Να βουτήξεις στα σιροπιαστά γλυκά και τις κανέλες, να περιπλανηθείς στα πλακόστρωτα σοκάκια ανάμεσα σε αρχοντικά του 19ου αιώνα, να διαβείς τις όχθες του Νέστου, να γευτείς τζιγεροσαρμάδες, να μυρίσεις το άρωμα από τα καπνά σιγοτραγουδώντας μελωδίες του Χατζιδάκι, να παρακολουθήσεις το κάψιμο του βασιλιά Τζάρου παρέα με το αλαλάζον πλήθος.. Αυτά είναι μερικά μόνο από όσα μπορείς να κάνεις στην Ξάνθη!
Φταίει ίσως ένας αγαπημένος στίχος του Σεφέρη που μιλάει για ιτιές στην ακροποταμιά που μια τέτοια εικόνα έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου, όταν σκέφτομαι κάποιο ταξίδι με τρένο, ακόμα κι αν το τρένο δρασκελίζει χιλιόμετρα άνυδρα και μελαγχολικά. Όμως, η διαδρομή για την Ξάνθη, αν επιλέξεις αυτό το μεταφορικό μέσο, δικαιώνει πλήρως τον στίχο του ποιητή. Περνώντας μέσα από τούνελ στην καρδιά των βουνών, οι γραμμές κείτονται σε πολλά σημεία κατά μήκος του Νέστου, προσφέροντας μοναδική θέα στα γυρίσματα του πράσινου ποταμού και στην παρόχθια βλάστηση που, αραιά και που, διακόπτει κάποιο πέτρινο χτίσμα.
Με κολλημένο ακόμα το πρόσωπο στο τζάμι, ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι η πρώτη εικόνα που αντικρύζω από την Ξάνθη. Μαζεύω τα μπαγκάζια και κατευθύνομαι προς την πόλη, περνώντας δίπλα από παλιές καπναποθήκες. Οι καινούργιες πολυκατοικίες μου προκαλούν μια πρώτη «αλλεργική» αντίδραση, γρήγορα όμως τα βήματα μου με οδηγούν στην Παλιά Πόλη. Χτισμένη από Ηπειρώτες και Μακεδόνες μαστόρους, η Παλιά Πόλη της Ξάνθης χαρακτηρίζεται από την δαιδαλώδη μορφή των λιθόστρωτων σοκακιών της και είναι γεμάτη λαϊκότροπεες βαλκανικές κατοικίες, χάνια, μαγαζιά, τυπικές εκκλησίες της τελευταίας Οθωμανικής περιόδου αλλά και δυτικής επιρροής νεοκλασικά, των οποίων οι ιδιοκτήτες ήταν κυρίως έμποροι καπνού. Οι σεισμοί του 1829 είχαν καταστρέψει εντελώς την πόλη, όμως η θέληση των Ξανθιωτών και η εισροή χρήματος από την καπνοκαλλιέργεια, με το είδος των καπνών της που είχε γίνει περιζήτητο μέσα στο παλάτι του σουλτάνου, επέτρεψαν στην πόλη να ορθοποδήσει γρήγορα.
Ένα από τα πιο όμορφα κτίσματα, το σπίτι του καπνεμπόρου Βασίλη Κουγιουμτζόγλου, φιλοξενεί σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης. Οικιακά σκεύη, αγροτικά εργαλεία, κασέλες, υφαντά και θρακιώτικες φορεσιές είναι μερικά μόνο από τα κειμήλια που βρήκαν θέση στο πανέμορφο αρχοντικό με τα ζωγραφισμένα από Βαυαρούς καλλιτέχνες ταβάνια. Όμορφη είναι και η Δημοτική Πινακοθήκη με τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο στο εσωτερικό της και έργα του Ξανθιώτη Χρήστου Παυλίδη.
Άλλα 1.200 κτίρια έχουν κριθεί διατηρητέα στην Ξάνθη, τα περισσότερα από τα οποία συναντάς στην βόλτα σου στα σοκάκια της. Ανάμεσα τους και το σπίτι στο οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, στην συμβολή των οδών Κονίτσης και Βενιζέλου, ένα πολύ όμορφο οίκημα του 1890 που σήμερα αναστηλώνεται από τον Δήμο. Το κοιτάω και σκέφτομαι αν, πράγματι, και πόσο η γενέτειρα του τον επηρέασε. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής την πόλη, την εποχή της γέννησης του: «η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία από όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες», περιγράφοντας μέσα σε λίγες γραμμές το τέλειο χαρμάνι της Ξάνθης!
