Μυστράς - Η πολιτεία της σιωπής - Β' Μέρος


TΑ ΜΕΣΑΙΩΝΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ

Το κάστρο, οι οχυρώσεις, οι πύλες, οι εκκλησίες, τα παλάτια, τα αρχοντικά, τα κοινά σπίτια του λαού, οι κρήνες και οι δρόμοι, που αποτελούν τη νεκρή πολιτεία του Μυστρά, είναι από τα πιο χαρακτηριστικά και πιο σημαντικά σύνολα, μάρτυρες του δυναμικού ρόλου που διαδραμάτισε η «θεοφρούρητη χώρα του Μυζηθρά» στην αναγέννηση των Παλαιολόγων, μετά την Κωνσταντινούπολη και τη Θεσσαλονίκη.



ΟΙ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ ΤΟΥ ΜΥΣΤΡΑ

Οι επτά εκκλησιές του Μυστρά ήταν και είναι το στολίδι της έρημης, σήμερα, βυζαντινής καστροπολιτείας. Όλες τους, εκτός από την Αγία Σοφία, βρίσκονται στην Κάτω Χώρα, την κυρίως αστική συνοικία της πόλης.
Πολύ κοντά στην είσοδο του αρχαιολογικού χώρου είναι ο Άγιος Δημήτριος, η μητρόπολη του Μυστρά. Πρόκειται για ένα τειχισμένο κτιριακό συγκρότημα, που ήταν προσκολλημένο στη βόρεια πλευρά του εξωτερικού τείχους και αποτελούσε το θρησκευτικό κέντρο του Μυστρά. Στη δυτική αυλή με τη μνημειακή πύλη σώζεται ένα διώροφο οικοδόμημα, κτίσμα του ιεράρχη Ανανία Λαμπάρδη (1754), που χρησίμευε ως κατοικία του μητροπολίτη Λακεδαίμονος επί τουρκοκρατίας.

Η εκκλησία ήταν αφιερωμένη στον άγιο Δημήτριο και χτίστηκε το 1292 από τον ιεράρχη Νικηφόρο Μοσχόπουλο, που έμεινε στη Λακωνία από το 1304 μέχρι το 1315 και έφερε από την Κωνσταντινούπολη τα σχέδια. Αρχικά η εκκλησία ήταν τρίκλιτη βασιλική, αλλά το 15ο αιώνα ο μητροπολίτης Ματθαίος έκανε σημαντικές αλλαγές. Επηρεασμένος από τον τύπο του Αφεντικού, μιας άλλης εκκλησίας του Μυστρά, πρόσθεσε ύψος στο κτίριο και μετέτρεψε τη στέγη σε σχήμα σταυρού με πέντε τρούλους, με μεγαλύτερο τον κεντρικό. Έτσι διαμορφώθηκε ένας περίεργος σύνθετος τύπος ναού: η τρίκλιτη βασιλική κάτω και ο σταυροειδής εγγεγραμμένος με πέντε τρούλους επάνω. Αργότερα, το 18ο αιώνα, χτίστηκε δίπλα στο ναό το διώροφο κτίριο που χρησίμευε σαν σπίτι του επίσκοπου και που σήμερα φιλοξενεί το μικρό μουσείο του Μυστρά, όπου φυλάσσονται κυρίως διάφορα γλυπτά, επιστύλια, μονογράμματα, 

θωράκια κλπ., ανάμεσα στα οποία διακρίνεται ανάγλυφο του ενθρονισμένου Χριστού. Οι τοιχογραφίες του ναού ανήκουν σε τρεις διαφορετικές σχολές αγιογράφων, ενώ ο σκαλιστός επισκοπικός θρόνος έγινε την περίοδο της Ενετοκρατίας και έχει έντονα στοιχεία μπαρόκ. Στο δάπεδο, ακριβώς κάτω από τον κεντρικό τρούλο, υπάρχει μαρμάρινος ανάγλυφος δικέφαλος αετός, το οικόσημο των Παλαιολόγων, που χρονολογείται από το 15ο αιώνα. Εδώ, λέει η παράδοση, γονάτισε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος κατά τη στέψη του ως αυτοκράτορα, το 1449.

