Της ΡΙΤΑΣ ΖΑΧΑΡΙΑΔΟΥ
Χωρίς καινοτομία, χωρίς τεχνολογική υποστήριξη, η ελληνική αγροτική χώρα στρέφεται στο φτηνό μεροκάματο, σε λύσεις κοντόφθαλμες, για να καλύψει τον επιούσιο. Η ελληνική πολιτεία δεν φάνηκε να παραδειγματίζεται από την κατασπατάληση κοινοτικών πόρων ύψους 150 δισ. ευρώ, που αφειδώς εισρέουν στην Ελλάδα από το 1980, πολλοί εκ των οποίων είτε κατασπαταλήθηκαν είτε έμειναν στα συρτάρια κάποιων υπουργείων ανεκμετάλλευτοι.
Οι βασικές επιδοτήσεις που δόθηκαν σε υπηρεσίες και εμπόριο οδήγησαν στη σημερινή στρατιά ανέργων, καθώς η Ελλάδα στηρίζεται ακόμη και για τη σίτιση των κατοίκων της, σε βασικά αγροτικά αγαθά, στις εισαγωγές. Αντιμέτωπη με σωρεία προβλημάτων, η Ελλάδα αποδέχτηκε ότι ο μοναδικός φταίχτης για την έλλειψη ανταγωνιστικότητας των αγαθών της προήλθε από τα υψηλά μεροκάματα.
Τα προγράμματα από τα διαρθρωτικά ταμεία (ΚΠΣ και ΕΣΠΑ) αλλά και τα δάνεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων δεν στάθηκαν αρκετά για να δημιουργήσουν έναν ανταγωνιστικό κλάδο, που δύο δεκαετίες μετά παλεύει να εξασφαλίσει τον επιούσιο. Σύμφωνα με εκτιμήσεις αρμοδίων, λιγότερο από το 10% των κονδυλίων έχει διατεθεί για τη στήριξη των ανάλογων διαρθρωτικών προγραμμάτων, ενώ η Ελλάδα σήμερα δεν καλύπτει παρά μόνο το 17% των αναγκών της.
Σύμφωνα με τα νέα στοιχεία του ΕΛΓΟ (Ελληνικός Γεωργικός Οργανισμός), ξεπερνούν το ένα εκατομμύριο οι Έλληνες που ενδιαφέρονται να δραστηριοποιηθούν στον τομέα της αγροτικής οικονομίας. Ήδη από τα μέσα του 2006 υπήρξε μια τάση κυρίως από νέους να προσεγγίσουν έναν τομέα της εθνικής οικονομίας που κάποτε υπήρξε η ατμομηχανή και σήμερα δεν καλύπτει ούτε τις βασικές ανάγκες της χώρας.
Με τη δημιουργία ενός φορέα της ΠΕΝΑ (Πανελλήνια Ένωση Νέων Αγροτών) τα προβλήματα έρχονται στην επιφάνεια, για να διαπιστωθεί μια ακόμη φορά πως τίποτε δεν έχει ουσιαστικά αλλάξει. Η «μαζική υστερία» για στροφή και ανάπτυξη της αγροτικής οικονομίας αναδεικνύει τη ρηχότητα των αποφάσεων.
Το αντίθετο απ’ ό,τι ισχύει σε ανεπτυγμένες στα αγροτικά χώρες, η πολιτεία είναι χωρίς στρατηγική, χωρίς κατεύθυνση, με κατακερματισμένο τον αγροτικό επαγγελματικό χώρο. Τα αποτελέσματα θα αποδομήσουν την προσπάθεια. Ήδη τα πρώτα μηνύματα από τον φορέα των «νέων αγροτών» δεν είναι ενθαρρυντικά και όπως επισημαίνεται: «Ο ανορθολογικός κατακερματισμός του αγροτικού επαγγελματικού χώρου σε 4-5 υπουργεία, τη στιγμή που για άλλους εξίσου σημαντικούς τομείς δημιουργούνται one stop εξυπηρετήσεις, θα μπορούσε να εκληφθεί ως ηθελημένη αντιαγροτική προσπάθεια. Με τα σημερινά δεδομένα οι ‘Νέοι Αγρότες’, για να επιλύσουν ζητήματα που άπτονται του τομέα της γεωργίας, πρέπει να προσεγγίσουν 3-4 υπουργεία και δεκάδες βουλευτές, για να ευελπιστούν ότι το θέμα θα μπορούσε να γίνει αντιληπτό επαρκώς. Γεγονός που, όπως εξηγούν οι ίδιοι, αποτελεί στην ουσία προσπάθεια απαξίωσης και έλλειψη σεβασμού του ρόλου του αγροτικού κόσμου». Όπως επισημαίνουν, στην Ελλάδα οι αγρότες (35%) είναι περίπου 300.000 και εισπράττουν 2 δισ. ευρώ από το σύνολο της αγροτικής παραγωγής, που ανέρχεται σε 9,7 δισ. ευρώ.
Τα υπόλοιπα 7,7 δισ. ευρώ τα παίρνουν οι ετεροαπασχολούμενοι (δημ. υπάλληλοι, γιατροί, δικηγόροι, ελεύθ. επαγγελματίες, βιοτέχνες, ιδιοκτήτες καταστημάτων κ.ά.).
