Η Επανάσταση του 1821 στην περιοχή του Δομοκού
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Η Θεσσαλία κατελήφθη οριστικά από τους Οθωμανούς περί
το 1420, από τον Τούρκο στρατάρχη Τουραχάν μπέη και παρέμεινε έκτοτε υπό
Τουρκική κατοχή. Εκείνη την περίοδο, άρχισαν να εγκαθίστανται στη Θεσσαλία
και στην περιοχή του Δομοκού, πολλοί Τούρκοι, φερμένοι απ’ το Ικόνιο της Μικράς
Ασίας, οι επιλεγόμενοι «Κονιάροι». Είχε προηγηθεί προσωρινή κατάληψη του
Δομοκού από τους Τούρκους το 1393, ο οποίος κατελήφθη οριστικά το 1425.[1]
Πολλοί Έλληνες εγκατέλειψαν τότε την πεδιάδα και
εγκαταστάθηκαν στην ορεινή Θεσσαλία, ενώ οι εναπομείναντες ήσαν πλέον
δουλοπάροικοι των κατακτητών.
Τα ορεινά της Πίνδου και ένα κομμάτι της σημερινής επαρχίας
Δομοκού παρέμειναν για χρόνια ελεύθερα και ανεξάρτητα. Ωστόσο, επί Σουλεϊμάν
του Μεγαλοπρεπούς, παρασχέθηκε ημιανεξαρτησία με τη συνθήκη του «Ταμασίου»,
τη λεγόμενη «εις τα Άγραφα», όνομα που έκτοτε δόθηκε στη Δολοπία της
Πίνδου.
Ο πληθυσμός της Θεσσαλίας, στην οποία ανήκε διοικητικά ο
Δομοκός, την εποχή της Επανάστασης αριθμούσε περίπου 350 χιλιάδες κατοίκους, εκ
των οποίων τα 3/4 ήταν χριστιανοί και το εν τέταρτον περίπου Οθωμανοί, της
φυλής των Κονιάρων.
Η Ελληνική επανάσταση ήρθε μετά από άλλες, μικρότερες
εξεγέρσεις και αδιάκοπη σχεδόν ανταρσία πάνω στα βουνά, εναντίον του Οθωμανού
δυνάστη και ύστερα από μακρά ιδεολογική προετοιμασία. Οι
απελευθερωτικοί αγώνες της επαρχίας Δομοκού, πριν την επανάσταση του 1821,
αρχίζουν με τις προσπάθειες του επισκόπου Τρίκκης Διονυσίου Φιλοσόφου, του
Γεωργίου Παπαζόλη, του Θεοδώρου Ορλώφ, του Λάμπρου Κατσώνη και του Ανδρίτσου,
πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, του παπα-Θύμιου Βλαχάβα, του Νικοτσάρα, του Ρήγα
Βελεστινλή και των διαφόρων κλεφταρματωλών των Αγράφων και της Όθρης. Η
ιστορική παράδοση του Ελληνικού Έθνους, η πνευματική και οικονομική άνοδος του
παροικιακού και του υπόδουλου ελληνισμού κατά τον τελευταίο αιώνα της
Τουρκοκρατίας, η διάδοση των φιλελεύθερων ιδεών της εποχής, η οργανωτική
προετοιμασία από τη Φιλική Εταιρεία και οι ετοιμοπόλεμες δυνάμεις των κλεφτών
και των αρματολών, υπήρξαν τα θεμέλια, πάνω στα οποία στηρίχτηκε η επανάσταση
του 1821.
Η βόρεια Φθιώτιδα μέχρι τις παραμονές της επανάστασης του
1821, βρισκόταν κάτω από την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου
του, Βελή πασά. Κατόπιν, περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Μαχμούτ
πασά Δράμαλη, γνωστών από το ρόλο που έπαιξαν κατά τον εθνικό μας αγώνα.
