Βορειότερα της Ομβριακής σε πανοραμική, θαυμάσια τοποθεσία, υπήρχε άλλοτε ένα χωριό που λεγόταν Τσέρνη, ονομασία σλαβικής προέλευσης καθώς και σήμερα στην κεντρική Γιουγκοσλαβία υπάρχει πόλη με το ίδιο όνομα και πάνω από 50.000 κατοίκους. Σε χάρτη του Υπουργείου Στρατιωτικών, του 1890, η περιοχή αναφέρεται ως «Παληοτσέρνη». Η λέξη «Τσέρνη» στα Σέρβικα είχε ιδιαίτερη σημασία.
Το εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής και η βρύση στην Τσέρνη |
Ο Ιωάννης Φιλήμων αναφέρει για τον περίφημο Σέρβο ηγέτη Καραγιώργη (Τσέρνη Γιώργη), ο οποίος ζούσε εξόριστος στη Βεσσαραβία από το 1813: «Το Τσέρνη σερβιστί, καρά δε τουρκιστί και μαύρος ελληνιστί, εισί ταυτοσήμαντα, έχει δε η λέξις έννοιαν συνεκδοχικήν του ανδρείος, άξιος, μεγαλοπράγμων. Και δια τούτο λέγοντες οι Σέρβοι «Τσέρνη Γιώργη», ως και ο Τούρκοι «Καρά Μουσταφά» ή «Καρά Αλή», εννόουν ουχί τον μελάγχρουν φύσει, άλλα τον μεγαλόκαρδον και μεγαλουργόν ήθει», («Δοκίμιον ιστορικόν περί της ελληνικής επαναστάσεως παρά Ιωάννου Φιλήμονος, 1859»). Η ιστορία αναφέρει ότι, περί τον 9ο αιώνα, μετακινήθηκαν Σλάβοι από το Βορά και εγκαταστάθηκαν σε πολλά μέρη της κεντρικής Ελλάδας. Μετονόμασαν τότε χωριά και πόλεις με δικά τους ονόματα, όπως τον Τίρναβο, ενώ οι κάτοικοι των χωριών και των πόλεων συγχωνεύθηκαν με τον ελληνικό πληθυσμό, εξελληνίσθηκαν και παρέμειναν μόνο οι ξενικές ονομασίες.
Το χωριό Τσέρνη, βρισκόταν σε ωραιότατη και πλούσια τοποθεσία, πάνω στο Ξεροβούνι της Όθρης, ήταν κεφαλοχώρι με υγιέστατο κλίμα, νερά κρύα, καθώς και άφθονα κτήματα βόρεια στο Θεσσαλικό κάμπο, συμπεριλαμβανομένης και όλης της έκτασης του χωριού Βελεσιώτες, όπως είναι σήμερα στην πεδιάδα, όπως και ορεινές, κτηνοτροφικές εκτάσεις. Νότια κατείχε όλη την έκταση της σημερινής Ομβριακής και αρκετά μεγάλο μέρος της λίμνης Ξυνιάδας.
Βρισκόταν σε υψόμετρο 650 μέτρων και είχε καλλιεργητική έκταση περίπου 50.000 στρέμματα, καθώς και την ίδια έκταση για την άφθονη κτηνοτροφία της. Οι κάτοικοί της ήταν γύρω στις 450 οικογένειες. Κάθε χρόνο πανηγύριζε, με πανηγύρι και γλέντι που κρατούσε έξι μέρες, όπως και το Πάσχα, με κλαρίνα και βιολιά. Από το χωριό περνούσε μεγάλος εμπορικός μουλαρόδρομος, που τον χρησιμοποιούσαν οι περιπλανώμενοι έμποροι για να μεταφέρουν και να πωλούν την πραμάτεια τους. Καθώς ήταν κεφαλοχώρι κι απ’ αυτό τροφοδοτούνταν οι Έλληνες Κλεφταρματωλοί, οι Τούρκοι επεδίωξαν πολλές φορές να το διαλύσουν, κι έτσι το παιδομάζωμα ήταν μόνιμη κατάσταση.
Στην εποχή του Αλή Πασά τουΤεπελενλή, στο Βιλαέτι του οποίου ανήκε η περιοχή Δομοκού, αποφασίστηκε να διαλυθεί το χωριό και οι Έλληνες που βρίσκονται στην υπηρεσία του, παρακίνησαν κάποιους γιατρούς να πουν στους κατοίκους να αφήσουν το χωριό και να φύγουν, καθώς μολύνθηκε από χολέρα και να μετακινηθούν στην περιοχή που βρίσκετε τώρα η Ομβριακή, όπως και έγινε. Ωστόσο όμως, σύμφωνα με την προφορική παράδοση, έπεσε πράγματι τότε βαριά αρρώστια στο χωριό και τους άρρωστους τους πήγαιναν στην περιοχή της Ομβριακής, πάνω από το μοναστήρι του Αγίου Αθανασίου, στη ρεματιά όπου υπήρχε τότε δάσος με μεγάλα πουρνάρια, στην τοποθεσία που ονομάστηκε «Κρεβάτια», λόγω των κρεβατιών που κατασκευάστηκαν για τους ασθενείς.
