ΠΑΛΑΙΟΧΩΡΙΟΝ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ (ΟΜΙΛΑΙΩΝ) ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΣΤΙΣ ΠΑΡΥΦΕΣ ΤΟΥ ΤΥΜΦΡΗΣΤΟΥ (« ΚΟΚΚΑΛΙΑ » - ΠΗΓΕΣ ΣΠΕΡΧΕΙΟΥ)
Πρόκειται για μία πανέμορφη περιοχή με πυκνά δάση από ενδημικές βαλανιδιές όλων των ειδών πλατύφυλλης, ευθύφυλης, γαύρου, τσέρνου, κ.ά. (Στην αρχαιότητα η περιοχή αυτή ονομάζετο «Δρυοπικό δάσος», διότι στις «οπές των δρυών» κατοικούσαν «αυτόχθονες» του Ελλαδικού χώρου οι οποίοι ονομάζοντο «Δρύοπες»). Επίσης, υπάρχουν στην περιοχή πυκνά δάση από καστανιές, πλατάνια, ιτιές, σφεντάμια, σκλείθρα, θάμνοι μακί (κουτσουπιές, ρείκια, κ.ά). Από τα 800 έως τα 1400 μέτρα κυριαρχεί η ελάτη, με ένα ελατοδάσος από τα ομορφότερα της Ελλάδος. Το τοπίο παρουσιάζει έντονη μεταβολή, πράσινο το καλοκαίρι, όμορφες κόκκινες- καφέ και κίτρινες - χρυσαφή αποχρώσεις το Φθινώπορο. Μετά το όριο της δασικής ζώνης, από τα 1400 έως τα 1920 μέτρα, υπάρχει ένα τοπίο «μνημείο της φύσης», ένα καταπράσινο οροπέδιο αλπικής ζώνης που απλώνεται από τις Ράχες Τυμφρηστού μέχρι το όρος Οξυά, που είναι το Νοτιότερο σημείο της Ευρώπης με δάση από οξυές. Η αλπική ζώνη (κορυφογραμμή) έχει μεγάλες επίπεδες επιφάνειες με πολλές πηγές, που αναβλύζουν άφθονα γάργαρα νερά και αποτελούν το μεγαλύτερο μέρος των νερών του Σπερχειού ποταμού. Το έδαφος είναι καθαρό χώμα φλύσχης και υπάρχει πλούσια βλάστηση με πάνω από 200 είδη αγρίων λουλουδιών όπως: Αγριοβιόλες, νάρκισους, υβίσκους, μέντες, καμπανούλες, εντελβάϊς, δακράκια, τσάϊ (σιδερίτης), ρίγανη, κρόκος, όρχις (σαλέπι), αμάραντος, διάφορα λίλιουμ, κ. ά. Επίσης, ένα είδος ποώδους σπάρτου καλύπτει την επιφάνεια του εδάφους που δίνει την εντύπωση στον επισκέπτη ότι βρίσκεται σε ποδοσφαιρικό γήπεδο στρωμένο με χόρτο. Σ’αυτό το απέραντο λιβάδι, από τον Μάϊο μέχρι τον Οκτώβριο, ξεκαλοκαιριάζουν σήμερα πάνω από 10.000 αιγοπρόβατα. Τα παλαιότερα χρόνια ο αριθμός των αιγοπροβάτων ξεπερνούσε και τις 100.000, διότι κατέφθαναν στην περιοχή αυτή «Σαρακατσάνοι» από την Ήπειρο, την Θεσσαλία, την Αιτωλοακαρνανία κ.ά. Ο κάθε ποιμένας είχε μία συγκεκριμένη θέση στην περιοχή όπου κάθε καλοκαίρι πήγαινε στη θέση αυτή και έστεινε το «Γραίκι» του. [Η λέξη «Γραίκι» (Γρέκι), που σημαίνει πρόχειρη κατοικία, κιτώνας, δεν είναι τυχαία, προέρχεται από τους «Γραικούς», οι οποίοι κατά κύριο επάγγελμα είχαν την κτηνοτροφία και περιφέροντο από περιοχή σε περιοχή στήνοντας πρόχειρες κατοικίες τις οποίες ονόμαζαν «Γραίκια» = κατοικίες των Γραικών].
Η περιοχή αυτή, εκτός από πλούσια χλωρίδα, έχει πλούσια πανίδα και ορνιθοπανίδα. Διαβιούν, όλα τα άγρια ζώα και πτηνά που ενδημούν στην οροσειρά της Πίνδου όπως: Λύκος, τσακάλι, αλεπού, λαγός, αγριογούρουνο, αγριοκάτσικο, ελάφι, ζαρκάδι, αρκούδα, κουνάβι, ασβός, σκίουρος, χελώνα, σκαντζόχοιρος, σταυραετός, χρυσαετός, φιδαετός, γύπας, γεράκια (πετρίτης, κιρκινέζος, σαϊνης, τσίφτης), μπούφος, κουκουβάγια, κορακοειδή (κόρακας, καρακάξα, καλιακούδα, κάρια, κίσσα), τσαλαπετεινός, συκοφάγος, μπεκάτσα, φάσσα, πέρδικα, τσίχλα, σπίνος, δρυοκολάπτης, κότσιφας, αηδόνι, αετομάχος, ερωδιός, σουσουράδα, κ.ά. Επίσης, στην περιοχή αυτή ενδημεί μία ποικιλία ερπετών, από τα πιό γνωστά όπως: Όχιά (όχεντρα, βουνόχεντρα, νανόχενδρα, αστρίτης, σαπίτης), νερόφιδο, λαφιάτης, δενδρογαλιά, τυφλίνος, διάφορα είδη σάβρας (τοιχόσαυρα, λιακόνι, γουστέρα, κ.ά), έως τα μοναδικά για την Ελλάδα αμφίβια ερπετά «Τρίτωνας» (βουνοτρίτωνας) και «Σαλαμάνδρα» (βροχαλίδα).
Είναι απορίας άξιο, πώς μέχρι σήμερα η περιοχή αυτή δεν έχει ενταχθεί στο πρόγραμμα για τον άνθρωπο και την Βιοσφαίρα της ΟΥΝΕΣΚΟ, καθώς και στο δίκτυο ΝATURA 2000, (οδηγία 92 / 43 / Ε.Ο.Κ της 21 – 05 – 1992), για την διατήρηση των οικοτόπων και της άγριας πανίδας και χλωρίδας. Διότι σύμφωνα με το πρόγραμμα CORINE, της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (11η Γ΄& Δ΄ 1991), η περιοχή αυτή φιλοξενεί ένα σύνολο φυτών και ζώων που συγκροτεί ένα οικοσύστημα μοναδικό στην Ελλάδα και είναι ένας από τους σημαντικότερους Βιοτόπους στην Ελλάδα (Τυμφρηστός και πηγές Σπερχειού ποταμού). Επίσης, η περιοχή αυτή έχει χαρακτηρισθεί, με το Ν.Δ 177 / 1985, ως καταφύγιο θηραμάτων και είναι ελεγχόμενη κυνηγετικά περιοχή, για την προστασία και αύξηση της άγριας πανίδας και ορνιθοπανίδας εν γένει. [Βλ. α / Χάρτη του Υπουρ. Γεωργίας και της Δ΄ Κυν. Ομοσπ. Ελλάδος & β / Χάρτη CORINE, της Επιτρ. Ευρ. Κοιν. 11η Γ΄ & Δ΄ 1991 (Πηγές Σπερχειού, Αρ.264)]. Παρ’ όλες τις προσπάθειες που καταβάλονται τα τελευταία χρόνια, πολλά σπάνια είδη της Ελληνικής πανίδας απειλούνται άμεσα με εξαφάνιση. Η αρκούδα για παράδειγμα, η οποία τους αρχαίους χρόνους ήταν σε όλη τη Ελλάδα, σήμερα είναι περιορισμένη στην οροσειρά της Πίνδου και μέσου της Νοτίου Πίνδου, φθάνει μέχρι τις Παρυφές του Τυμφρηστού και τον αυχένα – διάσελο: «Κοκκάλια - Σαράνταινα - Δάσος Οξυάς».
[Η αυτοφυής χλωρίδα (ειδικότερα των αγρίων λουλουδιών και βοτάνων), σε ολόκληρη την οροσειρά της Πίνδου μέχρι τον Τυμφρηστό, την Οξυά, και την Οίτη, είναι η πιο πλούσια της Ευρώπης. Η Βιοποικιλότητα της περιοχής είναι στοιχείο της Φυσικής Πολιτιστικής μας κληρονομιάς και δεν πρέπει να επιτρέψουμε να εξαφανισθεί].
Ο αυχένας – διάσελο που σχηματίζεται στη Νοτιοανατολική απόληξη του Τυμφρηστού και συνδέει τις Ράχες Τυμφρηστού με τα όρη Οξυά και Βαρδούσια, εκτός από Εξαιρετικό Τοπίο Φυσικού Κάλλους με σημαντική Β ι ο π ο ι κ ι λ ό τ η τ α, στην αρχαιότητα ήταν και ένας στρατηγικός συγκοινωνιακός Κόμβος, που συνέδεε την κοιλάδα του Σπερχειού με όλη την υπόλοιπη Ελλάδα. Ο Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος στην ΄΄Ιστορία του Ελληνικού Έθνους΄΄ την αναφέρει ως: «...η ορεινή Πύλη της Ελλάδος ...», επειδή η άλλη Πύλη ...η «Θερμο - Πύλη» δεν ήταν προσβάσιμη, λόγω της θάλασσας που κατέληγε απότομα σε βραχώδη περιοχή και η διέλευση γινόταν με δυσκολία από ένα στενό μονοπάτι, οι αρχαίοι προγονοί μας χρησιμοποιούσαν αυτή την ορεινή φυσική διάβαση, η οποία παρέκαμπτε όχι μόνο τα στενά των «Θερμοπυλών», αλλά και τον δυσκολοδιάβατο Σπερχειό ποταμό. Απ’ αυτή την ορεινή διαδρομή έγινε η εξάπλωση των αρχαίων Ελληνικών φύλων, σε όλη την Ελλάδα, με μία παραμονή στην περιοχή της (Φθίας) Φθιώτιδος, η οποία ήταν το χωνευτήρι όλων των αρχαίων Ελληνικών φύλων (Δρύοπες, Αρκάδες, Αχαιοί, Γραικοί – Σελλοί – Ελλοί – Αινιάνες, Αιτωλείς, Δωριείς κ. ά). Η ορεινή αυτή φυσική διάβαση διαγράφεται εμφανής, τόσο από την μορφολογία του εδάφους, όσο και από μία σειρά ο χ υ ρ ώ σ ε ω ν κατά μήκος της, που η χρήση τους ανάγεται στη Νεολιθική ή ακόμη και στην Παλαιολιθική εποχή. Σε κοντινή απόσταση από το πεδίο της μάχης, που έγινε το 279 π.Χ με τους Γαλάτες και σήμερα ονομάζεται «Κοκκάλια», υπάρχουν ίχνη αρχαίου οικισμού η αρχαίου νεκροταφείου. Η αρχαιολόγος Σ. Σδρόλια, της 7ης Εφορίας Αρχαιοτήτων, έπειτα από αυτοψία που πραγματοποίησε στην περιοχή την 25 – 06 – 2001, στην Έκθεσή της αναφέρει: «...Ιδιαίτερη προσοχή θα απαιτηθεί στη θέση «Καστρί - Κοκκάλια», διότι υπάρχουν διάσπαρτες πλάκες, οι οποίες πιθανόν προϋποθέτουν ανθρώπινη κατοίκηση ή νεκροταφείο και σχετίζονται με το γειτονικό αρχαιολογικό χώρο στα Κοκκάλια...» [Βλ. Συν. Φωτογραφίες με τις διάσπαρτες πλάκες, καθώς και το έγγραφο της 7ης Εφορείας Αρχαιοτήτων]. Ο Πυρήνας του οροπεδίου της αλπικής ζώνης, έχει έκταση 40.000 στρέμματα περίπου και διασχίζεται σε όλη την έκτασή του από τον μεγάλης αρχαιολογικής και Ιστορικής σημασίας αρχαίο δρόμο, ο οποίος συνέδεε την Ήπειρο και την Θεσσαλία με την Νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ο δρόμος αυτός των αρχαίων Ελλήνων, είναι ο ίδιος δρόμος που σήμερα ονομάζεται «Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε. 4» (Βλ. Συν. Χάρτες).
