Όσο ανθίζει και μοσχομυρίζει το δίκταμο στο χωριουδάκι του Κάτω Πόρου στο Ρέθυμνο, στη φούχτα των εικοσιπέντε ψυχών, άλλο τόσο θα ευωδιάζει και η δημοκρατία. Όπως τότε στο δημοψήφισμα του 1974 που αναδείχτηκε στο πανελλήνιο, κάστρο με «το 100% Δημοκρατία». Είχαν πει λίγες μέρες μετά τον εκλογικό θρίαμβο κάτοικοι στη δημοσιογράφο Σοφία Μαλτέζου, αφού αφουγκράστηκαν την καρδιά τους: «Ψηφίσαμε ότι θα ψήφιζε ο Λευτεράκης αν ζούσε». Και γι αυτό «μονοκούκι ζήτησαν αβασίλευτη δημοκρατία…».
Κι αν σήμερα διαπιστώνεται σοβαρό έλλειμμα στο πολίτευμα, οι ανθοδέσμες του δίκταμου στα γκρεμνά των «Κολλητών Φαραγγιών» χρόνια πολλά τώρα, συνεχίζουν να «μεθούν» από το άρωμα, όμως κανείς δεν τις ρωτά. Μένουν ανέγγιχτες επειδή δεν υπάρχουν πια «ερωντάδες» στον Κάτω Πόρο… Γιατί, είναι «καλύτερη η ζωή του καναπέ από τη συντροφιά με τον χάροντα στα βάραθρα». Οι παλιοί που απόμειναν, «οι μισοί ετοιμοθάνατοι και σαράβαλα», όπως τους χαρακτήρισε ο Κώστας Παυλάκης, παραμένουν ακλόνητοι στο «βενιζελισμό» κι οι νέοι, λόγω των καιρών, αμφιταλαντεύονται έχοντας ως βάση όμως, τις παρακαταθήκες των γεννητόρων τους.
Ο Στέλιος ο Σπυριδάκης, ο τολμηρός «βουτηχτής» στις βαθιές κι απότομες χαράδρες, είναι σήμερα ο μοναδικός επιζών από εκείνη την περίφημη «Πατούλια». Από την τρομερή ομάδα κρούσης «των μαζωχτών του χωριού» δηλαδή, που ο κομάντος είχε παρέα «σε κάθε καβίλια» τους αετούς, τα επιθετικά αγριομελίσσια και το χάρο και τώρα στα 87 του δεν τολμά να κατεβεί σαν το φουριάρικο ζωντανό να μαζέψει το βοτάνι… Ωστόσο, παραμένει γοργός και αειθαλής . Και επειδή έχει ταυτίσει ολάκερη τη ζωή του με το «κρητικό σταμνόχορτο» πάει πού και πού αλλά «επί του ασφαλούς», για να μυρίσει, να ακουμπήσει και να συλλέξει ολίγο, «μόνο για τους φίλους».
Ήταν ο γενναίος των φαραγγιών που τα ερεύνησε, που πήρε ανάσες και είχε, για δεκαετίες που «βουτούσε στο χάος», παρέα τα φτερωτά αρπακτικά. Αυτά τα φαράγγια έζησαν αυτόν και το σπίτι του και σπούδασαν τα παιδιά του, « τον Αλέξανδρο, τον Μανώλη και την Ελένη». Κάποιες φορές στις σπουδές, ο έρωντας του έδειξε το δρόμο και βγήκε στο ξέφωτο όταν τα λεφτά ήταν λειψά και δεν τον έφταναν και «το κοπέλι λόγω οφειλών κινδύνευε να μείνει χωρίς τροφή και στέγη».
Πρώτος διδάξας της «Πατούλιας» φέρεται ο αείμνηστος Γιάννης Παυλάκης, που αν και σε μεγάλη ηλικία στα πρώτα χρόνια του ’50, έδωσε σημαντικές πληροφορίες, αφού και ο ίδιος ήταν «αττιτανολόγος, όπως λεγόταν στο χωριό». Η τρύγηση του θεραπευτικού βοτάνου γίνονταν αρχικά με τα πενιχρά και ανεπαρκή μέσα της εποχής, «με τα φορτώματα»! Και πολλές φορές ο θάνατος είχε πλησιάσει πολύ κοντά.