Η
κωμόπολη του Δομοκού ήταν εξαιρετικά νευραλγική θέση και έδρα καζά (ή καϊμακαμλίκι,
διοίκηση, επαρχία), με Τούρκο μουδίρη (διοικητή), ενώ
τον επισκεπτόταν συχνά πυκνά ο γενικός δερβέναγας της Θεσσαλίας, ένας Τούρκος πασάς και γι’ υπήρχε εκεί πάντα ισχυρή στρατιωτική
δύναμη. Ο Γάλλος γιατρός και περιηγητής Φρανσουά Πουκεβίλ αναφέρει: «Η
Θαυμακός δε εξαγορασθείσα υπό του Μπαμπά-πασά κατά την επανάστασιν,
κατελήφθη υπό του Ομέρ Βρυώνη και υπό του Δράμαλη».[2]
Την προπαρασκευή των κατοίκων της
περιοχής του Δομοκού είχαν αναλάβει διάφοροι κλεφταρματολοί, φιλικοί, κληρικοί
και μοναχοί των μοναστηριών (Αντινίτσης, Ομβριακής, Ξενιάς Αλμυρού κτλ.) κι
άλλοι ανυπότακτοι και ένοπλοι που κατέβαιναν από τα γειτονικά Άγραφα.
Ο Φιλικός Ιωάννης
Παπαδόπουλος, στέλνει από τη Δρανίστα του Δομοκού (τότε),
μια επιστολή προς τον Ιωάννη Οικονόμου-Λογιώτατο
το Λαρισσαίο, στις 26 Φεβρουαρίου 1821, με το παλιό ημερολόγιο, σχετικά με την
μύηση των Ελλήνων της περιοχής Δομοκού, στην Φιλική Εταιρία, όπου
σημειώνει γλαφυρά την γενική απροθυμία συμμετοχής, λόγω του φόβου και της
ανασφάλειας:
«Είδαν ότι τρόπον
τινά με ελέγχετε , διότι δεν σας ξαναέγραψα,, έχετε
δίκαιον, πλήν με συγχωρείτε, διότι διατρίβω χθονίως εις τελουρον κατά
την κοινωνίαν, κατ’ άβατον σχεδόν εις
ερημίαν. Μοι παραπονείσθε, διότι εύρετε ολίγους συνδρομητές
εις την πατρίδα σας. Εις τούτο πρέπει να ενθυμείσθε το
ρητόν του Ευαγγελίου, το οποίον ερρέθη παρά του ειπόντος εις την
ιδίαν περίστασιν, το «πολλοί γάρ εισί κλητοι, ολίγοι δε εκλεκτοί»…
Έχετε προθυμίαν εις τα καλά και ωφέλιμα δια τους ομογενείς, και μη
λυπήσθε δια τούτο, και
εγώ ολίγους εύρον εκλεκτούς και εις την πατρίδαν
μου, και εις άλλα μέρη. Κατά το παρόν νέα τινά περίεργα δεν ηξεύρω, δια να
σας γράψω, διότι δεν αντάμωσα έως τώρα κανέναν από όσους ήθελα»…
Η Ανατολική Στερεά Ελλάδα επαναστάτησε σχεδόν ταυτόχρονα με
την Πελοπόννησο, κατά το τρίτο δεκαήμερο του Μαρτίου, ως τα μέσα Μαΐου 1821. Το
συντονισμό του αγώνα είχαν οι δύο διακεκριμένοι Φαναριώτες, ο Κων/νος Καρατζάς
και ο Θεόδωρος Νέγρης, ενώ γενικός υπεύθυνος της Φιλικής Εταιρείας ήταν ο
Χριστόφορος Περραιβός. Επίσημος Οπλαρχηγός στην κεντρική Ρούμελη και στην
επαρχία Ζητουνίου, με επιρροή στην επαρχία Δομοκού, ήταν ο Γάννης Δυοβουνιώτης
ή Γερο-Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821. Στον
καζά του Δομοκού έδρασε επίσης και ο καπετάν Τσάμης (Δημήτριος ή Τσάμης
Καρατάσος), από την Ημαθία.
Οι κάτοικοι των χωριών του Δομοκού, σύμφωνα με τις
πληροφορίες του Πουκεβίλ, ήταν φόρου υποτελείς στον πασά της Λάρίσας και είχαν
το δικαίωμα να φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές
που διέτρεχαν την περιοχή. Μια εγκύκλιος του ιερού κλήρου της περιοχής κατά την
έκρηξη του αγώνα του 1821, καλούσε τους κατοίκους σε επανάσταση κατά των
Τούρκων, η οποία βρήκε σοβαρή ανταπόκριση μεταξύ των κατοίκων.
