Η Αγροτική Πολιτική αποτέλεσε το πρώτιστο μέλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης ήδη από το 1962 για μια κοινή αγροτική πολιτική, ολοκληρωμένη και ουσιαστική, με εφαρμογή υποχρεωτική σε όλες τις χώρες της τότε Ε.Ε., με κόστος που κάλυπτε το 80% και πλέον του κοινοτικού προϋπολογισμού, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών στην Γεωργία, τόσο στην παραγωγή, όσο και αγορά και στα πλαίσια της κοινής αγροτικής προσπάθειας να διατηρηθεί και αυξηθεί η παραγωγή αγροτικών προϊόντων και τροφίμων για επαρκή εφοδιασμό της καταναλωτικής αγοράς.
Του Στέργιου Κατσανίδη, Καθηγητή ΤΕΙ Θεσ/νίκης, π. Δ/ντή Συνεταιριστικής Σχολής, π. Νομάρχη Καρδίτσας
Από το 1992 όμως και μετά, με βάση τις νέες κοινωνικοοικονομικές εξελίξεις, την επικράτηση της νεοφιλελεύθερης οικονομικής αντίληψης, δηλαδή απόλυτα ελεύθερη οικονομική δραστηριότητα, ολιγότερη ή καθόλου κρατική παρέμβαση στην Οικονομία, προώθηση της παγκοσμιοποίησης, άρχισε να αλλάζει η κοινή αγροτική πολιτική.
Με το πρόσχημα του περιορισμού των μεγάλων δαπανών αντικαθίσταται σταδιακά η άμεση στήριξη των προϊόντων με την άμεση στήριξη των εισοδημάτων των γεωργών, επιβάλλονται περιορισμοί και έλεγχος στην γεωργική παραγωγή, γνωστός ως ποσοστώσεις, μειώνεται και ουσιαστικά καταργείται σταδιακά ο εσωτερικός αλλά και ο εξωτερικός προστατευτισμός των γεωργικών προϊόντων και ανοίγουν ουσιαστικά οι αγορές του εξωτερικού.
Οι αλλαγές συνεχίστηκαν σε μια νέα φάση το 1999, με την έγκριση του προγράμματος μεταρρυθμίσεων, με τη γνωστή AGENDA 2000, για να ολοκληρωθούν με την ριζική μεταρρύθμιση του Ιουνίου 2003 σε μια νέα μορφή Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, η οποία βασικά στηρίζεται σε δύο άξονες:
α) την ενιαία οικονομική ενίσχυση του παραγωγού με ορισμένα κριτήρια και
β) την ελεύθερη διάθεση των προϊόντων στην Αγορά. Δεδομένου ότι τα διατιθέμενα ποσά συνεχώς περιορίζονται με τάση σταδιακής περαιτέρω μείωσης, ώστε να φθάσουν στο 30% και ολιγότερον του κοινοτικού προϋπολογισμού και ότι η ελληνική αγορά γεωργικών προϊόντων είναι ανοργάνωτη, με πολλούς μεσάζοντες, με ισχυρά καρτέλ, με περιορισμένη έως ανύπαρκτη παρουσία των Συνεταιρισμών, ώστε η τιμή παραγωγού να καλύπτει μόλις το 13-18% της τιμής καταναλωτή και με δεδομένο υψηλό κόστος παραγωγής, γίνεται αντιληπτό πόσο μικρό εισόδημα απολαμβάνει ο Γεωργός μέσα από την διαδικασία της ελεύθερης ανεξέλεγκτης και ασύδοτης Αγοράς.
Η κατάσταση για τον Έλληνα Γεωργό επιδεινώνεται ακόμη περισσότερο λόγω των γνωστών ιδιορρυθμιών της Ελληνικής Γεωργίας, των χρόνιων διαρθρωτικών προβλημάτων της, της θλιβερής κατάστασης που βρίσκονται για πολλούς λόγους οι Αγροτικοί Συνεταιρισμοί και του υψηλού κόστους παραγωγής.