Το δρόμο αυτό, με την μεγάλη στρατηγική σημασία, τον γνώριζαν και τον χρησιμοποιούσαν όχι μόνο στους Προϊστορικούς και Ιστορικούς χρόνους, αλλά και σε νεώτερες εποχές, ακόμη και στις ημέρες μας. Ενδεικτικά αναφέρω μερικές περιπτώσεις: Το 279 π.Χ, οι Γαλάτες για να παρακάμψουν τον Σπερχειό ποταμό και να βρεθούν στο Μαντείο των Δελφών, προκειμένου να το ληστέψουν, αυτό το δρόμο χρησιμοποίησαν. Στην επιστροφή τους όμως και στη θέση που σήμερα ονομάζεται «Κοκκάλια» (πάνω από τους σημερινούς οικισμούς Πουγκάκια και Παλαιοχώρι), βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους κατοίκους της γύρω περιοχής και όπως γράφει ο Παυσανίας άνδρες γυναίκες και παιδιά, τους είχαν περικυκλώσει και με ότι μέσον είχαν, τσεκούρια, λοστούς, αξίνες, τους εξόντωσαν. Λείψανα από την φονικότατη εκείνη μάχη υπάρχουν και σήμερα. Θρυμματισμένα κόκαλα βρίσκονται διασκορπισμένα στο έδαφος, από τα οποία η τοποθεσία ονομάζεται «Κοκκάλια». Επίσης, το 1821 η καρδιά της επαναστατημένης Στερεάς Ελλάδος επικοινωνούσε απ’ αυτό τον ορεινό δρόμο, με την μεγάλη στρατηγική σημασία. (Ο Νικ. Κασομούλης στα απομνημονεύματά του, «Ενθυμήματα της Επαναστάσεως του 1821», μας παρέχει πλήθος πληροφοριών για την επικοινωνία των Οπλαρχηγών). Αλλά και κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής (1941– 1944), ο κορμός της Εθνικής Αντίστασης ήταν στην περιοχή αυτή. Ο Τυμφρηστός και τα «Κοκκάλια» ήταν το σημείο αναφοράς της Εθνικής Αντίστασης. Από την περιοχή αυτή ξεκίνησαν για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, ο Αρης Βελουχιώτης, ο Ναπολέων Ζέρβας και ο Γκούτ Χάους. (Υπάρχει και σχετική φωτογραφία που τους εμφανίζει να χορεύουν όλοι μαζί στην πλατεία «Σταυρού» στο Γαρδίκι Ομιλαίων, έπειτα από γλέντη που είχαν στήσει εκεί πρίν ξεκινήσουν για την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου).
Σ’αυτό το μαγευτικό τοπίο, του παγκοσμίου ενδιαφέροντος και απείρου Φυσικού Κάλλους, στα όρια των Νομών Φθιώτιδος και Ευρυτανίας, στις ανατολικές «Παρυφές του Τυμφρηστού», στη Δυτική Φθιώτιδα και συγκεκριμένα στις πλαγιές του αυχένα «Κοκκάλια», που συνδέει τις Ράχες Τυμφρηστού με το όρος Οξυά, βρίσκεται το Παλαιοχώριον Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος (Υψόμετρο 950 - 1000 μ.). Ένας οικισμός που χάνεται μέσα στο πράσινο από καρυδιές, μηλιές, κερασιές, δαμασκηνιές, και άλλα οπωροφόρα δένδρα. Η πλούσια βλάστηση που υπάρχει στην περιοχή, οφείλεται στα άφθονα γάργαρα νερά των πηγών του «Έλληνα ή Ρουστιανίτη», που είναι ένας από τους παραπόταμους του Σπερχειού. Το τοπίο είναι απαράμιλλης φυσικής ομορφιάς και αιχμαλωτίζει τον επισκέπτη με τη μαγευτική του χρωματική αρμονία, που κάθε εποχή είναι και διαφορετική. Την Άνοιξη το τοπίο μοιάζει με ένα μεγάλο μπουκέτο με άνθη από κερασιές, μηλιές, δαμασκηνιές και άλλων οπωροφόρων δένδρων. Το Καλοκαίρι μεταμορφώνεται σε ένα απέραντο καταπράσινο γαλήνιο τοπίο. Το Φθινόπωρο, το τοπίο παίρνει ένα παράξενο ρομαντικό χρωματισμό, με τις όμορφες κόκκινες - καφέ και κίτρινες - χρυσαφή αποχρώσεις, που είναι αδύνατο να περιγράψει και η πιό ρομαντική φαντασία. Τέλος το Χειμώνα, το χιονισμένο τοπίο και ειδικότερα το ελατοδάσος, είναι ένα μεγαλείο και μια ξεχωριστή ομορφιά που συναγωνίζεται τα Ελβετικά τοπία. Σύμφωνα με επιστημονική έρευνα, που πραγματοποιήθηκε σε παγκόσμια κλίμακα, η περιοχή αυτή μαζί με την Ευρυτανία και την ορεινή Ναυπακτία κατετάγη στην πέμπτη θέση, από τις πέντε καθαρότερες περιοχές του κόσμου, από πλευράς μολύνσεως της ατμοσφαίρας και του υπεδάφους. Είναι ένας από τους τελευταίους φυσικούς παράδεισους της Ελλάδος που πρέπει να αξιοποιηθεί με την ανάπτυξη εναλλακτικών μορφών Τουρισμού. Απέχει από την Αθήνα 280 χ.λ.μ, από την Λαμία 62 χ.λ.μ, από την Θεσσαλονίκη 360 χ.λ.μ, από την Σπερχειάδα 30 χ.λ.μ και από το Καρπενήσι 30 χ.λ.μ (18 χ.λ.μ, μέχρι τις Ράχες Τυμφρηστού είναι χωματόδρομος, ήδη αποφασίσθηκε από το Περιφερειακό Συμβούλιο της 21 – 12 – 2011, να γίνει αναβάθμηση του δρόμου).
Η περιοχή αυτή δεν είναι πλούσια μόνο σε φυσικές καλονές, αλλά είναι πλούσια και σε Ιστορία. Σύμφωνα με όσα μέχρι σήμερα είναι γνωστά από τις αρχαίες πηγές (παραδόσεις και αρχαία Ελληνική Γραμματεία), άλλα και από τις νεώτερες έρευνες σύγχρονων ιστορικών ερευνητών, «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού» και την ευρύτερη περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος «ζυμώθηκαν» τα κυριότερα αρχαιοελληνικά φύλα, από τα οποία προήλθε το σημερινό Ελληνικό Έθνος. Η περιοχή αυτή κατοικείται συνεχώς από την εμφάνιση του ανθρώπου στη Γή μέχρι σήμερα. Τα «περί καθόδου Ινδοευρωπαίων» κονιορτοποιούνται από τις τελευταίες αρχαιολογικές ανακαλύψεις που αποδεικνύουν με αδιάσειστα στοιχεία ότι ο Ελλαδικός χώρος κατοικείται συνεχώς τουλάχιστον από τα 800.000 π.Χ. Όσοι επήλυδες εισέβαλαν στο Ελλαδικό χώρο, αναμείχθηκαν με τους αυτόχθονες και δημιούργησαν τους ονομαζόμενους Πρωτοέλληνες. [Ενδεικτικά αναφέρω το Σπήλαιο των Πετραλώνων της Χαλκιδικής, όπου βρέθηκε το κρανίο του ανθρώπου Νεαντερτάλ (παρόμοιο βρέθηκε στο Νεάντερταλ, κοντά στο Ντύσελντορφ της Γερμανίας, απ’ όπου πήρε το όνομά του: Homo Neandethal) και χρονολογείται στα 300.000 π.Χ. Αλλά και των δύο νέων ανθρωπίνων σκελετών που βρέθηκαν στο ίδιο σπήλαιο, όπως ανακοίνωσε τον Μάϊο του 1981 ο ανθρωπολόγος Δρ. Άρης Πουλιανός και οι οποίοι χρονολογούνται στα 800.000 π.Χ. (Ιωαν. Δ. Πασσάς,΄΄ΟΡΦΙΚΑ΄΄, Σελ. 115)].
Οι Παρυφές του Τυμφρηστού, η Οίτη και ο Παρνασσός, ήταν μερικές από τις περιοχές του Ελλαδικού χώρου που κατοικούσαν «αυτόχθονες». Επρόκειτο για ανθρώπινα όντα, που είχαν για κατοικίες τους τις οπές (κουφάλες) των δρυών, από τις οποίες προέρχεται και η ονομασία τους «Δρύοπες» (Δρύς + οπές = Δρύοπες). Αλλά και αργότερα οι Πρωτοέλληνες «Γραικοί», κατοικούσαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού και σύμφωνα με τους ιστορικούς ερευνητές, αποτελούσαν ένα είδος Ομοσπονδίας με τα συγγενικά τους φύλα, τους Αχαιούς, τους Έλλοπες, τους Σελλούς ή Ελλούς ή Έλληνες, τους Δωδωναίους Αινιάνες, τους Παραυαίους, τους Κασσωπαίους, στην οποία είχαν προσχωρήσει και οι Προέλληνες «Δρύοπες». Οι Παρυφές του Τυμφρηστού, οι πηγές και η κοιλάδα του Σπερχειού είναι η «κοιτίδα» του Ελληνισμού. Το όνομα «Έλληνες & Ελλάδα καλλιγύναικα», για πρώτη φορά ακούστικε σ’αυτή την περιοχή και διατηρήθηκε αυτό το όνομα ακόμη και όταν το Έθνος μας κινδύνευε να καταποντισθεί στο σκοτάδι της Φραγκικής και Μωαμεθανικής βαρβαρότητας (7ον «Θέμα Ελλάδα» & Σπερχειός ποταμός = «Ελλάδας»).
Ο Όμηρος αφιέρωσε τη μισή σχεδόν Ιλιάδα στον Αχιλλέα, τους Έλληνες, την Φθία και την Ελλάδα την καλλιγύναικα, που βρίσκετο κάπου κοντά στις πηγές του Σπερχειού. Ακόμη και ο Βασιλιάς της Φθίας Πηλέας είχε υποσχεθεί, όταν επιστρέψει ο γιός του Αχιλλέας από την Τροία σώος, να αφιερώσει τα μαλλιά του στο Σπερχειό ποταμό και να θυσιάσει πενήντα βαρβάτα κριάρια στο ιερό Τέμενος και τον ευωδιαστό Βωμό, που βρίσκετο πάνω στις πηγές του Σπερχειού. Αυτό προκύπτει από την αναφορά του Αχιλλέα προς το θεοποιημένο ποτάμι, κατά την ταφή του επιστήθιου φίλου του Πάτροκλου: « ...Σπερχειέ, άλλως σοι γε πατήρ ηρήσατο Πηλεύς, κείσε με νοστήσαντα φίλην ές πατρίδα γαίαν σοι τε κόμην κερέειν ρέξειν θ’ ιερήν εκατόμβην, πεντήκοντα δ’ ένορχα παρ’ αυτόθι μήλ’ ιερεύσειν ές πηγάς, όθι τοι Τέμενος Βωμός τε θυήεις ...[«...Σπερχειέ, αλλιώς σου’ταξε ο πατέρας μου ο Πηλέας, στην ποθητή πατρίδα άν γύριζα εκεί πέρα, τα μαλλιά μου στη χάρη σου να κόψω, κάνοντας θυσία μεγάλη σ’ αυτόν τον τόπο, πενήντα βαρβάτα κριάρια να σου σφάξω π ά ν ω σ τ ι ς π η γ έ ς σ ο υ, όπου είναι το Τέμενος και ο ευωδιαστός Βωμός σου...» (Ομήρου Ιλιάς Ψ. 141 -148)].