Μετά από λίγο καιρό και αφού «το δίκταμο είχε ζήτηση και η δουλειά είχε ψωμί», σκέφτηκαν όλα πλέον, να μπουν σε επαγγελματική βάση. «Βρέθηκαν οι χωριανοί» και συγκρότησαν την ομάδα, που αποτέλεσε και την διέξοδο στις πιεστικές ανάγκες επιβίωσης. Τα σπίτια... ανάπνευσαν λίγο «στην παντέρμη φτώχια» κι ας έπαιζαν οι ακροβάτες- μετεωριστές τη ζωή τους κορώνα γράμματα στα γκρεμνά!
ΤΗ ΖΩΗ ΚΡΑΤΟΥΣΕ ΤΟ ΣΧΟΙΝΙ
«Ποτέ δεν φοβήθηκα εφόσον είχα καλή παρέα και το σχοινί ήταν γερό», λέει ο Σπυριδάκης και προσθέτει: «Αυτό το σχοινί κρατούσε σε κάθε καβίλια στο φαράγγι, τη ζωή μου. Μερικές φορές βρέθηκα στο «μπρος γκρεμνός και πίσω ρέμα» αλλά λειτούργησα πάντα με ψυχραιμία μπροστά στο χάος. Έπρεπε να έχεις καρδιά! Βρέθηκα μια φορά απέναντι από αγριομέλισσες, μια άλλη στο φαράγγι στο Μούντρος, που παραμέρισα από τον βράχο που έπεφτε και θα με σκότωνε και μια τρίτη όταν το σχοινί που με κρατούσε είχε αρχίσει να ξεπλέκει και θα με έριχνε στο κενό. Αποκλείεται να γλίτωνα. Καθόμουνα σε σπηλιές μέσα στα φαράγγια και μια ώρα, και σκεφτόμουνα πως θα φύγω από την κόλαση. Τι να πρωτοθυμηθώ!»
Η «Πατούλια» ήταν εξαμελής και είχε δράσει αποτελεσματικά και στην Αγία Γαλήνη στα μέσα της δεκαετίας του ’70, μετά τον θάνατο ξένης τουρίστριας και τον τραυματισμό κατοίκων από κατολισθήσεις που σημειώθηκαν από κάθετο λόφο του οικισμού. Μόνο εκπαιδευμένοι σε επιχειρήσεις θανάτου θα μπορούσαν να ανταποκριθούν.
Η ομάδα κρούσης του Κάτω Πόρου σε φωτογραφία του 1955 στο χωριό. Τα μέλη της «Πατούλιας», από αριστερά: Γιάννης Παυλάκης, Γιάννης Κωστάκης, Νίκος Μαυρορασάκης, Κώστας Κουτράκης, Βαγγέλης Τζανιδάκης, Στέλιος Σπυριδάκης και Θεόπιστος Χαντουμάκης.
Για την ιστορία, την ομάδα αποτελούσαν ο άνθρωπος-βουνό Κώστας Κουτράκης ως βαστάζος ή ασφαλιστής. Ζύγιζε εκατόν πενήντα κιλά, και με το σχοινί κατέβαζε στα φαράγγια τους δικταμοσυλλέκτες Σπυριδάκη και Γιάννη Κωστάκη από την Καλή Συκιά που ήταν παντρεμένος και εγκατεστημένος στον Κάτω Πόρο. Στα μέλη της ήταν ακόμη ο Νίκος Μαυρορασάκης και ο Βαγγέλης Τζανιδάκης , ενώ τελευταίος της ομάδας ήταν ο Θεόπιστος Χαντουμάκης ή Μπιστικός που είχε βοηθητικό ρόλο.
«Ήμουν φτωχός άνθρωπος σε αυτό το χωριό, όπως κι όλοι. Πως θα ζούσαμε;» διερωτάται ο βετεράνος κομάντος. «Όταν έγινε το εργοστάσιο των σχοινιών, νομίζω στη Νάουσα, κάναμε μια ειδική παραγγελία, γιατί τα φορτώματα που είχαμε κόβανε στους βράχους και δεν είχαν ασφάλεια. Το σχοινί ήταν από καθαρό λινάρι, ζύγιζε σαράντα κιλά κι είχε ογδόντα οργιές μάκρος. Γυρίσαμε με αυτό το σχοινί όλα τα φαράγγια. Το είχα μέχρι πριν τρία χρόνια, που μπήκαν μέσα στο μαγαζί και με κλέψανε. Μου το πήρανε κι αυτό και μόνο αυτό λυπούμαι. Ήταν η ζωή μου!»