Λίγο πιο ψηλά από τη μητρόπολη, προς τα ΒΔ, βρίσκεται η Ευαγγελίστρια, μια μικρή εκκλησιά με απλή εμφάνιση και κομψές αναλογίες, χτισμένη στα τέλη του 14ου ή στις αρχές του 15ου αιώνα (1390-1410) σε σταυροειδή βυζαντινό ρυθμό, με κομψές αναλογίες και τρούλο. Από την εκκλησία της Οδηγήτριας-Αφεντικού έχει υιοθετήσει την ύπαρξη νάρθηκα με όροφο-γυναικωνίτη. Η διάκοσμός της, κυρίως με γλυπτά, είναι ιδιαίτερα πλούσιος και παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Από την ομοιογένεια και την ενότητα που τον χαρακτηρίζει, προκύπτει ότι έγινε για να κοσμήσει το ναό και αποτελεί δείγμα της γλυπτικής τέχνης που αναπτύχθηκε στο Μυστρά. Τα θέματα και ο τρόπος της εργασίας θυμίζουν λαϊκά κεντήματα. Από τις τοιχογραφίες της δυστυχώς σώζονται ελάχιστα τμήματα. Η διάταξη των σκηνών και των θεμάτων γενικά φαίνεται ότι ακολούθησε τη διάταξη της Περιβλέπτου. Η τεχνοτροπία ακολουθεί την παράδοση των Παλαιολόγων και χρονολογείται στο 15ο αιώνα.
Ακολουθώντας τον ανηφορικό λιθόστρωτο δρόμο ο επισκέπτης βρίσκεται μπροστά στο μεγάλο μοναστηριακό συγκρότημα του Βροντοχίου. Περιτριγυρισμένο κάποτε με ιδιαίτερο τείχος, αποτελούσε το πλουσιότερο μοναστήρι του Μυστρά και στην περίοδο της ακμής του Μυστρά υπήρξε κέντρο έντονης πνευματικής κίνησης. Εκεί δίδασκε ο νεοπλατωνικός φιλόσοφος Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, με διάσημους μαθητές του τον Έλληνα καρδινάλιο, Βησσαρίωνα και τον τελευταίο ιστορικό του Βυζαντίου, Λαόνικο Χαλκοκονδύλη. Το μοναστήρι προικισμένο με αυτοκρατορικές δωρεές και πολλά προνόμια απ’ τους δεσπότες, διέθετε μια από τις πλουσιότερες και σπουδαιότερες βιβλιοθήκες της αυτοκρατορίας, είχε διοικητική ανεξαρτησία και υπαγόταν απευθείας στον πατριάρχη Κωνσταντινούπολης. Μέσα στο συγκρότημα υπάρχουν δύο από τις ομορφότερες εκκλησιές του Μυστρά, που φιλοξενούσαν και τάφους των δεσποτών.

Παλαιότερη από τις δύο είναι οι Άγιοι Θεόδωροι, που άρχισαν να χτίζονται από τον ηγούμενο Δανιήλ γύρω στο 1290 και τέλειωσαν το 1296 από τον Μεγάλο Πρωτοσύγκελο Παχώμιο. Ο ναός αυτός μαζί με τον Άγιο Δημήτριο είναι μια από τις πιο παλιές εκκλησίες του Μυστρά. Είναι ναός τύπου σταυρικού οκταγωνικού, με μεγάλο τρούλο, όπως ο Όσιος Λουκάς της Φωκίδας, η Μονή Δαφνιού, η Ρωσική Εκκλησία στην Αθήνα και στις τέσσερις γωνιές υπάρχουν ταφικά παρεκκλήσια των δεσποτών του Μυστρά. Το εξωτερικό του εμφανίζει αρκετή χάρη και ομορφιά, ενώ ο κεραμικός διάκοσμος των επιφανειών και τα διάφορα επίπεδα της στέγης, δείγμα βυζαντινής αρχιτεκτονικής, του δίνουν ιδιαίτερη γραφικότητα. Οι τοιχογραφίες που σώζονται σήμερα ανήκουν στην πρώτη περίοδο της άνθησης της τέχνης του Μυστρά που φτάνει ως το 1350 και είναι μεγάλης καλλιτεχνικής αξίας. Οι μορφές απεικονίζονται ηρωικές, γεμάτες ζωή, με ελευθερία στην κίνηση και ρεαλιστική διάθεση, κάτι που μαρτυρεί εξάρτηση από την παλαιότερη τέχνη. Γενικά έχουν εμφανή την επίδραση της Μακεδονικής Σχολής.

Η Παναγία η Οδηγήτρια, ή «Αφεντικό», είναι η δεύτερη εκκλησία στο Βροντόχι στο ΒΔ άκρη της πόλης και χτίστηκε το 1310 από τον Πρωτοσύγκελο Παχώμιο. Τόσο τα σχέδια, αλλά και οι μάστορες και οι αγιογράφοι που τη διακόσμησαν είχαν έρθει από την Κωνσταντινούπολη. Σαν υλικό κατασκευής χρησιμοποιήθηκε πέτρα για το εξωτερικό και μάρμαρο για την εσωτερική επένδυση. Η Οδηγήτρια ήταν η πρώτη εκκλησία στο Μυστρά όπου εφαρμόστηκε ο σύνθετος αρχιτεκτονικός ρυθμός. Τρίκλιτη βασιλική στη κάτοψη και σταυροειδής με πέντε τρούλους και ένα στο νάρθηκα, στο πάνω μέρος.[1] Στα πλάγια του κυρίως ναού υπάρχουν στοές και ταφικά παρεκκλήσια. Στο παρεκκλήσι στη ΒΔ γωνιά της εκκλησίας είναι θαμμένος ο Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος, γεγονός που έδωσε και την ονομασία «Αφεντικό» στην εκκλησία. Ο περίφημος αυτός δεσπότης, που λίγο πριν το θάνατό του (1443) έγινε μοναχός με το όνομα Θεοδώρητος, απεικονίζεται δυο φορές στον τοίχο πάνω από τον τάφο του: αριστερά με τη μεγαλοπρεπή στολή του δεσπότη και δεξιά με το καλογερικό ράσο. Η μορφή του είναι αντιπροσωπευτικό δείγμα του είδους της προσωπογραφίας έτσι όπως είχε καλλιεργηθεί στο Μυστρά. Το παρεκκλήσι που βρίσκεται στη ΝΔ γωνιά της εκκλησίας έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί στου τοίχους του είναι ζωγραφισμένα και τα χρυσόβουλα των αυτοκρατόρων με τα προνόμια που είχαν δοθεί στο Βροντόχι, τα στοιχεία της τεράστιας περιουσίας του κ.α.