Πολλοί επιχείρησαν να οικειοποιηθούν τη δόξα και την φήμη του μεγαλύτερου ήρωα του Τρωϊκού πολέμου Αχιλλέα, την πατρίδα του την «Ελλάδα» και το σημείο που βρίσκετο το Τέμενος και ο Ευωδιαστός Βωμός όπου γίνονταν οι θυσίες, γι’αυτό διατυπώθηκαν πολλές θεωρείες και απόψεις ως προς την τοποθέτησή τους. Δυστυχώς γι’ αυτούς ο Όμηρος είναι ξεκάθαρος, όταν αναφέρεται στον ποταμό Σπερχειό, που δεν υπάρχει άλλος σε ολόκληρο τον κόσμο, προσδιορίζει και την περιοχή που βρίσκετο το Τέμενος και ο Ευωδιαστός Βωμός, δηλαδή εκεί που αναβλύζουν τα νερά πάνω στις πηγές του Σπερχειού. Με δεδομένα ότι: α / Ποταμός με το όνομα Σπερχειός είναι ένας και μοναδικός σε ολόκληρο τον κόσμο και β / Οι κύριες πηγές του Σπερχειού σχηματίζουν δύο χειμάρρους, τον «Μαυριλίωτικο» που έχει τις πηγές του στις απότομες πλαγιές του Βελουχιού, πάνω από τον οικισμό Μαυρίλο και τον «Έλληνα ή Ρουστιανίτη» που έχει τις πηγές του στο «οροπέδιο Κοκκάλια», εύλογα καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι το Τέμενος και ο ευωδιαστός Βωμός, που αναφέρει ο Όμηρος, βρίσκετο σ’αυτό το μοναδικό τοπίο Φυσικού κάλλους. Η περιοχή των «Κοκκαλίων» (Υψ.1720 μ.), είναι ένα οροπέδιο με μεγάλες επίπεδες επιφάνειες σκεπασμένες με καταπράσινο τάπητα, άφθονα γάργαρα νερά και ένα από τα καλύτερα αλπικά λιβάδια, που χρησιμοποιούν οι κάτοικοι της περιοχής αυτής από τους αρχαίους - προϊστορικούς χρόνους μέχρι σήμερα. Το τοπίο συνθέτει στο σύνολό του μία χρωματική αρμονία, μία φυσική μαγία και ένα μεγαλείο, που είναι αδύνατο να περιγράψει και η πιό ρομαντική φαντασία.
Σ’ αυτό το μαγευτικό τοπίο βρίσκονται δύο από τις κύριες πηγές του Σπερχειού, με τις ονομασίες «Κεφαλόβρυσο» και «Κούτσουρο», που α ν α β λ ύ ζ ο υ ν άφθονα γάργαρα νερά και οι κάτοικοι της περιοχής πιστεύουν ότι κοντά στις πηγές αυτές βρίσκεται το Τέμενος και ο ευωδιαστός Βωμός που αναφέρει ο Όμηρος (Βλ.Συν. Φωτογραφίες). [Σε κοντινή περιοχή και συγκεκριμένα στη θέση «πηγαδούλια», βρέθηκε πρίν 30 περίπου χρόνια, ένας λίθινος αμφίστομος πέλεκυς, από τον αγρότη κάτοικο της περιοχής, Σπύρο.Γ. Αλεξίου. Αυτός μη γνωρίζοντας την αξία του σπουδαίου αυτού ευρήματος, τον έδωσε στο μικρό τότε γιό του να τον χρησιμοποιήσει για παιγνίδι και εκείνος δυστυχώς χτυπώντας τον λίθινο πέλεκυ με ένα σφυρί τον έκανε μικρά κομμάτια. Όπως είναι γνωστό ένα από τα ιερά όργανα του θυσιαστηρίου ήταν και ο λίθινος αμφίστομος πέλεκυς, που έπαιζε σημαντικό ρόλο στην τελετουργία της θυσίας. Ο διπλός πέλεκυς είχε σπουδαία θρησκευτική σημασία για πολλούς αρχαίους λαούς της Μεσογειακής λεκάνης. Σχετιζόταν, είτε ως σύμβολο του κεραυνού και του θεού που τον εκσφενδόνιζε, είτε ως αναθεματικό αντικείμενο, είτε με τη θυσία του ιερού ταύρου. Στην Κρήτη έχουν βρεθεί πλήθος λατρευτικών διπλών πελέκων, μερικές φορές ασημένια ή χρυσά και φέρουν ανάγλυφη ή διάτρητη διακόσμηση με σύμβολα της Γραμμικής Α΄ & Β΄ γραφής. Στη Μινωϊκή κοινωνία λατρεύτηκε ιδιαίτερα ο διπλός πέλεκυς, που λέγεται και «λάβρυς», προσέλαβε ξεχωριστή σημασία και θεωρήθηκε ως ιερό σύμβολο στο οποίο προσφέρονταν λατρευτικές τιμές].
Ιδιαίτερα η πηγή με την ονομασία «Κεφαλόβρυσο» (Υψ. 1300 μ), που βρίσκεται μέσα σε ένα πραγματικό «άλσος», από έλατα, καστανιές, δακράκια, που αποπνέουν μεθυστικό άρωμα και είναι 300 μέτρα πάνω από την θέση «Σελλάκια ή Σουλλάκια», όπου υπάρχουν ίχνη αρχαίου οικισμού και σύμφωνα με την παράδοση σε αυτό τον αρχαίο οικισμό οφείλει την ονομασία του το Παλαιοχώρι. Μάλιστα ο Ταξιάρχης Τσιόγκας στο βιβλίο του΄΄Φθία ταξιδεύοντας στον χρόνο΄΄ αναφέρει ότι οι «Γραικοί», που κατοικούσαν στην περιοχή που περιεκλείεται μεταξύ των σημερινών οικισμών: Αρτοτίνα, Ανατολή, Μάρμαρα, Περιβόλι, Καμπιά, Κανάλια, Πίτσιον, Μυρίκη, Αγ. Βλαχέρνα, Σκουροχώριον, Προυσσός, Γρακάς, Κλεπά, Καλλονή, Αρτοτίνα, είχαν την «έδρα» τους στη θέση που σήμερα ονομάζεται «Σελλάκια ή Σουλλάκια».
Για την έδρα των «Γραικών» δεν υπάρχουν στοιχεία - ευρήματα που να το αποδεικνύουν, όμως οι «Αινιάνες» που κατοικούσαν στην περιοχή αυτή, τουλάχιστον από το1200 π.Χ, ονομάζοντο «Δωδωναίοι», Έλλοπες, Σελλοί, Ελλοί, Γραικοί» και σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ. 8, 2), εγκαταστάθηκαν στις Παρυφές του Τυμφρηστού, επειδή ο χώρος αυτός είχε συνδεθεί με την τύχη της φυλής τους. Πίστευαν ότι ήταν απόγονοι του Αχιλλέα και μάλιστα υπερηφανεύοντο γι’αυτό. Επίσης, ισχυρίζοντο ότι ήταν από τους ιδρυτές της πρώτης Αμφικτυονίας, που έγινε στο Ναό της Δήμητρας στην Ανθήλη Φθιώτιδος και είχαν περιληφθεί από τον ίδιο τον Αμφικτύονα τον γιό του Δευκαλίωνα. Τον 3ον αιώνα π.Χ, το «Κοινό των Αινιάνων» έστειλε στους Δελφούς «Πυθαϊδα», για να προσφέρει θυσία και να τελέσει αγώνες προς τιμήν του γιού του Αχιλλέα Νεοπτόλεμου: « ...πέμπουσιν Αινιάνες Νεοπτολέμω τω Αχιλλέως ...» (Ιστ. Ηλιόδωρος 3ος αιώνας) .
Οι «Αινιάνες», κατοικούσαν αρχικά στην «Αιμονία» ή «Δώτιον πεδίον» (Βορειοανατολικό τμήμα της Θεσσαλίας, πλησίον του παραπόταμου του Πηνειού Τιταρήσιου). Στη συνέχεια μετακινήθηκαν προς τον Αώο ποταμό, την Δωδώνη της Ηπείρου, την Κασσωπαία, τα Κίρρα, τον παραπόταμο του Σπερχειού Ίναχο και την κοιλάδα του Σπερχειού μέχρι τις πηγές του, όπου τελικά εγκαταστάθηκαν μόνιμα. Ανήκουν στα πρωτο-αιολικά φύλα και ήταν συγγενικό φύλο με τους Μαλιείς και τους Αχαιούς Φθιώτες. Σύμφωνα με το «Λεξικόν Κυρίων ονομάτων»: « ...οι Αινιάνες ήταν κάτοικοι της Αιμονίας (τμήματος της Θεσσαλίας). Γενάρχης τους ήταν ο Αίμων, υιός του Πελασγού και πατέρας του Θεσσαλού...». Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, η ονομασία «Αιμονία» προέκυψε από την «Αιμόνη», κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας, συνεπώς οι «Αινιάνες» ήταν απόγονοι της «Αιμόνης» αδελφής του «Έλληνα» και του «Αμφικτύονα» (που ήταν πατέρας του «Μάλου», εξ’ού και «Μαλιείς»). Σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο, οι «Αινιάνες» κατοικούσαν αρχικά στο «Δώτιον πεδίον» (Ελλοπία), σε μία αρχαία πόλη με το όνομα «Αινία» και για το λόγο αυτό ονομάζοντο «Αινιάνες ή Ενιήνες». Ονομάζοντο και «Έλλοπες, ή Σελλοί ή Ελλοί» και η περιοχή που κατοικούσαν αρχικά, αλλά και οι άλλες περιοχές που μετακινήθηκαν αργότερα (Δωδώνη της Ηπείρου, Φθιώτιδα, Εύβοια, Βοιωτία (Κίρρα) κ.λ.π ονομάζοντο «Ελλοπία». Ο Πίνδαρος (522 - 448 π.Χ) αναφέρει ότι ο τύπος της λέξεως «Σελλοί» είναι αδελφικός τύπος της λέξεως «Ελλοί» και συγγενής του Έλληνα και του Αμφικτύονα. Σύμφωνα με ορισμένες παραδόσεις, ο «Ελλός» που ήταν γιός του βασιλιά της Φθίας «Θεσσαλού» και αδελφός του «Γραικού» (από τον πατέρα τους Θεσσαλό και εξάδελφος από τις μητέρα του Αιμόνη αδελφή της Πανδώρας), έγινε ο πρώτος ιερέας του Διός στο «Μαντείο της Δωδώνης», για τον λόγο αυτό οι «Ελλοί ή Σελλοί» θεωρούντο υποφήτες του Μαντείου της Δωδώνης, το οποίο αρχικά βρίσκετο στους πρόποδες του Ολύμπου και αργότερα μεταφέρθηκε στην Ήπειρο από τους «Αινιάνες». Επίσης, σύμφωνα με τον Στέφανο Βυζάντιο (Βερολίνο 1849, στη λέξη «Γραικός»), ο βασιλιάς της Φθίας «Θεσσαλός», που ήταν γιός του «Αίμονος» και εγγονός του Πελασγού, με την «Πανδώρα» (κόρη του Δευκαλίωνα και της Πύρρας και αδελφή της Αιμόνης, του Έλληνα και του Αμφικτύονα) γεννήσανε τον «Γραικό», από τον οποίο πήραν το όνομά τους οι κάτοικοι της περιοχής. Σύμφωνα με τον Κατάλογο ΄΄Ηοίαι΄΄ του Ησιόδου (όπου αναφέρονται οι γυναίκες που γέννησαν παιδιά με τον Δία), η Πανδώρα με τον Δία γέννησε τον «Γραικό»: « ...Κούρη δ’ εν μεγάροισι αγαυού Δευκαλίωνος, Πανδώρη Διί πατρί θεών σημάντορι πάντων μειχθείσ’ εν φιλότητι τέκε Γραικόν μενεχάρμην ...» . Όπως όμως και να έχουν τα πράγματα, είτε η Πανδώρα με τον Δία γέννησε τον Γραικό, είτε η Πανδώρα με τον γιό του Αίμονα και βασιλιά της Φθίας Θεσσαλό γέννησε τον Γραικό, ένα είναι βέβαιο ότι μεταξύ των Αινιάνων, των Μαλιέων, των Φθιωτών – Αχαιών, των Σελλών ή Ελλών και των Γραικών υπήρχε στενή συγγενική σχέση.
