Η πειρατεία στον αρχαίο μεσογειακό κόσμο αποτελεί την αρχαιότερη καταγεγραμμένη εμφάνιση του φαινομένου της πειρατείας, δηλαδή της καταλήστευσης πλοίων και πόλεων από ένοπλες ναυτικές ομάδες. Ξεκινώντας από αλασγικές, αιγυπτιακές και ουγκαριτικές πηγές της 2ης π.Χ. χιλιετίας, περνώντας απ' τον Όμηρο, τον Ηρόδοτο, το Θουκυδίδη και φτάνοντας ως το Λίβιο και τον Πλούταρχο, οι περισσότεροι συγγραφείς της αρχαιότητας ασχολήθηκαν με τα έργα και τις ημέρες των πειρατών.
Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου. Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τη δράση των πειρατών, αλλά αυτό επ' ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους. Η πλήρης καταστολή της πειρατείας επιτεύχθηκε μόλις τον 1ο αι. π.Χ. από τους Ρωμαίους με το Γαβίνειο Νόμο, ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης: στρατιωτικής, αφού μόνο τότε κάποιο κράτος κατέκτησε τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβάλει το νόμο του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και πολιτικής με τη μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή θάλασσα.
Δεν είναι υπερβολή εάν ειπωθεί, πως η ιστορία της πειρατείας ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορία της ναυτιλίας και του εμπορίου. Το πού ακριβώς ο άνθρωπος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί συστηματικά θαλάσσια μέσα, το γνωρίζουμε: στη Μεσόγειο. Το πότε, δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Σίγουρα πάντως ήταν πολύ πριν απ' το 3000 π.Χ., όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτες σωζόμενες αναπαραστάσεις πλοίων. Τέχνεργα από οψιανό (ορυκτό γυαλί της Μήλου) που βρέθηκαν σε νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, πιστοποιούν ότι η ναυσιπλοΐα δεν ήταν άγνωστη για τον κάτοικο της νεολιθικής Ελλάδας. Στο ίδιο συμπέρασμα συνηγορεί η εμφάνιση ενός ώριμου πολιτισμού άγνωστης προέλευσης στην Κρήτη γύρω στο 6000 π.Χ.
Στη μυκηναϊκή και γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του. Αυτό αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στον τρόπο που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας συστήνεται στον Εύμαιο ως δήθεν βετεράνος του Τρωικού Πολέμου που εν συνεχεία έγινε πειρατής στην Αίγυπτο, με λόγια που δείχνουν ότι ο πειρατής ήταν αξιοσέβαστη προσωπικότητα.
Γενικά, ο Όμηρος περιγράφει συχνά με θαυμασμό σχετικές πράξεις από Έλληνες. Αναφέρει μάλιστα πόλεις-κράτη που ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλήστευση ξένων εμπορικών πλοίων, όπως για παράδειγμα η Τάφος (σύμπλεγμα μικρών νησιών ανατολικά της Λευκάδας) που οι πολίτες της αγαπούσαν το κουπί και εμπορεύονταν σκλάβους. Οι Τάφιοι πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον» ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίο χάρισε η Αθηνά στον Ιάσονα σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.
Συναφής δραστηριότητα ήταν και η ληστεία πλοίων από τους ναυαγιστές. Αυτοί άναβαν παραπλανητικές φωτιές στην ξηρά τα βράδια, ώστε να μπερδέψουν τους καπετάνιους των διερχόμενων πλοίων (που νόμιζαν ότι πλησίαζαν σε λιμάνι) και να τους οδηγήσουν σε ξέρες. Τότε επέδραμαν στα ακινητοποιημένα ή βυθιζόμενα πλοία και τα λεηλατούσαν - πρόκειται για μια πρακτική που εγκαταλείφθηκε μόλις το 19ο αιώνα μ.Χ. Διάσημος ναυαγιστής της μυθολογίας ήταν ο αργοναύτης Ναύπλιος, πατέρας του Παλαμήδη που θανατώθηκε άδικα με λιθοβολισμό στον Τρωικό Πόλεμο. Για να εκδικηθεί την εκτέλεση του γιου του, ο Ναύπλιος οδήγησε με το παραπάνω τέχνασμα πολλά ελληνικά καράβια στα βράχια του Καφηρέα ενώ επέστρεφαν απ' την Τροία.
