Οι Κοσμολογικές και Οντολογικές θεωρίες των Αρχαίων Ελλήνων

(Σε συνέχεια του προηγούμενου άρθρου μου, περί της Φιλοσοφικής αμφισβήτησης του Μύθου. Εδώ σε επιτομή, οι θεωρίες των βασικότερων αρχαίων φιλοσόφων, που αμφισβητούν την παραδοσιακή μυθολογία και την θρησκευτική ερμηνεία της εποχής τους για τους θεούς, και για τη δημιουργία του κόσμου ) 
 του Γεράσιμου Γ. Γερολυμάτου 
 Η φιλοσοφία στα πρώτα της βήματα επεδίωξε την ερμηνεία βασικών «θεολογικών» όρων, που έδιναν απαντήσεις στα μέχρι τότε αναπάντητα ερωτήματα του αρχαίου κόσμου. Άρχισε να κάνει λόγο για «τα πράγματα του ουρανού», για «τα πράγματα υπό κάτω της γης», για την «αρχή» από την οποία τα πάντα απέκτησαν την οντότητα τους. Πρεσβεύει ότι ο κόσμος είναι δυνατόν να κατανοηθεί ως ενότητα προερχόμενη από μια «αρχή». Ότι υπάρχει «γίγνεσθαι» που το χαρακτηρίζει η ύπαρξη αυστηρών νόμων και που δεν μπορεί να επηρεάσει ο άνθρωπος, η φύση και το υφιστάμενο σύμπαν τελικώς είναι κόσμος, «τάξη». Από την παράδοση παρέλαβαν την μορφή του μύθου της αφηγήσεως περί του παρελθόντος για να περιγράψουν τη γένεση του κόσμου. Ωστόσο,οι θέσεις και οι θεωρίες αυτών των πρώτων «φιλοσοφούντων περί πάντων», που χαρακτηρίζονταν ως σοφοί και απευθύνονταν γραπτά με τη μορφή βιβλίου σε ένα κοινό με ανοιχτούς πνευματικούς ορίζοντες, θεμελίωσαν τη λογική πάνω στην οποία άρχισε να προσκρούει σταδιακά η εξωπραγματικότητα των μύθων. Οι φιλόσοφοι άρχισαν να είναι εκείνοι που διαμόρφωναν πλέον το νέο ύφος της αρχαίας θρησκευτικής συνείδησης μέσα από μια θεολογία της φιλοσοφίας. Πολλοί ίδρυσαν Σχολές, είχαν μαθητές και απήχηση σε κάποιο κοινό.

Ήδη από τον 5ο π.Χ. αι., διαπιστώνει κανείς, ότι στα ερωτήματα για την αρχή του κόσμου και την ύπαρξη των θεών, εκδηλώθηκε μια αντίθεση στους κόλπους της φιλοσοφίας, που έφτασε με διάφορες μορφές μέχρι τις μέρες μας. Αυτή η διαμάχη εκφράστηκε από δύο γενικά, κύριες τάσεις με όλες τις ενδιάμεσες θέσεις τους, αν δεν είναι επισφαλής μια τέτοια απλούστευση. Το γεγονός δίνει βάση στην ιδέα, πως η αντίθεση αυτή αποτελεί μια εγγενή συνέπεια της εξέλιξης της συνείδησης, που απέναντι στην θέση της αρχής του θεού και του πνεύματος, αντιπαράθεσε την αντίθεση του κόσμου της ύλης και των αισθήσεων. Και λέω θέση και αντίθεση, επειδή ιστορικά, τουλάχιστον, η πίστη σε κάποια μεταφυσική αρχή του κόσμου, προηγείται κατά χιλιετίες της αμφισβήτησής της και της εμφάνισης μιας αντίθετης προς αυτήν ιδέας. Αυτή η χρονική αλληλουχία καθιστά την πρώτη περίπτωση σε θέση και τη δεύτερη σε αντίθεση. Με τον ίδιο τρόπο που την δράση ακολουθεί η αντίδραση, το ένα είναι ο λόγος και το άλλο ο αντίλογος. Η θέση γεννά την αντίθεση και η αντίθεση οφείλει την ύπαρξή της στη θέση, όμως την επιβεβαιώνει κιόλας. Η σχέση αυτή μπορεί να αλλάξει, αν κάποτε η αντίθεση μπορούσε να γίνει θέση, όμως δεν ξεκίνησε έτσι και ίσως δεν γίνει ποτέ. Γιατί μέσω της κατάφασης της θέσης, η σχέση μεταξύ τους έγινε αναπόδραστη όπως είναι αυτή του σώματος με το είδωλό του, ή όπως του ήλιου με τις σκιές. Η αντίθεση, λοιπόν, υπάρχει μόνο επειδή υπάρχει η θέση, όμως η υπεροχή της θέσης είναι το ότι, ως αρχική και αυτάρκης πρόταση δεν έχει την ανάγκη της αντίθεσης για να υπάρξει.

