και χώμα, στη φουσκωμένη κοίτη του,
δώρα για να τα πάει στη θάλασσα, που έσβηνε το κατρακύλισμά του.
Τότε ακούστηκε κραυγή, που ’ταν αρχή του θρήνου.
Σε βρήκαν δυο γερόντισσες, που πρόστρεξαν και κείνες
να ψάξουν μαζί με τους νιους, μην τύχει και σε βρούνε.
Ήσουν στα βράχια ξαπλωτή, στου ποταμού την άκρη,
που σ’ έδειρε στης κοίτης του το φοβερό στομάχι,
σπάζοντας δίχως λύπηση, όλα τα κόκαλά σου.
Στα κουρασμένα χέρια μου σε σήκωσα, καλή μου
κι απ’ το πρησμένο στόμα σου νερό έσταζ’ ακόμα
μαζί με αίμ’ ανάμικτο, σαν του Χριστού το σώμα.
Τότε κραυγή εσήκωσα μεγάλη στα ουράνια,
θρήνου κραυγή, παράπονου κι απελπισιάς μεγάλης,
που δεν μας άφησ’ ο Θεός εμείς να παντρευτούμε,
δυο μήνες μόνο θέλαμε ακόμα για το γάμο.
Φίλησα μ’ αναστεναγμό το παγωμένο στόμα
κι ήταν σα να ’δωσα φιλί του Χάρου, που σε πήρε.
Κι απόμεινα εκεί βουβός, στητός μαρμαρωμένος,
κρατώντας τ’ άψυχο κορμί και γύρω μου οι άλλοι
φίλοι και φίλες και των δυο, που κλαίγαν το χαμό σου.
Κι ήρθαν τριγύρω μας σκυφτές, δυο τρεις μοιρολογήτρες
κι έσυραν θρήνο γοερό και νεκρικό τραγούδι,
που συνταράζει το κορμί και την ψυχή λιανίζει,
κρατώντας κρίνα του αγρού και κόκκινες βιολέτες.
Οϊμέ ! Κυλούσανε θολά και με τα δάκρυά μου
κι έβρεχαν το πολύβρεχο, κι άγνωρο κορμί σου.
Και στύλωνα τα μάτια μου, στα ορθάνοιχτά σου μάτια,
που ο τρόμος δεν τα έκλεισε σαν έφυγ’ η ψυχή σου.
Τα μάτια που ’τανε σβηστά, χωρίς καν να με βλέπουν,
που πάνω τους μαδιόμουνα σαν το μικρό τρυγόνι,
που έχασε το ταίρι του, από θανάτου βόλι.
Ήσουν εκεί και έλειπες σε μακρινό ταξίδι
ατέλειωτο και άθελο, με βία σ’ είχαν πάει
στον ποταμό Αχέροντα και στη μεγάλη λίμνη,
με κωπηλάτες άγγελους, την ομορφιά σου ναύλο.
Κι έστησαν γύρω μας χορό οι νιες και τα παλικάρια,
του γάμου που δεν έγινε δω στον απάνω κόσμο,
γιατί στον άλλο που θα πας κι εγώ δεν θα αργήσω
να ’ρθω και κει ο γάμος μας σίγουρα θε να γίνει,
με μουσικές και με χορούς και με πολλά λουλούδια,
καθώς τον σχεδιάζαμε εδώ και πολύν χρόνο.
Όμως η ώρα έφτασε κι άλλα χέρια σε πήραν
απ’ τα δικά μου και μετά στο σπίτι σου σε πήγαν,
όπου κανείς δεν ήταν κει, πεντάρφανη Ψυχή μου,
στο σπίτι το ερημικό με το μεγάλο κήπο,
τις πρασινάδες στις βραγιές και τις πολλές τις γλάστρες
με χίλια είδη λουλουδιών, που τόσο αγαπούσες.
