Η
πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα!
Ο γνωστός Γερμανός αρχαιολόγος, ελληνιστής
και πρώτος καθηγητής αρχαιολογίας του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών Λουδοβίκος
Ρος, ο οποίος τον χειμώνα του 1832-33 διέμεινε για πρώτη φορά στην Αθήνα, όταν ακόμη
η πόλη διατελούσε ουσιαστικά υπό τουρκικό
έλεγχο, γράφοντας τις αναμνήσεις του από την ζωή του στην Ελλάδα, περιέγραψε άκρως
γλαφυρά την τότε κατάσταση των Αθηνών. Απ’ τις αναμνήσεις του αυτές, η
εφημερίδα Εστία απέσπασε και δημοσίευσε το 1878, την αρκούντως περίεργη περιγραφή
της εντύπωσης που προξένησε στους κατοίκους της Αθήνας η πρώτη θερμάστρα (σόμπα).
Όπως αναφέρει ο Ρος, ο χειμώνας τότε ήταν δριμύτατος και το θερμόμετρο πολλάκις
κατέβηκε κάτω του μηδενός. Όταν έκανε τόσο δριμύ ψύχος, ο Ανατολίτης συνήθιζε
να τυλίγεται με τη μηλωτή του (προβιά, κάπα, ένδυμα ή σκέπασμα από δέρμα
προβάτου) και θερμαίνοντας τα πόδια του στον πύραυνο (μαγκάλι), να μένει
ακίνητος χωρίς να κάνει τίποτε.
Ο Ευρωπαίος
όμως, ο οποίος ήταν συνηθισμένος μέσα στο δωμάτιό του να διαβάζει, να γράφει ή
να ζωγραφίζει, ήταν αδύνατον να υποφέρει μια τέτοια κατάσταση, εφόσον ακόμη κι όπου
τυχόν υπήρχε τζάκι, δεν αρκούσε να θερμάνει τα ελεεινά δωμάτια.
Ο Λύδερς, ο
οποίος βρισκόταν επίσης στην Αθήνα, ως πρακτικός άνθρωπος, σκέφθηκε να κατασκευάσει
μια θερμάστρα και προμηθεύτηκε για το λόγο αυτό από την αγορά κάποια σίδερα, προσέλαβε
ένα σιδηρουργό και με τη βοήθειά του, με πολλούς κόπους, κατάφερε να συναρμολογήσει
ένα είδος τετράγωνης λάρνακας, στην οποία άνοιξε μία θυρίδα και της τοποθέτησε
ένα μακρύ σωλήνα. Έτσι κατασκευάστηκε και ξεκίνησε τη λειτουργία της η πρώτη αθηναϊκή
θερμάστρα, ενώ τα ξύλα ελιάς που τοποθετήθηκαν σ’ αυτή, δημιούργησαν λαμπρή
φωτιά και αίσθημα θαλπωρής, οι δε τριγμοί και οι
σπινθηρισμοί των ξύλων, γέμιζαν με χαρά και ευφροσύνη τους παρευρισκόμενους.
Η
αγγελία περί του πρωτοφανούς και πρωτάκουστου θεάματος, καθώς επρόκειτο για την
πρώτη θερμάστρα στην Αθήνα, διαδόθηκε ακαριαία σ’ ολόκληρη την πόλη,
προκαλώντας μεγάλη έκπληξη και περιέργεια. Ο Επίσκοπος των Αθηνών Νεόφυτος, προσέτρεξε
να δει το πράγμα με τα ίδια του τα μάτια, ενώ πολλοί από τους πρόκριτους των
Τούρκων ζήτησαν την άδεια να προσέλθουν και να δουν από κοντά την πρωτότυπη
κατασκευή. Έκθαμβοι και με σεβασμό παρατηρούσαν το όμορφο και χρήσιμο εκείνο
κατασκεύασμα και χαϊδεύοντας τη γενειάδα τους αναφωνούσαν: «Ο Θεός είναι
μέγας και η σοφία των Φράγκων δεν έχει όρια».
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας- Αρθρογράφος
-Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών
στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών
Επιστημών του ΕΑΠ.
Πηγή: Εστία, τόμος 5ος,
Ιανουάριος – Ιούνιος, Αθήνα 1878, σελ. 542.