Πολλοί απ’ αυτούς προσέτρεξαν και πλαισίωσαν τους διάφορους
οπλαρχηγούς και καπεταναίους. Άλλοι μετέφεραν πληροφορίες κι άλλοι
εξυπηρετούσαν, με διάφορους τρόπους τον αγώνα. Σε μια εθνική καταγραφή ονομάτων
Ρουμελιωτών πολεμιστών του 1821, αναφέρονται 30 αγωνιστές από την περιοχή
Δομοκού. Από έγγραφα του Αρχείου των Αγωνιστών, διαπιστώνεται ότι πολλοί
κάτοικοι της περιοχής πλαισίωσαν ως ένοπλοι όχι μόνο τους Κοντογιανναίους, αλλά
και τον Αθανάσιο Διάκο, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και τον αρχιστράτηγο της Ρούμελης
Γεώργιο Καραϊσκάκη, ενώ συμμετείχαν στο θρίαμβο της Αράχωβας και στους αγώνες
της Ακρόπολης μαζί με άλλους Ρουμελιώτες. Μεγαλύτερη όμως ακτινοβολία στους
κατοίκους της περιοχής είχε ο Μήτσος Κοντογιάννης, οπλαρχηγός της Υπάτης. [3] Ωστόσο, ο Χουρσίτ πασάς που πολιορκούσε τότε τον Αλή Πασά
στα Ιωάννινα, έστειλε εναντίον των επαναστατών 8000 πεζούς και 800 ιππείς, με
αρχηγούς τον Κιοσέ Μεχμέτ και τον Ομέρ Βρυώνη, για να καταπνίξουν την
επανάσταση.
Οι οπλαρχηγοί Δυοβουνιώτης, Πανουργιάς και Κοντογιάννης
προσπάθησαν να παρεμποδίσουν το πέρασμα των Τούρκων προς τη Νότια Ελλάδα, στο
χωριό Ντερβέν Φούρκα, σημερινό Καλαμάκι Λαμίας και στο χάνι
Αβδουραχμάν Αγά (τοπ. Δραχμάναγα, Αγία Αικατερίνη), στέλνοντας τον γνώστη της
περιοχής, ανδρείο Κομνά Τράκα με ομάδα διακοσίων πενήντα αγωνιστών. Οι Έλληνες
πολιόρκησαν τους Τούρκους του Τελεχάμπεη, οι οποίοι
οχυρώθηκαν στον κοντινό ναό του Αγίου Νικολάου και στη
συμπλοκή που ακολούθησε, σκότωσαν αρκετούς Τούρκους, μεταξύ τους και τον
σημαιοφόρο του Τελεχάμπεη. Ωστόσο, αναγκάστηκαν τελικά να υποχωρήσουν προς την
Οίτη, μπροστά στο μεγάλο όγκο των Τούρκων του Κιοσσέ Μεχμέτ πασά και
του Ομέρ Βρυώνη. Δεκαεπτά
ανδρείοι Έλληνες αγωνιστές χάθηκαν σε τούτη τη μάχη, ενώ κάποιοι πληγώθηκαν,
μεταξύ των οποίων και ο Αγοριανίτης Λουκάς Κοφίνης. Όπως αναφέρει ο Ιωάννης Φιλήμων, στο «Δοκίμιον Ιστορικόν
περί της Ελληνικής Επαναστάσεως», στην κορύφωση του αγώνα στην περιοχή
της Στερεάς απαιτούταν συνένωση δυνάμεων και η μέσω πολιορκίας εξουδετέρωση των
Τούρκικων δυνάμεων της Υπάτης: «Προς τον διπλούν δε τούτον σκοπόν μετέβησαν
ούτοι εις το πλησίον της Υπάτης βορειοδυτικώς κείμενον χωρίον των Κομποτάδων
όπου έφθασε και ο Πανουριάς μεθ’ ετέρων πεντακοσίων Φωκέων. Εκείθεν
δ’ έπεμψαν τον Κομνάν Τράκαν μετά διακοσίων πεντήκοντα ίνα καταλάβη το Δερβέν
Φούρκα. Ο Κιοσσέ Μεχμέτ πασσάς και Ομέρ πασσάς Βρυώνης φθάσαντες διέλυσαν τη
17η Απριλίου το εν Δερβέν Φούρκα Ελληνικόν σώμα και κατέβησαν εις το
Λιανοκλάδι, απέχον της Υπάτης μίαν και ημίσειαν ώραν. Περί δε μέσην νύκτα της
18 προς την 19 Απριλίου πυρά κατά το πεδίον πολυπληθή εβεβαίωσαν την άφιξιν και
πλησίασιν ίσχυρας τουρκικής βοηθείας. Τότε δ’ οι Έλληνες ίνα μη κυκλοθώσι τη
επαύριον υπεχώρησαν ευθύς αφήσαντες την πόλιν ημίκαυστον».