Πάντα μεστός ο λόγος του, σκέφτομαι, καθώς κοντοζυγώνω στην Πλατεία Λαδά (πρώην Αντίκα). Οι μυρωδιές από τα σεκέρ παρέ, τα ταούκ γιουκσού και τα άλλα σιροπιαστά, με τραβούν από την μύτη. Μπροστά μου βρίσκεται το παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο «Βυζάντιο», το «άντρο της κολάσεως» για τους εθισμένους στα γλυκά. Παρότι δεν ανήκω στο είδος, οι αντιστάσεις μου κάμπτονται μόλις η οσμή από το ταψί με το καζάν ντιπί φτάνει στα ρουθούνια μου. Ένας σκέτος ελληνικός σε μπακιρένιο μπρίκι ισορροπεί τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα μου. «Σάββατο σήμερα», σκέφτομαι και ο δρόμος με οδηγεί δίπλα από το Δημοτικό Κολυμβητήριο, στα ανατολικά της Παλιάς Πόλης. Το πολύχρωμο παζάρι είναι γεμάτο μπαχαρικά, υφαντά, αλλά και ρούχα, φο μπιζού και άλλα. Όλοι βρίσκουν κάτι εδώ, μαζί κι εγώ που ανακαλύπτω περίτεχνα διακοσμητικά με αέρα ανατολής.
Η επόμενη μέρα προστάζει εκδρομή. Τα Πομακοχώρια και ο Νέστος, ο καταρράκτης στον Λιβαδείτη και το Πόρτο Λάγος, η θέα από τους Τοξότες και το Δάσος της Χαϊντούς, συμμετέχουν σε μια ιδιότυπη πλειοδοσία επί χάρτου. Επιλέγω να ξεκινήσω την περιήγηση μου από τον Δήμο Σταυρούπολης, ξεκινώντας από τον Καταρράκτη στο Λιβαδείτη και το Δάσος της Χαϊντούς. Ρέματα, αιωνόβιες οξιές, σημύδες και μια πανέμορφη διαδρομή δικαιώνουν την απόφαση μου. Στα 180 στρέμματα της περιοχής, που το 1979 ανακηρύχθηκε «Μνημείο της Φύσης», κατοικούν μεταξύ άλλων, αγριόκουρκοι, αγριόκοτες, ελατόμπουφοι, καρυδοσπάστες, αλλά και πέστροφες. Από το Γυφτόκαστρο, την υψηλότερη κορυφή, μπορεί κανείς να ατενίσει την θέα μέχρι την Βουλγαρία. Ο καταρράκτης στον Λειβαδίτη μου κόβει την ανάσα, ο θόρυβος από την απότομη πτώση των νερών σβήνει κάθε άλλη σκέψη μου χωρίς χρονοτριβή.
Συνεχίζω για Τοξότες, όπου όπως μου έχουν πει, η θέα προς το Νέστο είναι μοναδική. Τα πράσινα νερά του και η φιδίσια διαδρομή που ακολουθεί, ανάμεσα σε βουνά και δάση όπως το Κοτζά Ορμάν, το «Μέγα Δάσος» όπως είναι γνωστό, είναι ιδανικά για διάφορες δραστηριότητες, γι’αυτό και πολλοί συρρέουν για κανόε καγιάκ, ράφτινγκ και άλλα, που εμένα με κουράζουν και μόνον στην σκέψη. Λίγο birdwatchingστο πιο ήρεμο Πόρτο Λάγος είναι πιο κοντά στις επιθυμίες μου. Διασχίζοντας την πλωτή γέφυρα, συνειδητοποιώ ότι η φύση είναι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης και ο άνθρωπος θα έπρεπε να αρκεστεί στον ρόλο του παρατηρητή. Παίρνω τα κιάλια μου υπό μάλης κα προσπαθώ να στοχεύσω στις όχθες της Βιστωνίδας για να ξεχωρίσω μερικά από τα πουλιά, με την βοήθεια πάντα μερικών ενημερωτικών φυλλαδίων. Όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, πρέπει να παραδεχτώ.