Και σ’ ένα νεκροκρέβατο πριν να σε ακουμπήσουν,
σε πλύναν μ’ άφθονο νερό τις λάσπες και το χώμα,
σε λούσαν τα ξανθά μαλλιά με πράσινο σαπούνι,
τα χτένισαν, τα στόλισαν με λούλουδα τ’ Απρίλη
και νύφη σε στολίσανε με νυφικό και πέπλο
κι όμορφη πάλι έγινες μες την πολλή χλομάδα.
Έπαψαν τότε τα πουλιά όλα το λάλημά τους
κι ένα τραγούδι νεκρικό και μαύρο μοιρολόι
έσυραν όλες τους μαζί γριές μοιρολογήτρες,
όπου σπαράζει την καρδιά και τ’ άκαρδου ακόμα
βαρύ και πένθιμο πολύ, θρήνο για το χαμό σου.
Κοπέλες πάλι σ’ άρπαξαν στα τρυφερά τους χέρια
και σε μια κάσα κέδρινη κι ασημοστολισμένη,
σε βάλαν μέσα για να πας στο μακρινό ταξίδι.
Κι εγώ στη άκρη έστεκα σκίζοντας με τα νύχια
τις σάρκες μου που έτρεχαν αίμα σωστό ποτάμι
κι ολομαδιόμουν κλαίγοντας στο φέρετρό σου πάνω.
Κι ύστερα νέοι δυνατοί σαν ήρθ’ ο παπα – Λάμπρος
σε σήκωσαν στα χέρια τους κι εκείνος ψαλμωδία,
σ’ όλο το δρόμο έλεγε για το μικρό κλησάκι
του ΑΪ – Νικόλα πο’ χουμε μέσα στο κοιμητήρι.
Κι ακολουθούσα πρώτα εγώ κι ύστερα όλοι οι άλλοι
τη νεκρική σου την πομπή, με κλάματα και θρήνους.
Σε λίγο φτάσαμε μπροστά στην άσπρη εκκλησίτσα,
που πρώτα μπήκε ο παπάς μαζί με τα ξεφτέρια
κι ύστερα οι νιοι, που έβαλαν την κάσα σου επάνω
σε σιδερένια στρίποδα στην μέση του ναΐσκου.
Κι ακολουθία άρχισε, χωρίς αργοπορία, με τον παπά
και το Γιαννιό που ’ταν ο μόνος ψάλτης
που βρέθηκε τη μέρ’ αυτή για να σε ψαλμουδίσει.
Τα λόγια όλα ειπώθηκαν, οι προσευχές που πρέπει
κι ύστερα πρώτος ο παπάς έκανε το σταυρό του
και ήρθε και σε φίλησε ψηλά στο μέτωπό σου,
σαν τελευταίο ασπασμό πριν φύγεις Συ, Καρδιά μου,
για τα υπόγεια τάρταρα κάτω στον άλλο κόσμο,
που ο Άδης πάντα καρτερεί όλους τους πεθαμένους.
Κι απέ εγώ σ’ αγκάλιασα, σε φίλησα στο στόμα
κι έμεινα κει μη θέλοντας να φύγ’ από κοντά σου,
να ρθω και γω μαζί με Σε, στου Πλούτωνα τα μέρη,
να βρω το Χάρο να ριχτώ, μαζί του να παλέψω,
μην και του πάρω την ψυχή, που άδικα σου πήρε
και ξαναέρθει η ζωή σ’ αυτό τ’ άψυχο σώμα.
Όμως με πήραν από κει, που ήμουνα πεσμένος
οι παιδικοί οι φίλοι μου, που όλοι μ’ αγαπούνε
και σαν ο κόσμος τέλειωσε να σ’ αποχαιρετάει,
πάλι σε πήραν πάλι νιοι, αχ έφτανε η ώρα
και σ’ ένα τάφο νιόσκαφο σ’ απίθωσαν στο βάθος
κι έριξε πάνω ο παπάς, νερό, κρασί και λάδι,
όπως εκάνανε σπονδές, εις τα παλιά τα χρόνια.
