Ο Μοναχισμός στο Βυζάντιο
Εισαγωγη
Στην παρούσα εργασία αναφερόμαστε στην εμφάνιση και την πορεία του Ορθοδόξου Μοναχισμού στην ιστορική περίοδο που έχει επικρατήσει να ονομάζεται «βυζαντινή» και ουσιαστικώς είναι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία μετά την επικράτηση του Χριστιανισμού.
Θα αρχίσουμε με τις απαρχές του μοναχισμού, ερευνώντας αν προϋπήρχε της εποχής του Μεγάλου Κωνσταντίνου και με ποιες μορφές εμφανίζεται στην Αίγυπτο τον 4ο αιώνα. Στην δεύτερη ενότητα θα αναφερθούμε στα ιδεώδη, τα ιδανικά του Μοναχισμού. Αυτά ήταν τα κίνητρα που οδηγούσαν τους χριστιανούς πολίτες της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας να «αποταγούν» (= να γίνουν Μοναχοί). Στο τρίτο μέρος πραγματευόμαστε την εξέλιξη του μοναχικού θεσμού, επισημαίνοντες τους σημαντικούς σταθμούς στην πορεία του κατά την υπερχιλιετή «Βυζαντινή» Αυτοκρατορία. Στην τελευταία ενότητα θα αναφερθούμε στην θέση του μοναχισμού στην «Βυζαντινή» κοινωνία· την προσφορά των μοναχών στις τοπικές κοινωνίες και κάνουμε μία σύντομη αναφορά στην σύγκριση του ανατολικού (ορθοδόξου) μοναχισμού με τον δυτικό (λατινικό) μοναχισμό.
Πρέπει να επισημανθεί, ότι η αναφορά μας στο θέμα αυτό θα είναι εντελώς επιγραμματική, με δεδομένο ότι το θέμα προσφέρεται για την συγγραφή πολυτόμου έργου.
Α. Οι Απαρχεσ του Μοναχισμου
Ο Μοναχισμός δεν είναι ένα φαινόμενο που εμφανίζεται ξαφνικά στην χριστιανική κοινωνία τον 4ο αιώνα με τον Μ. Αντώνιο. Προϋπήρχε. Από την πρώτη στιγμή της χριστιανικής εκκλησίας, την 4η δεκαετία μ.Χ. υπάρχουν χριστιανοί που επιθυμούν να ζήσουν άγαμο βίο ως αφιερωμένοι στον Θεό. Ήθελαν να εφαρμόσουν τις διδαχές και το παράδειγμα του Ιησού Χριστού στα Ευαγγέλια[1] καθώς και του Ιωάννου του Προδρόμου και των Αποστόλων[2], επιδιώκοντας την χριστιανική τελειότητα[3]. Όμως δεν ζούσαν κατ' ανάγκην μακριά από τις οργανωμένες μορφές κοινωνίας (στις «ερήμους») και ονομάζονταν ασκηταί [4], ή σπουδαίοι[5]. Στον βίο του Μ. Αντωνίου αναφέρεται ότι ο Αντώνιος, πριν αναχωρήσει στην έρημο, μοίρασε τα υπάρχοντά του στους φτωχούς και παρέδωσε την αδελφή του σε Παρθενώνα (οίκο χριστιανών ασκητριών) για να τρέφεται[6]. Ζούσαν μαζί με τους άλλους χριστιανούς, αλλά ήταν άγαμοι και ασκούσαν πιο έντονα την νηστεία, την προσευχή και την αρετή της ακτημοσύνης[7]. Υπάρχουν μαρτυρίες περί αυτών σε πολλούς εκκλησιαστικούς συγγραφείς των τριών πρώτων αιώνων, όπως ο Ιουστίνος και ο Αθηναγόρας[8]. Στις ερήμους κατέφευγαν κυρίως λόγω των διωγμών, όχι μόνον οι ασκητές, αλλά και οι έγγαμοι χριστιανοί[9]. Πάντως, έχουμε μαρτυρίες για την μαζική εγκατάσταση ασκητών στις ερήμους της Αιγύπτου από τον 3ο αιώνα μ.Χ.[10]. Γιατί όμως, μετά την κατάπαυση των διωγμών, οι ασκητές (οι αφιερωμένοι χριστιανοί) όπως ο Παύλος ο Θηβαίος, συνέχισαν να ζουν στις ερήμους;
Η απάντηση είναι ότι οι χριστιανοί αυτοί ήθελαν να βιώσουν την χριστιανική τελειότητα στον υπέρτατο βαθμό. Κατά τους τρεις πρώτους μετα-χριστιανικούς αιώνες το πρότυπο του τέλειου χριστιανού ήταν αυτό του μάρτυρος. Όσοι ήταν χριστιανοί (έγγαμοι και άγαμοι) ήταν «εν δυνάμει μάρτυρες», έτοιμοι να θυσιασθούν γι' αυτό που πίστευαν. Πιο τέλεια απάρνηση των εγκοσμίων από την εκούσια επιλογή του θανάτου χάριν της πίστεως στον Χριστό, δεν υπάρχει. Πολλοί ασκητές και ασκήτριες των πρώτων αιώνων πρόσθεσαν στην άσκηση και το μαρτύριο (Οσιομάρτυρες και Παρθενομάρτυρες). Κατά τον 4ο αιώνα κατέπαυσαν οι διωγμοί και η ζωή των χριστιανών άρχισε να χαλαρώνει. Πολλοί γίνονταν χριστιανοί για να έχουν την εύνοια των κρατικών αρχών, πού τώρα υποστήριζαν τους χριστιανούς. Διατήρησαν όμως, εν πολλοίς, τον προηγούμενο –μη χριστιανικό- τρόπο ζωής. Όσοι δεν συμβιβάστηκαν με την ηθική αυτή κατάπτωση των χριστιανών, προτίμησαν να ζουν στην έρημο[11]. Πρόκειται για ένα κίνημα αποδοκιμασίας του εκκοσμικευμένου χριστιανισμού από λαϊκούς χριστιανούς[12].