Επιστρέφοντας στην Ξάνθη, σκέφτομαι όλα αυτά που δεν πρόλαβα να δω, όλα αυτά που δεν πρόλαβα να γευτώ, να αισθανθώ, να αφουγκραστώ. Είναι και το Καρναβάλι της, με το κάψιμο του βασιλιά Τζάρου στο γιοφύρι του ποταμού Κόσυνθου που θα πρέπει να δω την επόμενη φορά. Είναι και οι ευγενικοί και πολυπράγμονες άνθρωποι της που μου έκλεψαν την καρδιά. Είναι και τα πεντανόστιμα θρακιώτικα πιάτα της, οι τζιγεροσαρμάδες, οι γιουφκάδες, το λάχανο τουρσί και τα σουτζούκ λουκούμ που δεν χόρτασα. Η Ξάνθη είναι μια πόλη με έφεση στο ξύπνημα των αισθήσεων, σκέφτομαι, καθώς ρίχνω την τελευταία ματιά στο Ρολόι.
Σημείωση: για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Καρναβάλι της Ξάνθης και το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, επισκεφθείτε το site http://www.carnivalx.gr/.
Πως θα φτάσετε:
Αν επιλέξετε να πάτε οδικώς, να θυμάστε ότι η Ξάνθη απέχει 713 χλμ. από την Αθήνα και 223 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Μια άλλη επιλογή είναι να φτάσετε αεροπορικώς μέχρι την Καβάλα (η Ξάνθη δεν διαθέτει αεροδρόμιο) και από εκεί να συνεχίσετε με αυτοκίνητο μέχρι την Ξάνθη. Εμείς προτείνουμε την διαδρομή με το τρένο, που ιδιαίτερα μετά την Θεσσαλονίκη είναι πανέμορφη. Η Ξάνθη συνδέεται σιδηροδρομικώς με την Αθήνα (περίπου 8 ώρες), τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη.
Που θα φάτε:
«Τα Φαναράκια», Γ. Σταύρου 16, Παλιά Πόλη, (τηλ. 25410-73606): Βρίσκεται κοντά στην κεντρική πλατεία και στεγάζεται σε ένα όμορφο παραδοσιακό διατηρητέο κτήριο του 1900. Εδώ θα βρείτε μια σειρά από πιάτα τοπικής κουζίνας και όχι μόνο. Δοκιμάστε την σαλάτα «τζαμ φιστίκι», τουρλού, σις κεμπάπ και πολλά ακόμα νόστιμα πιάτα.
«Το Κοκόρι», Ορφέως 6 & Παλαιολόγου, Παλιά Πόλη, (τηλ. 25410-77980): Χτισμένο σε μια νεοκλασική πολυκατοικία του 1890, το «Κοκόρι» έχει εμμονή με το καλό φαγητό, γι’αυτό και έχει βραβευτεί με Χρυσό Σκούφο. Τραχανάς λαχανικών με μάγουλα μόσχου, χριστόψαρο με σελινόριζα και χοιρινό κότσι με κάρδαμο, είναι μερικά από τα πιάτα που θα δοκιμάσετε.
«Του Κουφού», (Πόρτο Λάγος, τηλ. 25410-96688): Ολόφρεσκο ψάρι με εκπληκτική θέα στη λίμνη Βιστωνίδα και φιλόξενη ιδιοκτησία. Δοκιμάστε, μεταξύ άλλων, καπνιστό κεφαλόπουλο.
Που θα γλυκαθείτε:
«Βυζαντινό», Βασ. Κωνσταντίνου 108, Πλατεία Αντίκα, (τηλ. 25410-28810): Ο παράδεισος του σιροπιαστού σε ένα διατηρητέο κτίσμα του 1900. Σεκέρ παρέ, ταούκ γιουκσού, κανταίφι, μουχαλεμπί και άλλα πολλά, μοσχοβολιστά και πεντανόστιμα, κατευθείαν από το ταψί!
«Παπαπαρασκευάς», 28ης Οκτωβρίου 186, (τηλ. 25410-22677): Ταξίδι στην Ξάνθη χωρίς καριόκα και σαραγλί από τον Παπαπαρασκευά, απλά δεν γίνεται!