Ωιμέ η ώρα έφτασε, του χωρισμού η ώρα
και φτυάρια όλα τους σκληρά, σε σκέπασαν με χώμα,
χώμα πικρό κι άπονο, μαύρη γη, που σε σκέπει.
Κι ήθελα να ’μπω κι εγώ, δίπλα για συντροφιά σου,
μα δεν μ’ αφήκανε οι νιοί, που ’ν’ η ζωή μπροστά τους
κι οι γέροι που ξέρουν τη ζωή, γιατί την έχουν ζήσει.
Μ’ έσυραν πίσω στη ζωή, στα βάσανα του κόσμου,
γιατί πεθαίνοντας κανείς γλιτώνει μια για πάντα.
Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος
Γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1970
με αφορμή ένα σχετικό Ουγγρικό
κινηματογραφικό έργο.
ΧΑΘΗΚΕΣ ….. ΧΑΘΗΚΕΣ
Ανάμεσα σε πράσινους κήπους περπάτησα νύχτα
κι άκουσα να συζητούν τα τριζόνια κι οι νυχτερίδες παράξενες ιστορίες.
Κοίταξα κι είδα στα χαμηλά κλωνιά των δέντρων,
κάτι απ’ την ομορφιά σου, καρδιά μου χαμένη.
Λίγες μαύρες τρίχες του ωραίου σου κεφαλιού,
κρεμασμένες ανάμεσα στις ολόχλωρες φυλλωσιές.
Πέρασες από κει, Αγάπη μου, λίγο πριν χαθείς.
Στη δροσερή πηγή έβρεξες τα κόκκινά σου χείλη
κι η ομορφιά σου, αντιφεγγίζοντας στο νερό,
μέσα στο φεγγαρόφωτο, που έλουζε τους κήπους,
θάμπωσε τα νυχτοπούλια και τα ξωτικά της νύχτας.
Κι ύστερα απρόσμενα ήρθε η θύελλα κι η βροχή
κι η καρδιά σου γέμισε μ’ αγωνία για μένα.
Ακούω ακόμη τα θλιμμένα σου λόγια,
που ’λεγες, χαμένη θεά, καθώς έψαχνες να με βρεις
φωνάζοντας αδιάκοπα τ’ όνομά μου.
Κι αντιβούιζαν οι λαγκαδιές απ’ τη γλυκιά σου φωνή,
που ξυπνούσε τ’ αηδόνια και τις πέρδικες.
Πέρασες τρέχοντας ετούτο δρόμο, που πατώ
κι η νύχτα έγινε μέρα απ’ το φως των ματιών σου.
Να, τα πατήματά σου φαίνονται βιαστικά κι αχνά,
κάτω απ’ τα δέντρα, πάνω στο μαλακό χώμα,
αυτά που ’μειναν, μόνα κι άσβηστα, απ’ την άγρια μπόρα,
που ’σβησε μαζί το φεγγάρι, τ’ άστρα και τη ζωή σου.
Ναι! Ναι! Κάπου εδώ στάθηκες κι ακούστηκε γοργή η ανάσα σου,
καθώς τα μάτια γύριζες ολόγυρα, στα στενά δρομάκια,
στα γυριστά ρυάκια και στα πανύψηλα δέντρα ψάχνοντας να με βρεις.
Εδώ, ψυχή μου θα ’σβησαν τ’ αστέρια κρυμμέν’
απ’ τα μαύρα σύννεφα που κουβαλούσαν τη βροχή
κυνηγημέν’ απ’ την άγρια λύσσα του βοριά.
Σκοτάδι γύρω σου πυκνό κι αγέρας και χαλάζι
φυσομανούσαν κι έδερναν το όμορφο κορμί σου.