Στην έρημο καλλιεργήθηκε η ιδέα του «μαρτυρίου της συνειδήσεως». Επρόκειτο για μία προσομοίωση του μαρτυρίου, το οποίο τώρα μεταφερόταν στον πνευματικό τομέα. Όπως οι παλαιοί μάρτυρες κατενίκησαν τα όργανα του διαβόλου, οι «μάρτυρες της συνειδήσεως» έπρεπε να κατανικήσουν τα νέα όργανα του διαβόλου, τα εγκόσμια[13]. Αυτό ήταν το κίνητρο που ώθησε τον Αιγύπτιο χριστιανό χωρικό Αντώνιο στην έρημο. Δεν ήταν ο πρώτος, αλλά έγινε ο πιο γνωστός, χάρις την βιογραφία του που συνέγραψε ο Μ. Αθανάσιος. Το παράδειγμά του ακολούθησαν και άλλοι πολλοί, κυρίως στην Αίγυπτο, που ο τόπος και η ιδιοσυγκρασία των ανθρώπων ευνοούσε την ανάπτυξη του μοναχισμού[14]. Ο τρόπος της κατά μόνας ασκήσεως σε κελί στην έρημο ονομάσθηκε αναχωρητισμός. Λίγο αργότερα ο Όσιος Παχώμιος θα εισηγηθεί την οργάνωση των μοναχών σε κοινότητες ομαδικής ασκήσεως, τα κοινόβια[15], ενώ ο μαθητής του Μ. Αντωνίου, Όσιος Ιλαρίων, θα μεταλαμπαδεύσει τον Μοναχισμό στην Παλαιστίνη με την ενδιάμεση (μεταξύ Αναχωρητισμού και Κοινοβίου) μορφή της Λαύρας.
Β. Τα Ιδεωδη του Μοναχισμου
Ως κύριο ιδεώδες του μοναχισμού θεωρούμε την επιδίωξη της τελειότητας. Αυτό, άλλωστε ήταν το κίνητρο του ασκητικού βίου των χριστιανών και πριν αναχωρήσουν στις ερήμους. Όπως αναφέρεται στο βίο του, ότι ο Όσος Αντώνιος έλαβε την απόφαση να γίνει ασκητής όταν άκουσε κάποτε στην εκκλησία του χωριού του στην Αίγυπτο το απόσπασμα του Ευαγγελίου: «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.» (Ματθ. ΙΘ΄ 21)[16].
Ασφαλώς, κάποιοι από τους Μοναχούς οδηγήθηκαν στις ερήμους από άλλα, κατώτερα κίνητρα[17]. Αυτά μπορεί να ήταν η απαλλαγή από τους φόρους, ή την στράτευση, τα χρέη, ή άλλες υποχρεώσεις[18]. Άλλοι κινήθηκαν από ενδιάμεσα κίνητρα, όπως από την αναζήτηση της χαμένης αγνότητας. Άλλοι μπορεί να οδηγήθηκαν από μία μεταφυσική αγωνία. Και αυτοί συσχηματίσθηκαν όμως σε έναν ιδιαίτερο τρόπο ζωής (που σε γενικές γραμμές αποτελείται από το τρίπτυχο νηστεία-αγρυπνία-προσευχή) και διαμόρφωσαν το ασκητικό ιδεώδες που εξαπλώθηκε γρήγορα σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας[19].