Φταίει ίσως ένας αγαπημένος στίχος του Σεφέρη που μιλάει για ιτιές στην ακροποταμιά που μια τέτοια εικόνα έχει εντυπωθεί στο μυαλό μου, όταν σκέφτομαι κάποιο ταξίδι με τρένο, ακόμα κι αν το τρένο δρασκελίζει χιλιόμετρα άνυδρα και μελαγχολικά. Όμως, η διαδρομή για την Ξάνθη, αν επιλέξεις αυτό το μεταφορικό μέσο, δικαιώνει πλήρως τον στίχο του ποιητή. Περνώντας μέσα από τούνελ στην καρδιά των βουνών, οι γραμμές κείτονται σε πολλά σημεία κατά μήκος του Νέστου, προσφέροντας μοναδική θέα στα γυρίσματα του πράσινου ποταμού και στην παρόχθια βλάστηση που, αραιά και που, διακόπτει κάποιο πέτρινο χτίσμα.
Με κολλημένο ακόμα το πρόσωπο στο τζάμι, ο σιδηροδρομικός σταθμός είναι η πρώτη εικόνα που αντικρύζω από την Ξάνθη. Μαζεύω τα μπαγκάζια και κατευθύνομαι προς την πόλη, περνώντας δίπλα από παλιές καπναποθήκες. Οι καινούργιες πολυκατοικίες μου προκαλούν μια πρώτη «αλλεργική» αντίδραση, γρήγορα όμως τα βήματα μου με οδηγούν στην Παλιά Πόλη. Χτισμένη από Ηπειρώτες και Μακεδόνες μαστόρους, η Παλιά Πόλη της Ξάνθης χαρακτηρίζεται από την δαιδαλώδη μορφή των λιθόστρωτων σοκακιών της και είναι γεμάτη λαϊκότροπεες βαλκανικές κατοικίες, χάνια, μαγαζιά, τυπικές εκκλησίες της τελευταίας Οθωμανικής περιόδου αλλά και δυτικής επιρροής νεοκλασικά, των οποίων οι ιδιοκτήτες ήταν κυρίως έμποροι καπνού. Οι σεισμοί του 1829 είχαν καταστρέψει εντελώς την πόλη, όμως η θέληση των Ξανθιωτών και η εισροή χρήματος από την καπνοκαλλιέργεια, με το είδος των καπνών της που είχε γίνει περιζήτητο μέσα στο παλάτι του σουλτάνου, επέτρεψαν στην πόλη να ορθοποδήσει γρήγορα.
Ένα από τα πιο όμορφα κτίσματα, το σπίτι του καπνεμπόρου Βασίλη Κουγιουμτζόγλου, φιλοξενεί σήμερα το Λαογραφικό Μουσείο της πόλης. Οικιακά σκεύη, αγροτικά εργαλεία, κασέλες, υφαντά και θρακιώτικες φορεσιές είναι μερικά μόνο από τα κειμήλια που βρήκαν θέση στο πανέμορφο αρχοντικό με τα ζωγραφισμένα από Βαυαρούς καλλιτέχνες ταβάνια. Όμορφη είναι και η Δημοτική Πινακοθήκη με τον ξυλόγλυπτο διάκοσμο στο εσωτερικό της και έργα του Ξανθιώτη Χρήστου Παυλίδη.
Άλλα 1.200 κτίρια έχουν κριθεί διατηρητέα στην Ξάνθη, τα περισσότερα από τα οποία συναντάς στην βόλτα σου στα σοκάκια της. Ανάμεσα τους και το σπίτι στο οποίο ο Μάνος Χατζιδάκις πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του, στην συμβολή των οδών Κονίτσης και Βενιζέλου, ένα πολύ όμορφο οίκημα του 1890 που σήμερα αναστηλώνεται από τον Δήμο. Το κοιτάω και σκέφτομαι αν, πράγματι, και πόσο η γενέτειρα του τον επηρέασε. Ο ίδιος περιγράφει ως εξής την πόλη, την εποχή της γέννησης του: «η συνύπαρξη εκείνο τον καιρό ενός αντιτύπου της μπελ-επόκ με αυθεντικούς τούρκικους μιναρέδες, έδιναν χρώμα και περιεχόμενο σε μια κοινωνία-πανσπερμία από όλες τις γωνιές της Ελλαδικής γης, που συμπτωματικά βρέθηκε να ζει σε ακριτική περιοχή και να χορεύει τσάρλεστον στις δημόσιες πλατείες», περιγράφοντας μέσα σε λίγες γραμμές το τέλειο χαρμάνι της Ξάνθης!