Να ’μαι τώρα στέκω εδώ. Άραγε συ πού είσαι;
Καθώς τ’ αγέρι παίρνει τη φωνή και πίσω την ακούω,
ήθελ’ από σε ν’ άκουγα για λίγο τ’ όνομά μου
και θα ερχόμουνα ευθύς τρέχοντας κι ως τον Άδη.
Σε τούτο λιθάρι, μικρή μου, έκλαψες πολύ για το χαμό μου,
που κάλιο να χανόμουν γω από την μαύρη μπόρα
κι αυτά τα χόρτα, τυχερά, έπιαν τα δάκριά σου
κι άνθισαν πριν την ώρα τους θλιμμένα μοβ λουλούδια,
π’ ακόμα στάζουνε θαρρείς δροσοσταλιά το δάκρυ,
απ’ τα δροσάτα πέταλα, που μυρωδιά σκορπάνε.
Ω! αιώνια ομορφιά! Πώς χάθηκες, πώς έσβησες,
μες σε μιαν νύχτα, σαν να μην ήσουν ποτέ!
Να εδώ θα λύγισαν τα γόνατά σου, ακουμπώντας στη γη
και τα χείλη σου θα ψιθύρισαν, στη θεία Μαρία,
κάποια θερμή προσευχή για τη δική μου σωτηρία.
Κυλάει τώρα, όπως το κλάμα σου, το παράπονο στα χείλη μου,
για τον πρόωρο κι άδικο χαμό σου, Αγαπημένη.
Βγήκα σήμερα για κυνήγι, ακριβή μου Αγάπη.
Θα ψάξω να ’βρω την ψυχή σου, που τριγυρνάει
σ’ αυτές τις κορφές, σαν το λαβωμένο ελάφι.
Έχω και τ’ αγαπημένα σου σκυλιά μαζί μου,
το Φιρσό και την Αννούσκα, που γλύφει λυπημένη τις πατούσες της.
Εδώ ήσουν, Ψυχή μου, όταν σηκώθηκε τ’ ανεμικό.
Ήρθε η θύελλα να σε πάρει και να φύγει μακριά.
Στο κατηφόρι κύλησε η ομορφιά σου, κυνηγημένη
απ’ την αγριάδα της φύσης, που ξερίζωσε τα δέντρα
κι έριξε με ορμή ανεμίζοντας, νερό και χιόνι.
Τα δέντρα δεν σε κράτησαν. Τα λουλούδια δεν σου ’πιασαν το χέρι.
Τα σύννεφα δεν σε βάσταξαν ορθή και δυνατή.
Κι έπεσες κάτω στα λασπωμένα νερά.
Κι ο χείμαρρος άρπαξε το κορμί σου κυλώντας το
με πέτρες και κορμούς, μες στ’ αφρισμένο ποτάμι.
Χάθηκες! Χάθηκες!!! Δεν υπάρχεις πια, για να φωτίζεις,
Ήλιε μου ακριβέ, το δύσμοιρο μονοπάτι της ζωής μου.
Οι άνεμοι σ’ έδειραν αλύπητα κι η βροχή
χόρεψε τρελά, πάνω στ’ απαλό σου πρόσωπο.
Οι κεραυνοί έκαψαν τ’ αγνό κορμί σου
κι ήρθε ο Θάνατος με το Χάροντα πιασμένοι χέρι – χέρι
και σε μοίρασαν οι δυο τους, σαν πέθανες εσύ.
Ο ένας πήρε το σώμα κι ο άλλος την ψυχή.
Αυτοί οι θάμνοι άκουσαν τα τελευταία σου λόγια και το κλάμα.
Αυτά τα βρεγμένα ξερόφυλλα ένιωσαν την κραυγή σου,
καθώς σε τύλιγαν τα θολά νερά, ανάκατα με τον τρόμο.
Αυτά τα ελάτια είδαν τελευταία τα μάτια σου ανοιχτά
κι άκουσαν το ψυχορράγημα της στερνής σου ανάσας.