Κοντά στη ΝΑ γωνία του εξωτερικού τείχους (σχεδόν αθέατη) βρίσκεται ένα μικρό μοναστήρι, η Περίβλεπτος. Είναι αφιερωμένο στη Παναγία Περίβλεπτο, ονομασία που προέρχεται από μια φημισμένη εκκλησιά της Κωνσταντινούπολης, χτισμένη στα χρόνια της αυτοκράτειρας Ζωής. Η ίδρυσή του θα πρέπει να τοποθετηθεί στις αρχές του 14ου αιώνα. Είναι βυζαντινού ρυθμού, σταυροειδής με τρούλο, αλλά και με αρκετά αρχιτεκτονικά στοιχεία δυτικού τύπου, όπως ο πύργος πάνω από την τράπεζα. Παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με την Ευαγγελίστρια και την Αγία Σοφία. Η μια πλευρά της στηρίζεται στο βράχο και κρύβει τη σπηλιά που βρίσκεται πίσω. Το σπήλαιο πιστεύεται ότι είναι αυτό που αναφέρει ο Παυσανίας (Λακωνικά 20,7), όπου στην αρχαιότητα γίνονταν τελετές συνδεδεμένες με τα Ελευσίνια μυστήρια. Η εξωτερική όψη του ναού δημιουργεί τέλεια εντύπωση με τις κομψές αναλογίες, την απλότητα στις γραμμές, την επιμελημένη τοιχοδομία και τις οδοντωτές ταινίες, που θυμίζουν κλασικό βυζαντινό κτίσμα του 11ου ή του 12ου αιώνα. Όλο το κτίριο είναι αρκετά ακανόνιστο, εξαιτίας της θέσης του διπλανού βράχου και περιβάλλεται από παρεκκλήσια, τα οποία με τις πλάγιες στοές και το ναό αποτελούν ένα γραφικό σύνολο.

Μεγάλη σημασία όμως παρουσιάζει ο ζωγραφικός διάκοσμος της Περιβλέπτου, που ανήκει στη δεύτερη περίοδο τέχνης του Μυστρά, δηλαδή μετά την ίδρυση του δεσποτάτου. Οι τοιχογραφίες περιλαμβάνουν μεγάλη ποικιλία θεμάτων και είναι οι καλύτερα διατηρημένες απ’ όλες τις εκκλησίες του Μυστρά. Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσιάζει η πλούσια και με πολλές λεπτομέρειες ιστόρηση της παιδική ζωή της Θεοτόκου, με πηγή τα απόκρυφα ευαγγέλια και κυρίως το Πρωτευαγγέλιο του Ιακώβου. Οι μορφές ενός ζευγαριού αρχόντων (δυτικός τοίχος), που προσφέρουν ομοίωμα της εκκλησίας στη Θεοτόκο, πιστεύεται ότι ήταν οι κτήτορες της μονής. Υπάρχει και μια περίεργη ανάγλυφη πλάκα, που απεικονίζει το Μ. Αλέξανδρο να ανεβαίνει στον ουρανό με τη βοήθεια δύο αετών, θέμα αρκετά ασυνήθιστο για ορθόδοξη εκκλησία! Οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου τοποθετούνται χρονικά στο διάστημα 1350-80, αλλά δεν έχουν ούτε το ρεαλισμό των τοιχογραφιών της Μητρόπολης ούτε την ελευθερία του Βροντοχίου. Όμως, παρά τις σοβαρές βλάβες που έχουν υποστεί από την υγρασία και τις επιχρίσεις με ασβέστη, αποτελούν αριστουργήματα που διακρίνονται για τη ζωηρότητα των μορφών, τη δύναμη και τη χάρη των κινήσεων, την ακρίβεια του σχεδίου, τη πλαστικότητα και τη σύνθεση που τις καθιστά άμεσα συγκρίσιμες με τα ψηφιδωτά της Μονής της Χώρας της Κωνσταντινούπολης. Πολλοί ειδικοί θεωρούν ότι οι τοιχογραφίες της Περιβλέπτου ανήκουν σε μια τεχνοτροπία, αντίρροπη της Μακεδονικής, που ανάγεται στη σχολή του 14ου αιώνα, πρόδρομο της Κρητικής Σχολής, η οποία μετά το 15ο και ιδίως το 16ο αιώνα σημείωσε μεγάλη άνθηση και διακρίθηκε για τις θαυμάσιες φορητές εικόνες της. Όπως έγραψε και ο Φώτης Κόντογλου, αυτό που κάνει τη διαφορά στις εικόνες αυτής της εκκλησίας είναι «...το βαθύ αίσθημα και το κατανυχτικό πινέλο».

