Τραγούδι φιλοσοφίας στο «Συμπόσιον»
«Δώσε να νικήσω το σώμα [...] να σπάσω τη θύρα του Αδη, να δαμάσω τον αγώνα, να λυτρωθώ [...] και ν' απομείνω πάλι γυμνός κι αθάνατος», γράφει ο μεγάλος συγγραφέας στο «μυστικιστικό ποίημα» του.
«Σήκω! Το Θεό ζητάς; Να τον! είναι η Πράξη, η γιομάτη σφάλματα, ψαχουλέματα, επιμονή κι αγώνα. Θεός είναι όχι η δύναμη που βρήκε την αιώνια ισορροπία, μα η δύναμη που σπάζει αιώνια την κάθε ισορροπία, ζητώντας όλο κι ανώτερη. Και βρίσκει το Θεό και δουλεύει μαζί του όποιος με την ίδια μέθοδο, στο στενό του κύκλο, αγωνίζεται και προχωρεί».
Το «Συμπόσιον», έργο φιλοσοφικής και θεοσοφικής αναζήτησης, γράφτηκε από τον Νίκο Καζαντζάκη παράλληλα με την «Ασκητική», το 1922-1923 στο Βερολίνο. Αλλά δεν έμελλε να έχει την ένδοξη τύχη της. Τα χειρόγραφα χάθηκαν, και ξαναβρήκε το εκδοτικό φως μόλις το 1971 από τις εκδόσεις Ελένης Ν. Καζαντζάκη αυτή τη φορά. Πυρήνας του, το αρχετυπικό ζεύγος, ο άνδρας και η γυναίκα. Ζητούμενο, όχι ο Έρωτας όπως στο άλλο «Συμπόσιο» εκείνο το Πλατωνικό, αλλά το Θείο.
«Στην Ασκητική του ο Νίκος Καζαντζάκης πρεσβεύει ότι ο άνθρωπος έχει ανάγκη τον Θεό και ο Θεός έχει ανάγκη τον άνθρωπο. Στο Συμπόσιό του έχει τέσσερα πρόσωπα: τον Ιωνα Δραγούμη ως Κοσμά, τον Άγγελο Σικελιανό ως Πέτρο, τον Μύρωνα Γουναλάκη ως Μύρο, τον εαυτό του ως Αρπαγο. Αλλ' υπάρχει και ένας πέμπτος συμποσιαστής, αόρατος. Είναι ο Θεός, τον οποίον οι ορατοί οραματίζονται και αναζητούν», υπογραμμίζει ο Πάτροκλος Σταύρου, επιμελητής και εκδότης του βιβλίου στο επίμετρο.
Κι ο ίδιος ο Καζαντζάκης στην αλληλογραφία του θα το χαρακτηρίσει «σχόλιο στη θρησκεία μας», «Πιστεύω» και «Δεκάλογο». Έμπλεο, όμως, από εικόνες και από τη χαρά της ζωής: «Λουστήκαμε στη θάλασσα, παίξαμε το λιθάρι, ξαπλωθήκαμε στην αμμουδιά, γελάσαμε, τραγουδήσαμε τους παλιούς σκοπούς, γιομίσαμε τα ποτήρια απ' το αιώνιο κρασί. Κ' έλαμψε το λιτό τραπέζι σου, σα Συμπόσιο».
Γεμάτο, όμως, και από την αέναη καζαντζακική πάλη να ξεφύγει απ' τη λάσπη και να αγγίξει το θείο, καθώς του προστάζει η θεία του ιδιότητα: «Δώσε να νικήσω το σώμα [...] να σπάσω τη θύρα του Αδη, να δαμάσω τον αγώνα, να λυτρωθώ [...] και ν' απομείνω πάλι γυμνός κι αθάνατος».
Σ' αυτό το ιδιαίτερο κείμενο που σώθηκε μυθιστορηματικά (λες κι έχει βούληση αυτό καθαυτό το χαμένο του κείμενο), εμπεριέχονται όλα τα βασικά της γραφής και της σκέψης του, οι συγγραφικές φιλοσοφικές εμμονές, το ποιητικό της γραφής του και το τελετουργικό να προσεγγίσει το μυστήριο της ύπαρξης. Μέσα από τις λέξεις: μετάληψη, μετουσίωση, μυστήριο, δέος, αλλά και αίμα, σάρκα, βούληση, στοχασμός κι ελπίδα, ο συγγραφέας είναι σαν να διανύει όλη τη διαδρομή από τον προμηθεικό άνθρωπο, τον πλανημένο και τον εσταυρωμένο, σε εκείνο τον αναστάσιμο. Χωρίς παρ' όλα αυτά να κλείνει τα μάτια στην πάντοτε (και τότε και τώρα) ζοφερή πραγματικότητα: «Βλέπω τις ντροπές, βλέπω τις πολιτείες, βλέπω τη ζωή να στήνει το παρδαλό τσαντίρι της στα τρίστρατα».
Εξάλλου, όπως υποστηρίζει ο Τόμας Μαν «Σχεδόν κάθε μεγάλο που υπάρχει, το χρωστά σ' ένα ?παρά τούτο?» («σε μια πρόκληση ενάντια στα βάσανα και τις έγνοιες, τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τη σωματική αδυναμία, τα ελαττώματα, τα πάθη, τις χιλιάδες τα εμπόδια»).
Οπως και να 'χει «Το Συμπόσιον, υπόδειγμα λογοτεχνικής γλώσσας, είναι ένα τραγούδι, μια κραυγή απελπισίας για τα αναπάντητα μεταφυσικά προβλήματα που απασχολούν τον Άνθρωπο. Ο Καζαντζάκης παραμένει επίκαιρος όσο ποτέ. Αισθάνεται βαριά την ευθύνη του γήινου ανθρώπου απέναντι στη Μάνα Γη και νιώθει την ανάγκη να μας εκμυστηρευτεί τα συναισθήματά του: ? Βαθειά συμπόνια με κυρίεψε για τη Γης, που μας θρέφει?. Το ερώτημα που τίθεται βασανιστικά και εφιαλτικά, τρεις γενιές από τότε που μίλησε έτσι ο μεγάλος Κρητικός διανοητής, λογοτέχνης και φιλόσοφος, είναι: Μέχρι πότε;» όπως επισημαίνει ο Καθηγητής Γλωσσολογίας Χριστόφορος Χαραλαμπάκης.
Ένα υπαρξιακό, φιλοσοφικό, θεοσοφικό αριστούργημα εφάμιλλο της «Ασκητικής» και της «Αναφοράς στο Γκρέκο». Ένα υφαντό από λέξεις-συναισθήματα, λέξεις-ιδέες, λέξεις-μαγγανείες για την ανθρώπινη κωμωδία ή τραγωδία και τις αναστάσιμες δυνατότητες του πεπτωκότος ανθρώπου. Το μυστικιστικό ποίημα σχεδόν μιας ανάσας. Με φόρμα όπως μόνον εκείνος γνωρίζει, αέρινα σταθερή, και πλοκή αρχετυπική: «Στερέωνε κάτου απ' τη φτέρη την καρδιά του λαγού, μάκραινε από το πεύκο την αρρώστια, θεμέλιωνε στον άντρα αμάλαγο το σπόρο και φλέβιζε στα στήθη της γυναικός το γάλα. Ένα τραγούδι από τη χωματένια καρδιά της ζωής νικάει την πιο θανάσιμη αμαρτία Κύριε! Κύριε! Επάκουσε το τραγούδι που κελαδάει, πιασμένη στα ξόβεργα του θανάτου, η Γης».
ΕΛΕΝΗ ΓΚΙΚΑ