Δεν είναι όμως μόνο οι καταγραφές. Θεωρείται βέβαιο ότι η Μεσόγειος Θάλασσα υπήρξε ο πρώτος ευρύς γεωγραφικός χώρος που η πειρατεία απέκτησε μαζικά χαρακτηριστικά. Ως μέθοδος προσπορισμού υλικού πλούτου και δούλων, αξιοποιήθηκε από σχεδόν όλους τους λαούς που κατοίκησαν τις ακτές της κατά την αρχαιότητα: από τους προϊστορικούς Λαούς της Θάλασσας και τους Ετρούσκους μέχρι τους Ιλλυριούς και τους Κίλικες των τελευταίων προχριστιανικών αιώνων, ακόμα και τους Έλληνες που μαζί με τον κλασικό πολιτισμό γέννησαν κάποιους από τους φοβερότερους πειρατές του τότε γνωστού κόσμου. Ενίοτε η ηγεμονία κάποιων δυνάμεων σε ευρύτερα τμήματα της θάλασσας (Αιγύπτιοι, Μινωίτες, Αθηναίοι) περιόριζε προσωρινά τη δράση των πειρατών, αλλά αυτό επ' ουδενί σήμαινε την εξάλειψή τους. Η πλήρης καταστολή της πειρατείας επιτεύχθηκε μόλις τον 1ο αι. π.Χ. από τους Ρωμαίους με το Γαβίνειο Νόμο, ήταν δε αποτέλεσμα διπλής ωρίμανσης: στρατιωτικής, αφού μόνο τότε κάποιο κράτος κατέκτησε τέτοια ισχύ ώστε να μπορεί να επιβάλει το νόμο του σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, και πολιτικής με τη μετατροπή της Μεσογείου σε ρωμαϊκή θάλασσα.
Δεν είναι υπερβολή εάν ειπωθεί, πως η ιστορία της πειρατείας ξεκινά σχεδόν ταυτόχρονα με την ιστορία της ναυτιλίας και του εμπορίου. Το πού ακριβώς ο άνθρωπος ξεκίνησε να χρησιμοποιεί συστηματικά θαλάσσια μέσα, το γνωρίζουμε: στη Μεσόγειο. Το πότε, δεν μπορεί να προσδιορισθεί με ακρίβεια. Σίγουρα πάντως ήταν πολύ πριν απ' το 3000 π.Χ., όταν δημιουργήθηκαν οι πρώτες σωζόμενες αναπαραστάσεις πλοίων. Τέχνεργα από οψιανό (ορυκτό γυαλί της Μήλου) που βρέθηκαν σε νεολιθικούς οικισμούς της Μακεδονίας, της Θεσσαλίας και της Πελοποννήσου, πιστοποιούν ότι η ναυσιπλοΐα δεν ήταν άγνωστη για τον κάτοικο της νεολιθικής Ελλάδας. Στο ίδιο συμπέρασμα συνηγορεί η εμφάνιση ενός ώριμου πολιτισμού άγνωστης προέλευσης στην Κρήτη γύρω στο 6000 π.Χ.
Στη μυκηναϊκή και γεωμετρική Ελλάδα, η πειρατεία θεωρείτο κοινωνικά αποδεκτή δραστηριότητα που έχρηζε καταστολής μόνο όταν στρεφόταν εναντίον συμπολιτών, ο δε πειρατής συχνά λάμβανε την ενθάρρυνση των τοπικών ηγεμόνων στο έργο του. Αυτό αντικατοπτρίζεται εύγλωττα στον τρόπο που ο μεταμφιεσμένος Οδυσσέας συστήνεται στον Εύμαιο ως δήθεν βετεράνος του Τρωικού Πολέμου που εν συνεχεία έγινε πειρατής στην Αίγυπτο, με λόγια που δείχνουν ότι ο πειρατής ήταν αξιοσέβαστη προσωπικότητα.