Κοντά στη Πύλη του Ναυπλίου και τα παλάτια των δεσποτών βρίσκεται η μοναδική εκκλησία της Πάνω Χώρας, η Αγία Σοφία. Είναι σταυροειδής με τρούλο και ψηλό τριώροφο καμπαναριό. Χτίστηκε το 1350 από τον Μανουήλ Κατακουζηνό, πρώτο δεσπότη του Μυστρά,[2] που είχε τη συνήθεια να αφιερώνει όλες τις εκκλησίες που έχτιζε στην Αγία Σοφία. Το κτίριο έχει νάρθηκα, παρεκκλήσια και μια στοά στη βόρεια πλευρά του. Σύμφωνα με την παράδοση, εκεί ενταφιάστηκαν η Θεοδώρα Τόκκου, σύζυγος του Κωνσταντίνου Δραγάτση Παλαιολόγου (1429), που πέθανε στη Γλαρέντζα και η Κλεόπα Μαλατέστα, σύζυγος του Θεόδωρου Α' Παλαιολόγου (1433).

Η αγιογράφηση και οι τοιχογραφίες ανήκει στη δεύτερη περίοδο της τέχνης του Μυστρά (1350-1460), που άρχισε με την ίδρυση του δεσποτάτου και είναι φανερή η έντονη επίδραση της Μακεδονικής Σχολής. Πολύ εντυπωσιακή είναι η Γέννηση της Θεοτόκου και μια πλατιά σύνθεση με γυναίκες που έχουν έρθει να προσφέρουν τα δώρα τους ντυμένες όπως οι αρχόντισσες του Μυστρά. Η Αγία Σοφία, λόγω της θέσης της, ήταν η εκκλησία της αριστοκρατίας της πόλης και στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας είχε μετατραπεί σε τζαμί.

Ακριβώς στην άκρη του γκρεμού, στην ανατολική πλευρά του λόφου και προς τα ΒΔ της Περιβλέπτου, σε μια απότομη κατηφόρα, βρίσκεται η Παντάνασσα, η τελευταία χρονικά μεγάλη εκκλησία που χτίστηκε στον Μυστρά το 1428 με την πιο πολύπλοκη εμφάνιση. Αυτό οφείλεται στο ότι ο ιδρυτής της, Ιωάννης Φραγκόπουλος, «καθολικός μεσάζων και πρωτοστράτωρ» (πρωθυπουργός του Θεόδωρου Β' Παλαιολόγου), έκανε χρήση διαφόρων αρχιτεκτονικών στοιχείων του Μυστρά και της Κωνσταντινούπολης, ενώ παράλληλα ήταν ανοιχτός σ’ επιδράσεις της δυτικής, αλλά και της ισλαμικής τέχνης. Το κτίσμα αυτό του Φραγκόπουλου, που το μονόγραμμά του σώζεται ακόμα σ’ ένα από τα κιονόκρανα 

της νότιας τοξοστοιχίας και στα παράθυρα του δυτικού τοίχου, αντικατοπτρίζει την ύστατη προσπάθεια της βυζαντινής τέχνης για μια νέα συνθετική δημιουργία. Στο εσωτερικό φαίνεται η μίμηση του ρυθμού του Αφεντικού, με μικτό αρχιτεκτονικό ρυθμό: τρίκλιτη βασιλική με τοξοστοιχίες στην κάτοψη και σταυροειδής με πέντε τρούλους στο πάνω μέρος, με τετραώροφο καμπαναριό κι ενσωματωμένη στοά με τρούλο. Οι τοιχογραφίες διακρίνεται σε δυο περιόδους: στην πρώτη (από το τέλος της 3ης δεκαετίας του 15ου αιώνα), ανήκουν οι τοιχογραφίες των πάνω επιφανειών και των υπερώων, ενώ στη δεύτερη (τέλη 17ου-αρχές 18ου αιώνα), ανήκουν αυτές των κάτω επιφανειών των τοίχων. Βέβαια, ο διάκοσμος της Παντάνασσας δεν έχει την καλλιτεχνική αξία αυτού της Περιβλέπτου, ούτε παρουσιάζει μεγάλη ενότητα, γιατί έχει επηρεαστεί από το Αφεντικό και τη Περίβλεπτο και επειδή έχει εκτελεστεί από δυο ζωγράφους. Όμως θεωρείται 