Μες στην αφέγγαρη νύχτα, έπαψε να χτυπά η καρδιά σου,
βουτηγμένη στου θυμωμένου ποταμού τα λασπόνερα.
Τα ξερόκλαδα σκέπασαν την ομορφιά σου και το γυμνό
απ’ τα σχισμένα ρούχα κορμί σου, πήρε τη χλομάδα του θανάτου.
Μελάνιασαν τα κερασιά σου χείλη σαν έπαψες να ζεις.
Τότε η μπόρα κόπασε λες και μετανοιωμένη
για το έγκλημα που ’χε κάνει. Το χαμό σου.
Νύχτα τριγύρω σκοτεινή, κρύα, βουβή και μαύρη.
Τα πυροφάνια άναψαν κι οι δάδες στα σοκάκια.
Νέοι και νιες ξεχύθηκαν καλώντας τ’ όνομά σου
από δεκάδες στόματα, φτάνοντας και στο δάσος,
όπου εγώ είχα κρυφτεί σε μια σπηλιά των βράχων,
για ν’ αποφύγω τη βροχή, το χιόνι, το χαλάζι.
Σαν αστραπή πετάχτηκα στο ξέφωτο κοντά μου.
Και οι φωνές ζυγώνανε των νιων, που προχωρούσαν
κι όλο δυνάμωναν μαζί τα φώτα που κρατούσαν.
Σαν μ’ έφτασαν κι έμαθα πως χάθηκες στη μπόρα,
πήρα του δάσους τα στενά και δύσβατα δρομάκια
φωνάζοντας αδιάκοπα και γω τ’ όνομά σου.
Όμως καμιά απόκριση, σε μένα και στους άλλους.
Της κουκουβάγιας τη φωνή μον’ άκουγες στη νύχτα
κι αυτή θλιμμένη σα στριγκλιά, που θάνατο μηνούσε.
Και το γιοφύρι πέρασα με τις ψηλές καμάρες
και στο ποτάμι έτρεξα στις χλοϊσμένες όχθες.
Παντού φωνές και χλαγοή. Απάντηση καμία.
Να ξημερώνει άρχισε μι’ αλλιώτικη ημέρα.
Ψηλά στα ουράνια άνοιξε η συννεφιά η μαύρη
και φάνηκε μια γελαστή, μικρή γαλάζια πόρτα,
που όλο και μεγάλωνε φωνάζοντας τον Ήλιο.
Μέρα καλή και ήμερη, όμορφη και θλιμμένη.
Το πρώτο φως της λυκαυγής τις έσβησε τις δάδες
και τις φωνές δυνάμωσε και τα ψαξίματά μας.
Μ’ απ’ όλες πάνω τις φωνές τις σκέπαζε αντάμα,
η φοβερή κι άγρια φωνή απ’ το ποτάμι, με τα θολά του τα νερά,
που κουβαλούσαν μέσα, μ’ ορμή και θόρυβο πολύ,
ξύλα πέτρες και χώμα, στη φουσκωμένη κοίτη του,
δώρα για να τα πάει στη θάλασσα, που έσβηνε το κατρακύλισμά του.
Τότε ακούστηκε κραυγή, που ’ταν αρχή του θρήνου.
Σε βρήκαν δυο γερόντισσες, που πρόστρεξαν και κείνες
να ψάξουν μαζί με τους νιους, μην τύχει και σε βρούνε.
Ήσουν στα βράχια ξαπλωτή, στου ποταμού την άκρη,
που σ’ έδειρε στης κοίτης του το φοβερό στομάχι,
σπάζοντας δίχως λύπηση, όλα τα κόκαλά σου.
Στα κουρασμένα χέρια μου σε σήκωσα, καλή μου
κι απ’ το πρησμένο στόμα σου νερό έσταζ’ ακόμα
μαζί με αίμ’ ανάμικτο, σαν του Χριστού το σώμα.