Η Θεσσαλία και κατά συνέπεια η περιοχή Δομοκού θωρακίσθηκε
γρήγορα από τους Οθωμανούς, ως καίρια διάβαση προς την νότια Ελλάδα. Από τον
Μάιο του 1821, όλη Θεσσαλία άρχισε να γεμίζει με Τούρκικα στρατιωτικά στίφη. Ο Τουρκαλβανός Σούλτζε Κόρυτζα, αναγκάσθηκε να επανέλθει στα Τρίκαλα
νικημένος από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Την ίδια περίοδο, ο Σελίμ Πασάς, με
διαφόρους Πασάδες και 15.000 στρατό, ξεκίνησε από το Δομοκό, όπου στρατοπέδευε
και κινήθηκε κατά της Βοιωτίας, φέρνοντας «πανταχού το πυρ και τον σίδηρο».
Ωστόσο νικήθηκε και κείνος κατά κράτος από το Οδυσσέα και τον στρατηγό Ιωάννη Γκούρα, επιστέφοντας με μόλις
το ένα τρίτον της στρατιάς του.
Μια μάχη έγινε τον Ιούλιο του 1821, κοντά στο χωριό Κάϊτζα
ή Γαΐτσα (Καΐτσα, σημερινή Μακρυρράχη), στη θέση Ντραμουχανή (Ντεμίρ ή Τιμήρ
χάνι) και στην οποία έλαβαν μέρος πολλοί κάτοικοι του χωριού και
εκδίωξαν τους Τούρκους Κονιάρους.[4] Όπως πληροφορούμαστε
από την χειρόγραφη εφημερίδα της Δυτικής Στερεάς Ελλάδας, σε ανταποκρίσεις από
τα Άγραφα και το Μεσολόγγι, τον Αύγουστο του 1821, ο καπετάνιος Καρατάσος της
Βέροιας, βγήκε στις όχθες του Πηνειού ποταμού και κατέκαψε δύο αμιγή τούρκικα
χωρία, ονομαζόμενα «Κησυρλιά», κι έπειτα πολέμησε με τους Τούρκους,
νικώντας τους κατά κράτος. Όταν το έμαθε ο Δράμαλης Μαχμούτ πασάς, που
βρισκόταν στη Καστανιά των Αγράφων, έσπευσε στο Τσαμάσι για να
εμποδίσει τον Καπετάν Καρατάσο.[5] Μερικοί Τούρκοι
Κονιάροι, προερχόμενοι από το χωριό Τιμήρ χανλί (Ντεμίρ Χάνι)
πλησίον του Δομοκού, κατέκαψαν ως αντίποινα, τα χωριά Καΐτσα και Ασβέστη. Ο
καπετάνιος Μήτζος Κοντογιάννης, με αφορμή το γεγονός αυτό, άρχισε να
συγκεντρώνει τους ανθρώπους του και να ετοιμάζεται για τον αγώνα, αποσπώντας
παράλληλα άδεια από τον Τελεχάμπεη να χτυπήσουν τους Κονιάρους
και τους Ζορμπάδες και να μην τους επιτρέψουν να προχωρήσουν σε άλλες
βιαιότητες.[6]
Τον Αύγουστο του 1821 οι Τούρκοι οργάνωσαν νέα, ενισχυμένη
εκστρατεία κατά της Πελοποννήσου. Μια δύναμη από 4.000 άνδρες με επικεφαλής τον
Μαχμούτ πασά Δράμαλη, στρατοπέδευσε στον Δομοκό, πριν από τη μάχη στα Βασιλικά
Φθιώτιδας, όπου ο Οδυσσέας, ο Δυοβουνιώτης και ο Γκούρας νικούν τους Τούρκους
στη Φοντάνα. Σχέδιο των Τούρκων ήταν οι δυνάμεις αυτές, αφού ενωθούν με τις
δυνάμεις του Κιοσέτ Μεχμέτ πασά και του Ομέρ Βρυώνη, να προελάσουν στην
Πελοπόννησο και να λύσουν την πολιορκία της Τριπολιτσάς.[7]
Τον δεύτερο χρόνο της Επανάστασης, οι Στερεοελλαδίτες
συνεχίζουν τους σκληρούς αγώνες τους και τον Απρίλιο του 1822, για ν' ανακόψουν
την προέλαση των εμπροσθοφυλακών του Μαχμούτ πασά Δράμαλη, στήνουν καρτέρι στους
Τούρκους στο Φούρκα Ντερβένι, απ’ όπου επρόκειτο να περάσουν οι δυνάμεις των
αντιπάλων τους, που έσπευδαν προς βοήθεια των συμπατριωτών τους της Εύβοιας,
της Αθήνας και του Ναυπλίου, που βρίσκονταν σε δεινή θέση και τους προξενούν
αρκετές απώλειες, καθώς επίσης τους παίρνουν αρκετά λάφυρα, εφόδια και ζώα.
