Ο Αντώνης Καφούσης ένας από τους τελευταίους «φύλακες» της τέχνης- Υπό εξαφάνιση η ξυλογλυπτική επίπλων |
Πενήντα χρόνια πριν, όταν ξεκινούσε να μάθει την τέχνη της ξυλογλυπτικής επίπλων, δεν μπορούσε να φανταστεί ότι κάποια στιγμή θα έτεινε να εξαφανιστεί ένα επάγγελμα που γνώρισε άνθιση τις δεκαετίες του ’60 και ’70. Τότε υπήρχε μεγάλη ζήτηση για σκαλιστά έπιπλα, σήμερα υφίσταται μόνο χάρη στο μεράκι και την επιμονή τεχνιτών που το έχουν αγαπήσει.
Ο Αντώνης Καφούσης αν και συνταξιούχος δεν θέλησε να κλείσει το εργαστήριό του που βρίσκεται σε συνοικία του Ηρακλείου.
Όχι γιατί υπάρχει ζήτηση από πελάτες, αλλά γιατί για κείνον το σκάλισμα του ξύλου είναι τρόπος ζωής.
Καθημερινά πηγαίνει στο εργαστήριό του και επεξεργάζεται με τα εργαλεία του άμορφα ξύλα, δημιουργεί εικόνες, κάδρα και μικρά αγάλματα. Τα εργαλεία του, τα καλέμια, τα σκαρπέλα, τα σφυριά, ακόμα και ο τόρνος, είναι στη θέση τους. Τα σχέδια που ζωγράφισε ο ίδιος είναι τοποθετημένα σε περίοπτη θέση. Η μυρωδιά του ξύλου είναι έντονη.
Από παιδί είχε κλίση στη ζωγραφική. Όταν έφθασε σε ηλικία να μάθει μια τέχνη για βιοπορισμό, ζήτησε να γίνει ζωγράφος. Όμως, όπως λέει, τα χρήματα που ζητούσε ο δάσκαλος ήταν πολλά.
Ως μέση λύση βρέθηκε η μαθητεία κοντά σ’ έναν ξυλογλύπτη. «Ένας θείος μου, που ήταν επιπλοποιός, μου είπε να γίνω σκαλιστής. Τι σκαλιστής, τι ζωγράφος, μου είπε» θυμάται ο κ.Καφούσης.
Αρχικά υπήρχε μεγάλη ζήτηση για έπιπλα με σκαλίσματα. «Δεν προλαβαίναμε τις παραγγελίες, όχι μόνο από το Ηράκλειο, αλλά και από τα χωριά» αναφέρει ο ίδιος και εξηγεί ότι οι πελάτες ζητούσαν σκαλίσματα σε μπουφέδες, καρέκλες, κρεβατοκάμαρες, τραπεζαρίες. Οι ξυλογλύπτες συνεργάζονταν με τους επιπλοποιούς, οι οποίοι τους εξηγούσαν τι ήθελαν οι πελάτες. Ο σκαλιστής πολύ συχνά καλούνταν να ζωγραφίσει το σχέδιο και στη συνέχεια να το υλοποιήσει.
Οι ξυλογλύπτες ή σκαλιστές επίπλων εκείνη την εποχή ήταν περίπου 17.
Οι περισσότεροι συνεργάστηκαν δημιουργώντας την ΤΕΞ και παρέμειναν 5 άτομα να εργάζονται εκτός συνεταιρισμού. Όσοι έχουν παραμείνει στο επάγγελμα δεν έχουν πια δουλειά. Ο κ.Καφούσης λέει χαρακτηριστικά «Σιγά σιγά έπεφτε η δουλειά. Τώρα έχει να πατήσει τρία χρόνια άνθρωπος στο μαγαζί, που έτσι κι αλλιώς το διατηρώ γιατί δεν θέλω να κάθομαι και κυρίως δεν θέλω ν’ αφήσω την τέχνη μου. Τώρα πια δουλεύω για τον εαυτό μου».
Το παράπονο του Αντώνη Καφούση είναι ότι ποτέ δεν χτύπησε την πόρτα του κάποιος μαθητευόμενος. «Ποτέ στα 50 χρόνια δεν ήρθε ένα παιδί για να μάθει την τέχνη. Το έχουν ρίξει και στα γράμματα. Όμως μου φαίνεται παράξενο. Φοβάμαι ότι η τέχνη θα φύγει εντελώς από τα χέρια μας. Όταν φύγουμε κι εμείς οι τελευταίοι θα σταματήσει τελείως αυτή η δουλειά και θα είναι βιομηχανοποιημένη» καταλήγει.
-->