Η δημοσιονομική και οικονομική κρίση που μαστίζει τη Χώρα μας από το 2009 με ανυπολόγιστες επιπτώσεις σε όλους τους τομείς της Οικονομίας και Κοινωνίας πλήττει και τον ευαίσθητο τομέα της Γεωργίας για να επιδεινώσει περαιτέρω την ήδη προβληματική κατάσταση των Αγροτών και γενικά της Οικονομίας της Υπαίθρου.
Είναι λοιπόν επιτακτική ανάγκη, επιταγή των καιρών, στα πλαίσια των προγραμμάτων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, να διαμορφωθεί άμεσα ειδικό πρόγραμμα στήριξης και αναστήλωσης της ελληνικής Γεωργίας. Άμεσα λοιπόν επιβάλλεται: α) άφεση των χρεών των Συνεταιρισμών, που δημιουργήθηκαν προ του 2000, σε συνδυασμό με πρόγραμμα συγχωνεύσεων στην κατεύθυνση ένας Αγροτικός Συνεταιρισμός σε κάθε Δήμο και μία Ένωση σε κάθε Νομό ή ευρύτερη περιοχή, β) η ανάδειξη της Γεωργίας σε πρώτο πυλώνα αναπτυξιακής δυναμικής και εξόδου της Χώρας από την οικονομική κρίση με σταθερή, γενναία και ουσιαστική στήριξη της γεωργικής επιχειρηματικότητας με φορολογικά, γραφειοκρατικά και χρηματοδοτικά κίνητρα, ώστε να διατηρήσει και τονώσει τα συγκριτικά πλεονεκτήματα και γίνει ανταγωνιστική ποιοτικά και κοστολογικά.
Περαιτέρω όμως πρέπει να εγκαταλειφθεί η νεοφιλελεύθερη οικονομική αντίληψη στην Γεωργία και να αντικατασταθεί από την κοινωνική οικονομική αντίληψη ώστε να διαμορφώνεται Κοινωνική Αγροτική Πολιτική. Γίνεται αντιληπτό όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ότι η Γεωργία δεν μπορεί να λειτουργεί με τους σκληρούς νόμους της ελεύθερης Αγοράς, τουναντίον λόγω της ιδιαίτερης φύσης της χρειάζεται κοινωνικοοικονομικούς όρους, δηλαδή συνθήκες κοινωνικοοικονομικής αγοράς με αποφασιστικές παρεμβάσεις του Κράτους και άλλων κοινωνικών Φορέων.
Ακόμη είναι καιρός με την νέα Γεωργική Πολιτική να δημιουργηθούν κοινές συνθήκες και όροι για όλες τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βόρειες και νότιες, με κατάργηση οπωσδήποτε των αλλοπρόσαλλων ποσοστώσεων παραγωγής και χορήγηση ουσιαστικών ενισχύσεων για ποσοτική και ποιοτική παραγωγή στη βάση συγκεκριμένων κριτηρίων.
Δεν πρέπει ποτέ να λησμονείται ότι ο Γεωργός εργάζεται κάτω από σκληρές καιρικές συνθήκες, αντιμετωπίζει καθημερινά τα στοιχεία της φύσης και τα απρόβλεπτα καιρικά φαινόμενα. Η ζωή και δραστηριότητα του είναι δεμένη με την γη, την οποία ποτίζει με τον ιδρώτα του. Είναι ο φύλακας της υπαίθρου και ο φρουρός των ορεινών και ακριτικών περιοχών. Το έργο του κατά συνέπεια είναι εθνικό και κοινωνικό.
Η κατάσταση είναι θλιβερή και οικτρή στην Ελληνική Γεωργία. Ο αγροτικός κόσμος δεινοπαθεί, το χωριό εγκαταλείπεται, ο αγροτικός πληθυσμός συνεχώς περιορίζεται, η ύπαιθρος ερημώνεται, το μέσο αγροτικό εισόδημα συρρικνώνεται και περιορίζεται περίπου στο 40% του μέσου εθνικού εισοδήματος, η περιφέρεια και ιδιαίτερα οι ακριτικές περιοχές συνεχώς υποβαθμίζονται και γενικά η γεωργία χάνεται στην Ελλάδα. Είναι γνωστό άλλωστε ότι η Βυζαντινή Αυτοκρατορία έπεσε, αφού προηγουμένως εγκαταλείφθηκε η Γεωργία από τους Γεωργούς.
