Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Από αρχαιοτάτων χρόνων είχαν δημιουργηθεί υποτυπώδη ή πιο καλοστημένα, κατά περίπτωση, σημεία ανάπαυσης ταξιδιωτών και εμπορευόμενων.
Όμως από τις αρχές του 17ου αιώνα, όταν οι ανάγκες για μεγάλες μετακινήσεις, κυρίως λόγω της μεγάλης ανάπτυξης του εμπορίου, αλλά και τις μετακινήσεις περιηγητών και ταξιδευτών της εποχής εκείνης, δημιουργήθηκαν περισσότερο οργανωμένοι χώροι ανάπαυσης και σίτισης για ανθρώπους και ζώα. Άρχισαν τότε να αναπτύσσονται οι πρώτες παράγκες κατά μήκος των εμπορικών οδών, σε όλο το δίκτυο των εμπορικών δρόμων από Ασία, Βόρεια Αφρική και νοτιοανατολική Ευρώπη, ειδικά κατά μήκος του Δρόμου του Μεταξιού, οι οποίες με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε μόνιμα και οργανωμένα οικήματα τα λεγόμενα καραβάν σεράγια (kervansaray) ή χάνια (από την τουρκική λέξη han=πανδοχείο).
Σ’ αυτά τα καθ’ οδόν πανδοχεία οι ταξιδιώτες μπορούσαν να ξεκουραστούν
και να ανακάμψουν από την κούραση ενός πολυήμερου ταξιδιού. Σε μερικές
περιπτώσεις οι χώροι γύρω από τα καραβάν σεράγια άρχισαν να προσελκύουν
και ντόπιους εμπορευόμενους που συναλλάσσονταν με τους ταξιδιώτες ή τους
κυρατζήδες, ενώ αρκετές φορές εξελίχθηκαν σε μικρούς οικισμούς (όπως
για παράδειγμα τα Χάνια του Πηλίου, το Χάνι στο Πουρνάρι Δομοκού, σήμερα
γνωστό ως «Δρούγος» και το Χάνι Δραχμάν Αγά, σήμερα Αγία Αικατερίνη,
στη βόρεια Φθιώτιδα). Στη Θεσσαλία τέτοια χάνια είχαν δημιουργηθεί κατά
μήκος των ορεινών διαβάσεων (Πήλιο, Όθρυς, Πίνδος, κ.α.).
Στην περιοχή του Δομοκού, εκτός από τα πανδοχεία της πόλης του Δομοκού
(ο Δομοκός κατά το 1881 είχε τρία χάνια) και ενδεχομένως των άλλων
μεγάλων οικισμών, υπήρχαν κατά μήκος του κεντρικού οδικού άξονα τα
γνωστά χάνια – καραβάν σεράγια, Χάνι Παλαμά, κοντά στον Παλαμά Δομοκού,
το Χάνι Δραχμάν Αγά στη σημερινή Αγία Αικατερίνη, τα Χάνια στο Πουρνάρι
Δομοκού, όπου υπήρχε παλαιότερα το χάνι του Κωνσταντίνου
Κατσιγιαννόπουλου, ο οποίος ήρθε από το Λιανοκλάδι Λαμίας και ίδρυσε το
πρώτο χάνι κοντά στο σημερινό βενζινάδικο του Δρούγου. Αργότερα
ιδρύθηκαν και άλλα χάνια και από τότε η τοποθεσία αυτή μέχρι σήμερα
λέγεται «Χάνια».
Στο Χάνι αυτό αναφέρεται πιθανότατα ο περιηγητής δόκτωρ Χένρι Χόλλαντ,
μέλος της αγγλικής βασιλικής ακαδημίας, στο βιβλίο του «Ταξίδι στη
Μακεδονία και Θεσσαλία» (1812-1813, μετάφραση Γιώργος Καραβίτης):
«Κατεβαίνοντας γρήγορα τη ρεματιά κάτω από τον Δομοκό, φτάσαμε σ' ένα
μεγάλο Χάνι, όπου σταματήσαμε για μισή ώρα και γευματίσαμε με ελιές,
ψωμί και τυρί από κατσικίσιο γάλα. Εδώ για πρώτη φορά ο Τάταρός μου, ο
Σουλεϊμάν, έδειξε οργή. Θέλησε να αγοράσει ή να ιδιοποιηθεί με άλλον
τρόπο δύο πουλερικά, που οι ιδιοκτήτες του Χανιού δεν ήθελαν να του
δώσουν. Πήγα επιτόπου ακούγοντας κραυγές γυναικών και τον βρήκα να
χτυπάει μανιασμένα με το μαστίγιο του τον Έλληνα, που φαινόταν να είναι
το αφεντικό. Με πολλή δυσκολία κατάφερα να σταματήσω το έργο του, το
οποίο συνόδευε με τα χειρότερα επίθετα και βρισιές. Ικανοποίησα τον
άνθρωπο με άμεση πληρωμή και ο Σουλεϊμάν πήρε τα πουλερικά και τα
κρέμασε στο άλογο του σουρούτζη, για ν' αποτελέσουν τη βάση του δείπνου.