Στη μάχη αυτή, τον
Απρίλη του 1822, μεταξύ των Ρουμελιωτών αγωνιστών και των Τούρκων αναφέρεται ο
Στρατηγός Μακρυγιάννης στα απομνημονεύματά του: «Οἱ Τοῦρκοι ὅλο
κουβαλιώνταν. Εἴχαμε στείλη ἕναν τζασίτη εἰς τὸ Ζιτούνι καὶ ἦρθε καὶ μᾶς εἶπε ὅτι
θὰ κινηθοῦν ἀπὸ τρεῖς μεριὲς νὰ μποῦνε μέσα, ἀπὸ τὸ Πατρατζίκι νὰ πέσουνε ἀπὸ
πάνου τὸν ζυγόν, ἀπὸ τὶς Θερμοπύλες κι᾿ ἀπὸ τὴ Νευρόπολη τ᾿ ὀρδὶ τοῦ Σαλώνου. Εἴχαμεν
πιάση τὴ Νευρόπολη τὸν Ἀπρίλιον μήνα, τὰ 1822, καρσὶ ἀπὸ τὸ Ζιτούνι. Τοῦ Δυσσέα
τ᾿ ὀρδὶ ἦταν ῾στὴν Δρακοσπηλιὰ καὶ Μπουντουνίτζα κι᾿ ὁλόγυρα ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη. Οἱ
Τοῦρκοι τοὺς ἦρθε εἴδηση ἀπὸ Πελοπόννησον, ἀπὸ Ἀθήνα, ἀπὸ Ἔγριπον ὅτι
στενεύτηκαν πολὺ ἐκεῖ οἱ δικοί τους καὶ νὰ τοὺς προφτάσουνε μιντάτια καὶ
ζαϊρέδες. Πῆγαν οἱ Ἕλληνες εἰς τὴν Φούρκα Ντερβένι, τοὺς ἔκαμαν ἕνα καρτέρι τῶν
Τούρκων καὶ τοὺς σκότωσαν καμπόσους καὶ τοὺς πῆραν λάφυρα καὶ ζαϊρέδες πλῆθος
καὶ ζῶα. Ὕστερα συνάχτηκαν Τοῦρκοι πολλοί, καὶ μὲ τὰ σπαθιὰ εἰς τὸ χέρι ἀναχώρησαν
οἱ Ἕλληνες ἄβλαβοι. Οἱ Τοῦρκοι ἦρθαν ἀπόκατου εἰς τὸ γιοφύρι τῆς Ἀλαμάνας καὶ
γύρα ῾σ αὐτὰ τὰ μέρη, τὰ τρογυρινά, κι᾿ ὅλο ἑτοιμάζονταν διὰ νὰ μποῦνε μέσα καὶ
φύλαγαν κι᾿ αὐτὲς τὶς θέσες » (Στρατηγοῦ Μακρυγιάννη - Ἀπομνημονεύματα,
Βιβλίον Α´, Κεφάλαιον τέταρτον, Τὰ ἀπὸ τοῦ 1822 ἔτους).
Ο κλήρος στάθηκε εμψυχωτής του γένους κατά τα μαύρα χρόνια
της τουρκοκρατίας, κι όταν τα μαύρα σύννεφα της βαρβαρότητας των κατακτητών
σκέπαζαν την ελληνική κοινωνία, έγινε ο φάρος της γνώσης και του αγώνα. Μαζί με
τα ηρωικά καρυοφύλλια των αγωνιστών του ’21 ηχούσε το οκτώηχο των Μοναστηριών
που στέριωσε τη Ελληνική ψυχή, οδηγώντας στο «Ελευθερία ή Θάνατος»!