Σχετικά με τις μετακινήσεις των Αινιάνων ο Πλούταρχος (46–127 μ.Χ), «Κεφαλαίων καταγραφή, Αίτια Ελληνικά» (ΧΙΙΙ & ΧΧΥΙ), αναφέρει: « ...Πλείονες γεγόνασιν Αινιάνων μεταστάσεις, πρώτον μεν γαρ οικούντες περί το Δώτιον πεδίον, εξέπεσον υπό Λαπιθών είς Αιθήκας, (Παρά την Πίνδον οικούντας), εκείθεν της Μολοσσίας την παρά τον Αραούαν χώραν κατέσχον, όθεν ονομάσθησαν Παραούαι. Μετά ταύτα Κίρραν κατέσχον, εν δε Κίρρη καταλεύσαντες Οίνοκλον τον Βασιλέα, του θεού προστάξαντος, είς την παρά τον Ίναχον χώραν κατέβηκαν κατοικουμένην υπό Ιναχέων και Αχαιών ...» (Πρόκειται για τις πλαγιές του παραπόταμου του Σπερχειού «Ίναχου», όπου σήμερα βρίσκονται τα χωριά Μάρμαρα και Περιβόλι, μέχρι το 1928 ήταν ένας οικισμός που ονομάζετο «Σέλλιανη». Βλ. Συν. Φωτογ. Αρχαίου Νεκροταφείου).
Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη (384- 322 π.Χ), στα Μετεωρολογικά (Α΄. 352α), οι Έλληνες ονομάζονταν Γραικοί πρίν τον κατακλυσμό του Δευκαλίωνος ο οποίος: « ...συνέβη περί την Ελλάδα την αρχαίαν ...ώκουν γάρ οι Σελλοί ή Ελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί νύν δε Έλληνες ...» .
Ο Παναγιώτης Χρήστου (καθηγητής Αριστ. Πανεπ. Θεσσαλονίκης), που πραγματοποίησε έρευνα για την διαχρονική πορεία του «Εθνικού» ονόματος «Γραικοί», αναφέρει: «...Επρόκειτο για ένα φύλο διφυές, που απετέλεσε μία ενότητα με δύο κατά περιστάσεις ονόματα («Γραικοί» και «Σελλοί ή Ελλοί» = Έλληνες). Ένα μέρος του επέρασε από την Δωδώνη προς την Φθία όπου έγινε ένδοξο, υπό τον ηγεμόνα του Αχιλλέα με το όνομα Έλληνες. Μερικές ομάδες έφυγαν προς τα Νοτιώτερα ίδρυσαν την πόλη «Γραία» της Βοιωτίας (Ταναγραία), την «Γραία» της Ευβοίας και Ωρωπού […] ίσως μια ομάδα τους απετέλεσε τον Πυρήνα του Αττικού Δήμου «Γραής» της Πανδιονίδος φυλής...» .
Ο Κων. Παπαρρηγόπουλος στην ΄΄Ιστορία του Ελληνικού Έθνους΄΄, στο κεφάλαιο «Φθία και Έλληνες», Τ. 1ος , σελ. 81, αναφέρει τα εξής: « ...Παρά τω Αριστοτέλει (Μετεωρολ. Α, 14), το όνομα Σελλοί ή Ελλοί, το διδόμενον υπό του Ομήρου εις τους υποφήτας του εν Δωδώνη λατρευομένου Διός, μεθίσταται είς την έννοιαν φυλής Σελλών ή Ελλών, μετά τούτους δε μνημονεύεται και η φυλή των Γραικών.
[…] Εν τω περιφήμω Παρίω μαρμάρω καλουμένου ιστορικώ πίνακι (στιχ. 8-11) λέγεται: «...Αφ’ ού Αμφικτύων ο Δευκαλίωνος εβασίλευσεν έν Θερμοπύλες και Έλληνες ονομάσθησαν το πρότερον Γραικοί καλούμενοι.
[…] Εκ των έν τω Χρονικώ τούτο, των χρόνων του Ελληνισμού περί Γραικών παραδιδομένων ουδέν άλλο μανθάνομεν ή ότι έν τοις χρόνοις τούτους το όνομα Γραικός εθεωρείτο αρχαιότερον του ονόματος Έλλην.
[…] Φαίνεται δε ότι και Γραικοί όπως Σελλοί, εκαλούντο έν αρχή οι έν Δωδώνη υποφήται και όπως το Σελλός ή Ελλός = Έλλην, είναι λαμπρός, επιφανής, ούτω και το Γραικός είναι προσωνυμία τιμητική των υποφητών.
[…] Δεν είναι πάντως απαραδειγμάτιστον έν τη ιστορία ότι έκ μικρού τινός Έθνους ή φυλής λαμβάνει το όνομα ολόκληρος οικογένεια λαών, είναι δε προχειρότατον το παράδειγμα του μικρού συνοίκου τοις Γραικοίς Ηπειρωτικού πελασγικού έθνους των Σελλών ή Ελλών ή Ελλόπων, δόντος το όνομα είς μεγίστην ομάδα λαών αποτελεσάντων κόσμον μέγαν, οίος ο Ελληνικός...
[…] « ...Είναι γνωστότατον ότι εν τη Λατινική γραμματεία οι Έλληνες καλουνται Graeci και ότι έκ του ονόματος τούτου το κοινόν τοις πάσι τοις Ευρωπαϊκοίς λαοίς όνομα των Ελλήνων είναι Grec, κατά τύπους ολίγον παραλλαγμένους (Greco, Grec, Greec).
[…] Έν Ιλιάδι Έλληνες καλούνται ο εν Φθία οικών λαός των Ελλήνων, ών ηγεμών είναι ο Αχιλλεύς...
[…] Οι εν Φθία Έλληνες, ών η χώρα ήδη παρά τω ποιητή της Ιλιάδος καλείται Ελλάς, ταχέως ηυξήθησαν εις έθνος σημαντικόν και ισχυρόν ...» .
{ Το Πάριο Μάρμαρο ή Χρονικό, είναι αρχαία Ελληνική επιγραφή που αποτελεί χρονολογικό πίνακα γεγονότων της Ελληνικής Ιστορίας 1318 ετών περίπου, από την εποχή του μυθικού βασιλιά της Αθήνας Κέκροπα (1581 π.Χ), έως το 263 / 62 π.Χ, έτος κατά το οποίο «άρχων» στην Αθήνα ήταν ο Διόγνητος (Βλ. Συν. Φωτογραφία }.
Πάρα πολλοί ιστορικοί ερευνητές θεωρούν τους σημερινούς «Σαρακατσάνους» συνέχεια των «Αινιάνων», όπως ο Παναγιώτης Αραβαντινός (1811-1870), ο οποίος ασχολήθηκε με την Ιστορία των «Σαρακατσάνων» και τους θεωρεί: «...λείψανα των αρχαίων νομάδων Αινιάνων και Ηπειρωτών, ως καταδεικνύεται έκ των Εθνικών αυτών χαρακτηριστικών της γλώσσης δηλαδή, των ηθών και της φυσιογνωμίας...». Εκτός από την λέξη «Γραίκι» (Γρέκι), που σημαίνει κιτώνας, πρόχειρη κατοικία και η οποία χρησιμοποιείται ακόμη και στις ημέρες μας, υπάρχει και ένα άλλο κοινό στοιχείο που συνδέει τους αρχαίους Έλληνες με τους Νέο–Έλληνες και αυτό είναι η Εθνική μας ενδυμασία η Φουστανέλλα . Η Φουστανέλλα, κατ’ εξοχήν ένδυμα των νομάδων Αινιάνων και των σημερινών νομάδων ποιμένων Σαρακατσάνων, είναι η συνέχεια της πολεμικής ενδυμασίας του Αχιλλέα, (Χαλκοχιτώνας – Χαλκοθώρακας), καθώς και των Ελληνικών πολεμικών θωράκων των Ιστορικών χρόνων, που κατά την διάρκεια της Τουρκοκρατίας προστέθηκαν στο κάτω μέρος πτυχές, κάθε χρόνο σκλαβιάς και μία. Η ονομασία της Φουστανέλλας δεν προέρχεται από την Φούστα την γυναικεία, όπως νομίζουν ορισμένοι, αλλά από την λατινική λέξη «Φούστ» που σημαίνει πολεμική ενδυμασία (πολεμική ομάδα, Φουσάτο κ.ά). Από την λατινική λέξη Φούστ’ προέκυψε το Φουστ’–Ελλάς = Φουστανελλάς = πολεμική ενδυμασία των Ελλήνων. Ότι η Φουστανέλλα είναι η εξέλιξη της πολεμικής ενδυμασίας του Αχιλλέα, προκύπτει από ζωγραφιά του Αχιλλέα που βρέθηκε πάνω σε Αττικό ερυθρόμορφο αμφορέα (Μουσείο Βατικανού) και είναι της περιόδου περί το 440 π.Χ. Την ίδια περίοδο περίπου (480 π.Χ, στη μάχη των Θερμοπυλών), η πολεμική εξάρτηση των Ελλήνων ήταν οι Ελληνικοί Θώρακες, οι οποίοι είναι αντίγραφα των Χαλκοθωράκων του Αχιλλέα και των στρατιωτών του (Βλ. Ιλιάδα: Γ.251, Δ.136, Κ. 21, Π.173, Σ.105 & Κων. Παπαρρηγόπουλος΄΄Ιστορία του Ελληνικού Έθνους΄΄ Μάχη Θερμοπυλών, σελ. 248). Η λέξη Εύζωνας είναι Ομηρική λέξη και σημαίνει τον καλά «ζωσμένο» με όπλα: « ...Αχιλλεύς αυτίκα Μυρμιδόνεσσι φιλοπτολέμοισι κέλευσε χαλκόν ζώννυσθαι…» (ο Αχιλλέας πρόσταξε τους φιλοπόλεμους Μυρμιδόνες να «ζωστούν» με τους χαλκοθώρακες και τα όπλα) Ιλιάδα Ψ. 128–130. Επίσης, σε άλλο στίχο της Ιλιάδας: (Ψ. 256 – 261) « ...Αχιλλεύς αυτού λαόν έρυκε και ίζανεν ευρύν αγώνα […] ε υ ζ ώ ν ο υ ς πολιόν τε σίδηρον ...» .