Στην Αίγυπτο οι αγράμματοι αναχωρητές έπλεκαν καλάθια προσπαθώντας να προσεύχονται συνεχώς, επαναλαμβάνοντας ψαλμούς που είχαν αποστηθίσει. Ζούσαν σε απλές καλύβες. Φορούσαν απλά και λιτά ρούχα. Νήστευαν αυστηρά, ιδίως κατά την περίοδο της Μεγάλης Τεσσαρακοστής. Έτρωγαν (συνήθως ένα παξιμάδι βρεγμένο, με λίγα λαχανικά όσπρια ή καρπούς) μία φορά την ημέρα. μετά την δύση του ηλίου. Κοιμόνταν σε μία ψάθα. Ασκούνταν στην προσευχή και την καθαρότητα των λογισμών, μέχρι να φθάσουν στην αγιότητα. Παρόμοια ήταν η ζωή των αναχωρητών παντού[20].
Στα κοινόβια η ζωή ήταν πιο άνετη, αλλά εκεί η δυσκολία ήταν στο να ασκείται κανείς στην υπακοή στις διαταγές των ανωτέρων. Τα κοινόβια ήταν σαν στρατόπεδα. Ο καθένας είχε το διακόνημά του, δηλαδή μία διατεταγμένη υπηρεσία. Συμμετείχαν όλοι στην κοινή λατρεία στην εκκλησία και στην κοινή τράπεζα (γεύμα). Εκεί ακόμη και την ώρα του φαγητού κάποιος έκανε ανάγνωση εκφώνως, έτσι ώστε ο νους να παραμένει συγκεντρωμένος στα πνευματικά[21]. Το βράδυ στο κελί του, ο μοναχός του κοινοβίου έπρεπε να ασχοληθεί και με την ατομική του προσευχή. Με αυτόν τον τρόπο ο Μοναχός του κοινοβίου επεδίωκε την τελειότητα.
Βοηθητικό μέσο, λοιπόν, για την επίτευξη της τελειότητας μπορεί να θεωρηθεί η απομάκρυνση από τον κόσμο. Αυτό λέγεται «αποταγή». Είναι η απομάκρυνση από τις αιτίες της αμαρτίας και η μεταφορά του πεδίου μάχης στον χώρο τον λογισμών. Με την βοήθεια της ησυχίας, ο μοναχός επικεντρώνει την προσοχή του στην προσπάθεια να διατηρήσει τον νου του καθαρό από κάθε σκέψη, να εγκαθιδρύσει μέσα του την αδιάκοπη μνήμη του Θεού και την αδιάλειπτη επικοινωνία μαζί του. Αυτό προσπαθεί να το κατορθώσει επαναλαμβάνοντας συνεχώς μια σύντομη προσευχή, που αποτελείται από τα λόγια «Κύριε Ιησού Χριστέ Υιέ του Θεού, ελέησόν με». Οι Μοναχοί προσπαθούσαν να συντονίσουν την προσευχή αυτή με την αναπνοή, ώστε να καταστή αδιάλειπτη[22]. Η απόκτηση της αδιάλειπτης προσευχής ονομαζόταν «φωτισμός». Το επόμενο στάδιο ήταν η «Θέωση» η οποία ήταν η μετοχή των ακτίστων ενεργειών του Θεού από των άνθρωπο.
Το ότι ο άνθρωπος μπορούσε να γίνει κοινωνός της θείας ενεργείας, αλλά όχι της θείας ουσίας, που θεωρείται απρόσιτη από τα κτίσματα, έγινε μία διαφορά μεταξύ λατινικής και ορθοδόξου Εκκλησίας. Οι Λατίνοι ταυτίζουν την ουσία με την ενέργεια του Θεού, θεωρώντας Αυτόν ως καθαρά ενέργεια. Οπότε –κατά την λατινική θεώρηση- δεν είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γίνει κοινωνός της θείας ενεργείας και να θεωθεί. Αυτό ισχυρίσθηκε ο Βαρλαάμ τον 14ο αιώνα. Το αντίθετο υποστήριξε ο Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο οποίος ηγήθηκε του κινήματος του Ησυχασμού και δικαιώθηκε σε τρεις διαδοχικές συνόδους (το 1347, 1351 και 1368). Με τον τρόπο αυτό το Βυζάντιο επιβεβαίωσε την επιστροφή του στις ρίζες της εκκλησιαστικής του παραδόσεως[23].