Πάντα μεστός ο λόγος του, σκέφτομαι, καθώς κοντοζυγώνω στην Πλατεία Λαδά (πρώην Αντίκα). Οι μυρωδιές από τα σεκέρ παρέ, τα ταούκ γιουκσού και τα άλλα σιροπιαστά, με τραβούν από την μύτη. Μπροστά μου βρίσκεται το παραδοσιακό ζαχαροπλαστείο «Βυζάντιο», το «άντρο της κολάσεως» για τους εθισμένους στα γλυκά. Παρότι δεν ανήκω στο είδος, οι αντιστάσεις μου κάμπτονται μόλις η οσμή από το ταψί με το καζάν ντιπί φτάνει στα ρουθούνια μου. Ένας σκέτος ελληνικός σε μπακιρένιο μπρίκι ισορροπεί τα επίπεδα της γλυκόζης στο αίμα μου. «Σάββατο σήμερα», σκέφτομαι και ο δρόμος με οδηγεί δίπλα από το Δημοτικό Κολυμβητήριο, στα ανατολικά της Παλιάς Πόλης. Το πολύχρωμο παζάρι είναι γεμάτο μπαχαρικά, υφαντά, αλλά και ρούχα, φο μπιζού και άλλα. Όλοι βρίσκουν κάτι εδώ, μαζί κι εγώ που ανακαλύπτω περίτεχνα διακοσμητικά με αέρα ανατολής.
Η επόμενη μέρα προστάζει εκδρομή. Τα Πομακοχώρια και ο Νέστος, ο καταρράκτης στον Λιβαδείτη και το Πόρτο Λάγος, η θέα από τους Τοξότες και το Δάσος της Χαϊντούς, συμμετέχουν σε μια ιδιότυπη πλειοδοσία επί χάρτου. Επιλέγω να ξεκινήσω την περιήγηση μου από τον Δήμο Σταυρούπολης, ξεκινώντας από τον Καταρράκτη στο Λιβαδείτη και το Δάσος της Χαϊντούς. Ρέματα, αιωνόβιες οξιές, σημύδες και μια πανέμορφη διαδρομή δικαιώνουν την απόφαση μου. Στα 180 στρέμματα της περιοχής, που το 1979 ανακηρύχθηκε «Μνημείο της Φύσης», κατοικούν μεταξύ άλλων, αγριόκουρκοι, αγριόκοτες, ελατόμπουφοι, καρυδοσπάστες, αλλά και πέστροφες. Από το Γυφτόκαστρο, την υψηλότερη κορυφή, μπορεί κανείς να ατενίσει την θέα μέχρι την Βουλγαρία. Ο καταρράκτης στον Λειβαδίτη μου κόβει την ανάσα, ο θόρυβος από την απότομη πτώση των νερών σβήνει κάθε άλλη σκέψη μου χωρίς χρονοτριβή.
Συνεχίζω για Τοξότες, όπου όπως μου έχουν πει, η θέα προς το Νέστο είναι μοναδική. Τα πράσινα νερά του και η φιδίσια διαδρομή που ακολουθεί, ανάμεσα σε βουνά και δάση όπως το Κοτζά Ορμάν, το «Μέγα Δάσος» όπως είναι γνωστό, είναι ιδανικά για διάφορες δραστηριότητες, γι’αυτό και πολλοί συρρέουν για κανόε καγιάκ, ράφτινγκ και άλλα, που εμένα με κουράζουν και μόνον στην σκέψη. Λίγο birdwatchingστο πιο ήρεμο Πόρτο Λάγος είναι πιο κοντά στις επιθυμίες μου. Διασχίζοντας την πλωτή γέφυρα, συνειδητοποιώ ότι η φύση είναι ο μεγαλύτερος καλλιτέχνης και ο άνθρωπος θα έπρεπε να αρκεστεί στον ρόλο του παρατηρητή. Παίρνω τα κιάλια μου υπό μάλης κα προσπαθώ να στοχεύσω στις όχθες της Βιστωνίδας για να ξεχωρίσω μερικά από τα πουλιά, με την βοήθεια πάντα μερικών ενημερωτικών φυλλαδίων. Όχι με ιδιαίτερη επιτυχία, πρέπει να παραδεχτώ.