Γενικά, ο Όμηρος περιγράφει συχνά με θαυμασμό σχετικές πράξεις από Έλληνες. Αναφέρει μάλιστα πόλεις-κράτη που ζούσαν σχεδόν αποκλειστικά από την καταλήστευση ξένων εμπορικών πλοίων, όπως για παράδειγμα η Τάφος (σύμπλεγμα μικρών νησιών ανατολικά της Λευκάδας) που οι πολίτες της αγαπούσαν το κουπί και εμπορεύονταν σκλάβους. Οι Τάφιοι πειρατές ήταν τόσο ξακουστοί, που μια κεντητή απεικόνισή τους «επί το έργον» ήταν το κεντρικό θέμα στη διακόσμηση του μαγικού χιτώνα, τον οποίο χάρισε η Αθηνά στον Ιάσονα σύμφωνα με τη φαντασία του Απολλώνιου του Ρόδιου.
Συναφής δραστηριότητα ήταν και η ληστεία πλοίων από τους ναυαγιστές. Αυτοί άναβαν παραπλανητικές φωτιές στην ξηρά τα βράδια, ώστε να μπερδέψουν τους καπετάνιους των διερχόμενων πλοίων (που νόμιζαν ότι πλησίαζαν σε λιμάνι) και να τους οδηγήσουν σε ξέρες. Τότε επέδραμαν στα ακινητοποιημένα ή βυθιζόμενα πλοία και τα λεηλατούσαν - πρόκειται για μια πρακτική που εγκαταλείφθηκε μόλις το 19ο αιώνα μ.Χ. Διάσημος ναυαγιστής της μυθολογίας ήταν ο αργοναύτης Ναύπλιος, πατέρας του Παλαμήδη που θανατώθηκε άδικα με λιθοβολισμό στον Τρωικό Πόλεμο. Για να εκδικηθεί την εκτέλεση του γιου του, ο Ναύπλιος οδήγησε με το παραπάνω τέχνασμα πολλά ελληνικά καράβια στα βράχια του Καφηρέα ενώ επέστρεφαν απ' την Τροία.
Αρχαϊκή και κλασική περίοδος
Καθώς ο ελληνικός κόσμος όδευε προς την κλασική εποχή, οι περισσότερες πόλεις προσπαθούσαν να θωρακισθούν εναντίον όσων ληστών απειλούσαν τις ακτές ή τα πλοία τους κατά μόνας, αλλά συνέχιζαν να αδιαφορούν για την εξάλειψη της πειρατείας εκτός των ορίων τους. Αρκετές εξακολούθησαν να είναι ηθικοί ή φυσικοί αυτουργοί: o Ηρόδοτος περιγράφει σχετικές δραστηριότητες των Σαμίων και των Ιώνων της Μικράς Ασίας, ενώ ο Θουκυδίδης αναφέρει τους Λοκρούς, Αιτωλούς και Ακαρνάνες ως λαούς που επιδίδονταν στη θαλάσσια ληστεία. Εξίσου επικίνδυνα ήταν τα Κύθηρα, για τα οποία ο Σπαρτιάτης σοφός Χίλων είχε πει ότι καλύτερα να καταποντίζονταν στο βυθό της θάλασσας, παρά να γίνονταν σπαρτιατική κτήση - τις τακτικές των Κυθηρίων θα πρότεινε αργότερα ο Δημάρατος στον Ξέρξη για να καταλάβει τη Λακεδαίμονα.
Χαρακτηριστικότερη όλων ήταν η περίπτωση του Σαμίου τυράννου Πολυκράτη, ο οποίος συγκρότησε ένα στόλο από 100 «πεντηκοντέρους» (πολεμικά πλοία με 50 κουπιά) και 1.000 τοξότες και λυμαινόταν το Αιγαίο Πέλαγος. Για τον Ηρόδοτο ο Πολυκράτης δεν ήταν κατακριτέος για αυτές καθ' αυτές τις ενέργειες, αλλά διότι ἔφερε καὶ ἦγε πάντας διακρίνων οὐδένα, δηλ. λήστευε τους πάντες χωρίς να κάνει διάκριση σε φίλους και εχθρούς.