Γ. Η Εξελιξη του Μοναχισμου
Γεωγραφική Εξάπλωση
Ο Μοναχισμός από τον καιρό που εμφανίσθηκε στην Αίγυπτο, εξαπλώθηκε με ταχύτητα σε όλη την έκταση της Αυτοκρατορίας, αλλά και εκτός αυτής[24], όπου υπήρχαν χριστιανοί. Από την Αίγυπτο αναχωρητές και κοινόβια εμφανίζονται γρήγορα και στο Σινά και την Παλαιστίνη. Εκεί θα εμφανισθεί και μία ενδιάμεση μορφή μοναχισμού, οι λαύρες. Από την Παλαιστίνη ο θεσμός μεταλαμπαδεύεται στην Συρία και την Μεσοποταμία και από εκεί στην Μ. Ασία και την Ευρώπη[25].
Ιδιαιτέρως, μετά την επικράτηση του Μονοφυσιτισμού και την αραβική κατάκτηση της Συρίας, Παλαιστίνης και Αιγύπτου, το κέντρο βάρους του Ορθοδόξου Μοναχισμού μεταφέρεται στην Μικρά Ασία. Το σημαντικότερο μοναστικό κέντρο μετά τον 8ο αιώνα ήταν το όρος Όλυμπος της Βιθυνίας. Μετά τον 9ο αιώνα είναι το Όρος Λάτρος κοντά στην Μίλητο και το Γαλήσιον όρος κοντά στην Έφεσο τον 11ο αιώνα. Από το δεύτερο μισό του 10ου αιώνα σημαντικό κέντρο αναδεικνύεται το Άγιον Όρος Άθω στην Ελλάδα, που θα επιβιώσει μέχρι και σήμερα[26].
Μορφές μοναχισμού
Οι μορφές του Μοναχισμού ήταν γενικώς τρεις. Η μορφή του αναχωρητισμού εμφανίσθηκε στην Αίγυπτο, όπως είδαμε, και είχε ως κύριο εκπρόσωπο τον Όσιο Αντώνιο. Ήταν ο πιο απλός τρόπος ζωής και πάντοτε αποτελούσε την πιο ιδανική μορφή του Μοναχισμού. Οι αναχωρητές επεδίωκαν την απόλυτη ησυχία. Ζούσαν μόνοι τους σε κελιά απομακρυσμένα από τον κόσμο και μεταξύ τους[27]. Τον τρόπο ζωής των αναχωρητών περιγράψαμε στην προηγούμενη ενότητα. Ιδιαίτερη μορφή αναχωρητών ήταν οι στυλίτες (εμφανίσθηκαν στην Συρία τον 5ο αιώνα και ζούσαν επάνω σε έναν στύλο εκτεθειμένοι στα στοιχεία της φύσεως) [28] και οι έγκλειστοι (ζούσαν αυτοφυλακισμένοι σε ένα κελί του οποίου την θύρα είχαν κτίσει) [29].
Ο Όσιος Παχώμιος, πρώην στρατιωτικός που μαθήτευσε κοντά σε αναχωρητή, εισηγήθηκε τον κοινοβιακό Μοναχισμό. Οι Κοινοβιάτες ζούσαν σε οργανωμένα μοναστήρια. Επρόκειτο για οργανωμένες κοινότητες μοναχών με στρατιωτικά πρότυπα. Υπήρχε καταμερισμός καθηκόντων, κοινοκτημοσύνη, ομοιόμορφη ενδυμασία, ιεραρχία και καθήκον υπακοής στους προεστώτες. Συχνά κάποιος ξεκινούσε την Μοναχική του ζωή σε κοινόβιο, αργότερα με την άδεια του Ηγουμένου μπορούσε να γίνει αναχωρητής και όταν γύρω του μαζεύονταν πολλοί μαθητές, μπορούσε να γίνει ιδρυτής νέου κοινοβίου[30]. Ιδιαίτερη μορφή κοινοβίου ήταν η Μονή των Ακοιμήτων όπου οι μοναχοί τελούσαν συνεχώς εκκλησιαστικές ακολουθίες σε εναλλασσόμενες βάρδιες[31].
Ο τρίτος δρόμος στον Μοναχισμό ήταν αυτός της λαύρας[32]. Εμφανίζεται στην Παλαιστίνη επίσης τον 4ο αιώνα. Εμπνευστής της ήταν ο Όσιος Ιλαρίων. Ήταν μία μορφή μοναχισμού που συνδύαζε στοιχεία και των δύο άλλων μορφών. Επρόκειτο για συνοικισμό αναχωρητών γύρω από ένα ναό, το Κυριακό, στον οποίο συγκεντρώνονταν για κοινή λατρεία κάθε Σαββατοκύριακο[33]. Στην Παλαιστίνη ήταν πολύ κοινό το φαινόμενο κοντά στις λαύρες να υπάρχει ένα κοινόβιο για την προπαρασκευή των αρχαρίων μοναχών. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα πολλές λαύρες, με την πάροδο του χρόνου, να μεταβληθούν σε κοινόβια[34].