Την ίδια ώρα, υπολογίζονται ότι είναι περισσότεροι από 1.100 οι συνεταιρισμοί που έχουν καταθέσει τα χαρτιά τους στην Εποπτική Αρχή, για να εγγραφούν στο Μητρώο Αγροτικών Συλλογικών Οργανώσεων (ΣΑΟ), που είχε θέσει ως προϋπόθεση ο νόμος Σκανδαλίδη, για να ελεγχθούν και να συνεχίσουν απρόσκοπτα τη λειτουργία τους.
Στρατηγική ΠΟΠ
Είκοσι χρόνια συμπληρώνονται φέτος, από την εποχή που n Ευρωπαϊκή Ένωση θέσπισε, για πρώτη φορά, καθεστώς για προϊόντα με προστατευόμενη ονομασία προέλευσης (ΠΟΠ). Στόχος ήταν να παραχθούν και να προστατευτούν παραδοσιακά ποιοτικά προϊόντα, που αποτελούν πολιτισμικό διατροφικό κεφάλαιο της Ευρώπης. Το γεγονός έδινε την ευκαιρία σε παραγωγούς, ακόμη και απομακρυσμένων περιοχών, να πετύχουν καλύτερες τιμές στην αγορά και v’ αποφευχθούν παραπλανήσεις και νοθεία, προς όφελος των καταναλωτών.
Η Ελλάδα, εκτός από το ελαιόλαδο, διαθέτει όσπρια, ξηρούς καρπούς, τυροκομικά, οπωροκηπευτικά που μπορούν να αποτελέσουν Προϊόντα Προστατευόμενης Γεωγραφικής ένδειξης. Οι Ευρωπαίοι εταίροι φαίνεται να μας γυρίζουν την πλάτη ακόμη και σε δευτερεύοντα γι’ αυτούς αιτήματα. Χρόνια η Ελλάδα αγωνίζεται να δικαιωθεί ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα της, διεκδικώντας το αυτονόητο. Την αναγνώριση και την κατοχύρωση προϊόντων «ΠΟΠ», όπως το ούζο, η φέτα, το λάδι κ.ά. Για μία ακόμη φορά έγινε λόγος για τα ισχυρά lobbies που διαχειρίζονται τα συμφέροντα πολυεθνικών εταιρειών.
Οι άνθρωποι των Βρυξελλών έχουν εκφράσει στην «Ι» τη δική τους άποψη, αναφέροντας την πλημμελή παρακολούθηση από ελληνικής πλευράς της πολιτικής και της νομοθεσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που έχει συνέπεια η χώρα να εξακολουθεί να διατηρεί περιφερειακό ρόλο, από την εποχή της ΕΟΚ. Από άγνοια, ή υπεροψία, οι ελληνικές κυβερνήσεις είχαν παθητικό ρόλο στα ευρωπαϊκά δρώμενα. Σε πολλές περιπτώσεις αρνήθηκαν να εκπληρώσουν τις υποχρεώσεις μας ως κράτους-μέλους.
Μειώνονται οι ενισχύσεις
Από το 2013, όμως, η ενίσχυση για τη χώρα μειώνεται σημαντικά (κατά 10%) και η στήριξη θα εστιαστεί κυρίως σε παραγωγές με βάση τα περιβαλλοντικά κριτήρια. Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα της ΚΑΠ, τα κονδύλια για την ελληνική παραγωγή (που σήμερα καλύπτουν το 1/3 των εσόδων) θα περιοριστούν σημαντικά.
Περισσότερο από κάθε άλλη φορά αδύναμη είναι η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί την αυξητική τάση της παγκόσμιας κατανάλωσης σε αγροτικά προϊόντα εξαιτίας της απουσίας κεντρικού σχεδιασμού, με αποτέλεσμα να χάνει δεκάδες εκατ. ευρώ ετησίως. Η κατακερματισμένη δομή, όχι μόνο σε επίπεδο παραγωγής αλλά και επεξεργασίας προϊόντων , δρα αρνητικά στο τελικό κόστος.
Με αποτέλεσμα, ο ανταγωνισμός, εκτός από την επωνυμία, να δίνει και χαμηλή τιμή στο τελικό προϊόν. Η Ελλάδα, τρίτη μεγαλύτερη παραγωγός χώρα ελαιόλαδου, εξακολουθεί να υποθηκεύει το μέλλον ενός από τους πιο δυναμικούς κλάδους, που καλύπτει το 11% της ελληνικής οικονομίας και το 13% της παγκόσμιας παραγωγής. Με συνολική παραγωγή που φτάνει τους 370 χιλιάδες τόνους, η χώρα αρκείται στην εσωστρέφειά της: μόλις το 20% της εγχώριας παραγωγής οδηγείται στην τυποποίηση.
Η έλλειψη οργανωμένης προβολής και διαφήμισης, τα προβλήματα στις συσκευασίες, η δυσεπίλυτη γραφειοκρατία, αλλά και η νοθεία είναι μόνο ορισμένα από τα προβλήματα που απειλούν τα προστατευόμενα προϊόντα. Ταυτόχρονα, οργιάζουν τα προϊόντα απομίμησης, καθώς δεν υπάρχει οργανωμένος ευρωπαϊκός μηχανισμός ελέγχου και άμεσης παρέμβασης, σε περιπτώσεις όπου διαπιστώνεται ότι εκτός E.E. κυκλοφορούν προϊόντα με παραπλανητικές ετικέτες ελαιόλαδου, φέτας κ.λπ.
http://www.isotimia.gr/default.asp?pid=24&ct=3&artid=111610