Το Χάνι αυτό, κρίνοντας από την ταχύτητα του ταξιδιού μας, είναι κάπου
24 μίλια (38,6 χλμ.) από το Ζητούνι».
Παρεμφερής και η μνεία του Άγγλου Καρλ Μπαεντέκερ, ο οποίος αναφερόμενος στην επίσκεψή του στην πόλη του Δομοκού στα τέλη του 19ου αι., δεν θα παραλείψει να αναφερθεί στην διαμονή του ίδιου στο σπίτι του επισκόπου Θαυμακών και να πει πως οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι του «θα πρέπει να συμβιβαστούν με τα θλιβερά καταλύματα στέγασης ενός χανιού και το φτωχικό πιάτο των μαγειριών». Στην περιοχή υπήρχε και το Χάνι Δερβένι στη Ράχη, στον αυχένα της Όθρυος στο σημερνό 16ο χιλ. Λαμίας - Δομοκού, και πιθανότατα ένα ακόμη στο χωριό κάτω Δερβένι ή Παλιοντέρβενο που βρισκόταν κοντά στον οδικό άξονα ή καρόδρομο όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι κάτοικοι, Ζητουνίου (Λαμίας) και Δομοκού.
Στο «Δρομοδείκτη» της Ελλάδας του Μιχαήλ Γλυκά από τα Ιωάννινα (έκδ. στη Βενετία το 1829) και στη διαδρομή «από Ιωάννινα εις Ζητούνι» αναφέρεται στην διαδρομή από Θαυμακό (Δομοκό) στο Ζητούνι (Λαμία), το «Χάνι Βιρβαλί», σε πορεία 4½ ωρών μετά την πόλη του Δομοκού προς Λαμία, που βρισκόταν περίπου στην σημερινή διασταύρωση Παλαμά. Ακόμη υπήρχαν γνωστά χάνια στο Νεζερό (Άγιο Στέφανο), όπως αυτό του Γιώργου Κουτσούκου, αλλά και του Γιάννη Τετριμίδα, ο οποίος είχε Χάνι στις Πέντε Βρύσες.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο θεσμός αυτός των χανιών ατόνησε λόγω της δημιουργίας πανδοχείων στα αστικά κέντρα. Τα χάνια ήταν συνήθως πολυγωνικά ή τετραγωνικά κτίσματα, που αναπτύσσονταν γύρω από μια κεντρική αυλή, με ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο περιφραγμένο εξωτερικό, με μια ενιαία πύλη αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει την είσοδο σε μεγάλα ή βαριά φορτωμένα ζώα όπως οι καμήλες.
Η αυλή αυτή περιβαλλόταν από χαγιάτια (στοές) και οδηγούσε στο δρόμο μέσω μιας και μόνο πύλης που ασφαλιζόταν επιμελώς τις νύχτες.
Ο εσωτερικός χώρος ήταν εφοδιασμένος με μια σειρά από πανομοιότυπους πάγκους, όρμους, κόγχες, ή θαλάμους, για να φιλοξενεί τους εμπόρους και τους υπαλλήλους τους, τα ζώα και τα εμπορεύματα. Τα δωμάτια των ταξιδιωτών (οντάδες) βρίσκονταν στο πρώτο όροφο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν και οι βοηθητικοί χώροι, δηλαδή οι αποθήκες, οι στάβλοι, διάφορα εργαστήρια, το μαγειρείο κλπ., ενώ μερικές φορές είχαν περίτεχνα λουτρά. Προμήθευαν επίσης ζωοτροφές για τα ζώα κι οι ταξιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν νέες προμήθειες.
Επιπλέον, οι κάτοικοι της περιοχής αλλά και τα καταστήματα, αγόραζαν αγαθά από τους ταξιδιώτες εμπόρους.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο σοβαρότερος λόγος ύπαρξης αυτών των πανδοχείων κατά μήκος των εμπορικών οδών, ήταν πως, οι οργανωμένοι δρόμοι και οι κατοικημένες περιοχές ήταν συνήθως απαλλαγμένες από κινδύνους.