Από τον τύπο του κοινοβίου προέκυψε το ιδιόρρυθμο μοναστήρι, στο οποίο ο κάθε μοναχός ακολουθούσε το δικό του πρόγραμμα, και φρόντιζε μόνος του για την αυτοσυντήρησή του. Η διοίκηση από τον Ηγούμενο ήταν χαλαρή και τα κοινά γεύματα περιστασιακά. Αυτή η μορφή μοναχισμού θεωρείτο ως παρέκκλιση από την υγιή κοινοβιακή μορφή και δεν ενθαρρυνόταν[35]. Απαιτούσε όμως λιγότερους οικονομικούς πόρους για το μοναστήρι και επικράτησε στα φτωχά μοναστήρια.
Οργάνωση
Ο αναχωρητικός μοναχισμός δεν χρειαζόταν κάποια μορφή διοργανώσεως. Ο κοινοβιακός διοργανώθηκε κατ' αρχήν από τον Όσιο Παχώμιο. Οι κανονισμοί καθόριζαν τον τύπο αμφίεσης και τον βασισμένο στα στρατιωτικά πρότυπα τρόπο ζωής που περιγράψαμε παραπάνω[36]. Λίγο αργότερα ο Μ. Βασίλειος Μητροπολίτης Καισαρείας της Καππαδοκίας, συνέγραψε τις ασκητικές διατάξεις του, όπου καθόρισε νέους κανόνες για τα κοινόβια[37]. Αυτός πρώτος όρισε ότι οι προσερχόμενοι στον Μοναχικό βίο πρέπει να δίδουν ρητή ομολογία αγαμίας «ενώπιον των προεστώτων των εκκλησιών» οι οποίοι θα χρησίμευαν ως μάρτυρες και θα τελούσαν σχετική ιεροτελεστία. Έτσι οι μοναχοί έπαυσαν πλέον να θεωρούνται λαϊκοί, λαμβάνοντας ενδιάμεση θέση μεταξύ λαού και κλήρου[38]. Κατά τον 9ο αιώνα ο Όσιος Θεόδωρος ο Στουδίτης αναδιοργανώνει τον Μοναχισμό μετά την κρίση της εικονομαχίας, δίνοντας το βάρος στην σκληρή εργασία[39] των Μοναχών και την υπακοή[40].
Εκκλησιαστική και κοσμική εξουσία
Ο Μοναχισμός και μάλιστα ο αναχωρητικός μοναχισμός είχαν αναπτυχθεί ανεξάρτητα από την εκκλησιαστική διοίκηση (τους επισκόπους). Αποτελούσε, λοιπόν μία ανεξέλεγκτη κατάσταση. Κάποιοι κανόνες της Συνόδου του Γάγγρας (341) φανερώνουν την ανησυχία των επισκόπων για τον ανεξέλεγκτο μοναχισμό[41]. Η Δ΄ Οικουμενική Σύνοδος της Χαλκηδόνος (451) προσπαθεί να ρυθμίσει συστηματικά τις σχέσεις μεταξύ μοναχισμού και εκκλησιαστικής ιεραρχίας. Τα μοναστήρια πρέπει να ιδρύονται με την άδεια του Επισκόπου, να υπόκεινται στον έλεγχό του και οι μοναχοί δεν θα πρέπει να περιφέρονται ανεξέλεγκτα[42].
Οι Αυτοκράτορες, ομοίως, λαμβάνουν μέτρα για να χαλιναγωγήσουν τους ανεξέλεγκτους μοναχούς. Οι αυτοκρατορικοί νομοθέτες θεωρούν ως κανονική μορφή μοναχισμού τον κοινοβιακό, που μπορεί να ελεγχθεί ευκολότερα[43]. Την εποχή της εικονομαχίας σηματοδοτείται μία ανοικτή ρήξη μοναχισμού και κράτους εξαιτίας της έριδας για τις εικόνες[44]. Αργότερα, επί της δυναστείας των Παλαιολόγων, θα συμβεί το ίδιο για το θέμα την ενώσεως με την δυτική Εκκλησία. Και στις δύο περιπτώσεις από την σύγκρουση νικητής βγήκε ο θεσμός του μοναχισμού[45].