Στην πρώτη ομάδα, που εξέφραζε μια θεογονική αρχή για τον κόσμο, όπου η ύπαρξη των θεών και η αθανασία της ψυχής ήταν δεσπόζουσες φιλοσοφικές ιδέες, παρόλες τις επιμέρους διαφορές τους, ανήκαν φιλόσοφοι όπως, ο Διογένης ο Απολλωνιάτης, ο Ξενοφάνης, ο Παρμενίδης, ο Πυθαγόρας, ο Εμπεδοκλής, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, ο Σπεύσιππος, ο Ξενοκράτης, ο Πλούταρχος κ.α. Επίσης όλοι όσοι στους αιώνες τους ακολούθησαν μέχρι σήμερα αποδεχόμενοι τις βασικές αρχές των θεωριών τους, όπως οι Στωϊκοί, οι Νεοπυθαγόρειοι, ο Απολλώνιος Τυανέας και ο Ευξίθεος, οι Νεοπλατωνικοί Πλωτίνος και Πρόκλος, οι Σχολαστικοί φιλόσοφοι, ο Διονύσιος Αρεοπαγίτης και οι χριστιανοί φιλόσοφοι, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, οι Ιδεαλιστές φιλόσοφοι του 18ου αι. κ.λ.π.

Η δεύτερη ομάδα των φιλοσόφων, εξέφραζε σε γενικές γραμμές έναν διακηρυγμένο υλισμό, που εδραζόταν σε μια φυσική άποψη για τον κόσμο και αντιμετώπιζε με άρνηση ή σκεπτικισμό την ύπαρξη των θεών ή κάποιας μεταφυσικής αρχής. Στην ομάδα αυτή μπορούν να συμπεριληφθούν παρόλες τις επιμέρους διαφορές τους, οι εξής Σχολές και φιλόσοφοι και όλοι οι στοχαστές, που ακολούθησαν από τότε τα διδάγματά τους ανά τους αιώνες. Ο Αναξαγόρας, ο Λεύκιππος, ο Δημόκριτος, ο Ηράκλειτος, οι Σοφιστές Πρωταγόρας και Γοργίας, ο Επίκουρος, ο Λουκρήτιος, οι Σκεπτικοί, ο Διαλεκτικός Υλισμός με τους Μάρξ, Έγκελς, οι Υπαρξιστές κ.α.

Η αντίθεση αυτή εμφανίστηκε για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, στην φυσική φιλοσοφία της αρχαίας Ελλάδας, ενώ επανεμφανίστηκε με άλλες μορφές στην Αναγέννηση και στο Διαφωτισμό. Πουθενά άλλου, εκτός ίσως από την Ινδία, όπου επίσης έχουν καταγραφεί την ίδια περίπου εποχή τον 6ο π.Χ., αι. ανάλογες αμφισβητήσεις από φιλοσοφικές αντιλήψεις παραπλήσιες των Ελλήνων φιλοσόφων,[1] όπως η υλιστική θεωρία Τσαρβάκα και οι Ναστίκα-Λοκαγιάτα που αρνούνταν την αυθεντικότητα των Βεδών, δεν είχε διακηρυχθεί, τουλάχιστον σε τέτοιο εύρος και με τρόπο επιστημονικό, μια άποψη τόσο ριζοσπαστική για την εποχή της, καθώς στο σύνολό της η ανθρωπότητα παρέμενε έως τότε ποικιλοτρόπως θρησκευτική.

Μια ανασκόπηση της φιλοσοφίας της εποχής μας δίνει ο ίδιος ο Αριστοτέλης:«Σύμφωνα με την αντίληψη αυτών που πρώτοι φιλοσόφησαν και οι περισσότεροι των οποίων πίστευαν πως ο κόσμος συνίσταται μόνο από υλικές αρχές. Δηλαδή απ΄αυτό που συνίστανται όλα τα όντα και απ΄αυτό που αρχικά προέρχονται και σ΄αυτό που τελικά καταλήγουν καταστρεφόμενα, ενώ η ουσία παραμένει σταθερή και αλλάζει μόνο καταστάσεις, αυτό το ονόμασαν «στοιχείο» και λένε πως είναι η αρχή των όντων. Όμως για τον αριθμό και το είδος της αρχής αυτής δεν έχουν όλοι την ίδια γνώμη». Η ανασκόπηση αυτή θα μας ανάγει στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 6ου αι., στους Ίωνες φυσικούς φιλοσόφους – τους λεγόμενους Προσωκρατικούς.Στους Ίωνες φυσικούς φιλοσόφους βρίσκουμε το Θαλή τον Μιλήσιο που θεωρεί το νερό αρχή των πάντων (624-546 π.Χ), τον Φερεκύδη από τη Σύρο και τον Αναξίμανδρο(610-545 π.Χ), που «θεώρησε ως πρώτη αρχή των όντων το άπειρον, το απέραντο.Γιατί; «για να μην εξαντλείται η ζωή».