Η πρώτη προσπάθεια συστηματικής καταστολής και συνάμα ηθικής απονομιμοποίησης της πειρατείας στους ιστορικούς χρόνους, ήλθε από την Αθήνα τον 5ο αιώνα π.Χ. Έχοντας εξασφαλίσει τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο σχεδόν ολόκληρου του Αιγαίου Πελάγους μέσω της Δηλιακής Συμμαχίας, οι Αθηναίοι εξαπέλυσαν άγριο κυνηγητό εναντίον οποιουδήποτε απειλούσε την απρόσκοπτη διακίνηση των πλοίων και των εμπορευμάτων. Από εκείνη την περίοδο διασώζονται τουλάχιστον δύο εκστρατείες με αποκλειστικό αντικειμενικό σκοπό την καταστολή της πειρατείας: του Κίμωνα εναντίον των Δολόπων της Σκύρου και του Περικλή στη Θράκη, τη γεμάτη πειρατικά λημέρια. Πιστεύεται ότι η προστασία που προσέφερε η αθηναϊκή θαλασσοκρατία στο μέσο ταξιδιώτη ή κάτοικο του Αιγαίου, μπορεί να συγκριθεί μόνο με τα χρόνια του Μίνωα που αναπολούσαν οι αρχαίοι συγγραφείς.
Με εξαίρεση τα πρώτα χρόνια μετά την ήττα τους στον Πελοποννησιακό Πόλεμο, οι Αθηναίοι κράτησαν έως και τον 4ο αιώνα π.Χ. τα σκήπτρα στο Αιγαίο, καταδιώκοντας την πειρατεία. Ο Δημοσθένης διασώζει πως στην εποχή του ίσχυε το ψήφισμα του συγχρόνου του Μοιροκλή «κατὰ τῶν τοὺς ἐμπόρους ἀδικούντων», βάσει του οποίου τιμώρησαν τους Μηλίους με πρόστιμο δέκα ταλάντων, επειδή υποδέχθηκαν πειρατές στο νησί τους. Όμως οι πειρατές δε σταμάτησαν να αποτελούν κίνδυνο, ιδιαίτερα όσοι εξορμούσαν από μακρινές περιοχές, δεδομένου μάλιστα ότι η Αθήνα έμπαινε σε φάση παρακμής. Στο επιτύμβιο επίγραμμα κάποιου Λεωνίδα απ' τον Τάραντα που διασώζεται στην Παλατινή Ανθολογία, αναπαράγεται η στερεότυπη αντίληψη για τους Κρήτες ως πάντοτε ληστές και πειρατές, ποτέ δίκαιοι. Πράγματι, από τις αρχές της 1ης χιλιετίας που το νησί κατακτήθηκε απ' τους Δωριείς μέχρι και τα ελληνιστικά χρόνια, οι Κρήτες αποτελούσαν φόβο και τρόμο για τους ναυτικούς. Πόλεις όπως η Κυδωνία ή η Ελεύθερνα εξελίχθηκαν σε σπουδαία εμπορικά κέντρα χάρη στη διάθεση σκλάβων (κυρίως γυναικόπαιδων) και αγαθών που προέρχονταν από την πειρατεία. Παρόμοιο παράδειγμα ήταν οι πειρατές της Μαύρης Θάλασσας, οι οποίοι συνεργάζονταν με πόλεις του Βοσπόρου και ειδικεύονταν στις απαγωγές ταξιδιωτών - κατόπιν έβαζαν τα θύματά τους να γράψουν δακρύβρεχτες επιστολές προς τους συγγενείς τους για να τους εξαγοράσουν.