Δ. Η Θεση του Μοναχισμου στην Κοινωνια
Ο μοναχισμός στην Βυζαντινή κοινωνία χρησίμευε ως υπόδειγμα για τον ιδανικό τύπο ανθρώπου. Οι μοναχοί είναι οι πνευματικοί καθοδηγητές. Κατά τον Όσιο Ιωάννη τον Σιναΐτη «φῶς μὲν μοναχοῖς ἄγγελοι, φῶς δὲ πάντων ἀνθρώπων, μοναδική πολιτεία» (Κλίμαξ, ΚΣΤ΄ 23). Οι μοναχοί με την αυτοθυσία και το πένθος και γενικώς με την άσκηση, κατακτούσαν την απάθεια, την ελευθερία από τα πάθη, φθάνοντας σε αγγελική κατάσταση. Έτσι γίνονταν φίλοι του Θεού. Αποκτούσαν παρρησία προς τον Θεό και οι προσευχές τους εισακούονταν. Έτσι βοηθούσαν και την ασφάλεια του κράτους από επιδρομές και φυσικές καταστροφές. Διότι, αν ο Θεός για χάρη δέκα δικαίων ανθρώπων δεν θα κατέστρεφε τα Σόδομα, πολύ περισσότερο θα προστάτευε το κράτος που περιλάμβανε χιλιάδες αγίους μοναχούς[46]. Στα μάτια των Βυζαντινών ο Μοναχισμός είχε την αίγλη της ιδανικότητας και της αληθινής τελειότητας[47].
Ο κύριος κοινωνικός ρόλος, λοιπόν, του βυζαντινού μοναχισμού ήταν η παραγωγή προτύπων πνευματικής τελειότητας. Η κοινοβιακή, όμως μορφή μοναχισμού παρείχε την δυνατότητα, δευτερευόντως, να παρέχει κάποιες κοινωνικές υπηρεσίες, ανάλογα με τις ανάγκες των τοπικών κοινωνιών όπου βρισκόταν. Μπορούσαν να στεγάζουν πτωχοκομεία, νοσοκομεία κ.λπ., ή να διαθέτουν σκριπτόρια (όπως η Μονή Στουδίου) για την αντιγραφή βιβλίων κ.λπ.. Ποτέ όμως δεν είχαν αυτές τις κοινωνικές υπηρεσίες ως κύρια αποστολή. Αυτό ήταν μία διαφορά από τον δυτικό μοναχισμό που είχε αναλάβει καθ΄ ολοκληρίαν τους τομείς της παιδείας και των κοινωνικών υπηρεσιών στις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Σε αυτό συνετέλεσε και το ότι στην Δύση η μόρφωση αποτελούσε προνόμιο του κλήρου. Κάτι τέτοιο δεν συνέβαινε στην Ανατολή όπου η πολιτισμική παράδοση δεν είχε διακοπεί ποτέ και υπήρχαν πολλοί μορφωμένοι και εκτός της τάξεως των μοναχών. Ακόμη, οι ορθόδοξοι μοναχοί, παρά τις περί του αντιθέτου αποφάσεις των συνόδων, δεν παρέμεναν εύκολα στον ίδιο τόπο. Δεν υπήρχε, δηλαδή, στην πράξη το stabilitas loci, η σταθερότητα τόπου, η πρόσδεση του Μοναχού στο μοναστήρι του. Αλλά και τα μοναστήρια εύκολα ιδρύονταν και εύκολα διαλύονταν[48]. Αυτοί ήταν ανασταλτικοί παράγοντες για μία μεγαλύτερη κοινωνική προσφορά σε τομείς όπως η φιλανθρωπία και η παιδεία.
Συμπερασματα
Κατά τον 4ο αιώνα, κάποιοι από τους χριστιανούς της ρωμαϊκής επικρατείας επέλεξαν να ζήσουν «κατά μόνας» μακριά από τους συμπολίτες και συγχωριανούς τους, με σκοπό απερίσπαστοι από κάθε μέριμνα να λατρεύουν «μόνοι μόνῳ τῷ Θεῷ». Ζώντας ασκητική ζωή, μαχόμενοι κατά των παθών τους με σκοπό να φθάσουν στην κοινωνία με τον Θεό, την «θέωση», μέσω της πορείας: κάθαρση-φωτισμός-θέωση αποτελούσαν το ιδανικό πρότυπο ζωής και για τους υπολοίπους χριστιανούς. Αυτή ήταν η κύρια προσφορά του μοναχισμού στην βυζαντινή κοινωνία.
Τα έργα της φιλανθρωπίας και της εκπαιδεύσεως δεν απετέλεσαν ποτέ τον κύριο στόχο του Μοναχισμού, αλλά δευτερεύοντα, ανάλογα με τις τοπικές ανάγκες και πάντοτε ως παρεπόμενο αποτέλεσμα της προσπάθειας για την επίτευξη του κύριου σκοπού.