το τελευταίο αντιπροσωπευτικό έργο της βυζαντινής τέχνης, κάτι που αποδεικνύει ότι το Βυζάντιο στα τελευταία χρόνια της ύπαρξής του είχε ακόμα τη δύναμη να αφομοιώνει καλλιτεχνικά στοιχεία και να παράγει καινούργια έργα. Μερικές σκηνές έχουν ιδιαίτερη χάρη, όπως ο Ευαγγελισμός, όπου ο άγγελος βρίσκει τη Θεοτόκο μέσα σε κήπο, δίπλα σε μια κρήνη από όπου πίνουν νερό πέρδικες. Χαρακτηριστική είναι τέλος η εικόνα του Άρχοντα Μανουήλ Λάσκαρη Χατζίκη, ζωγραφισμένη πάνω στον τάφο του (πέθανε το 1445) στη νότια πλευρά του νάρθηκα, με τα ενδύματα της εποχής των Παλαιολόγων και με τα μαλλιά του όμοια με αυτά του αυτοκράτορα Ιωάννη Η' Παλαιολόγου, όπως ο τελευταίος εικονίζεται σε σύγχρονα έργα ζωγραφικής. Αρχικά η μονή ήταν ανδρική, αργότερα όμως μετατράπηκε σε γυναικεία. Εκεί μόνασαν τα τελευταία χρόνια οι δυο αδελφές Ευσεβία και Παϊσία Γιατράκου, που ανήκαν στην ομώνυμη ιστορική οικογένεια και διέθεσαν όλη την περιουσία τους και την ενεργητικότητά τους στην περισυλλογή και διάσωση της μονής και γενικότερα των καλλιτεχνικών θησαυρών του Μυστρά. Σήμερα οι λιγοστές καλόγριες που ζουν στην Παντάνασσα, είναι οι μόνοι μόνιμοι κάτοικοι της σιωπηλής πολιτείας και ασχολούνται με τη χειροτεχνία, τη ζωγραφική και τη ξενάγηση των επισκεπτών του Μυστρά, αλλά και με τον καθαρισμό και τη συντήρηση πολλών τοιχογραφιών.
Εκτός από τις επτά μεγάλες εκκλησίες που αναφέραμε, υπάρχουν ακόμα περίπου είκοσι, διάσπαρτες σε ολόκληρη την περιοχή των ερειπίων του Μυστρά. Άλλες διατηρούνται ακέραιες, άλλες είναι μικρά παρεκκλήσια, άλλες ερειπωμένες κι άλλες είναι γνωστή μόνο η θέση τους.


ΤΟ ΚΑΣΤΡΟ, ΟΙ ΟΧΥΡΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΥΛΕΣ

Στην κορυφή του βραχώδους λόφου του Μυζηθρά δεσπόζει πάνω από την πόλη το περίφημο κάστρο, «το μέγα δυναμάριν», που χτίστηκε το 1249 από τον Γουλιέλμο Β' Βιλεαρδουίνο. Το πρώτο αυτό κτίσμα, που οι συνεχείς επισκευές και προσθήκες των Βυζαντινών και των Τούρκων έχουν αλλάξει την αρχική του μορφή, ήταν κι ο πυρήνας γύρω από τον οποίο αναπτύχθηκε λίγο μετά η φημισμένη καστροπολιτεία του Μοριά. Ο πιο εύκολος τρόπος για να φτάσει κανείς εκεί είναι από την πάνω πύλη, την πύλη του Ναυπλίου, με τη σιδερένια κινούμενη θύρα, η οποία διέθετε ισχυρή οχύρωση με ένα συγκρότημα τετράγωνων και στρογγυλών πύργων. Πίσω από την εκκλησία της Αγίας Σοφίας ξεκινάει ένα μικρό μονοπάτι που οδηγεί στην πύλη του κάστρου, προστατευμένη από έναν ισχυρό πύργο, έργο των Βυζαντινών.

Το κάστρο είναι μακρόστενο, εκτείνεται σε μήκος 170 μέτρων και περιβάλλεται από δύο τείχη, που ακολουθούν την κλίση και τη μορφολογία του εδάφους. Στην ανατολική και ΝΑ πλευρά είναι συνεχή, ενώ στη νότια και δυτική συμπληρώνουν τα κενά που αφήνει η φυσική διαμόρφωση του εδάφους. Το πρώτο, το εσωτερικό, κατασκευάστηκε για να προστατεύει τους πρώτους κατοίκους που εγκαταστάθηκαν κάτω από το κάστρο στο δεύτερο μισό του 13ου αιώνα. Η αφετηρία του βρίσκεται στο δυτικό άκρο του κάστρου, κατεβαίνει τον απότομο βράχο, περνάει κάτω από τα παλάτια, από την Παντάνασσα και συνεχίζει προς τα νότια, φτάνοντας μέχρι την άκρη του βράχου. Ψηλότερα, στη ΒΔ γωνία, βρίσκεται ο εσωτερικός περίβολος, το κυρίως «δυναμάρι» του κάστρου, που στη νότια πλευρά του, κολλητά στο τείχος, σώζονται τα ερείπια της κατοικίας του διοικητή του κάστρου, μια δεξαμενή, ένα ερειπωμένο παρεκκλήσι, το παλιό πιθανώς κτίσμα του Μυστρά κι ένας στρογγυλός πύργος (βίγλα), όπου φρουρούσαν οι «βιγλάτορες» (παρατηρητές) και έλεγχαν το πέρασμα του Ταϋγέτου, που περνάει χαμηλότερα στη χαράδρα στο δυτικό άκρο.
Το δεύτερο τείχος, το εξωτερικό, ξεκινά από τη βόρεια πλευρά του πρώτου, περνά κάτω από το συγκρότημα του Βροντοχίου και της μητρόπολης, από τον πύργο της σημερινής εισόδου προς τον αρχαιολογικό χώρο και από την πύλη της Μαρμάρας, καταλήγοντας στην Περίβλεπτο. Οι τετράγωνοι πύργοι που υπάρχουν σε ορισμένα διαστήματα είχαν σκοπό να ενισχύσουν την άμυνα της οχύρωσης. Στον εξωτερικό περίβολο σώζονται ερείπια από οικοδομήματα της εποχής της τουρκοκρατίας, μια δεξαμενή και ένας ισχυρός κυκλικός πύργος. Η θέα προς τον Ταΰγετο και την κοιλάδα του Ευρώτα είναι πραγματικά συγκλονιστική. Έξω από τα τείχη της πόλης, προς το ΒΑ άκρο του κάστρου, βρισκόταν η εβραϊκή συνοικία.