Παρεμφερής και η μνεία του Άγγλου Καρλ Μπαεντέκερ, ο οποίος αναφερόμενος στην επίσκεψή του στην πόλη του Δομοκού στα τέλη του 19ου αι., δεν θα παραλείψει να αναφερθεί στην διαμονή του ίδιου στο σπίτι του επισκόπου Θαυμακών και να πει πως οι υπόλοιποι συνοδοιπόροι του «θα πρέπει να συμβιβαστούν με τα θλιβερά καταλύματα στέγασης ενός χανιού και το φτωχικό πιάτο των μαγειριών». Στην περιοχή υπήρχε και το Χάνι Δερβένι στη Ράχη, στον αυχένα της Όθρυος στο σημερνό 16ο χιλ. Λαμίας - Δομοκού, και πιθανότατα ένα ακόμη στο χωριό κάτω Δερβένι ή Παλιοντέρβενο που βρισκόταν κοντά στον οδικό άξονα ή καρόδρομο όπως τον έλεγαν οι ντόπιοι κάτοικοι, Ζητουνίου (Λαμίας) και Δομοκού.
Στο «Δρομοδείκτη» της Ελλάδας του Μιχαήλ Γλυκά από τα Ιωάννινα (έκδ. στη Βενετία το 1829) και στη διαδρομή «από Ιωάννινα εις Ζητούνι» αναφέρεται στην διαδρομή από Θαυμακό (Δομοκό) στο Ζητούνι (Λαμία), το «Χάνι Βιρβαλί», σε πορεία 4½ ωρών μετά την πόλη του Δομοκού προς Λαμία, που βρισκόταν περίπου στην σημερινή διασταύρωση Παλαμά. Ακόμη υπήρχαν γνωστά χάνια στο Νεζερό (Άγιο Στέφανο), όπως αυτό του Γιώργου Κουτσούκου, αλλά και του Γιάννη Τετριμίδα, ο οποίος είχε Χάνι στις Πέντε Βρύσες.
Από τις αρχές του 19ου αιώνα, ο θεσμός αυτός των χανιών ατόνησε λόγω της δημιουργίας πανδοχείων στα αστικά κέντρα. Τα χάνια ήταν συνήθως πολυγωνικά ή τετραγωνικά κτίσματα, που αναπτύσσονταν γύρω από μια κεντρική αυλή, με ένα τετράγωνο ή ορθογώνιο περιφραγμένο εξωτερικό, με μια ενιαία πύλη αρκετά μεγάλη ώστε να επιτρέπει την είσοδο σε μεγάλα ή βαριά φορτωμένα ζώα όπως οι καμήλες.
Η αυλή αυτή περιβαλλόταν από χαγιάτια (στοές) και οδηγούσε στο δρόμο μέσω μιας και μόνο πύλης που ασφαλιζόταν επιμελώς τις νύχτες.
Ο εσωτερικός χώρος ήταν εφοδιασμένος με μια σειρά από πανομοιότυπους πάγκους, όρμους, κόγχες, ή θαλάμους, για να φιλοξενεί τους εμπόρους και τους υπαλλήλους τους, τα ζώα και τα εμπορεύματα. Τα δωμάτια των ταξιδιωτών (οντάδες) βρίσκονταν στο πρώτο όροφο, ενώ στο ισόγειο υπήρχαν και οι βοηθητικοί χώροι, δηλαδή οι αποθήκες, οι στάβλοι, διάφορα εργαστήρια, το μαγειρείο κλπ., ενώ μερικές φορές είχαν περίτεχνα λουτρά. Προμήθευαν επίσης ζωοτροφές για τα ζώα κι οι ταξιδιώτες μπορούσαν να αποκτήσουν νέες προμήθειες.
Επιπλέον, οι κάτοικοι της περιοχής αλλά και τα καταστήματα, αγόραζαν αγαθά από τους ταξιδιώτες εμπόρους.
Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, ο σοβαρότερος λόγος ύπαρξης αυτών των πανδοχείων κατά μήκος των εμπορικών οδών, ήταν πως, οι οργανωμένοι δρόμοι και οι κατοικημένες περιοχές ήταν συνήθως απαλλαγμένες από κινδύνους.
Πηγές:
- Δημήτρης Β. Καρέλης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός 2013.
- Karl Baedeker, Greece: Handbook for Travellers, London 1894, Σελ. 230.
- Henry Holland - Δόκτορ, μέλος της Αγγλικής Βασιλικής Ακαδημίας - «Ταξίδι στη Μακεδονία και Θεσσαλία» (1812-1813), Μετάφραση Γιώργος Καραβίτης, εκδόσεις Αφων Τολίδη, Αθήνα 1989.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com