Τότε κραυγή εσήκωσα μεγάλη στα ουράνια,
θρήνου κραυγή, παράπονου κι απελπισιάς μεγάλης,
που δεν μας άφησ’ ο Θεός εμείς να παντρευτούμε,
δυο μήνες μόνο θέλαμε ακόμα για το γάμο.
Φίλησα μ’ αναστεναγμό το παγωμένο στόμα
κι ήταν σα να ’δωσα φιλί του Χάρου, που σε πήρε.
Κι απόμεινα εκεί βουβός, στητός μαρμαρωμένος,
κρατώντας τ’ άψυχο κορμί και γύρω μου οι άλλοι
φίλοι και φίλες και των δυο, που κλαίγαν το χαμό σου.
Κι ήρθαν τριγύρω μας σκυφτές, δυο τρεις μοιρολογήτρες
κι έσυραν θρήνο γοερό και νεκρικό τραγούδι,
που συνταράζει το κορμί και την ψυχή λιανίζει,
κρατώντας κρίνα του αγρού και κόκκινες βιολέτες.
Οϊμέ ! Κυλούσανε θολά και με τα δάκρυά μου
κι έβρεχαν το πολύβρεχο, κι άγνωρο κορμί σου.
Και στύλωνα τα μάτια μου, στα ορθάνοιχτά σου μάτια,
που ο τρόμος δεν τα έκλεισε σαν έφυγ’ η ψυχή σου.
Τα μάτια που ’τανε σβηστά, χωρίς καν να με βλέπουν,
που πάνω τους μαδιόμουνα σαν το μικρό τρυγόνι,
που έχασε το ταίρι του, από θανάτου βόλι.
Ήσουν εκεί και έλειπες σε μακρινό ταξίδι
ατέλειωτο και άθελο, με βία σ’ είχαν πάει
στον ποταμό Αχέροντα και στη μεγάλη λίμνη,
με κωπηλάτες άγγελους, την ομορφιά σου ναύλο.
Κι έστησαν γύρω μας χορό οι νιες και τα παλικάρια,
του γάμου που δεν έγινε δω στον απάνω κόσμο,
γιατί στον άλλο που θα πας κι εγώ δεν θα αργήσω
να ’ρθω και κει ο γάμος μας σίγουρα θε να γίνει,
με μουσικές και με χορούς και με πολλά λουλούδια,
καθώς τον σχεδιάζαμε εδώ και πολύν χρόνο.
Όμως η ώρα έφτασε κι άλλα χέρια σε πήραν
απ’ τα δικά μου και μετά στο σπίτι σου σε πήγαν,
όπου κανείς δεν ήταν κει, πεντάρφανη Ψυχή μου,
στο σπίτι το ερημικό με το μεγάλο κήπο,
τις πρασινάδες στις βραγιές και τις πολλές τις γλάστρες
με χίλια είδη λουλουδιών, που τόσο αγαπούσες.
Και σ’ ένα νεκροκρέβατο πριν να σε ακουμπήσουν,
σε πλύναν μ’ άφθονο νερό τις λάσπες και το χώμα,
σε λούσαν τα ξανθά μαλλιά με πράσινο σαπούνι,
τα χτένισαν, τα στόλισαν με λούλουδα τ’ Απρίλη
και νύφη σε στολίσανε με νυφικό και πέπλο
κι όμορφη πάλι έγινες μες την πολλή χλομάδα.
Έπαψαν τότε τα πουλιά όλα το λάλημά τους
κι ένα τραγούδι νεκρικό και μαύρο μοιρολόι
έσυραν όλες τους μαζί γριές μοιρολογήτρες,
όπου σπαράζει την καρδιά και τ’ άκαρδου ακόμα
βαρύ και πένθιμο πολύ, θρήνο για το χαμό σου.
Κοπέλες πάλι σ’ άρπαξαν στα τρυφερά τους χέρια
και σε μια κάσα κέδρινη κι ασημοστολισμένη,
σε βάλαν μέσα για να πας στο μακρινό ταξίδι.