Φοβεροί πειρατές προς τα τέλη της κλασικής περιόδου θεωρούνταν επίσης οι Ιλλυριοί και οι Ετρούσκοι, οι οποίοι λυμαίνονταν τα δρομολόγια μεταξύ της ηπειρωτικής και της Μεγάλης Ελλάδας. O Μέγας Αλέξανδρος κατάφερε προσωρινά να περιορίσει τους πρώτους, όταν εξανάγκασε ολόκληρη την Ιλλυρία σε υποταγή και πήρε κάποιους στο στρατό του. Οι δεύτεροι, των οποίων χώρος δράσης ήταν αρχικά η Δυτική Μεσόγειος, βγήκαν στην βόρεια Αδριατική τον 5ο αι. π.Χ. και σύντομα εξελίχθηκαν σε μείζονα απειλή για το αθηναϊκό εμπόριο. Διασώζεται ότι οι Αθηναίοι είχαν απευθύνει έκκληση προς τον Αλέξανδρο να λάβει μέτρα - αυτός εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του (για να τον καταλαγιάσουν οι Ετρούσκοι απέστειλαν πρεσβεία που τον βρήκε στη Βαβυλώνα), αλλά ήταν υπερβολικά απασχολημένος στην Ανατολή για να ασχοληθεί με κάτι που είχε τις ρίζες του στην ιταλική χερσόνησο. Ταυτόχρονα πρεσβεία έστειλαν κι οι Ρωμαίοι, είτε επειδή και αυτοί είχαν κατηγορηθεί από τον Αλέξανδρο για πειρατεία, ή από ανταγωνισμό προς τους Ετρούσκους για το ποιος θα έχει καλύτερες σχέσεις με τον Έλληνα ηγεμόνα
Ελληνιστική περίοδος
Η διάσπαση της αυτοκρατορίας του Μ. Αλεξάνδρου σε μικρότερα βασίλεια, τα οποία αναλώνονταν σε μεταξύ τους διενέξεις, οδήγησε την πειρατεία σε νέα άνθιση. Δεν ήταν μόνο η αδυναμία των διαδόχων να ελέγξουν τις θάλασσες, αλλά και το ότι συχνά τα ελληνιστικά βασίλεια επιζήτησαν τη συνεργασία των πειρατών στους μεταξύ τους πολέμους, εργαλειοποιώντας την πειρατεία σε μέθοδο ρύθμισης των ναυτικών ισορροπιών της Ανατολικής Μεσογείου. Πολλοί μονάρχες στρατολογούσαν Κρήτες και Αιτωλούς. Ο «αρχιπειρατής» του 3ου αιώνα π.Χ. υπηρετούσε όποιον του προσέφερε περισσότερα σε καιρό πολέμου, ενώ λεηλατούσε πλοία και πόλεις για λογαριασμό του σε καιρό ειρήνης..
Επίσης οι Ιλλυριοί επανεμφανίσθηκαν στο Ιόνιο Πέλαγος, εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των Αντιγονιδών και των Ηπειρωτών, και από εκεί επέδραμαν εναντίον των ακτών της Δυτικής Ελλάδας (χαρακτηριστικά: Ήπειρος και Μοθώνη, Αιτωλία) ή λεηλατούσαν ελληνικά και ρωμαϊκά πλοία. Η Ρώμη δοκίμασε το 230 π.Χ. να έλθει σε συνεννόηση μαζί τους, ώστε να εξασφαλίσει ελεύθερο διάπλου για τα καράβια της, αλλά οι Ιλλυριοί δολοφόνησαν ένα μέλος της αντιπροσωπείας (άγνωστο εάν έγινε με βασιλική εντολή). Μετά από αυτό, ρωμαϊκές λεγεώνες εξεστράτευσαν για πρώτη φορά στα Βαλκάνια (Α' Ιλλυρικός Πόλεμος).
Στο Αιγαίο, βασικός διώκτης των πειρατών σε αυτήν την περίοδο υπήρξε η Ρόδος, η οποία γύρω στο 300 π.Χ. δημιούργησε ένα νέο σκάφος, την τριημιολία, για την καταδίωξη των πειρατικών ημιολιών. Στο πρώτο μισό του 2ου αι. π.Χ. οι Ρόδιοι δοκίμασαν να περιορίσουν την κρητική πειρατεία στα πλαίσια δύο πολέμων, του Α' και του Β' Κρητικού, χωρίς απόλυτη επιτυχία.
Ύστερη ελληνιστική περίοδος
Καθώς η ελληνιστική εποχή πλησίαζε προς το τέλος της, τα πιο διαβόητα πειρατικά λημέρια του ελληνικού κόσμου μεταφέρονταν στην Τραχεία Κιλικία, δηλ. τα μικρασιατικά παράλια ΒΑ της Κύπρου.