Οι άνθρωποι ζούσαν για λίγο εκεί, βασανισμένοι από το λοιμό, ενώ έχαναν τη ζωή τους από τη διάρροια και τα υπόλοιπα συμπτώματα της νόσου που τους ταλάνιζαν. Η συμπτωματολογία που αναφέρεται καταδεικνύει πως πράγματι οι κάτοικοι έπασχαν από χολέρα, ένα νόσημα που προκαλείται από το βακτήριο «Δονάκιο της χολέρας» και χαρακτηρίζεται από έντονη διάρροια, η οποία μπορεί να προκαλέσει σοβαρή αφυδάτωση και κατά συνέπεια το θάνατο. Η κακή υγιεινή, το μολυσμένο νερό και ο ανάρμοστος υγιεινός χειρισμός τροφίμων είναι οι κύριες αιτίες.
«Πέθαναν όλοι μέχρι τον έναν», όπως ανέφερε ο μπάρμπα-Κώστας Νούκος (γεν. 1914). Βρέθηκε μόνο ένα παιδάκι, το μοναδικό που επέζησε, το οποίο παραδόθηκε στον Επίσκοπο Θαυμακού. Ο Επίσκοπος αναζήτησε τους συγγενείς του παιδιού οι οποίοι βρέθηκαν στην περιοχή της Λαμίας. Το παιδί αυτό έκανε οικογένεια και τελικά ο εγγονός του, ονόματι Κωτσιαρής, επέστρεψε πολύ αργότερα στην Ομβριακή και έμεινε εδώ, γνωστός με το όνομα «Τσερνιώτης», λόγω της καταγωγής του.
Την έκταση της Τσέρνης προς τον θεσσαλικό κάμπο και μεγάλη έκταση του βουνού την αφαίρεσαν από τους κατοίκους και την κατέλαβε ο γιος του Αλή Πασά ο οποίος λεγόταν Βελής* και όλη αυτή η περιοχή ονομάστηκε Βελεσιώτες. Οι φίλοι των Τούρκων μοιράστηκαν αρκετά μεγάλη μερίδα από τα κτήματα αυτά.
Στην περιοχή της Τσέρνης έχει κτιστεί το εξωκλήσι της Αγίας Παρασκευής, εκεί όπου ακόμη και σήμερα υπάρχει η κεντρική βρύση του χωριού, απ’ την οποία δροσίζονται οι κτηνοτρόφοι και οι κάτοικοι της Ομβριακής, που καλλιεργούν τα κτήματά τους. Διατηρούνται εκεί ακόμα κάποιοι δρόμοι καθώς και μερικά θεμέλια σπιτιών και λίγα δέντρα.
Τώρα, σε τούτο τον έρημο και ερειπωμένο τόπο, μαζεύονται τη νύχτα οι κουκουβάγιες, κρώζουν γοερά, καλώντας τους χαμένους Τσερνιώτες, δίχως να παίρνουν απάντηση.
Λέγεται ότι την Τσέρνη, την εποχή της ακμής της, είχε επισκεφθεί ο ίδιος ο Αλή Πασάς των Ιωαννίνων και πως τα κειμήλια του Ιερού ναού της ενορίας της, μετά την καταστροφή του χωριού, μεταφέρθηκαν στο εξωκλήσι του Αγίου Κωνσταντίνου στο Δομοκό, πιθανότατα προς φύλαξη.
*Ο Βελή Πασάς, γιος του Αλή Πασά, ορίστηκε στις αρχές του 19ου αι., επικεφαλής της Εποπτείας των Φρουρών των Δερβενίων (Ντερμπέντ Ναζιρλιί) και διοικητής του σαντζακιού του Δέλβινου, των Τρικάλων και του Μοριά. Υπό την εποπτεία του Ντερμπεντ Ναζιρλιί βρίσκονταν τα Ντερμπεντ Μπασμπουού των Τρικάλων (με αρμοδιότητα στις περιοχές των Τρικάλων, Λάρισας, Θεσσαλονίκης, Λιβαδειάς , Δομοκού και Λαμίας).
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com
Φωτό: Βασίλης Κιλάφας