Ο Μυστράς είχε τρεις πύλες: τη Μαρμάρα, που πήρε το όνομά της από τη ρωμαϊκή σαρκοφάγο που χρησίμευε ως κρήνη[3] μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα. Την πύλη με τον πύργο, που αποτελεί την κύρια είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο και στην οποία καταλήγει ο αμαξιτός δρόμος. Την πύλη του Ναυπλίου, με τη σιδερένια κινούμενη θύρα, που είχε ισχυρή οχύρωση με ένα συγκρότημα τετράγωνων και στρογγυλών πύργων. Όσοι έρχονταν από την Κάτω Χώρα έμπαιναν στον Μυστρά από την πύλη της Μονεμβασιάς ή Σιδερόπορτας, που είχε μια σιδερένια καταρακτή θύρα (θύρα που ανεβοκατέβαινε).


ΤΑ ΠΑΛΑΤΙΑ, ΤΑ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΚΑΙ ΤΑ ΣΠΙΤΙΑ

Η πύλη της Μονεμβασιάς οδηγεί από την Κάτω Πόλη στην πλατεία της Άνω Πόλης, όπου υψώνονταν κάποτε μεγαλοπρεπή παλάτια των δεσποτών και τα αρχοντικά των αξιωματούχων του Μυστρά. Τα ερείπιά τους προκαλούν ακόμα και σήμερα το θαυμασμό. Πρόκειται για ένα επιβλητικό συγκρότημα μνημειακού ύψους, πάνω σε ένα βραχώδες έξαρμα, ώστε να δεσπόζει σε όλη την πόλη. Μπροστά απλώνεται η ευρύχωρη πλατεία, από όπου κάποτε γίνονταν οι επίσημες τελετές και οι δημόσιες συγκεντρώσεις, περνούσαν οι αυτοκρατορικές πομπές και στα μπαλκόνια τριγύρω κάθονταν οι δέσποινες του Μυστρά. Αργότερα, στην περίοδο της τουρκοκρατίας η μεγάλη πλατεία χρησίμευε ως χώρος αγοράς, όπου γινόταν το παζάρι, γι’ αυτό και ονομαζόταν φόρος (από το λατινικό forum). Στη ΒΔ άκρη της πλατείας σώζεται η κρήνη των Καντακουζηνών και ο πλάτανος.

Στη ρίζα του βράχου, κάτω από το κάστρο, στο πλάτωμα της Άνω Πόλης, σώζονται σε πολύ καλή κατάσταση τα εντυπωσιακά παλάτια των Καντακουζηνών και των Παλαιολόγων, των δύο οικογενειών που διοικούσαν τον Μυστρά ως δεσπότες. Τα ογκώδη κτίρια, χαρακτηριστικά δείγματα μεσαιωνικής αρχιτεκτονικής, έχουν δύο πτέρυγες (η μία ΒΑ και η άλλη ΒΔ) και είναι χτισμένα κάθετα το ένα με το άλλο σε σχήμα ορθής γωνίας. Το πρώτο κτίριο της ΒΔ πτέρυγας ανήκει στη πρώτη περίοδο (1250-1350), με οξυκόρυφα γοτθικά παράθυρα και με ένα μικρό (αναστηλωμένο) εξώστη, επηρεασμένο από τη δυτική αρχιτεκτονική. Αποκαλείται «Ανάκτορο των Καντακουζηνών», που κάποια τμήματά του πρέπει να χτίστηκαν από τους πρώτους Φράγκους κυρίαρχους του Μυστρά. Πίσω από αυτό υπάρχει ένα συνεχόμενο κτίριο που ανήκει στη δεύτερη περίοδο (1350-1400) και πρόκειται για το πιο σημαντικό διώροφο κτίριο του Μυστρά που χρησίμευε ως κατοικία των δεσποτών.