Όπως προαναφέρθηκε ο αυχένας – διάσελο, που σήμερα ονομάζεται «Κοκκάλια» και συνδέει τις Ράχες Τυμφρηστού με το όρος Οξυά, εκτός από εξαιρετικό τοπίο Φυσικού Κάλλους, ήταν στην αρχαιότητα και ένας στρατηγικός συγκοινωνιακός Κόμβος. Από την περιοχή αυτή διήρχετο ο μεγάλης αρχαιολογικής και ιστορικής σημασίας αρχαίος δρόμος, ο οποίος ξεκινούσε από την Πίνδο περνούσε από τις Ράχες Τυμφρηστού και κατά μήκος της κορυφογραμμής του αυχένα – διάσελου «Κοκκάλια», έφθανε στην Οξυά. Εκεί διακλαδιζόταν σε διάφορες κατευθύνσεις, προς την Οίτη, προς τους Δελφούς και προς την Ναύπακτο - Αντίρριο. Ο δρόμος αυτός ήταν ο μοναδικός βατός και ευκολοπέραστος από μικρές και μεγάλες ομάδες ανθρώπων και ζώων, που ήθελαν να μετακινηθούν από Βορρά προς Νότο. Διότι όπως είναι γνωστό ο Σπερχειός ποταμός, λόγω των πολλών νερών και ελών που υπήρχαν στις παρόχθιες περιοχές, ήταν δυσκολοδιάβατος και επικίνδυνος. Συνεπώς ο μοναδικός ασφαλής δρόμος που συνέδεε την Βόρεια Ελλάδα με την Νότια και την Πελοπόννησο ήταν αυτή η ορεινή φυσική διάβαση. Υπάρχουν αρχαίοι Χάρτες της Ρωμαϊκής εποχής και λίγο αργότερα, που εμφανίζουν αυτόν τον αρχαίο δρόμο. Αυτός ο δρόμος, το μονοπάτι των αρχαίων Ελλήνων, είναι το ίδιο μονοπάτι που σήμερα ονομάζεται «Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε. 4» [Βλ. Συν. Αρχαίους Χάρτες καθώς και Χάρτη με το «Ευρωπαϊκό Μονοπάτι Ε. 4»]. Στην αρχαιότητα αυτός ο ασφαλής δρόμος, από τις Ράχες Τυμφρηστού έως την Οίτη, πάνω από τις Θερμοπύλες στο Μαλιακό κόλπο, ονομάζετο «Καλλίδρομος». Μετά τη μάχη με τους Γαλάτες το 279 π.Χ, το τμήμα αυτό του αρχαίου δρόμου, αλλά και ολόκληρος ο αυχένας – διάσελο από τις Ράχες Τυμφρηστού έως την Οξυά ονομάσθηκε «Κοκκάλια», από τα κόκαλα που υπάρχουν ακόμη και σήμερα στο πεδίο της μάχης. Το αρχαίο όνομα «Καλλίδρομος» παρέμεινε, μέχρι σήμερα, μόνο σ’ ένα μικρό τμήμα του αρχαίου δρόμου που βρίσκεται πάνω από τις Θερμοπύλες. Επίσης, εκείνη την περίοδο το όνομα του Καρπενησίου ήταν «Καλλιδρομή», το σημερινό όνομα Καρπενήσι δόθηκε αργότερα από τους Σλάβους (Εγκ. Δρανδάκη, Τ. Β΄, σελ. 897, λ. Αιτωλία). Απ’ αυτή την ορεινή φυσική διάβαση, με το εξαιρετικό Τοπίο Φυσικού Κάλλους, έγινε η εξάπλωση των αρχαίων Ελληνικών φύλων σε όλη την Ελλάδα (Δρύοπες, Αρκάδες, Αχαιοί, Γραικοί, Σελλοί ή Ελλοί, Αινιάνες, Αιτωλοί, Δωριείς κ.ά). Απομεινάρια αρχαίων οικισμών και οχυρώσεων που σχετίζονται με την ιστορία της περιοχής υπάρχουν πάρα πολλά αλλά δυστυχώς δεν έχουν αναδειχθεί ακόμη.
Ολόκληρη η Γεωγραφική περιφέρεια που βρίσκεται σήμερα το Παλαιοχώριον Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος, την περίοδο της Τουρκοκρατίας, είχε παραχωρηθεί από τους ιδιοκτήτες της στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, ένα από τα σπουδαιότερα Μοναστήρια της Φθιώτιδος εκείνη την εποχή. Κατά την διάρκεια της τουρκοκρατίας οι υπερήφανοι Έλληνες όταν αδικούνταν από τους Τούρκους ανέβαιναν στις απάτητες βουνοκορφές, ανυπότακτοι, αλύγιστοι, αδούλωτοι, ελεύθεροι. Ο πυρήνας και η βάση για την Εθνική εξέγερση του 1821 ήταν στην περιοχή αυτή. Τα ψηλά βουνά που κατοικούσαν οι αδούλωτοι πληθυσμοί, από τα Βαρδούσια και τα Άγραφα μέχρι το Σούλι, ανάστησαν και ανάθρεψαν την κλεφτουριά .
Όπως είναι γνωστό, στα ορεινά χωριά την περίοδο της τουρκοκρατίας η γή ανήκε στον Σουλτάνο και αν κάποιος αξιωματούχος περνούσε από αυτά τα μέρη άρπαζε δια της βίας, σωματικής και ψυχολογικής, όποιο κομάτι γής ήταν της αρεσκείας του και αποκτούσε κυριότητα. Όσοι Έλληνες είχαν σπίτι, χωράφια, γιδοπρόβατα και άλλα ζώα έπρεπε να πληρώνουν βαρείς φόρους. Για το λόγο αυτό πολλοί Έλληνες προτιμούσαν ν’αφιερώσουν τα κτήματά τους στην Εκκλησία και τα Μοναστήρια, όπου οι κατακτητές είχαν παραχωρήσει το «ειδικό προνόμιο» να έχουν δική τους αναπαλλοτρίωτη περιουσία. Οι ίδιοι οι δωρητές ή γινόντουσαν μοναχοί στο Μοναστήρι που είχαν αφιερώσει τα κτήματά τους, τα ζώα τους και την υπόλοιπη περιουσία τους ή γινόντουσαν Κλέφτες και Οπλαρχηγοί για να πολεμήσουν τον κατακτητή. Σε πάρα πολλές περιπτώσεις υπήρχε ταύτιση των μοναχών και οπλαρχηγών.
Με την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, κατέφθασαν στην περιοχή και άλλοι κατατρεγμένοι Έλληνες, κυρίως από την περιοχή του Σουλίου, οι οποίοι δημιούργησαν μαζί με τους ντόπιους, την Κοινότητα Πουγκακίων αρχικά και αργότερα τις Κοινότητες Παλαιοχωρίου, Καναλίων, Πιτσίου και Λευκάδας Φθιώτιδος.
Ο σημερινός οικισμός του Π α λ α ι ο χ ω ρ ί ο υ Τυμφρηστού (Ομιλαίων) Φθιώτιδος δημιουργήθηκε μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους και συγκεκριμένα μετά την 25 – 9 – 1833, όταν η Β. Γραμματεία επί των Εκλησιαστικών θεμάτων πήρε την απόφαση να διαλύσει τα Μοναστήρια της Επικράτειας, που είχαν κάτω από πέντε μοναχούς. Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία είχε πέντε μοναχούς, τον Δαμιανό, τον Δαμασκηνό, τον Νικηφόρο, τον Ιωαννίκιο και τον Γεράσιμο. Επίσης, είχε άλλους δύο μοναχούς στο Μετόχι του στη «Ρούστιανη» (σημερινά Κανάλια), τον Δαυϊδ και τον Γερμανό, δηλαδή είχε σύνολο επτά μοναχούς. Συνεπώς, σύμφωνα με τον νόμο θα μπορούσε να διατηρηθεί, άν οι κάτοικοι του γειτονικού οικισμού των Πουγκακίων δεν προσέβλεπαν στην κτηματική του περιουσία, ισχυριζόμενοι ότι αυτοί ήταν οι παλαιοί ιδιοκτήτες και άν ο τότε Δήμαρχος είχε κινηθεί εγκαίρως προς τις αρμόδιες αρχές, για να ζητήσει την διατήρησή του. Βέβαια αργότερα (26 -3- 1838), ο «Δήμος Ομιλαίων» ζήτησε «παμψηφεί» την επαναλειτουργία του Μοναστηριού, αλλά ήταν πλέον πολύ αργά.
Όπως προκύπτει από έγγραφα του Γενικού Αρχείου του Κράτους (Βιβλ. Γιάννη.Δ. Παπαναγιώτου «ο Αϊ-Λιάς του Παλαιοχωρίου»), οι «Πουγκακιώτες» ήταν αυτοί που κατέλαβαν την κτηματική περιουσία του υπό διάλυση Μοναστηριού και άρχισαν να καλλιεργούν τα κτήματα. Ο Δήμαρχος του «Δήμου Ομιλαίων», με επιστολές του προς την Εκκλησιαστική Γραμματεία της Επικράτειας και τον Διοικητή Φθιώτιδος Αδάμ Δούκα, ζητά την απομάκρυνση των Πουγκακιωτών από τα κτήματα του Μοναστηριού. Ο Πάρεδρος όμως των Πουγκακίων, σε απεσταλμένο του Δημάρχου Ομιλαίων του είπε: « ...Τα κτήματα αυτά ανήκουν σε εκείνους οίτινες τα αφιέρωσαν στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και να μην τον παρενοχλεί με τοιαύτας παραλόγους απαιτήσεις καθότι θα βάλει τους χωριανούς του να δείρουν όποιον ξαναπάγει εις το χωρίον του, από μέρος του Δημάρχου με τοιαύτας απαιτήσεις...» .
Επίσης, ο Διοικητής Φθιώτιδος Αδάμ. Δούκας, στο υπ’αριθ’ 17832 / 5 – 1 – 1838 έγγραφό του προς την επί των Εκκλησιαστικών κ.λ.π Β. Γραμματείαν, μεταξύ των άλλων αναφέρει: «...Οι Πουγκακιώτες έφθασαν είς τον υπέρτατον βαθμόν, συλλαβόντες άπαξ την ιδέαν να σχηματίσουν ίδιον Δήμον, έκαμαν μόνοι και τον αποχωρισμόν, χωρίς να προσέξουν μήτε τους νόμους μήτε τα διατάγματα και πλέον δεν πείθονται είς καμίαν διαταγήν των Δημοτικών αρχών, αλλά ζούν όλως διόλου αδιοίκητοι και ανυπότακτοι...».
Πράγματι το έτος 1838, οι Πουγκακιώτες έκαναν πράξη τις απειλές τους, απεχώρησαν από το «Δήμο Ομιλαίων» και προσεχώρησαν στο «Δήμο Τυμφρηστού». Η πράξη τους αυτή έγινε αυθαίρετα και δεν δημοσιεύθηκε ποτέ στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως. (Το γεγονός αυτό το αναφέρει και ο Ι. Βορτσέλας στο Βιβλίο του «Φθιώτις» 1907). Η επίσημη προσάρτηση έγινε με το Β.Δ της 27-11-/ 9-12- 1840. Οι Πουγκακιώτες εγκατέλειψαν το «Δήμο Ομιλαίων» και προσεχώρησαν στο «Δήμο Τυμφρηστού», χωρίς να λάβουν υπόψη τους ούτε τις αρχές, αλλά ούτε και την μεγάλη απόσταση που υπήρχε μεταξύ του Μαυρίλου και των Πουγκακίων (Το Γαρδίκι, που ήταν έδρα του «Δήμου Ομιλαίων» απέχει από τα Πουγκάκια και το Παλαιοχώρι 4 - 5 χιλιόμετρα, ενώ το Μαυρίλο, που ήταν έδρα του «Δήμου Τυμφρηστού», απέχει 35– 40 χιλιόμετρα).