Φωτεινό παράδειγμα στην περιοχή του Δομοκού οι μοναχοί της Αντίνιτσας, οι
οποίοι έλαβαν μέρος στην επανάσταση του 1821. Όπως θυμούνται παλαιότεροι
προσκυνητές της Μονής, στους εξωτερικούς τοίχους των καταστραφέντων κελιών
υπήρχαν πολεμίστρες σε καλή κατάσταση, αψευδής μάρτυρες της συμμετοχής των μοναχών
στους αγώνες κατά των Τούρκων.[8] Επίσης, όταν το έτος 1946,
οι κάτοικοι των πλησιέστερων χωριών, καθάρισαν το προαύλιο της Μονής από τα
ερείπια για να φτιάξουν το σημερινό καθολικό, βρήκαν πολλά από τα ξίφη των
Αγωνιστών του ’21.
Κατά την Τουρκική κατοχή, τις εξεγέρσεις και επαναστάσεις
των Ελλήνων, η Μονή, έλαβε ενεργό μέρος, αποτελώντας κέντρο αντίστασης και
ορμητήριο αγωνιστών. Η θέση της Μονής ήταν ιδανική για κρησφύγετα των
αρματωμένων, αλλά και άμαχου πληθυσμού. Το 1821, με ηγούμενο τον Αγαθόνικο
Καλλίνικο (1821-1834), οι μοναχοί της μονής πρωτοστάτησαν στον αγώνα και τον
Απρίλη του 1822, οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης και Γάτσος ελευθέρωσαν τον οπλαρχηγό
Καρατάσο, που με 200 από τους άνδρες του, είχε αμπαρωθεί στα κελιά της
Αντινίτσας, αγωνιζόμενος ενάντια στις Τουρκικές δυνάμεις. Επίσης την εποχή
εκείνη αλλά και μετέπειτα, στο χώρο της Μονής, λειτούργησε Ελληνικό, κρυφό σχολειό,
λίχνος γνώσης και αφύπνισης των σκλαβωμένων Ελλήνων.
Για βαρύ φόρο αίματος την περίοδο της επανάστασης
στην περιοχή, μας πληροφορεί η Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος,
του Αμβροσίου Φραντζή (1841): «Εν τούτοις ο αριθμός των παρά των Τούρκων εις
διαφόρους τόπους φονευθέντων Ελλήνων από της 21 Φεβρουάριου 1821 μέχρι της 20
Μαΐου 1822, ενόχων τε και αθώων, είναι ως εφεξής: Εις Λάρισσαν, Αμπελάκια,
Αγιάν, Μακρυνίτζαν, Βώλον, Αρμυρόν, Ζητούνι, Δομοκόν, Φέρσαλα, Τούρναβον και
Τρίκκαλα, ως ένοχοι 590, αθώοι 13460».[9]
Ο επίλογος της επαναστατικής δράσης εκείνης της
περιόδου γράφτηκε με τραγικό τρόπο την 12η Δεκεμβρίου 1832, στις όχθες της
λίμνης Ξυνιάδας κοντά στο χωριό Νταουκλή (σημερινή Ξυνιάδα),
έγινε μια απ’ τις μεγαλύτερες εκκαθαρίσεις κλεφταρματολών στην
περιοχή της Θεσσαλίας. Οι κλεφταρματολοί μην μπορώντας να υποφέρουν τον απηνή
διωγμό του Αλή Πασά αναγκάστηκαν να καταφύγουν στις απάτητες κορφές των βουνών
της πατρίδας μας ή κάποιοι εξ αυτών να προσκυνήσουν τον τύραννο και να γίνουν
τσοχανταραίοι του (Τσοχανταραίος: μέλος επίλεκτου σώματος της Οθωμανικής
χωροφυλακής, ίσως και σωματοφύλακας του τοπικού άρχοντα). Το 1832 ο
Σουλτάνος Μαχμούτ δίνει εντολή στο Ρεζίτ Πασά Κιουταχή να εξοντώσει με
οποιοδήποτε τρόπο τους κλεφταρματωλούς που ξαναγύρισαν στα αρματολίκια τους και
να ξεκαθαρίσει τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία απ’ αυτούς. Τον ίδιο
μήνα κλήθηκαν οι κλεφταρματωλοί στη Λάρισα με το πρόσχημα ότι θα τους
ανακοινωθούν διάφορες Σουλτανικές διαταγές για τα αρματολίκια τους, όμως οι
καπεταναίοι γνωρίζοντας το παιχνίδι του Ρεζίτ πασά δεν παρουσιάστηκαν οι ίδιοι
αλλά έστειλαν 8 έως 10 αντιπροσώπους ο καθένας τους. Οι τριακόσιοι τον αριθμό
απεσταλμένοι κλεφταρματωλοί συγκεντρώθηκαν στη Λάρισα και κατόπιν, στις 12
Δεκεμβρίου 1832, οδηγήθηκαν στην λίμνη Ξυνιάδα κοντά στο χωριό Νταουκλή (σημ.