Κάθετο στο κτιριακό αυτό συγκρότημα υπάρχει ένα άλλο κτίριο που ανήκει στην τρίτη περίοδο (1400-60) και είναι το παλάτι των Παλαιολόγων. Χτισμένο σε ενιαίο σχέδιο, είναι το τελευταίο κτίριο των παλατιών και καταλαμβάνει όλη τη νότια πτέρυγα. Είναι ένα μεγάλο ορθογώνιο παραλληλόγραμμο οικοδόμημα, μήκους 38 μ. και πλάτους 12 μ., με ημιυπόγειο, δύο ορόφους και διώροφη στοά μπροστά. Η πρόσοψή του μοιάζει με το παλάτι του Πορφυρογέννητου στην Κωνσταντινούπολη και με τα ανάκτορα της πρώιμης Αναγέννησης στην Ιταλία. Στα 8 διαμερίσματα του πρώτου ορόφου ήταν εγκαταστημένοι οι σωματοφύλακες κι οι κρατικές υπηρεσίες. Όλος ο δεύτερος όροφος αποτελούσε μία αίθουσα, τη μεγαλοπρεπή αίθουσα του θρόνου, τον χρυσοτρίκλινο των Βυζαντινών. Στην ανατολική της πλευρά έχει μια σειρά από 8 μεγάλα γοτθικά παράθυρα και μια δεύτερη από 6 κυκλικά ανοίγματα (φεγγίτες). Η αίθουσα αυτή θερμαινόταν με τζάκια που οι καμινάδες τους περνούσαν μέσα από το δυτικό τοίχο. Δυστυχώς, τα έργα αναστήλωσης κι αποκατάστασης που γίνονται αυτήν την εποχή δεν επιτρέπουν την πρόσβαση στο εσωτερικό τους. Όμως, έστω και από μακριά, ο όγκος τους είναι ιδιαίτερα επιβλητικός και το μνημειακό τους ύφος μοναδικό. Το παλάτι αυτό πυρπολήθηκε το 1464 κατά την επιδρομή του Μαλατέστα. Διάφοροι περιηγητές, κυρίως στην Τουρκοκρατία, εντυπωσιασμένοι στη θέα τους, τα περιγράφουν με την ονομασία «Παλάτια του Μενελάου», ενώ η λαϊκή μούσα τα τραγούδησε ως «Σαράγια της Βασιλοπούλας».

Στη συνοικία γύρω από τα παλάτια υπάρχουν τα εντυπωσιακά ερείπια από τα αρχοντικά των αξιωματούχων του Μυστρά. Οι χρονικογράφοι της εποχής μιλάνε για περισσότερα από 2.000 αρχοντικά σπίτια, αριθμός που δείχνει τον πλούτο και την αίγλη της πόλης. Τα κτίρια αυτά, καθώς και οι κατοικίες των πλουσίων, αλλά και τα κοινά σπίτια είχαν συνήθως δύο ή τρία πατώματα, αν υπολογιστεί και το υπόγειο. Τα περισσότερα από αυτά έχουν διατηρήσει το αρχικό τους σχέδιο και την εξωτερική τους εμφάνιση και, επειδή δεν έχουν ανακατασκευαστεί ή αναστηλωθεί, βοηθούν στη διαμόρφωση μιας σαφούς εικόνας σχετικά με την κοσμική αρχιτεκτονική στην περίοδο 1300-1700. Προσφέρουν επίσης πολύτιμα στοιχεία για τα υλικά δόμησης, τον τρόπο χρήσης τους κ.α. Τα σπίτια, μεμονωμένα συνήθως μέσα σε μια αυλή ή και εφαπτόμενα με άλλα, εμφανίζουν στη κάτοψη επίμηκες ορθογώνιο παραλληλόγραμμο σχέδιο. Το ισόγειο στεγαζόταν με καμάρα ή θόλους και χρησίμευε ως στάβλος ή αποθήκη. Ο πρώτος όροφος είχε μόνο μια μεγάλη αίθουσα, τον τρίκλινο, ενώ η στέγη ήταν κεραμωτή, ξύλινη και η πρόσοψη με τον ηλιακό (εξώστη) έβλεπε πάντα προς την κοιλάδα του Ευρώτα. Τα παλαιότερα και πλουσιότερα σπίτια διέθεταν έναν τετράγωνο αμυντικό πύργο, αποχωρητήριο που εξείχε σε μια γωνιά του τρίκλινου και σε ορισμένες περιπτώσεις ένα μικρότερο κτίσμα για υπνοδωμάτια (το κουβούκλιο) ή μαγειρεία και χώρους του προσωπικού. Η μελέτη τους έχει αποκαλύψει μοναδικά στοιχεία για την αστική αρχιτεκτονική από τον 13ο έως το 17ο αιώνα. Τα πιο εντυπωσιακά και καλύτερα σωζόμενα σπίτια σήμερα είναι το λεγόμενο Παλατάκι, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, το σπίτι του «Φραγκόπουλου» κοντά στη Περίβλεπτο και το σπίτι του «Λάσκαρη» στη συνοικία της Μαρμάρας. Από αυτό φαίνεται η απλότητα του τρόπου ζωής των κατοίκων του Μυστρά, καθώς και οι αμυντικοί προσανατολισμοί στην αρχιτεκτονική που επιβίωσαν στους πύργους της Μάνης και δηλώνουν γενικά την ανασφάλεια που επικρατούσε στην υστεροβυζαντινή περίοδο. Τέλος, χαμηλά στην Κάτω Χώρα, κοντά στην είσοδο βρίσκεται ακόμα η όμορφη κατασκευή στις πηγές των Κρεβατάδων, μιας ακόμα από τις αρχοντικές οικογένειες του Μυστρά. Τα τελευταία χρόνια πραγματοποιούνται εντατικές εργασίες αναστήλωσης των κυριότερων μνημείων.