Ορθόδοξος Μοναχισμός υπήρχε και πριν την ίδρυση της Κωνσταντινουπόλεως (την μεταφορά της πρωτευούσης του Ρωμαϊκού κράτους από την Ρώμη στο Βυζάντιο) και μετά την πτώση της. Ο τρόπος της οργανώσεως, τα κέντρα που άνθησε και οι σχέσεις των μοναχών με την εκκλησιαστική και πολιτική εξουσία μπορεί να μετεβλήθησαν πολλές φορές. Τα ιδεώδη, όμως του Μοναχισμού, και οι βασικές αρχές του παραμένουν αναλλοίωτα μέχρι σήμερα, σε όλα τα μέρη της γης όπου υπάρχουν Ορθόδοξοι Χριστιανοί.
Βιβλιογραφια
1. Ευθυμιάδης Στεφανος, «Ο Βυζαντινός θρησκευτικός βίος» στο Ευθυμιάδης Σ, Κυρκίνη-Κούτουλα Α, Νικολούδης Ν, Πέννα Βασιλική, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Απ΄την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμ. Β΄ (Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σσ. 205-242.
2. Μέγας Αθανάσιος, Βίος και πολιτεία του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1976.
3. Στεφανίδου Βασιλείου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Απ' αρχής μέχρι σήμερον, εκδ. Παπαδημητρίου <Αθήναι 2000>,
4. Τζώγας Χαρίλαος, «Μοναχισμός», στο συλλογικό έργο Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 9, εκδ. Μαρτίνος, Αθήναι 1966.
5. Beck Hans-Georg, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.
6. Cyril Mango, ΒΥΖΑΝΤΙΟ, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Τσουγκαράκης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000.
[1] «Οὐ πάντες χωροῦσι τὸν λόγον τοῦτον, ἀλλ' οἷς δέδοται· εἰσὶ γὰρ εὐνοῦχοι οἵτινες ἐκ κοιλίας μητρὸς ἐγεννήθησαν οὕτω· καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνουχίσθησαν ὑπὸ τῶν ἀνθρώπων, καὶ εἰσὶν εὐνοῦχοι οἵτινες εὐνούχισαν ἑαυτοὺς διὰ τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν. Ὁ δυνάμενος χωρεῖν χωρείτω.» (Ματθ.ΙΘ΄ 11-12). Ο Ωριγένης έμεινε στην ιστορία διότι εφήρμοσε κατά γράμμα την διδαχή!
[2] Λέγει ο Απόστολος Παύλος: «Θέλω δὲ ὑμᾶς ἀμερίμνους εἶναι. ὁ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, πῶς ἀρέσει τῷ Κυρίῳ· ὁ δὲ γαμήσας μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῇ γυναικί. μεμέρισται καὶ ἡ γυνὴ καὶ ἡ παρθένος. ἡ ἄγαμος μεριμνᾷ τὰ τοῦ Κυρίου, ἵνα ᾖ ἁγία καὶ σώματι καὶ πνεύματι· ἡ δὲ γαμήσασα μεριμνᾷ τὰ τοῦ κόσμου, πῶς ἀρέσει τῷ ἀνδρί. τοῦτο δὲ πρὸς τὸ ὑμῶν αὐτῶν συμφέρον λέγω, οὐχ ἵνα βρόχον ὑμῖν ἐπιβάλω, ἀλλὰ πρὸς τὸ εὔσχημον καὶ εὐπάρεδρον τῷ Κυρίῳ ἀπερισπάστως.» (Α΄Κορινθ. Ζ΄ 31-35)
[3] «Εἰ θέλεις τέλειος εἶναι, ὕπαγε πώλησόν σου τὰ ὑπάρχοντα καὶ δὸς πτωχοῖς, καὶ ἕξεις θησαυρὸν ἐν οὐρανῷ, καὶ δεῦρο ἀκολούθει μοι.» (Ματθ.-ΙΘ΄21)
[4] Χαρίλαος Τζώγας, «Μοναχισμός», στο συλλογικό έργο Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία, τ. 9, εκδ. Μαρτίνος, Αθήναι 1966, στήλ. 19.
[5] Cyril Mango, ΒΥΖΑΝΤΙΟ, Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, μτφρ. Τσουγκαράκης Δ., εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 128.
[6] Μέγας Αθανάσιος, Βίος και πολιτεία του Οσίου πατρός ημών Αντωνίου, Έλληνες Πατέρες της Εκκλησίας, εκδ. «Γρηγόριος ο Παλαμάς» Θεσσαλονίκη 1976, σελ. 20.
[7] Βασιλείου Στεφανίδου, Εκκλησιαστική Ιστορία, Απ' αρχής μέχρι σήμερον, εκδ. Παπαδημητρίου <Αθήναι 2000>, σελ. 153.