Ξυνιάδα), συνοδεία τούρκικου ιππικού υπό Τούρκο ίππαρχο. Ο Τούρκος Ίππαρχος για
να τους αφοπλίσει τους ζήτησε να πυροβολήσουν στον αέρα για να γιορτάσουν δήθεν
τη γέννηση του διαδόχου του Σουλτάνου στην Κωνσταντινούπολη. Όταν όμως
τέλειωσαν οι πυροβολισμοί, με τα καρυοφύλλια άδεια οι τριακόσιοι
Κλεφταρματωλοί, καθώς ήταν περικυκλωμένοι από το τούρκικο ιππικό, σφαγιάστηκαν
άνανδρα και ανηλεώς από τους Τούρκους, επί τρεις ολόκληρες ώρες. Από τους
τρακόσους κεφταρματωλούς μόνο δύο κατάφεραν να σωθούν από το φοβερό μακελειό
και την απίστευτη αγριότητα των Τούρκων. Οι απώλειες των Τούρκων ήταν οκτώ
ιππείς νεκροί και αρκετοί τραυματίες. Την ίδια ημέρα άρχισε σφοδρή επίθεση των
Τούρκων κατά των Καπεταναίων που περιόδευαν στην ευρύτερη περιοχή, παρότι όμως
η δύναμή τους ήταν τριπλάσια, δεν κατάφεραν παρά μόνο υλικές ζημιές και
να αναγκάσουν τους Οπλαρχηγούς να διαφύγουν με τις οικογένειές τους
προς την ελεύθερη Ελλάδα. Οι ίδιοι επανήλθαν όμως σύντομα οπλισμένοι και
αποφασισμένοι να συνεχίσουν τον αγώνα. Ο Ιμίν πασάς, γιος του Κιουταχή πασά,
διαδέχτηκε τον πατέρα του μετά το θάνατό του το 1834 και έγινε πασάς της
Θεσσαλίας. Η απάτη και ο δόλος χαρακτηρίζουν όλες τις ενέργειές του. Το 1836
προσπάθησε να εξοντώσει και ο ίδιος με δόλο όλους τους Κλεφταρματολούς της
Θεσσαλίας, αλλά δεν τα κατάφερε. Επιχείρησε να συγκεντρώσει τους Καπεταναίους
με το Νουριδίναγα όμως εκείνοι αντέδρασαν σθεναρά: «Νουριδίναγα! Έχομεν
πάμπολλα, διαφόρους εποχάς, φρικώδη απιστίας παραδείγματα: Το δέ πρόσφατον το
τρομερόν το απάνθρωπον εκείνο Μακελλείον του πατρός του (Κιουταχή) ότε δι’
απάτης εθυσίασεν υπέρ τους τριακόσιους εξ ημών πλησίον του χωρίου Δαουκλή και
άλλους υπέρ τους εκατόν εις τα Τρίκκαλα μετά του Καπετάνου Στέριου Στερνάρη,
των οποίων τα γυμνά κόκαλα και συντετριμμένα κρανία ευρίσκονται εισέτι ένθεν
κακείσε διεσκορπισμένα και καταπατούμενα αφού πρώτον οι κύνες και τα αγρίμια
εκορέσθησαν από τας σάρκας των, πώς δυνάμεθα να το λησμονήσωμεν;», («Ιστορία
του Σουλίου και της Πάργας», Χριστόφορου Περραιβού, 1857).