Είναι λοιπόν επιταγή των καιρών να αναληφθεί εκστρατεία από Πολιτεία και κοινωνικούς φορείς για να σωθεί η Γεωργία, το Χωριό και η Ύπαιθρος με συγκεκριμένες στρατηγικές, πολιτικές και προγράμματα, όπως:
· Να αλλάξει η αντίληψη για την Γεωργία από νεοφιλελεύθερη σε κοινωνική, με ουσιαστική κρατική παρέμβαση και προστασία στα πλαίσια της αντίληψης της Κοινωνικής Οικονομίας, να εφαρμόζεται δηλαδή Κοινωνική Αγροτική Πολιτική.
· Να αλλάξει η στρατηγική ανάπτυξης, να έχει βάση τη Γεωργία και να ξεκινά από το χωριό και την ύπαιθρο και όχι από το κέντρο προς την περιφέρεια.
· Να καθιερωθούν επιτέλους συμπληρωματικές εθνικές οικονομικές ενισχύσεις σε γεωργούς που παράγουν προϊόντα ελλειμματικά, δεν καλύπτουν δηλαδή τις ανάγκες της Ε.Ε., και εθνικού ενδιαφέροντος, όπως βαμβάκι, καπνό, ρύζι, καλαμπόκι, τεύτλα κ.ά., σε γεωργούς και κτηνοτρόφους που ζουν και απασχολούνται σε ορεινές και ακριτικές περιοχές και γενικά μειονεκτικές περιοχές.
· Να στηριχθούν και ενισχυθούν οι φυσικοί φορείς της Γεωργίας, όπως ομάδες παραγωγών, αγροτικοί συνεταιρισμοί κ.ά.
· Να ληφθούν συγκεκριμένα μέτρα για την δραστική με μείωση του κόστους παραγωγής, όπως φθηνό αγροτικό πετρέλαιο χωρίς τον ειδικό φόρο κατανάλωσης, Φ.Π.Α. στο 7% σε όλα τα γεωργικά εφόδια, μηχανήματα και πετρέλαιο, που άλλωστε προορίζονται για παραγωγή και όχι για κατανάλωση.
· Να κατοχυρωθεί και κοινωνικά να καταξιωθεί το γεωργικό επάγγελμα σε συνδυασμό με επαγγελματική εκπαίδευση, επιμόρφωση και επίκαιρη ενημέρωση.
· Η γεωργική γη να ανήκει αποκλειστικά στους γεωργούς, όπως συμβαίνει σε πολλές χώρες της Ε.Ε., με ειδικά προγράμματα μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης.
· Να ιδρυθούν και λειτουργήσουν το συντομότερο Κέντρα Αγροτικής Ενημέρωσης και Ανάπτυξης σε κάθε Δήμο της Υπαίθρου σε συνεργασία με αγροτικούς συνεταιρισμούς και συλλόγους.
· Να ληφθεί μέριμνα για χαμηλότοκη και εξυπηρετική χρηματοδότηση. Είναι εθνική εγκληματική πράξη η ιδιωτικοποίηση της ΑΤΕ. Θα μπορούσε έγκαιρα να συνεταιριστικοποιηθεί όπως είναι και έγινε στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Για την Χώρα μας, η Γεωργία στο σύνολο της, συνοδευόμενη με τις επακόλουθες βιοτεχνικές, βιομηχανικές και τουριστικές δραστηριότητες, πρέπει να αποτελεί τον βασικό πυλώνα ανάπτυξης και προς τούτο χρειάζεται γερά θεμέλια για να στηριχθεί καλά το συνολικό οικοδόμημα της Οικονομίας. Επιτέλους είναι επιταγή των καιρών και ύψιστο θέμα κοινωνικής και εθνικής επιβίωσης, Πολιτεία και Κοινωνικοί φορείς να δουν πολύ σοβαρά και υπεύθυνα το αγροτικό πρόβλημα στο σύνολό του και να προχωρήσουν σε γενναίες και δυναμικές εθνικές στρατηγικές και πολιτικές παρέμβασης στα πλαίσια πλέον της Κοινωνικής Αγροτικής Πολιτικής.
-->