Για μεγάλο διάστημα στον 3ο π.Χ. αιώνα, όσο η Αυτοκρατορία των Σελευκιδών περιπολούσε τις ρότες μεταξύ Συρίας και ελλαδικού χώρου, η πειρατεία στην Κιλικία βρισκόταν σε ύφεση, τουλάχιστον σε σύγκριση με το Αιγαίο. Όμως μετά το 190 π.Χ. και τις ήττες του Αντιόχου Γ' σε Μαγνησία και Μυόνησο, οι Σελευκίδες απέσυραν το ναυτικό τους, αφήνοντας ένα «κενό αστυνόμευσης» που δεν μπόρεσαν να αναπληρώσουν οι νέοι κύριοι της ευρύτερης περιοχής (οι σύμμαχοι των Ρωμαίων). Αυτό επέτρεψε την εγκατάσταση πειρατών από τον ελλαδικό χώρο (κυρίως Ακαρνάνων), φυγάδων κατά την περίοδο των Μακεδονικών Πολέμων. Έτσι πολύ σύντομα εγκαθιδρύθηκε στην Κιλικία μια απρόσβλητη πειρατική επικράτεια, ενισχυόμενη και από κάποιους τελευταίους αντιρωμαίους ηγεμόνες της Μικράς Ασίας, από όπου για παραπάνω από έναν αιώνα εξορμούσαν σε ολόκληρη τη Μεσόγειο.
Ο Πλούταρχος, ο οποίος έζησε λίγες δεκαετίες μετά την καταστολή των Κιλίκων από τους Ρωμαίους, μας άφησε μία περιγραφή που ταιριάζει περισσότερο σε οργανωμένη κοινότητα παρά σε άθροισμα ληστρικών ομάδων. Αναφέρει ότι είχαν δικό τους θεό (το Μίθρα) και διέθεταν ένα οργανωμένο δίκτυο αμυντικών οχυρώσεων και λιμανιών, υπολογίζει δε ότι στο απόγειό τους διέθεταν πάνω από 1000 πλοία, είχαν καταλάβει 400 πόλεις και οργάνωναν επιδρομές μέχρι τη Σαμοθράκη, τη Λευκάδα και το Λακίνιο (περιοχή της Καλαβρίας).
Δυτική Μεσόγειος
Τα νερά στα δυτικά της ιταλικής χερσονήσου δεν ήταν λιγότερο επικίνδυνα. Βασικός χώρος άσκησης της πειρατείας ήταν το Τυρρηνικό πέλαγος, απ' όπου διερχόταν το μεγαλύτερο κομμάτι του εμπορίου της Δυτικής Μεσογείου.
Ετρούσκοι
Μερικοί μελετητές υποστηρίζουν ότι ένας από τους Λαούς της Θάλασσας, αυτός που στις αιγυπτιακές γραφές περιγράφεται με το όνομα «Trš.w», είναι οι Τυρρηνοί (δηλ. οι Ετρούσκοι). Είτε αυτή η ερμηνεία στέκει είτε όχι, κατά τους αρχαϊκούς και πρώτους κλασικούς αιώνες η πειρατεία του Τυρρηνικού Πελάγους και οι Ετρούσκοι εξελίχθηκαν σε σχεδόν συνώνυμες έννοιες. Η συγκεκριμένη ενασχόληση, ως μία μορφή «πολύ ενεργητικού εμπορίου» κατά τα τότε ήθη, αποτέλεσε έναν από τους τρεις βασικούς παράγοντες για την άνθιση του πολιτισμού τους (οι άλλοι δύο ήταν η γεωργία και τα πλούσια μεταλλεία σιδήρου).
Ο μύθος της απαγωγής του Διονύσου καταδεικνύει πως δεν περιορίζονταν απλά στις κοντινές τους θάλασσες, αλλά μπορούσαν να φθάσουν μέχρι την Κύπρο, την Αίγυπτο και τη Μαύρη Θάλασσα. Θύματά τους ήταν κυρίως οι Ρωμαίοι, οι Έλληνες της Μεγάλης Ελλάδας ή άλλοι μικρότεροι λαοί της περιοχής, και αραιότερα οι Καρχηδόνιοι.