Το Παλαιοχώρι αποτελούσε συνοικισμό της «Κοινότητας Πουγκακίων» μέχρι το 1946, που αποσπάσθηκε και αναγνωρίσθηκε ως ξεχωριστή Κοινότητα, με Βασιλικό Διάταγμα της 3 - 8 - 1946, (Φ.Ε.Κ. Α΄ 236 / 12 – 8 – 1946). Επειδή όμως όπως προαναφέρθηκε, η «Κοινότητα Πουγκακίων» είχε αποχωρήσει από τον «Δήμο Ομιλαίων» και είχε προσχωρήσει στο «Δήμο Τυμφρηστού», το Παλαιοχώρι όταν αποσπάσθηκε από την «Κοινότητα Πουγκακίων» ονομάσθηκε «Παλαιοχώριον Τυμφρηστού» και όχι «Παλαιοχώριον Ομιλαίων», όπως ήταν στην αρχαιότητα ο παλαιός οικισμός που υπήρχε Νοτιοδυτικά του σημερινού οικισμού και προς χάριν του οποίου ο σημερινός οικισμός ονομάσθηκε Παλαιοχώριον (Παλαιό – Χωριό).
Το προσδιοριστικό όνομα «Ομιλαίων», προέρχεται από τον Όμιλο των μικρών οικισμών που υπήρχαν στην αρχαιότητα στην περιοχή αυτή. Οι μικροί σε πληθυσμό οικισμοί επειδή δεν διέθεταν τις προϋποθέσεις για την εκλογή αντιπροσώπου, συνενώθηκαν σε Όμιλο και εξέλεγαν από κοινού αντιπροσώπους στο «Κοινό των Αινιάνων» αρχικώς και αργότερα της «Αιτωλικής Συμπολιτείας», που είχαν την έδρα τους στην Υπάτη. Ο Όμιλος αυτός των μικρών οικισμών, για την προστασία του από τους εξωτερικούς εχθρούς είχε καλή οχύρωση, με οχυρωματικό τείχος και ενδιάμεσους πύργους όπου κατεύφευγαν εκεί οι κάτοικοι του Ομίλου σε στιγμές κινδύνου. Το αρχαίο οχυρωματικό τείχος βρίσκετο κατά μήκος της Βόρειας πλευράς του σημερινού οικισμού, «Γαρδίκι Ομιλαίων». Είχε μήκος τρία χιλιόμετρα περίπου και τα ίχνη του εντοπίζονται από την θέση «Μάρμαρα», Βορειανατολικά του οικισμού Γαρδίκι, έως την θέση «Μύλος» Βορειοδυτικά του Γαρδικίου.
Ίχνη τεμαχισμένων λιθοπλίνθων και τμήματα κεραμιδιών υπάρχουν και πιο πάνω από την θέση «Μύλος», σε ένα σημείο που είναι πλησίον της κορυφογραμμής, απ’όπου διήρχετο ο αρχαίος δρόμος που συνέδεε την Ήπειρο με την Νότια Ελλάδα και την Πελοπόννησο. Ο σημερινός οικισμός Γαρδίκι Ομιλαίων, έχει κτισθεί επάνω στο αρχαίο οχυρωματικό τείχος και μάλιστα χρησιμοποιήθηκαν υλικά (λιθόπλινθοι) του αρχαίου οχυρωματικού τείχους. Στην Εγκ. Ελευθερουδάκη αναφέρονται τα εξής: « ...Το Γαρδίκι κείται επί της θέσεως της αρχαίας ΄΄Ομίλου΄΄ της επικτήτου Αιτωλίας, λείψανα τειχών της οποίας διατηρούνται ...».
[Βλ. Συν: Φωτογραφία του αρχαίου τείχους, την από 30 - 8 - 1966 επιστολή – αναφορά, του καθηγητή Αρχ/των Τριαν. Παπαναγιώτου, προς την αρμοδία Αρχ. Υπηρεσία. Τα υπ’ αριθ’ Πρωτ. 1244 / 5 – 6 – 2007 & 7489 / 29 – 10 – 2007 έγγραφα της ΙΔ΄ΕΠΚΑ Λαμίας (έπειτα από επιστολή του Κων/νου.Νικ. Παπαναγιώτου και την αναφορά για Κοινοβουλευτικό Έλεγχο του Βουλευτή Φθιώτιδας κ. Ηλία Καλλιώρα)].
Το όνομα «Γαρδίκι», σύμφωνα με το μεγάλο Γερμανικό λεξικό DUDEN, προέρχεται από την αρχαία Γερμανική λέξη «Γκαρντίστ», που σημαίνει μικρή Εθνοφρουρά (Τιμητική Φρουρά) – Εθνοφυλακή. [Γκάρντ = Φρουρός, Γκάρντα = Φρουρά και Γκαρντίστ (Γαρδίκι) = Μικρή Εθνοφρουρά – Εθνοφυλακή]. Δηλαδή «Γαρδίκι Ομιλαίων», σημαίνει Εθνοφρουρά του «Ομίλου» των οικισμών, που βρίσκονταν στην αρχαιότητα σ’αυτή την περιοχή. Πότε ακριβώς δόθηκε το όνομα Γκαρντίστ = Γαρδίκι και από ποίους δεν είναι εξακριβωμένο, το πιό πιθανό είναι από την εισβολή των Γαλατών, οι οποίοι ήσαν αρχαία Γερμανικά φύλα και όσες αρχαίες πόλεις συνάντησαν με το σύστημα της αυτοφρούρησης (Εθνοφρουράς – Εθνοφυλακής), τις ονόμασαν Γκαρντίστ = Γαρδίκι.
[ Η άποψη ότι η λέξη «Γκαρντίστ» = Γαρδίκι είναι Σλαβική δεν ευσταθεί, αφενός διότι το μεγάλο Γερμανικό λεξικό DUDEN την αναφέρει (εντός παρενθέσεως) ως Γερμανική λέξη και αφετέρου διότι στο Ελληνο - Σερβικό λεξικό η λέξη «Γκαρντίστ» σημαίνει «Εύζωνας» = Τιμητική Φρουρά].
Αν ερευνήσουμε μερικούς από το σημερινούς οικισμούς που έχουν το όνομα Γαρδίκι, θα διαπιστώσουμε ότι στην αρχαιότητα στην ίδια τοποθεσία υπήρχαν πόλεις με καλή οχύρωση. Ενδεικτικά θα αναφέρω μερικές από αυτές: 1 / Γαρδίκι Ομιλαίων, όπως προαναφέρθηκε υπήρχε η Εθνοφρουρά – Εθνοφυλακή του «Ομίλου» των μικρών οικισμών. 2 / Γαρδίκι Πελασγίας, υπήρχε η Εθνοφρουρά – Εθνοφυλακή της αρχαίας πόλης «Λάρισα Κρεμαστή» (στην ίδια θέση όπου σύμφωνα με τον Όμηρο ήταν η αρχαία πόλη «Πελασγικό Άργος»). 3 / Γαρδίκι Αιθήκων (Τρικάλων), μνημονεύεται αρχαίο οχυρωματικό τείχος στη ίδια θέση του σημερινού οικισμού Παλαιοχώρι, όπου βρέθηκαν νομίσματα, του «Βασιλείου της Αθαμανίας». 4 / Γαρδίκι Ιωαννίνων, υπήρχε η Εθνοφρουρά – Εθνοφυλακή της αρχαίας πόλης Πασσαρών, όπου ήταν το πολιτικό και θρησκευτικό κέντρο των «Μολοσσών». 5 / Γαρδίκι Θεσπρωτίας, υπήρχε η Εθνοφρουρά – Εθνοφυλακή της αρχαίας πόλης Εφύρα, η οποία μετενομάσθηκε το 343–342 π.Χ από τους Μακεδόνες σε Κίχυρο. 6 / Γαρδικάκι Οίτης (από 1930 ονομάζεται Οίτη), πάνω από το χωριό υπάρχει αρχαίο οχυρωματικό τείχος, κ.ο.κ.
Στην περιοχή της Δυτικής Φθιώτιδος, «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού», εγκαταστάθηκαν οι επιζήσαντες Σ ο υ λ ι ώ τ ε ς της «τρίτης ομάδας», που αναχώρησαν από το Σ ο ύ λ ι το 1803 και οι επιζήσαντες Σουλιώτες μετά από τις μάχες που έγιναν στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου (8ην και 9ην Αυγούστου 1823). Συγκεκριμένα, εγκαταστάθηκαν σε όλη την ανατολική πλευρά, από τις Ράχες Τυμφρηστού μέχρι την Οξυά και τα Βαρδούσια κατά μήκος του αρχαίου δρόμου, πάνω από τα σημερινά χωριά: Πουγκάκια, Παλαιοχώρι, Γαρδίκι, Στάγια, Σέλλιανη, Αργύρια κ.ά. Στις περιοχές αυτές υπήρχαν ελάχιστοι κάτοικοι κτηνοτρόφοι – Σαρακατσάνοι, οι οποίοι αφού πρώτα προστάτευσαν και βοήθησαν τους Σουλιώτες, δημιούργησαν μαζί τους αργότερα τους νέους οικισμούς που υπάρχουν σήμερα. Όπως προαναφέρθηκε, όταν οι Σουλιώτες υποχρεώθηκαν την 16 – 12 – 1803 να εγκαταλείψουν το Σούλι, χωρίσθηκαν σε τρείς ομάδες και αναχώρησαν. Η «πρώτη ομάδα» με επικεφαλής τον Φώτο Τζαβέλα έφθασε αβλαβώς στην Πάργα. Η «δεύτερη ομάδα» εγκλωβίσθηκε στο Ζάλογγο και χτυπήθηκε από τους Τούρκους. Και η «τρίτη ομάδα» αρχικά έφθασε στο Βουλγαρέλι, όπου τους περίμενε ο Μάρκος Μπότσαρης με τον πατέρα του Κίτσο, φοβούμενοι όμως επίθεση από τον Αλή πασά, αναχώρησαν για τ’Άγραφα και εγκαταστάθηκαν γύρω από τη «Μονή Σέλτσου». Στις 20 Απριλίου 1804, χτυπήθηκαν από τους Τούρκους και μετά από άνισο αγώνα πολλοί Σουλιώτες σφαγιάσθηκαν και πολλές γυναίκες έπεσαν στον ποταμό Αχελώο μαζί με τα παιδιά τους και πνίγηκαν. Ο Μάρκος Μπότσαρης, με τον πατέρα του Κίτσο και λίγους Σουλιώτες που διασώθηκαν αναχώρησαν για την Πάργα και επειδή οι Παργιανοί δεν τους δέχθηκαν πήγαν στην Κέρκυρα. Οι υπόλοιποι διασωθέντες Σουλιώτες, μέσω της αρχαίου δρόμου Άγραφα - Ράχες Τυμφρηστού - Οξυά, έφθασαν «Στις Παρυφές του Τυμφρηστού» και εγκαταστάθηκαν γύρω από τα Μοναστήρια της Δυτικής Φθιώτιδος: Του Προφήτη Ηλία στο Παλαιοχώρι, του Αγίου Νικολάου στη Στάγια (Πλάτανο), του Αγίου Ιωάννου στη Σέλλιανη (Μάρμαρα – Περιβόλι) κ. ά . Αναφέρονται ενδεικτικά μερικά επώνυμα Σουλιωτών που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή: Ζέρβας, Τσικούρας, Παναγιώτου, Αλεξίου, Παπαγιάννης, Κοντογιάννης, Πούγκας, Μπότσης (Γαρδίκι), Κουτσονίκας (Μαυρίλο) κ.ά.