Κι εγώ στη άκρη έστεκα σκίζοντας με τα νύχια
τις σάρκες μου που έτρεχαν αίμα σωστό ποτάμι
κι ολομαδιόμουν κλαίγοντας στο φέρετρό σου πάνω.
Κι ύστερα νέοι δυνατοί σαν ήρθ’ ο παπα – Λάμπρος
σε σήκωσαν στα χέρια τους κι εκείνος ψαλμωδία,
σ’ όλο το δρόμο έλεγε για το μικρό κλησάκι
του ΑΪ – Νικόλα πο’ χουμε μέσα στο κοιμητήρι.
Κι ακολουθούσα πρώτα εγώ κι ύστερα όλοι οι άλλοι
τη νεκρική σου την πομπή, με κλάματα και θρήνους.
Σε λίγο φτάσαμε μπροστά στην άσπρη εκκλησίτσα,
που πρώτα μπήκε ο παπάς μαζί με τα ξεφτέρια
κι ύστερα οι νιοι, που έβαλαν την κάσα σου επάνω
σε σιδερένια στρίποδα στην μέση του ναΐσκου.
Κι ακολουθία άρχισε, χωρίς αργοπορία, με τον παπά
και το Γιαννιό που ’ταν ο μόνος ψάλτης
που βρέθηκε τη μέρ’ αυτή για να σε ψαλμουδίσει.
Τα λόγια όλα ειπώθηκαν, οι προσευχές που πρέπει
κι ύστερα πρώτος ο παπάς έκανε το σταυρό του
και ήρθε και σε φίλησε ψηλά στο μέτωπό σου,
σαν τελευταίο ασπασμό πριν φύγεις Συ, Καρδιά μου,
για τα υπόγεια τάρταρα κάτω στον άλλο κόσμο,
που ο Άδης πάντα καρτερεί όλους τους πεθαμένους.
Κι απέ εγώ σ’ αγκάλιασα, σε φίλησα στο στόμα
κι έμεινα κει μη θέλοντας να φύγ’ από κοντά σου,
να ρθω και γω μαζί με Σε, στου Πλούτωνα τα μέρη,
να βρω το Χάρο να ριχτώ, μαζί του να παλέψω,
μην και του πάρω την ψυχή, που άδικα σου πήρε
και ξαναέρθει η ζωή σ’ αυτό τ’ άψυχο σώμα.
Όμως με πήραν από κει, που ήμουνα πεσμένος
οι παιδικοί οι φίλοι μου, που όλοι μ’ αγαπούνε
και σαν ο κόσμος τέλειωσε να σ’ αποχαιρετάει,
πάλι σε πήραν πάλι νιοι, αχ έφτανε η ώρα
και σ’ ένα τάφο νιόσκαφο σ’ απίθωσαν στο βάθος
κι έριξε πάνω ο παπάς, νερό, κρασί και λάδι,
όπως εκάνανε σπονδές, εις τα παλιά τα χρόνια.
Ωιμέ η ώρα έφτασε, του χωρισμού η ώρα
και φτυάρια όλα τους σκληρά, σε σκέπασαν με χώμα,
χώμα πικρό κι άπονο, μαύρη γη, που σε σκέπει.
Κι ήθελα να ’μπω κι εγώ, δίπλα για συντροφιά σου,
μα δεν μ’ αφήκανε οι νιοί, που ’ν’ η ζωή μπροστά τους
κι οι γέροι που ξέρουν τη ζωή, γιατί την έχουν ζήσει.
Μ’ έσυραν πίσω στη ζωή, στα βάσανα του κόσμου,
γιατί πεθαίνοντας κανείς γλιτώνει μια για πάντα.
Σεραφείμ Χρήστου Χατζόπουλος
Γράφτηκε το Δεκέμβριο του 1970
με αφορμή ένα σχετικό Ουγγρικό
κινηματογραφικό έργο.