Ο ΜΥΣΤΡΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΛΟΓΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ Πρώτος περιηγητής - αρχαιολόγος, με τη σημερινή έννοια της λέξης, μπορεί να θεωρηθεί ο Ιταλός Κυριακός Πιτσίκολι, από την Αγκώνα, που επισκέφτηκε πολλές φορές την Ελλάδα και μάλιστα τη Λακωνία και τον Μυστρά από το 1436-47, για να συλλέξει πληροφορίες για την αρχαία Σπάρτη και διάφορα ελληνικά χειρόγραφα. Δεν αποκλείεται, μαζί με τις αρχαιολογικές έρευνες, να συγκέντρωνε και στοιχεία πολιτικής και στρατιωτικής φύσης για τους Τούρκους, γιατί είναι γνωστό ότι αργότερα χρησίμευσε κι ως γραμματέας του σουλτάνου Μωάμεθ Β', στην αυλή του οποίου βρισκόταν γύρω στο 1454. Έγραψε και έμμετρο επίγραμμα για τον Μυστρά στα ιταλικά, που το μετέφρασε ο Γεμιστός Πλήθων.

Το 1464 ο Σιγκισμόντο Μαλατέστα ήρθε στον Μυστρά ως επιδρομέας και το 1465 επισκέφτηκε την πόλη ο Ιταλός Τζιαμπέττι. Το 1676 ο Λα Γκυλλετιέρ έγραψε τα βιβλία «Λακεδαίμων» και «Αθήνα αρχαία και νεότερη», όπου συγχέεται ο Μυστράς με την αρχαία Σπάρτη και η σύγχυση αυτή συνεχίζεται από τον Κορονέλι (1681) και τον αβά Φουρμόν (1728). Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον «Χρονογράφο» Δωρόθεο Μονεμβασίας (1631), που στο κεφάλαιο «Περί πότε πήραν οι Φράγκοι τον Μορέα» θεωρεί τον Μυστρά σαν την ίδια τη Σπάρτη. Ο ίδιος χρονογράφος, στο ίδιο κεφάλαιο, αναφέρει τα σχετικά με το γάμο του Γουλιέλμου Βιλεαρδουίνου με την Άννα, κόρη του δεσπότη της Άρτας, Μιχαήλ Β' Άγγελου Κομνηνού και λέει ότι αυτή ήταν πολύ όμορφη και χαριτωμένη σαν δεύτερη Ελένη του Μενελάου.
Φαίνεται ότι η είδηση αυτή ήταν ο πρώτο σπινθήρας της τολμηρής ιδέας του Γκαίτε να παρουσιάσει στο δεύτερο «Φάουστ» τη θρυλική Ελένη της ομηρικής Σπάρτης, να επιζεί για δεύτερη φορά ως σύζυγος του Φράγκου πρίγκιπα της μεσαιωνικής Σπάρτης, που μέχρι τότε ταυτιζόταν ακόμα με το Μυστρά και του οποίου το κάστρο και τη θέση την περιγράφει ως εξής:
«Έρημο ήταν το χαραδροβούνι εκεί,

Που πίσω από τη Σπάρτη βορεινά τραβά,
στον Ταΰγετο ακουμπώντας και που γελαστό,
εκείθε ρυάκι ρέει ο Ευρώτας κι έπειτα,
μες στην κοιλάδα, καλαμόζωστος, πλωτός,
τους κύκνους τρέφει. Πέρα κει μια τολμηρή
φυλή, που από την Κιμμέρια νύχτα πλάκωσε,
μες στη βουνοκοιλάδα εγκαταστάθηκε,
αθόρυβα και κάστρο απάτητο έχτισε...»

Έτσι, η σύγχυση της Σπάρτης και του Μυστρά συνέχισε μέχρι την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα και πρώτος ο Σατομπριάν, που επισκέφτηκε τη Λακωνία (1806), δίνει στοιχεία στο «Οδοιπορικό» του (1827) και ειδήσεις σχετικά με τη θέση της κλασικής Σπάρτης και περιγραφή του Μυστρά. Την ίδια περίπου εποχή τον Μυστρά επισκέφτηκαν ο Γάλος Πουκεβίλ και ο Άγγλος Λικ και αργότερα ο ιστορικός της Φραγκοκρατίας στην Ελλάδα Μπισόν, που έδωσε περισσότερα στοιχεία για τον Μυστρά.

[1] Ο ίδιος τύπος αποτέλεσε πρότυπο αργότερα για την Παντάνασσα, ενώ στα μέσα του 15ου αιώνα τον απομιμήθηκε ο μητροπολίτης Ματθαίος για να κατασκευάσει τη Μητρόπολη.
[2] Σώζεται το μονόγραμμά του στο ΝΔ κιονόκρανο και στα επίκρανα των δυτικών παραστάδων.
[3] Σήμερα έχει μεταφερθεί στην αυλή της Μητρόπλης.

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!