Επιστρέφοντας στην Ξάνθη, σκέφτομαι όλα αυτά που δεν πρόλαβα να δω, όλα αυτά που δεν πρόλαβα να γευτώ, να αισθανθώ, να αφουγκραστώ. Είναι και το Καρναβάλι της, με το κάψιμο του βασιλιά Τζάρου στο γιοφύρι του ποταμού Κόσυνθου που θα πρέπει να δω την επόμενη φορά. Είναι και οι ευγενικοί και πολυπράγμονες άνθρωποι της που μου έκλεψαν την καρδιά. Είναι και τα πεντανόστιμα θρακιώτικα πιάτα της, οι τζιγεροσαρμάδες, οι γιουφκάδες, το λάχανο τουρσί και τα σουτζούκ λουκούμ που δεν χόρτασα. Η Ξάνθη είναι μια πόλη με έφεση στο ξύπνημα των αισθήσεων, σκέφτομαι, καθώς ρίχνω την τελευταία ματιά στο Ρολόι.
Σημείωση: για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το Καρναβάλι της Ξάνθης και το πρόγραμμα των εκδηλώσεων, επισκεφθείτε το site http://www.carnivalx.gr/.
Πως θα φτάσετε:
Αν επιλέξετε να πάτε οδικώς, να θυμάστε ότι η Ξάνθη απέχει 713 χλμ. από την Αθήνα και 223 χλμ. από τη Θεσσαλονίκη. Μια άλλη επιλογή είναι να φτάσετε αεροπορικώς μέχρι την Καβάλα (η Ξάνθη δεν διαθέτει αεροδρόμιο) και από εκεί να συνεχίσετε με αυτοκίνητο μέχρι την Ξάνθη. Εμείς προτείνουμε την διαδρομή με το τρένο, που ιδιαίτερα μετά την Θεσσαλονίκη είναι πανέμορφη. Η Ξάνθη συνδέεται σιδηροδρομικώς με την Αθήνα (περίπου 8 ώρες), τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη.
Που θα φάτε:
«Τα Φαναράκια», Γ. Σταύρου 16, Παλιά Πόλη, (τηλ. 25410-73606): Βρίσκεται κοντά στην κεντρική πλατεία και στεγάζεται σε ένα όμορφο παραδοσιακό διατηρητέο κτήριο του 1900. Εδώ θα βρείτε μια σειρά από πιάτα τοπικής κουζίνας και όχι μόνο. Δοκιμάστε την σαλάτα «τζαμ φιστίκι», τουρλού, σις κεμπάπ και πολλά ακόμα νόστιμα πιάτα.
«Το Κοκόρι», Ορφέως 6 & Παλαιολόγου, Παλιά Πόλη, (τηλ. 25410-77980): Χτισμένο σε μια νεοκλασική πολυκατοικία του 1890, το «Κοκόρι» έχει εμμονή με το καλό φαγητό, γι’αυτό και έχει βραβευτεί με Χρυσό Σκούφο. Τραχανάς λαχανικών με μάγουλα μόσχου, χριστόψαρο με σελινόριζα και χοιρινό κότσι με κάρδαμο, είναι μερικά από τα πιάτα που θα δοκιμάσετε.
«Του Κουφού», (Πόρτο Λάγος, τηλ. 25410-96688): Ολόφρεσκο ψάρι με εκπληκτική θέα στη λίμνη Βιστωνίδα και φιλόξενη ιδιοκτησία. Δοκιμάστε, μεταξύ άλλων, καπνιστό κεφαλόπουλο.
Που θα γλυκαθείτε:
«Βυζαντινό», Βασ. Κωνσταντίνου 108, Πλατεία Αντίκα, (τηλ. 25410-28810): Ο παράδεισος του σιροπιαστού σε ένα διατηρητέο κτίσμα του 1900. Σεκέρ παρέ, ταούκ γιουκσού, κανταίφι, μουχαλεμπί και άλλα πολλά, μοσχοβολιστά και πεντανόστιμα, κατευθείαν από το ταψί!
«Παπαπαρασκευάς», 28ης Οκτωβρίου 186, (τηλ. 25410-22677): Ταξίδι στην Ξάνθη χωρίς καριόκα και σαραγλί από τον Παπαπαρασκευά, απλά δεν γίνεται!