Για την ονομασία του σημερινού χωριού «Πουγκάκια», υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη εκδοχή θέλει το όνομα να προέρχεται, από την λέξη «απάγκιο – απαγκιάζω – απαγκάκια = Πουγκάκια» και η δεύτερη, από το επώνυμο ενός κατοίκου που ονομάζετο «Πούγκας» και εν συνεχεία από τα παιδιά του «Πούγκα» ονομάσθηκε ολόκληρη η περιοχή «Πουγκάκια». Η δεύτερη εκδοχή είναι η πιθανότερη, διότι όπως προκύπτει από τις αιτήσεις που υπέβαλλαν οι Αγωνιστές του 1821, για να λάβουν τα αριστεία ανδρείας (Βλ. Κατάσταση Αγωνιστών, Γενικά Αρχεία του Κράτους), υπάρχει το όνομα Πούγκας Κοντογιάννης, στρατιώτης, 50αρχη Ι. Μαργαρίτη. (Επίσης, το επώνυμο «Μαργαρίτης» προέρχεται από το «Μαργαρίτι Τσαμουριάς», την περιοχή που βρίσκονταν οι «Παρασουλιώτες»). Το επώνυμο «Πούγκας» προέρχεται από τη λέξη «πουγκί» = πορτοφόλι, που σημαίνει ότι αυτός που είχε το παρωνύμιο «Πούγκας» πρέπει να ήταν ο ταμίας της Σουλιώτικης ομάδας που αναχώρησε το 1803 από το Σούλι, ή της ομάδας των Σουλιωτών που έλαβαν μέρος στη μάχη της 8ης προς 9ης Αυγούστου 1823, στο Κεφαλόβρυσο Καρπενησίου και αργότερα το παρωνύμιο «Πούγκας» έγινε επώνυμο και προσδιοριστικό όνομα της περιοχής όπου κατοικούσαν τα παιδιά του «Πούγκα» = «Τα Πουγκάκια».
Και οι δύο εκδοχές είναι σωστές, ενδεχομένως να ισχύουν και οι δύο ταυτοχρόνως. Διότι και απάγκιασαν οι πρώτοι κατατρεγμένοι Σουλιώτες στην περιοχή αυτή και κάποιος από αυτούς ονομάζετο Πούγκας και από τα παιδιά του προέκυψε αργότερα το προσδιοριστικό όνομα της περιοχής = «Τα Πουγκάκια».
Για την ονομασία του σημερινού οικισμού «Κανάλια» (Άνω & Κάτω) υπάρχουν πολλές εκδοχές, όμως η πιο πιθανή είναι αυτή που θέλει την ονομασία να προέρχεται από τα «Κανάλια» των αλευρόμυλων που υπήρχαν στην περιοχή και τους οποίους εκμεταλεύετο το Μοναστήρι της Ρούστιανης, που ήταν Μετόχι του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία. Ο πρώτος κάτοικος που εγκαταστάθηκε στα κτήματα του διαλυθέντος Μοναστηριού στην περιοχή που βρίσκονται σήμερα τα «Κανάλια», ήταν ένας μυλωνάς των αλευρόμυλων του Μοναστηριού με το επώνυμο «Σιόλλος» Το επώνυμο «Σιόλλος» δεν είναι τυχαίο, σε συνδυασμό με τον αρχαίο οικισμό στο Παλαιοχώρι «Σελλάκια ή Σουλλάκια» και το γειτονικό οικισμό «Σέλλιανη» (σήμερα ονομάζεται «Μάρμαρα, από τα αρχαία οχυρωματικά τείχη που υπάρχουν εκεί), καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότο το όνομα «Σιόλλος» προέρχεται από τους αρχαίους «Σελλούς» που κατοικούσαν στην περιοχή. («Σελλός» = Σιόλος, «Σελλάκια» = παιδιά των «Σελλών» και «Σέλλιανη» = περιοχή που κατοικούσαν «Σελλοί».
Η ονομασία του σημερινού οικισμού «Πίτσι» προέρχεται από τον πρώτο κάτοικο του οικισμού που ονομάζετο «Πίτσος ή Πίτζος». Μέχρι το 1924 ήταν συνοικισμός των Πουγκακίων με το διάταγμα της 26 –2– 1924 (Φ.Ε.Κ 44 / Α΄ της 28 –2– 1924) αποσπάσθηκε και προσαρτήθηκε στην Κοινότητα Καναλίων. Το 1934 αποσπάσθηκε από την Κοινότητα Καναλίων και αναγνωρίσθηκε ως ξεχωριστή Κοινότητα με το διάταγμα της 29 – 1 – 1934 (Φ.Ε.Κ 44 / Α΄ της 1 – 2 – 1934). (Αρχικά ο οικισμός βρίσκετο Νοτιότερα, αλλά το 1907 μετά από μία μεγάλη κατολίσθηση μεταφέρθηκε εκεί που είναι σήμερα).
Για την ονομασία του σημερινού οικισμού «Λευκάδα» υπάρχουν δύο εκδοχές. Η πρώτη θέλει το όνομα να δόθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, όταν οι κλεφταρματολοί από τα Πουγκάκια έπλεναν (λεύκαιναν) τις φουστανέλλες τους. Η δεύτερη εκδοχή θέλει την ονομασία να προέρχεται από μία λεύκα που είχε φυτρώσει μέσα στην σχισμή (κουφάλα) ενός μεγάλου πλατάνου. Η εκδοχή αυτή είναι η πιθανότερη διότι αρχικά ο οικισμός ονομάζετο «Λεύκα». Αργότερα έως το 1940 ονομάζετο «Λευκάς», από το 1940 έως το 1961 ονομάζετο πάλι «Λεύκα» και από το 1961 μέχρι σήμερα ονομάζεται «Λευκάδα».
Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία
-------------------------------------------------------
Ο Ναός του Μοναστηριού ήταν τρίκογχος, όπως αυτός διαμορφώθηκε στην ορεινή ενδοχώρα κατά την όψιμη μεταβυζαντινή περίοδο. Ήταν κτισμένος με αργολιθοδομή από λαξευτό ασβεστόλιθο, σε σχεδόν κανονικές στρώσεις με ισοδομικό σύστημα. Ο τρούλος είχε υψηλό κυλινδρικό τύμπανο από λαξευτό πορώλιθο με μονόλοβα παράθυρα και στέγη με σχιστόπλακες. Η αρχιτεκτονική του Ναού θυμίζει την αρχιτεκτονική των καθολικών των Μονών του Αγίου Όρους και το φυλασσόμενο στο Μοναστήρι, στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, Ιερό Λείψανο του δεξιού χεριού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, μαρτυρούν την μακρινή ιστορία του Μοναστηριού και την πιθανή Αγιορείτικη ή Βυζαντινή καταγωγή του. Ορισμένοι ισχυρίζονται ότι κτίσθηκε την περίοδο της εικονομαχίας 727 – 843, άλλοι τοποθετούν το έτος κατασκευής του στα πρώτα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πάντως, στο Ιερό Ευαγγέλιο του Μοναστηριού, που σώζεται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, αναγράφονται στην πρώτη σελίδα του τα εξής: «ΘΕΙΟΝ ΚΑΙ ΙΕΡΟΝ ΕΥΑΓΓΕΛΙΟΝ Νεωστί μετατυπωθέν και επιμελώς διορθωθέν αψος’ Ε΄Ν ΕΤΗΣΙ, 1776, Παρά του Δημητρίου Θεοδοσίου εξ Ιωαννίνων SUPERIORUM PERMISSOY». Γύρω από την Εκκλησία υπήρχαν πολλά κελιά (μονόπατα και δίπατα) για να στεγάζονται οι μοναχοί, που την περίοδο της ακμής του ήταν πάνω από 150. Η κτηματική περιουσία του Μοναστηριού, απλωνόταν σε μεγάλη έκταση. Άρχιζε με τα κτήματά του στο Παλαιοχώρι, στα Πηγαδούλια, στα Κανάλια, στην Λευκάδα, στην Κουτσούφλιανη, στο Νικολίτσι στο Κυριακοχώρι και έφθανε μέχρι τα Βασιλικά της Υπάτης. Οι σημερινοί οικισμοί Παλαιοχώρι, Κανάλια, Πίτσι, Λευκάδα, βρίσκονται σε κτηματική περιουσία του διαλυθέντος Μοναστηριού του Προφ. Ηλία και δημιουργήθηκαν από κατοίκους των Πουγκακίων.
Εκτός από την κτηματική περιουσία το Μοναστήρι είχε και πάρα πολλά γιδοπρόβατα, άλογα, μουλάρια, νερόμυλους κ.λ.π. Στα τετρακόσια χρόνια της σκλαβιάς, το Μοναστήρι ήταν η παρηγοριά και η ελπίδα των κατοίκων της περιοχής. Η πόρτα του ήταν πάντα ανοιχτή σε κάθε κατατρεγμένο Έλληνα, που κατάφευγε σ’αυτό να βρεί λίγη παρηγοριά και προστασία. Το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία συμπαραστάθηκε στον αγώνα της Κλεφτουργιάς, τους παρείχε στέγη, άσυλο, τροφή και έγινε ο «προμαχώνας» των Κλεφτών – Οπλαρχηγών, μπροστά στην ανελέητη και ανθρωποκτόνα πορεία του Γιουσούφ Αράπη και των άλλων Τούρκων κατακτητών που έστειλε ο Αλή πασάς, να σταματήσουν την Εξέγερση των Στερεοελλαδιτών. Οι Κλέφτες και Οπλαρχηγοί της περιοχής περιφρόνησαν την αριθμητική υπεροχή των κατακτητών και τούς αντιμετώπισαν σε δύο ηρωϊκές μάχες στη θέση «Γραμμένη Οξυά» και στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία. Μετά τις μάχες αυτές το Μοναστήρι δέχεται την οργή του Γιουσούφ Αράπη και πνίγεται στις φλόγες (1794). Σύμφωνα με την παράδοση, εκτός από τους άλλους Κλέφτες και Οπλαρχηγούς, τρόφιμος ήταν και ο Τσάμ’(ης) Καλόγερος με το ασκέρι του, που έφθανε τα εβδομήντα παλληκάρια, ανάμεσα σ’αυτά διακρίνοταν ο Σκαλτσοδήμος και ο Αθανάσιος Διάκος. Επίσης, σύμφωνα με την παράδοση, ο Κοσμάς ο Αιτωλός στην προσπάθειά του να ιδρύσει όσο μπορούσε περισσότερα σχολεία, επισκέφθηκε το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και προέτρεψε τον Ηγούμενο να εντείνει την προσπάθειά του, στη διδαχή των νέων της περιοχής, για να κρατηθεί άσβεστη η Ελληνο - Χριστιανική φλόγα.
Το 1835, όταν η Γραμματεία επί των Εκκλησιαστικών Θεμάτων έλαβε την απόφαση να διαλύσει τα Μοναστήρια, που είχαν κάτω από πέντε μοναχούς, ζήτησε παράλληλα να παραδοδούν οι σφραγίδες και τα κειμήλιά τους. Πράγματι, όπως προκύπτει από τα σχετικά έγγραφα παρεδόθησαν τόσο η σφραγίδα του Μοναστηριού όσο και τα ιερά κειμήλια. Τα σχετικά έγγραφα αναφέρουν τα εξής:
1 / Υπ’ Αριθ’ 1273 / 27 – 5 – 1835, έγγραφο του Μητροπολίτη Φθιώτιδας Ιάκωβου
Πρός τον Έπαρχον Φθιώτιδος
Λαβών το υπ’ αρίθ’ 878 / 765 από της 25 Μαρτίου έγγραφον του Β. τούτου επαρχείου αμέσως κατά τας οποίας είχον οδηγίας παρά της Σ. Ιεράς Συνόδου έσπευσα και διέταξα τους μέχρι τούδε διατελούντας μοναχούς εις την επαρχίαν ταύτην ευρισκόμενα Μοναστήρια του να πέμψωσιν προς την αρχήν ταύτην τας μέχρι σήμερον ενυπαρχούσας σφραγίδας αυτών, οίτινες ιδιαιτέρως οι μοναχοί εκάστου Μοναστηρίου δι’ ιδιαιτέρων αναφορών αυτών εξέφρασαν ότι αι μοναστηριακαί αύται σφραγίδες, εν’ καιρώ της Επαναστάσεως εχάθησαν και μόνο η σφραγίς του Μοναστηρίου του Προφήτου Ηλιού διασωθείσα και παραδοθείσα προς ημάς αποστέλλεται ήδη, προς τούτοις ειδοποιείται και το Β. τούτο επαρχείον ότι η σφραγίς του Μοναστηρίου Ρούστιανης κατά το έτος 1830 ελήφθη παρά του Επισκόπου πρώην Παραμυθίας κ. Προκοπίου τοποτηρητού του όντος τότε Ν. Πατρών και έκτοτε μέχρι τούδε διασώζεται εις χείρας του ιδίου. Ταύτα προς απάντησιν του περί ού ο λόγος εγγράφου σας. [Βιβλ. Αρχιμ. Θ. Σιμόπουλου: Δύο ανέκδοτοι Κώδικες της Ι. Μ. Φθιώτιδας, Αθήνα, 1975].