[8] Χαρίλαος Τζώγας, ό.π.. στήλη 19.
[9] Στο ίδιο στήλ. 20.
[10] Στεφανος Ευθυμιάδης, «Ο Βυζαντινός θρησκευτικός βίος» στο Ευθυμιάδης Σ, Κυρκίνη-Κούτουλα Α, Νικολούδης Ν, Πέννα Βασιλική, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα Ι: Απ΄την Αρχαιότητα έως και τα Μεταβυζαντινά Χρόνια, τόμ. Β΄ (Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στον Βυζαντινό και Μεταβυζαντινό Κόσμο), εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 2001 σελ. 213.
[11] Βασιλείου Στεφανίδου, ό.π., σελ. 154.
[12] Στεφανος Ευθυμιάδης, ό.π., σελ. 230.
[13] Χαρίλαος Τζώγας, ό.π.. στ. 20.
[14] Στεφανος Ευθυμιάδης, ό.π., σελ. 231.
[15] Στο ίδιο, σελ. 238.
[16] Μέγας Αθανάσιος, ό.π., σελ. 18.
[17] Αυτές λέγονται «περιστατικές αποταγές» και γράφει περί αυτών ο Ιωάννης ο Σιναΐτης: «Ας μη κατακρίνουμε ούτε να αποστρεφόμαστε τις περιστατικές αποταγές. Διότι γνώρισα κάποιους λιποτάκτες, που φεύγοντας συνάντησαν συμπτωματικώς τον Βασιλέα την ώρα που ερχόταν, και αφού έγιναν δορυφόροι του, τον ακολούθησαν στο παλάτι και γευμάτισαν μαζί του» (Κλίμαξ, Α΄ 31).
[18] Cyril Mango, όπ., σελ. 129.
[19] Στεφανος Ευθυμιάδης, ό.π., σελ. 230.
[20] Στο ίδιο, σελ. 230-237.
[21] Στο ίδιο, σελ. 238-241.
[22] Στο ίδιο, σελ. 220.
[23] Στο ίδιο, σελ. 221.
[24] Σε Αιθιοπία, Αραβία, Αρμενία, Γεωργία και αρκετά αργότερα στην Ρωσία και γενικώς στην Ανατολική Ευρώπη.
[25] Cyril Mango, όπ., σελ. 129.
[26] Στο ίδιο, σελ.143.
[27] Βασιλείου Στεφανίδου, ό.π., σελ. 154
[28] Cyril Mango, όπ., σελ. 133. Και ο Βασ. Στεφανίδης αναφέρει χαρακτηριστικά: «Συμεών ο Στυλίτης (†460) εφεύρε την κατά διεύθυνσιν κατακόρυφον απομάκρυνσιν από του κόσμου» (ό.π. σελ. 163).
[29] Βασιλείου Στεφανίδου, ό.π., σελ. 162.
[30] Στεφανος Ευθυμιάδης, ό.π., σελ. 239-240.
[31] Βασιλείου Στεφανίδου, ό.π., σελ. 162.
[32] Σήμερα στο Άγιο Όρος Λαύρα λέγεται το μεγαλύτερο Κοινόβιο. Οι συνοικισμοί κελιών γύρω από ένα Κυριακό κατά τα πρότυπα της λαύρας, ονομάζονται σκήτες.
[33] Cyril Mango, όπ., σελ. 133.
[34] Χαρίλαος Τζώγας, ό.π.. στ. 23.
[35] Στεφανος Ευθυμιάδης, ό.π., σελ. 241-242.
[36] Βλ. σελ. 4-6 της παρούσης εργασίας.
[37] Cyril Mango, όπ., σελ. 132.
[38] Βασιλείου Στεφανίδου, ό.π., σελ. 161.
[39] Μεταξύ των άλλων και δια της αντιγραφής βιβλίων
[40] Cyril Mango, όπ., σελ. 140
[41] Στο ίδιο σελ. 131.
[42] Αυτό πρακτικώς απεδείχθη πολύ δύσκολο να εφαρμοσθεί.
[43] Hans-Georg Beck, Η Βυζαντινή Χιλιετία, μτφρ. Δ. Κούρτοβικ, εκδ. ΜΙΕΤ, Αθήνα 2000, σελ. 297.
[44] Στεφανος Ευθυμιάδης, ό.π., σελ. 218.
[45] Hans-Georg Beck, ό.π., σελ. 311.
[46] Cyril Mango, όπ., σελ. 133.
[47] Hans-Georg Beck, ό.π., σελ. 304.
[48] Στο ίδιο 291-293.
Ο μοναχισμός from hara miatidi