ΒΑΡΔΑΛΗ: ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΟΙ ΓΕΡΟΝΤΕΣ ΤΟΥ ΧΩΡΙΟΥ

Το Αφιόν Καραχισάρ
ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ:  "Ο πατέρας του σπιτονοικοκύρη τους στο Δομοκό, ο Βαϊακομήτσος, γιος του Γεροβαϊάκου που ήταν γραμματοδιδάσκαλος, ήταν ένα συμπαθητικό γεροντάκι, που συχνά τους έλεγε διάφορες ιστορίες για τη Μικρασιατική εκστρατεία και πότε τους πήγαινε με τα μουλάρια στο Εσκή - Σεχήρ και πότε τους βάδιζε μερόνυχτα με τα πόδια για το Αφιόν Καραχισάρ, πάντα μέσα στις χίλιες δυο δυσκολίες του πολέμου και τις ξαφνικές επιθέσεις που έκαναν οι διάφορες τούρκικες τσέτες. Άλλοτε πάλι τους μιλούσε για το Μαύρο Καβαλάρη, το συνταγματάρχη Νικόλαο Πλαστήρα, που σήκωσε μαζί με λίγους συντρόφους στους ώμους του όλο το βάρος των επιθέσεων του στρατού του Κεμάλ, όταν κατέρρευσε το Ελληνικό μέτωπο και οι διάφοροι μεγαλόσχημοι στρατηγοί το ‘βαλαν τρομαγμένοι στα πόδια κι έσωσε και το στρατό και χιλιάδες γυναικόπαιδα, που είχαν πάρει κυνηγημένοι το δρόμο της προσφυγιάς.

Βέβαια ο Άγγελος για τον Πλαστήρα είχε ξανακούσει από ένα γέροντα στο χωριό του, τον Παντιδονάσιο, που ήταν ιπποκόμος του στον πόλεμο της Μικρασίας και συχνά έρχονται στο νου του οι ολοζώντανες διηγήσεις του:

- Είμαστε σ’ ένα μέρος όχι πολύ μακριά από τη θάλασσα. Το σύνταγμα είχε στρατοπεδέψει κουρασμένο ύστερα από πολλών ημερών μάχες και πορεία. Στ’ αριστερά μας ήταν ένας λόφος γεμάτος πορτοκαλιές. Περασμένο απόγεμα και ο ήλιος είχε κυλήσει κοντά στη δύση, όταν από μπρος μας έβαλαν εχθρικά πυρόβολα. Τότε ο Καπετάνιος μ’ είπε κι έφερα τ’ άλογο και μαζί ανεβήκαμε στο λόφο. Όταν φτάσαμε εκεί ξεπέζεψε και προχώρησε με τα πόδια κάτω απ’ τις πορτοκαλιές κατά την κορφή και κοίταζε με τα κιάλια του να δει από πού έρχονταν οι τούρκικες μπάλες. Εκείνη τη στιγμή οι οβίδες άρχισαν να πέφτουν γύρω μας και να κλαδεύουν τις κορφές των δέντρων.

Καπετάνιε, πέσε κάτω, είπα στον Πλαστήρα και στρώθηκα στο γρασίδι. Κι εκείνος ενώ συνέχισε να προχωράει όρθιος με αποπήρε λέγοντας:

- Ε μωρέ Παντίδο και σε είχα για γκαρδιακλή. Είναι χάρτινες αυτές οι οβίδες και δεν μπορούν να μας πειράξουν.
Κι ενώ έλεγε αυτά ο Παντιδονάσος, δάκρυα γέμιζαν τα μάτια του, που αν και τα είχε ξεθωριάσει το πέρασμα των χρόνων, εκείνη τη στιγμή, είχαν πάρει την εφηβική τους ζωηράδα, γιατί ήταν σα να έβλεπε μπροστά του, αυτόν που είχε πάντα ολοζώντανο μέσα του, τον Μαύρο Καβαλάρη, τον Θεσσαλό ήρωα συνταγματάρχη κι αργότερα στρατηγό Νικόλαο Πλαστήρα, που αψηφούσε κάθε κίντυνο μπρος στο καλό της Πατρίδας.
Πιο κει, σε δυο άλλες καρέκλες του καφενείου, κάθονταν ο Χατζηγιάννης και ο Μήτρος Δαλματσούκης, που πολέμησαν κι αυτοί σε κείνον τον πόλεμο και μάλιστα είχαν την κακή τύχη να πιαστούν αιχμάλωτοι απ’ τους Τούρκους και να μείνουν για αρκετούς μήνες στα χέρια τους, μαζί με το θειο του Άγγελου, το Χαραλάμη.
Το Δαλματσούκη μάλιστα τον είχαν στη μονάδα του και στο σπίτι του για σκοτωμένο και την ημέρα που γύρισε στο χωριό, η οικογένεια είχε το μνημόσυνό του και συνέβη το παράξενο. Να πάει στην εκκλησία, έτσι αξύριστος και αγνώριστος όπως ήταν την ώρα που μοίραζαν τα κόλλυβα.

Άπλωσε κι αυτός λοιπόν το χέρι του και του έδωσαν σε μια χαρτοσακούλα δυο κουταλιές κόλλυβα οι γυναίκες που τα μοίραζαν.

-Ποιανού είναι τα κόλλυβα ρώτησε;

-Του Μήτρου Δαλματσούκη του απάντησαν οι γυναίκες.

-Θεός σχωρέστον απάντησε ο «πεθαμένος» για τον εαυτό του.

Βέβαια σε λίγο δεν μπόρεσε να κρατηθεί και αποκαλύφτηκε στους δικούς του που τον έκλαιγαν ζωντανό.
Οι δυο αυτοί λοιπόν συμπολεμιστές του Παντιδονάσου πολλές φορές επαλήθευαν τα όσα διηγιόταν εκείνος και συμπλήρωναν με δικές τους εμπειρίες απ’ τον πόλεμο.

Και όλες αυτές τις διηγήσεις ο Άγγελος τις ρουφούσε άπληστα με το τρυφερό παιδικό του μυαλό, αποτυπώνοντας στο άγραφο χαρτί του νου, αυτά τα ζωντανά κομμάτια της ιστορίας, που έζησαν οι γέροντες συγχωριανοί του, που τόσο πολύ τους συμπαθούσε και τους θαύμαζε".


(Ένα μικρό απόσπασμα)

ΑΓΓΕΛΟΣ ΧΑΤΖΗΣ = ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΧΑΤΖΟΠΟΥΛΟΣ

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!