Στον τόπο του μαρτυρίου των 300 πεσόντων αγωνιστών του
Νταουκλίου ο Δήμος Ξυνιάδος, επί δημαρχίας Γεωργίου Θ. Τσιαγκλάνη, ανήγειρε το
2002 προς τιμήν τους μνημείο πεσόντων ένα περίπου χιλιόμετρο έξω από την
Ξυνιάδα. Στο μνημείο υπάρχει χαραγμένο το ποίημα του Γ. Καλοδήμου, «Ο χαλασμός
των 300 κλεφταρματωλών από τους Τούρκους το 1832»,:
Φίλε διαβάτη που περνάς από αυτόν εδώ τον τόπο,
Σταμάτα και προσκύνησε αξίζει πια τον κόπο.
Εδώ έπεσαν Σταυραετοί, Κλέφτες, Καπεταναίοι,
Από των τούρκων την απιστιά κι ας ήτανε Γενναίοι!
Στη μάχη αυτή έχασε τη ζωή του και ο αρματολός της
περιοχής Σάββας Βούλγαρης, πιθανότατα Δομοκίτης. Γι’ αυτό το λόγο θεωρείται
πιθανό η αληθής θέση της θυσίας να βρίσκεται στη θέση «Σάββα Μαγούλα», κοντά
στα Μεταλλεία Ομβριακής, σε κοντινή και πάλι απόσταση από το Νταουκλή
(Ξυνιάδα), όπως αναφέρουν οι πηγές.
Αποτέλεσμα του επαναστατικού αγώνα των Ελλήνων κατά των
Τούρκων για την ελευθερία και την ανεξαρτησία τους, ήταν η αφύπνιση της
διεθνούς κοινότητας και η, έστω και υπό «ορισμένους όρους», ανεξαρτησία σ’ ένα
ακόμα κομμάτι της ελληνικής επικράτειας. Η «οροθετική γραμμή», τα πρώτα σύνορα
της Ελλάδας, προσδιορίστηκε από την συνάντηση της 9ης Νοεμβρίου 1832, στη Γούρα.
Η γραμμή των συνόρων ορίστηκε από τον Παγασητικό έως τον Αμβρακικό κόλπο,
στο ύψος της οροσειράς της Όθρης. Έτσι η Θεσσαλία και η περιοχή του Δομοκού,
έμειναν έξω από τα σύνορα του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους κατά την ίδρυση του
το 1832.
Η Θεσσαλία υπήρξε ο σιτοβολώνας, ο τροφοδότης και το
κέντρο των Τούρκων στον αγώνα τους κατά των επαναστατημένων Ελλήνων
(1821-1827), γι’ αυτό και ενισχύθηκε σημαντικά και συνεπώς δεν ευοδώθηκαν οι
προσπάθειες των Θεσσαλών πατριωτών εκείνη την περίοδο.
Η
κωμόπολη του Δομοκού διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στις εξεγέρσεις που
ακολούθησαν, απελευθερώθηκε όμως οριστικά το 1881, μαζί με την υπόλοιπη
Θεσσαλία
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
[1]
Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας
Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
[2] Pouqueville François, Historie de la Grece, Τομ. IV, 1825, σελ. , 401, 533.
[3] Σακελλαρόπουλος Δ., Περιοδικό Απόλλων, Επιστήμη,
Φιλολογία, Καλλιτεχνικά, Αρ. 46, Εν Πειραιεί, Φεβρουάριος, 1887, σελ. 723.
[4]
Από την επαγγελματική ειδικότητα των εμπόρων ή το είδος των εμπορευμάτων που
στεγαζόταν μέσα ( Ντεμίρ χάνι: η λέξη «ντεμίρ» (σίδηρος) γράφεται τουρκιστί
«τιμούρ» και προφέρεται «ντεμίρ».
[5]
Η Ανάβρα της Καρδίτσας, παλαιότερα γνωστή ως Ταμάσι ή Τσαμάσι.
[6]
Νέος Ελληνομνήμων, χειρόγραφη Εφημερίς Αιτωλική (Αύγουστος 1821), 1914, σελ.
466-467. Ζορμπάς, από την τουρκική λέξη zorba (= οπλοφόρος σώματος ατάκτων,
άνθρωπος βίαιος, ατίθασος, τυραννικός).
[7]
Κουτσονίκας, Λάμπρος, Γενική Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως, τόμος α΄,
Αθήνα, 1863.
[8]
Λαϊνάς, Θεόκτιστος, Το μοναστήρι της Αντίνιτσας,
Αθήνα: [χ.ό.] , [19--].
[9]
Φραντζής, Αμβρόσιος, Επιτομή της Ιστορίας της αναγεννηθείσης Ελλάδος, Αθήναι,
1841.