Ο Αναξιμένης (585-525 π.Χ) και ο Διογένης ο Απολλωνιάτης «βάζουν τον αέρα πριν το νερό και τον θεωρούν ως την κύρια αρχή της γέννησης των απλών σωμάτων»[2]. Ο Διογένης ο Απολλωνιάτης ταυτίζει το νου που κινεί τα πάντα με τον αέρα και τον ονομάζει «θεό» και «Δία», τον σχετίζει δε με την έννοια της πρόνοιας, της ανώτερης και κατευθυντήριας λογικής που ρυθμίζει τον κόσμο. Σε κάθε άνθρωπο ενυπάρχει ένα μέρος αυτού του σκεπτόμενου αέρα «ένα μικρό μέρος του θεού». Μια παρόμοια θέση του Σωκράτη για την πρόνοια του θεού μας δίνει ο Ξενοφών, αλλά και ο Πλάτων στον διάλογο «Φαίδων» ή περί Ψυχής[3]. Η λέξη «πρόνοια» μαρτυρείται ακόμα και στον Ηρόδοτο ο οποίος παρατηρεί ότι, «η πρόνοια του θείου» είναι αυταπόδεικτη απ΄τον τρόπο λειτουργίας της φύσης. Ο Ξενοφάνης ο Κολοφώνιος (560-480 π.Χ), «συνέλαβε την ιδέα του ενισμού, του ενός όντος…Και αφού αντίκρυσε την ουράνια σφαίρα είπε το ένα είναι ο θεός»[4]. Για τον Ξενοφάνη ο θεός και το σύμπαν είναι μια και αυτή πραγματικότητα, ένα μοναδικό, αμετάβλητο, Καθολικό Όν, το οποίο εμπεριέχει την Αρχή όλων των πραγμάτων.

Οι Αρχαίοι Πυθαγόρειοι, «Ο Ίππασος από το Μεταπόντιο και ο Ηράκλειτος από την Έφεσο θεωρούν τη φωτιά ως πρώτη αρχή του κόσμου»[5]. «Άλλοι πάλι απ΄αυτούς τους παλαιούς φιλοσόφους ισχυρίζονται ότι οι αρχές των όντων είναι δέκα, τις οποίες έλεγαν ζευγαρωτά (πέρας-άπειρο, περιττό-άρτιο, ένα-πλήθος, δεξιό-αριστερό, αρσενικό-θηλυκό, ήρεμο-κινούμενο, ευθύ-καμπύλο, φως-σκοτάδι, αγαθό-κακό, τετράγωνο-ετερόμηκες). Αυτήν ακριβώς την αντίληψη «είχε και ο Αλκμαίων από τον Κρότωνα»[6]. Ο Λεύκιππος και ο μαθητής του Δημόκριτος (470-360 π.Χ) ανέπτυξαν περιεκτικές ορθολογικές ερμηνείες του κόσμου. Αυτοί «ισχυρίζονται ότι από αδιαίρετα σωματίδια (άτομα) συνίστανται τα άλλα πράγματα, ενώ αυτά τα άτομα είναι άπειρα κατά τον αριθμό και τη μορφή, τα ίδια τα πράγματα όμως διαφέρουν μεταξύ τους ανάλογα με τα άτομα από τα οποία συνίστανται, από τη θέση και τη διάταξη αυτών (των ατόμων)»[7]. «Για το «πάντοτε» όμως (ο Δημόκριτος) δεν το θεωρεί απαραίτητο να αναζητήσει την πρώτη αιτία του (αρχή του)»[8]. Έτσι για αυτούς το σύμπαν αποτελείται από το πλήρες και το κενό. Οι διαφορετικοί βαθμοί συμπυκνώσεως των ατόμων δίνουν και τη διαφορετική πυκνότητα των σωμάτων, τα οποία κινούνται πάντα στο μέσον του κενού.