«ΧΡΥΣΟ» ΜΕΡΟΚΑΜΑΤΟ
Κι αν ο έρωντας συλλέγεται τόσο δύσκολα όσο «τα πάθη του έρωτα» σύμφωνα με την παράδοση, «ο μαζωχτής» θα μπορούσε να μην απολαύσει το υψηλό μεροκάματο και το βούτηγμα στη χαράδρα να το πλήρωνε με τη ζωή του. Όπως συνέβη το 1930 με τον Καλημεράκη από το Νησί, τον οικισμό που «μαράζωσε» κοντά στον Κάτω Πόρο. Ανύπαρκτα τα μέσα τότε και το παλικάρι έκανε θραύση κι είχε βγάλει όνομα στη συλλογή του δίκταμου στο Κουρταλιώτικο φαράγγι…
Θυμάται ο Σπυριδάκης ότι «τότε η οκά είχε 1400 δραχμές. Πολλά λεφτά για την εποχή» και «οι έμποροι το συνορίζονταν, γιατί είχε μεγάλη ζήτηση και ήτανε λίγοι αυτοί που το μαζεύανε. Το μεροκάματο για τον καθένα κάθε φορά, τη δεκαετία του ’50, ήταν από 70-100 δραχμές, όταν το φτηνό μεροκάματο ήταν 25 δραχμές. Σε κάθε καβίλια μαζεύαμε από μια έως δυο οκάδες. Καταλαβαίνεις, δεν ήταν λίγα λεφτά!»
Όμως στη μνήμη του έχει « καρφωθεί» η φυσιογνωμία του Νίκου Στεργιάκη από τη Λοχριά Αμαρίου, που ακολουθούσε την ομάδα και ολοκληρώνοντας τη δικταμοσυλλογή «το ζυγίζαμε στο χωριό το έπαιρνε χλωρό και μας το πλήρωνε μετρητοίς».
Η διάθεση του πολύτιμου προϊόντος γίνονταν από την «Πατούλια», συνήθως, στους εμπόρους Μανώλη Σταθάκη και Νίκο Στραπάτσο στην Αργυρούπολη, στον Σφακιανάκη στα Χανιά και στον Παντελή Γαγάνη στο Ρέθυμνο. Κάποιες φορές και σε μεμονωμένους ανθρώπους που το ζητούσαν, όπως τον Σήφη Βαρδινογιάννη…
Όταν τον ρωτάς αν θα ήθελε και πάλι να ήταν «μαζωχτής» γυρνώντας στα νιάτα του, σου απαντά με ειλικρίνεια αναζητώντας τους καιρούς «που ήταν αιωρούμενος στο χάος»: «Η ζωή μου στα φαράγγια ήταν μέσα στην αγωνία και στη στενοχώρια. Την αναζητώ την «Πατούλια» και μέσα στα γκρεμνά ήταν όλο υγεία. Είχαμε πάει μια φορά στις Πρασές και γυρίζοντας ,σταματήσαμε στο Χρωμοναστήρι σε ένα καφενείο κι αφήσαμε τα τσουβάλια και τα σύνεργα μέσα. Μύρισε ο τόπος από το δίκταμο.
«Έπρεπε να έχεις καρδιά στα φαράγγια», λέει ο Στέλιος Σπυριδάκης (δεξιά) στον Κάτω Πόρο. Δίπλα του ο Κώστας Παυλάκης με την εγγονή του Μαρία.
Για τέσσερις δεκαετίες γύριζε ως κομάντος και μάζευε το φάρμακο της φύσης «που θεράπευε νεφρούς και στομάχι». Αμέτρητες φορές του βάστηξε τη ζωή με το σχοινί ο πελώριος Κουτράκης σε φαράγγια των Σφακίων, του Αποκόρωνα, και του Ρεθύμνου. Μέχρι να μπεί στο τσουβάλι το βοτάνι είχε πόνο, αγωνία και βάσανα. Ούτε ο ίδιος δεν ήξερε μέσα στη χαράδρα, αν το βράδυ θα έφτανε ζωντανός και αρτιμελής στη σπιτικό του. Το ιερό μεροκάματο, εκείνους τους καιρούς, όσο παχυλό κι αν ήταν, έβγαινε μέσα σε μια αδυσώπητη πάλη ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο. Κι αυτό είχε μια ιδιαίτερη αξία εκείνα τα φρικτά χρόνια…
MadeinCreta