Κατά τα κλασικά χρόνια βγήκαν και στις ανατολικές τους θάλασσες (συμμετείχαν μάλιστα στη Σικελική Εκστρατεία), αλλά πλέον η δύναμή τους έβαινε φθίνουσα από το 474 π.Χ. (Μάχη της Κύμης) και ύστερα. Το κράτος τους κατέρρευσε οριστικά στα τέλη του 3ου αι. π.Χ. αδυνατώντας να ανταπεξέλθει στην πίεση των Ρωμαίων και των Γαλατών.
Έλληνες
Με την εγκατάσταση Ελλήνων στη Νότια Ιταλία -κι ακόμα παραπέρα- κατά την αρχαϊκή εποχή (β' αποικισμός), οι Ετρούσκοι απέκτησαν ισχυρούς ανταγωνιστές. Πολλές φορές η τοποθεσία μιας αποικίας επιλεγόταν (μεταξύ άλλων κριτηρίων) από το πόσο θα ευνοεί τους νέους κατοίκους της στον πειρατικό ανταγωνισμό. Παραδείγματος χάριν, αυτός είναι ο βασικός λόγος που η Κύμη επέλεξε το συγκεκριμένο σημείο στο ΒΔ άκρο της Σικελίας για να ιδρύσει τη Ζάγκλη. Επίσης οι Φωκαείς που εξαπλώθηκαν μέχρι τη Μασσαλία και την Αλαλία της Κορσικής (περ. 600 και 565 π.Χ. αντίστοιχα) αρέσκονταν στην πειρατεία. To 535 οι Ετρούσκοι και οι Καρχηδόνιοι συνασπίσθηκαν για να τους ανακόψουν, αλλά οι Φωκαείς τους καταναυμάχησαν ανοιχτά της Σαρδηνίας - έστω κι αν αυτή η νίκη ήταν καδμεία, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο.
Οι Έλληνες πειρατές στη Δυτική Μεσόγειο πολλαπλασιάσθηκαν στη συνέχεια, συνεπεία της κατάρρευσης των Ετρούσκων, της ίδρυσης νέων αποικιών στο νότιο Τυρρηνικό και των αναστατώσεων στον κυρίως ελληνικό χώρο κατά τον 5ο αιώνα π.Χ. - χαρακτηριστική είναι η αφήγηση του Ηροδότου για ένα στρατηγό της Ιωνικής Επανάστασης, το Διονύσιο το Φωκαέα: όταν οριστικοποιήθηκε η ήττα του ιωνικού στόλου από τους Πέρσες στη Λάδη (494 π.Χ.), ο Διονύσιος εκτίμησε ότι σύντομα η πόλη του θα έμπαινε ξανά υπό περσικό ζυγό. Αντί λοιπόν να επιστρέψει στη Φώκαια, διέφυγε στη Σικελία και έζησε ως πειρατής, χωρίς να πειράζει τα ελληνικά καράβια αλλά μόνο τα καρχηδονιακά και τα τυρρηνικά.
Οι Αιολίδες Νήσοι (ΒΔ της Ζάγκλης) έγιναν πειρατικός παράδεισος. Ο Λίβιος αναφέρει ένα περιστατικό που βρίσκουμε και σε άλλους συγγραφείς: Όταν οι Ρωμαίοι υπέταξαν τους Βηίους (396 π.Χ.), αποφάσισαν να στείλουν στο Μαντείο των Δελφών ένα αναθηματικό χρυσό κύπελλο, αξίας ίσης με το 1/10 της λείας. Οι Αιολιανοί όμως κατέλαβαν εν πλω το καράβι που μετέφερε την πρεσβεία και το πήγαν στο Λίπαρι, για να κάνει τη μοιρασιά ο ανώτατος άρχοντάς τους. Εκείνη τη χρονιά την ηγεσία είχε ο Τιμασίθεος, ο οποίος όταν έμαθε την εθνικότητα και τον ιερό σκοπό των ταξιδευτών, τους επέστρεψε το καράβι και το πολύτιμο φορτίο του και διέταξε τους άνδρες του να το συνοδεύσουν σε όλο το ταξίδι για να το προστατεύσουν από άλλους πειρατές