Η σοφιστική, που οι πιο περίφημοι εκπρόσωποί της ήταν ο Πρωταγόρας και ο Γοργίας ο Λεοντίνος, δεν υπήρξε επιστημονικό κίνημα, αλλά σύμφωνα με τα λόγια του Γαίγκερ «μια πλημμυρίδα της επιστήμης» που πρόκυψε από την προσέγγιση του επιστημονικού στοιχείου με παιδαγωγικά, πολιτικά και κοινωνικά ενδιαφέροντα[9]. Ο Αριστοτέλης, βέβαια, γράφει ακολουθώντας τον Πλάτωνα: «Η σοφιστική φαίνεται σαν γνώση στην ουσία όμως δεν είναι, και ο σοφιστής επομένως είναι μεταπράτης φαινομενικών γνώσεων και όχι πραγματικών»[10]. Για τον Πρωταγόρα από τα Άβδηρα της Θράκης και θεμελιωτή του σχετικισμού, ο άνθρωπος είναι το μέτρο όλων των πραγμάτων, «πάντων χρημάτων μέτρον άνθρωπον είναι». «Ο Πρωταγόρας δηλαδή λέγει ότι μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος, για όσα είναι ότι είναι, για όσα δεν είναι ότι είναι»[11]. Και αλλού: «για τους θεούς δεν μπορώ να ξέρω ούτε ότι υπάρχουν ούτε ότι δεν υπάρχουν, ούτε και με τι μοιάζουν, γιατί πολλά είναι τα εμπόδια για να τους γνωρίσουμε, κι ακόμα γιατί τα πράγματα είναι ασαφή και η ζωή των ανθρώπων σύντομη»[12].

Ο Γοργίας ο Λεοντίνος υποστήριζε:«Δεν υπάρχει τίποτε και, αν υπάρχει, είναι ακατανόητο για τον άνθρωπο, και άν ήταν κατανοητό, δεν θα ήταν δυνατό να ειπωθεί και να εξηγηθεί και στους άλλους». Για το θάνατο πίστευε ότι ήταν μια ταυτόχρονη διάλυσις του σώματος και της ψυχής[13]. Ο Επίκουρος πάλι, ακολουθώντας την υλιστική φιλοσοφία του Δημόκριτου, απέδιδε ατομική δομή σε όλες τις μορφές της φυσικής και πνευματικής πραγματικότητας. Η ψυχή για τον Επίκουρο ταυτίζεται με ένα σύνθεμα ατόμων, ενοικεί στην καρδιά και διαλύεται με το τέλος της ζωής, κατά το θάνατο. Όλη η γνώση προκύπτει από την αντίληψη, την οποία λαμβάνουμε από τις αισθήσεις. Ο Επικούριος Λουκρήτιος (95-42 π.Χ) διακήρυσσε ότι: «Ο θάνατος δεν είναι τίποτα για εμάς και δεν μας ενδιαφέρει, αφού η φύση της διάνοιας είναι θνητή»[14]. Υποστήριζε ότι ήταν αδύνατο να διαχωριστεί το σώμα από την ψυχή ή ζωτικό πνεύμα: «Το ζωτικό πνεύμα είναι παρών σε ολόκληρο το σώμα…το σώμα από μόνο του ποτέ δε βιώνει τη γέννηση ή την ανάπτυξη, και βλέπουμε ότι δεν υφίσταται μετά το θάνατο…ο νους είναι θνητός»[15].

Στα τέλη του 5ου αι, ο Σωκράτης (469-399 π.Χ) ανανέωσε τη φιλοσοφική σκέψη, πράγμα που έδωσε ώθηση, κατά τον 4ο αι, στον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη. Ο Πλάτωνας καθώς λένε, ήταν αφοσιωμένος στο μήνυμα του θεϊκού του Σωκράτη. Εξίσου αφοσιωμένος ήταν και ο Αριστοτέλης στο μεγάλο του δάσκαλο[16]. Οι διδασκαλίες τους αποτελούν, τρόπον τινά, εξέλιξη η μια της άλλης και είναι αυτές πάνω στις οποίες βασίστηκε κυρίως η δυτική φιλοσοφική σκέψη μέχρι και σήμερα ακόμα.

http://peritexnisologos.blogspot.gr/2012/12/blog-post_3.html

(Το κείμενο αποτελεί μέρος της μελέτης μου με τον τίτλο: «ΤΑ ΦΥΣΙΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΣΤΗΝ ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΣΤΗ ΘΡΗΣΚΕΙΑ-Μια επισκόπηση της ανάπτυξης του Πολιτισμού», Β΄Μέρος ΑΡΧΑΙΟΣ ΚΟΣΜΟΣ, κεφ. 3. ΟΙ «ΠΕΡΙ ΘΕΩΝ ΚΑΙ ΟΝΤΩΝ» ΦΙΛΟΣΟΦΙΕΣ ΤΩΝ ΑΡΧΑΙΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ, παρ. 3.2 Οι Κοσμολογικές και Οντολογικές θεωρίες των Αρχαίων Ελλήνων)

-->

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!