2 / Αριθ. Πρωτ. 1300 / Ιουνίου 7 1835, έγγραφο του Μητροπολίτη Φθιώτιδος Ιακώβου
Πρός τους πατέρας τους ενδιαιτωμένους εν τη ιερά Μονή Προφήτου Ηλιού
Κατ’ανωτέραν διαταγήν της Σ. Ιεράς Συνόδου υπ’αρίθ. 3235/ 2225 προσκαλείσθε ανυπερθέτως την 15η του παρόντος μηνός εις την Επισκοπήν ταύτην φέροντας μέθ’ υμών τα άγια λείψανα της Ιεράς Μονής σας, τα ιερά αυτής άμφια, τα αργυρά σκεύη τα βιβλία εκτός των αγίων εικόνων και όλοι ομού χωρίς να λείψη ουδείς εξ’ υμών δια να τα παραδόσητε ασφαλώς προς αυτήν ΄΄.
[Βιβλ. Αρχιμ. Θ. Σιμόπουλου: Δύο ανέκδοτοι Κώδικες της Ι. Μ. Φθιώτιδας, Αθήνα, 1975].
[Στις 15 – 6– 1835, ο Ηγούμενος του Προφήτη Ηλία Δαμιανός και ο Ιερομόναχος Ρούστιανης Δαυϊδ, παραδίδουν στην Επισκοπή Φθιώτιδος, πέντε αργυρά κιβώτια με λείψανα αγίων. Τα άλλα δύο παρέμειναν στο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία και αργότερα βρέθηκε το ένα στον Ιερό Ναό της Κοιμήσεως Θεοτόκου στα Πουγκάκια και το άλλο βρέθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου, στο Γαρδίκι Ομιλαίων].
Αριθ. Πρωτ. 1329 της 21ης Ιουνίου 1835, Έγγραφο της Επισκοπής Φθιώτιδος
(Μετά την παραλαβή των αγίων λειψάνων από τα διαλυμένα Μοναστήρια)
Πρός τον Έπαρχον Φθιώτιδος
Κατά συνέπειαν της υπ’ αρίθ’ 3768 /2091 εγκυκλίου επιστολής της Σ. Ιεράς Συνόδου εκδοθείσης την 12ην Μαρτίου η Επισκοπή αυτή παραλαβούσα κατά τον επισυναπτόμενον υπ’ αρίθ’ 1330 κατάλογον από των διαλυθέντων εν τη επαρχία μοναστηρίων τα άγια λείψανα, αυτών είς κιβώτια 10 εκ των οποίων τα επτά (7) εισίν αργυρά τα δε τρία ξύλινα αποστέλλει ήδη ταύτα την κατά το γράμμα έννοιαν της περί ής ο λόγος ταύτης εγκυκλίου προς το ενταύθα Β. Επαρχείον τα οποία παρούσης και της εκκλησιαστικής αρχής ενώπιον της πολιτικής θέλει σταθμισθεί και εκτιμηθεί η εν τοις κιβωτίοις και των λειψάνων ευρισκόμενος άργυρος και γενόμενος ο κατ’ εκτίμησιν κατάλογος αυτών παρά του Β. Επάρχου θέλει δοθεί προς αυτόν αντίγραφον αυτού και έτερον διά την λήψιν αυτών δια να πεμφθώσιν προς την Ιεράν Σύνοδον.
(Επισυναπτόμενος υπ’ αριθ’ 1330 / 21ης Ιουνίου 1835)
Κατάλογος από των διαλυθέντων εν τη επαρχία ταύτη ιερών μοναστηρίων και παραδοθέντων προς την επισκοπήν Φθιώτιδος Αγίων λειψάνων, άτινα ήδη απεστάλησαν προς το ενταύθα επαρχείον...……………………………………………………………………………………………...
΄΄ Έν αργυρούν μικρόν της μονής Ρούστιανης περιέχει τα εξής: Έν κομμάτι καπλαμά με μέρος λειψάνων του Αγίου Τρύφωνος, έν όμοιον με του Αγίου Χαραλάμπους, είς σταυρός χωρίς πάτο.
΄΄ Έν έτερον κιβώτιον αργυρούν της αυτής μονής περιέχει δε τα ακόλουθα: Εις μίαν πλάκαν αργυράν μέρος λειψάνων, Θεοδώρου του Τρύφωνος, του Αγίου Μερκουρίου, του Αγίου Πολυκάρπου Σμύρνης, του Αγίου Μηνά και έν αργυρούν κανδύλιον.
΄΄ Έν κιβώτιον αργυρούν της μονής του Προφήτου Ηλιού, περιέχει την δεξιάν χείρα του Αποστόλου Ανδρέου του Πρωτοκλήτου, ένα σταυρόν και ένα θυμιατόν αργυρούν.
΄΄ Έν όμοιον κιβώτιον αργυρούν περιέχει την κάραν Ιωάννου του Νηστευτού και έν σταυρόν αργυρούν,
΄΄ Εν όμοιον κιβώτιον αργυρούν της αυτής μονής περιέχει την χείρα του Αγίου Χαραλάμπους και ένα σταυρόν αργυρούν.
Σύμφωνα με τα παραπάνω έγγραφα, που παρουσιάζει ο Γιάννης. Δημ. Παπαναγιώτου στο πόνημά του «Ο Αϊ-Λιάς του Παλαιοχωρίου», ο «φωτοστέφανος» του Μοναστηριού δηλαδή η παλάμη του δεξιού χεριού του Αγίου Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, βρίσκεται σήμερα στην Ιερά Μονή Αγίου Νικολάου στο Γαλατάκι Ευβοίας. Τα υπόλοιπα ιερά κειμήλια του Μοναστηριού του Προφήτη Ηλία, βρίσκονται σήμερα στην Ιερά Μονή Αγάθωνος. Στο διαλυμένο Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία (στο Παλαιοχώρι), παρέμειναν και σώζονται μέχρι σήμερα σε καλή κατάσταση, ένα Ιερό Ευαγγέλιο, που αποτελεί ανεκτίμητο σέβασμα - κειμήλιο ιστορικής και αρχαιολογικής αξίας, δύο μη αργυρά Δισκοπότηρα και δύο εικόνες, που δεν αναγράφουν χρονολογία κατασκευής, η μία είναι του Προφήτη Ηλία και η άλλη της Παναγίας. Επίσης, σώζονται μερικά λείψανα από τα μαρμάρινα Μανάλια του Μοναστηριού καθώς και μερικοί σπόνδυλοι από τις κολόνες του παλαιού Ιερού Ναού.
Το 1930 το πρώην Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία, μετατρέπεται σε Ενοριακό Ναό της Ενορίας Παλαιοχωρίου (Το 1930 το Παλαιοχώρι ήταν ακόμη συνοικισμός των Πουγκακίων και εξυπηρετείτο Κοινοτικώς & Εκκλησιαστικώς από τα Πουγκάκια). Στις 4 Αυγούστου του ιδίου έτους, χειροτονείται και διορίζεται ως πρώτος ιερέας της Ενορίας Παλαιοχωρίου, ο Δημήτριος.Παν. Παπαναγιώτου (Παπα-δημήτρης) από τα Πουγκάκια, ο οποίος υπηρέτησε για πάνω από 50 έτη τον Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία.
Στις 20 Ιουλίου του 1936 στον παλαιό Ναό του Μοναστηριού έγινε η τελευταία λειτουργία διότι λίγες ημέρες αργότερα ο Ναός κατεδαφίσθηκε προκειμένου να κτισθεί νέος, επειδή υπήρχαν σοβαρές διαβρώσεις στη σκεπή και τους τοίχους από την κακή συντήρηση και την φωτιά που είχε βάλει ο Γιουσούφ Αράπης το 1794. Ο νέος Ναός κτίσθηκε κατ’ απομίμηση του παλαιού, στην ίδια θέση (λίγα μέτρα δυτικότερα) και από τις ίδιες πελεκητές πέτρες και με την ίδια επιβλητική τεχνική και χάρη. Όμως με την κατεδάφιση του παλαιού Ναού του Μοναστηριού, ο τόπος έχασε ένα αξιόλογο και μεγάλης αξίας καλλιτεχνικό, ιστορικό και αρχαιολογικό μνημείο, το οποίο κατόρθωσε μέσα από τα βάθη των αιώνων να ξεπεράσει το μίσος και την φωτιά του Γιουσούφ Αράπη και των άλλων Τούρκων, κατά τα χρόνια της Εθνικής μας Εξέγερσης και να φθάσει μέχρι τις ημέρες μας.
Σήμερα γίνονται προσπάθειες από τους κατοίκους όχι μόνο του Παλαιοχωρίου αλλά και των άλλων γειτονικών χωριών, προκειμένου να επανασυσταθεί το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία για να συνεχίσει να τους γαλουχεί με τα νάματα της Ελληνο–Χριστιανικής πίστης, να παίζει αποφασιστικό ρόλο στη ζωή και την ιστορία του τόπου και αναμφίβολα να επιδρά στη διαμόρφωση του ιδιαίτερου χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής. Ήδη ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Φθιώτιδος κύριος Νικόλαος έδωσε την σχετική άδεια για την κατασκευή των κελιών και αναμένεται να αρχίσουν οι εργασίες.
Είναι όμως απορίας άξιον, πώς ένα τόσο πλούσιο για την εποχή του Μοναστήρι με τόσα κειμήλια και μάλιστα με την δεξιά παλάμη του Αποστόλου Ανδρέα του Πρωτοκλήτου, κατάντησε να παραδίδει κατά την διάλυσή του ελάχιστα αντικείμενα αξίας ; Δηλαδή (εκτός από τα αργυρά κιβώτια με τα λείψανα των Αγίων), μόνο ένα σταυρό και ένα θυμιατό αργυρό ; Δεν υπήρχαν χρυσά αντικείμενα, σταυροί, Δισκοπότηρα, κανδύλια κ.λ.π, καθώς και άλλα αργυρά κειμήλια ; Ή μήπως οι μοναχοί, κατά την αρχαία παράδοση, τα έθαψαν για να τα προστατέψουν από τους Τούρκους την περίοδο της Επανάστασης ; Διότι όπως προαναφέρθηκε το Μοναστήρι του Προφήτη Ηλία είχε μεγάλη δράση εκείνη την περίοδο και ήταν στόχος των κατακτητών. Είναι ένα θέμα που απασχολεί τους σημερινούς κατοίκους της περιοχής και θα πρέπει να γίνουν κάποιες έρευνες στον περιβάλλοντα χώρο της σημερινής Εκκλησίας του Προφήτη Ηλία για την ανεύρεση τυχόν θαμένων αντικειμένων (ιερών κειμηλίων) του Μοναστηριού. Επίσης, πρέπει να ανευρεθούν και να προσκομισθούν στον προαύλειο χώρο της Εκκλησίας του Προφήτη Ηλία τα διάφορα τμήματα των σπονδύλων από τις κολόνες της παλαιάς Εκκλησίας, τα οποία έχουν κατακρημνισθεί κατά καιρούς τα τελευταία χρόνια στις γύρω πλαγιές (Βλ. Φωτογραφίες).
Επιμέλεια Κειμένου: ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ.Ν. ΠΑΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ.