Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
Τα
Χριστούγεννα, η μεγαλύτερη γιορτή της χριστιανοσύνης, κατά την οποία
γιορτάζουμε την έλευση του Θεανθρώπου στη γη, είναι όπως κι όλο το Δωδεκαήμερο,
μέρες μεγάλης χαράς και ευωχίας. Το Άγιο Δωδεκαήμερο είναι το χρονικό διάστημα
από την παραμονή των Χριστουγέννων, ως τα Φώτα, χωρίς νηστεία εκτός από την
τελευταία ημέρα, την παραμονή των Θεοφανίων. Στην Κεντρική Ελλάδα οι άνθρωποι
γιόρταζαν, με ιδιαίτερη λαμπρότητα, χαρά και προσήλωση, τις Άγιες ημέρες των
Χριστουγέννων και της Πρωτοχρονιάς. Ήταν οι κατεξοχήν γιορτές των παιδιών, οι
γιορτές που χαίρεται κάθε παιδί, καθώς για τη Χριστιανική οικογένεια, οι μέρες
ετούτες θυμίζουν τη παιδική ζωή του Θεανθρώπου. Ο παρακάτω «Δωδεκάλογος»,
όπως αυθαίρετα θα τον ονομάσω, δίνει το στίγμα του γιορτασμού των Χριστουγέννων:
- Τα Κάλαντα
Τα Κάλαντα που τραγουδιόταν σ’ όλο τον
Ελλαδικό χώρο έχουν τις ρίζες τους σε πανάρχαιους χρόνους. Τα σημερινά
χριστουγεννιάτικα κάλαντα σχετίζονται με την αρχαία «ειρεσιώνη», το «χελιδόνισμα»
και το «κορώνισμα», καθώς στην αρχαία Ελλάδα, τα παιδιά έψαλαν ύμνους σε
γιορτές, όπως τα Πυανέψια. Τα άσματα αυτά, είδος «καλάνδων»,
ονομάζονταν από τους αρχαίους «αγερμός» (συνάθροισις). Τα κάλαντα είναι
τραγούδια αγυρτικά, του αγερμού, γιατί έχουν σκοπό την είσπραξη και
συλλογή χρημάτων. Το έθιμο πήρε το σημερινό όνομά του από τις Ρωμαϊκές και Βυζαντινές
Καλένδες. Τα Κάλαντα έχουν ευχετηριακό περιεχόμενο,
ωστόσο κρύβουν μέγα πλούτο εκφράσεων, εικόνες αφάνταστης ομορφιάς και υψηλές
ποιητικές συλλήψεις. Τα πρωτοχρονιάτικα κάλαντα λέγονταν κατά
τόπους με λύρες, νταούλια, τσαμπούνες, βιολιά και λαούτα. Τα παιδιά τα «έλεγαν»
συχνά με συνοδεία νταουλιού, καθώς τα τρίγωνα ήταν τότε άγνωστα. Τα παιδιά
ξεχύνονταν στους δρόμους και τραγουδούσαν τα κάλαντα, από σπίτι σε σπίτι
κι από καφενείο σε καφενείο, λέγοντας: «να τα πούμε;». Μελωδικές φωνές,
ευφρόσυνο άγγελμα της γιορτής, για την έλευση του Θεανθρώπου, πλημμύριζαν την
οικουμένη, έναυσμα ευωχίας και ξεφαντώματος.
« Νά τά ποῦμε ; » « Νά τά ποῦμε ; »
«Χριστούγεννα, πρωτούγεννα, πρώτη γιορτή τοῦ χρόνου. Γιὰβγᾶτε δγέτε, μάθετε, ὁποὺ Χριστὸς γεννᾶται, γεννᾶται κι ἀνατρέφεται μὲ μέλι καὶ μὲ γάλα , τὸ μέλι τρώγουν ἄρχοντες , τὸ γάλα οἱ ἀφεντάδες!».
Αρχιμηνιά κι Αρχιχρονιά, ψηλή μου δεντρολιβανιά κι αρχή καλός μας χρόνος εκκλησιά με τ' άγιο θρόνος. Αρχή που βγήκε ο Χριστός άγιος και Πνευματικός, στη γη να περπατήσει και να μας καλοκαρδίσει!
Μετά τα κάλαντα, αρχίζανε τα παινέματα στους νοικουραίους:
Ἐσένα πρέπει ἀφέντη μου δαμασκηνὸ τραπέζι, ὅταν ἀνθῇ ἡ δαμασκηνιὰ ν ̓ ἀνθῇ καὶ τὸ τραπέζι καὶ πάλι ξαναπρέπει σου στὰ πεύκια νὰ καθήσῃς, νὰ κοσκινίζῃς τὸ φλωρί, νὰ πέφτῃ τὸ λογάρι καὶ τ ἀποκοσκινίδιά του, σκλάβους νὰ τ ἀγοράζῃς!
Πολλά παμε τ ̓ ἀφέντη μας ἂς ποῦμε τῆς κυρᾶς μας: Κυρὰ ψηλή κυρὰ λιγνή κυρὰ καμαροφρύδα, πῆρες τὰ ῥόδα ἀπ τὴ ῥοδιά, τ' ἀσπράδι ἀπὸ τὸ χιόνι, πῆρες καὶ τὸ ματόφρυδο ἀπὸ τὸ χελιδόνι!
Πολλά παμε καὶ τῆς κυρᾶς ἂς ποῦμε καὶ τῆς κόρης: Κυρά μ τὴ δυχατέρα σου γραμματικὸς τὴν θέλει κι ̓ ἂν εἶναι καὶ γραμματικὸς πολλὰ προικιὰ γυρεύει, γυρεύει ἀμπέλια ἀτρύγητα, χωράφια μὲ τὰ στάχυα, γυρεύει καὶ τὴ Βενετιὰ μ ̓ ὅλα της τὰ καράβια, γυρεύει καὶ τὸν κῦρ Βοριὰ νὰ τὰ καλαρμενίζῃ!
Πολλά παμε τῆς κόρης σου ἂς ποῦμε καὶ τοῦ γιοῦ σου: Κυρά μου τόν ὑγιοκά σου τὸν μοσχαναθρεμένο τὸν ἔλουσες τὸν χτένισες καὶ στὸ σκολειὸ τόν στέλνεις κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔβαλε γιὰ νὰ καλαναρχίσῃ Ξέγυρε κεῖνος τὸ κερὶ κ ̓ ἔκαψε τὸ χαρτί του, κ ̓ ἔκαψε καὶ τὴ σάκκα του τὴ μοσκοφαδιασμένη ποῦ τὴ μοσκοφαδιάσανε τρεῖς μικροπαντρεμένες, ἡ μιὰ βάζει τὸν πόθο της ἡ ἄλλη τὴν ὀμορφιά της κ' ἡ τρίτη ἡ μικρότερη, βάζει τὴ ζαριφιά της κι ὁ δάσκαλος τὸν ἔδερνε μὲ μιὰ χρυσῆ βεργοῦλα, δασκάλισσα τὸν μέρωνε μὲ μιὰ ποδιὰ καρύδια!!!
Χρόνους πολλοὺς νὰ χαίρεστε πάντα εὐτυχισμένοι σωματικὰ καί ψυχικὰ νὰ εἶστε πλουτισμένοι!
Γιὰ πίττα, γιὰ λουκάνικο, γιὰ τοῦ γρουνιοῦ το πάτσι, κι γιὰ ἀπὸ καμιὰ μαυρόκοττα κανένα αὐγουλάτσι κι ἀπὸ τὸ βαρελάκι σας βάλτε καμιὰ γεμάτη!
Κάποιες φορές, άμα δεν ικανοποιούνταν οι καλαντράδες από το φιλοδώρημα, τα σχόλια γίνονταν σκωπτικά και αιχμηρά:
« ̓Αφέντη μου, στὴν κάπα σου χίλιες χιλιάδες ψεῖρες, ἄλλες γεννοῦν, ἄλλες κλωσσοῦν κι ἄλλες αὐγὰ μαζώνουν!» Κι ἀλλοῦ : « Ἐσένα πρέπει , ἀφέντη μου, ντορβᾶς καὶ δεκανίκι, νὰ σὲ τραβοῦνε τὰ σκυλιὰ καὶ πέντε δέκα λύκοι! Καὶ σέ, κυρά μου, ἡ ὀμορφιὰ γλήγορα νὰ σ ' ἀφήσει, ὁ ἄντρας σου νὰ σὲ ἰδεῖ καὶ νὰ μὴ σὲ γνωρίσει! Τὴν κόρη σου τὴν ὄμορφη βάλτηνε στὸ ζεμπίλι καὶ κρέμασέ την ἀψηλὰ νὰ μὴν τὴν φᾶν οἱ ψύλλοι! Απὸ χρόνους σας πολλούς , μ ̓ ἕνα τάσι ποντικούς!».
- Οι Καλικάντζαροι
Τούτες τις δώδεκα μέρες κι ως τα Φώτα, τα νερά θεωρούνταν
αβάφτιστα, ενώ οι Καλικάντζαροι, οι διαχρονικοί, αποτρόπαιοι, υποχθόνιοι
δαίμονες, τα Παγανά, έρχονταν για να πειράξουν και να κατατρομάξουν τους
ανθρώπους, αφήνοντας τη δουλειά τους στα έγκατα της γης, που είναι να πριονίζουν
και να πελεκούν το δέντρο της Ζωής, που βαστάει τον κόσμο, για να τον
καταστρέψουν. Η δοξασία αυτή θυμίζει ότι οι αρχαίοι
Αθηναίοι πίστευαν πως «οι κήρες» (οι ψυχές), ανέβαιναν στα Ανθεστήρια από τον
Άδη και «εμίαινον τας τροφάς», γι ' αυτό «περιεσχοίνιζον τα ιερά»,
τύλιγαν δηλαδή γύρω τους ένα κόκκινο νήμα, για να τα προστατεύσουν. Τα Παγανά,
θα φύγουν τα Φώτα, μόλις αγιάσουν τα νερά κι ο παπάς ραντίσει με τ’ Αγίασμα
τα σπίτια, τα ζωντανά, τα γεννήματα και τα χωράφια.
- Η Γουρουνοχαρά
Ένα από τα σημαντικότερα χριστουγεννιάτικα έθιμα της
Ρούμελης ήταν το σφάξιμο του γουρουνιού, η «γρουνοχαρά». Το σφάξιμο του
γουρουνιού γινόταν παλιά ανήμερα τα Χριστούγεννα, αλλά αργότερα επεκράτησε να
γίνεται την παραμονή. Η προετοιμασία γινόταν με εξαιρετική φροντίδα, ενώ
ακολουθούσε γλέντι συνήθως στο τελευταίο σπίτι που τύχαινε να τελειώνει η
διαδικασία. Η ημέρα αυτή καθιερώθηκε να λέγετε «γουρουνοχαρά, γρουνοχαρά,
ή γουρνοχαρά», γιατί είχε ως επακόλουθο το γλέντι, τη χαρά και τη
διασκέδαση, σε μια εποχή που έλειπαν ακόμη κι όσα σήμερα θεωρούμε δεδομένα.
Ακολουθούσε η αφαίρεση και το λιώσιμο του χοιρινού λίπους, για να γίνει η λίπα,
λίγδα, λαρδί, ξύγκι ή λίπος του
γουρουνιού, που διατηρούταν και καταναλωνόταν παστό ή καπνιστό και χρησίμευε
όλο το χρόνο για μαγείρεμα, τηγάνισμα και πίττες. Έμεναν οι τσιγαρίθρες,
ο πασπαλάς (παστό), τα λουκάνικα, τα μπουμπάρια και τα γουρουνοκρέατα,
που θα γέμιζαν τα γιορτινά τραπεζώματα, όλο το υπόλοιπο δωδεκαήμερο, μαζί με
την βραστή όρνιθα και τη γαλοπούλα. Η φούσκα, η φουσκωτή
ουροδόχος κύστη του γουρουνιού, κυλισμένη στη στάχτη, ήταν το αγαπημένο
παιχνίδι των παιδιών, η μπάλα που ποθούσαν να έχουν.
- Το Μπουμπάρι
Ένα εξαιρετικό παραδοσιακό έδεσμα και λαμπρός κρασομεζές, σήμα κατατεθέν για τα περισσότερα
Χριστουγεννιάτικα Ρουμελιώτικα τραπέζια, είναι το μπουμπάρι. Γίνεται απ’
το παχύ έντερο του γουρουνιού, παραγεμισμένο με σκωτοπλέμονα, κοπανιστό κρέας, πλιγούρι, πράσο και διάφορα μυρωδικά και ψημένο στο
φούρνο. Στη Φθιώτιδα, τη Θεσσαλία και την Ήπειρο, το λέμε μπουμπάρι
ή μπομπάρι, στην Εύβοια κι αλλού αματτυά, ματτυά, οματιά, ματιά,
μπάμπω, μπούμπα και δεκάδες άλλα ευφάνταστα
ονόματα και πολλές παραλλαγές. Και τούτο το έδεσμα έρχεται από την απώτατη
ελληνική αρχαιότητα, όταν παραγέμιζαν τη φύσκη, το παχύ έντερο των ζώων,
με διάφορα κρεατικά και καρυκεύματα, ακόμη και αίμα (εξού και αματτυά,
η αιματία των αρχαίων), όπως και στους αλλάντας (λουκάνικα).
- Το Χριστόψωμο
Για την ημέρα των
Χριστουγέννων, απ’ τα παλιά χρόνια, οι νοικοκυρές έφτιαχναν το το ζυμαροκεντητό, ξομπλιασμένο Χριστόψωμο ή Χριστοκουλούρα, σφραγισμένο με το σφραγίδι, ευλογημένο ψωμί του χριστουγεννιάτικου τραπεζιού, ζυμωμένο ωστόσο
όπως όλα τα άλλα, σε σχήμα κυκλικό. Ο σπιτονοικοκύρης έκοβε
το Χριστόψωμο, πρώτα το κομμάτι του Χριστού κι έπειτα το κομμάτι του φτωχού, ενώ μοσχοβολούσε το γλυκάνισο και στο
τζάκι σιγόκαιγαν δύο ξύλα βαλμένα σταυρωτά. Πολλές νοικοκυρές το στόλιζαν με
λιόκλαδα, σύκα, μήλα και πορτοκάλια. Κάποιοι νοικοκυραίοι, φώναζαν στο σπίτι
τον παπά και «ύψωναν» τη Χριστοκουλούρα του
σπιτικού. Το Χριστόψωμο, παραπέμπει στους τελετουργικούς άρτους της
αρχαιότητας και στη σημασία της σπονδής, για την υγεία, την γονιμότητα και την
ίδια τη ζωή.
- Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο
Ένα αρχαίο έθιμο, το οποίο έφυγε και ξανάρθε μ’ άλλη μορφή
είναι και εκείνο του χριστουγεννιάτικου δέντρου. Ο πρόγονος του χριστουγεννιάτικου δέντρου
στην αρχαία Ελλάδα δεν ήταν έλατο, αλλά ένα κλαδί ελιάς, η «Ειρεσιώνη»,
καμωμένο από μαλλί τυλιγμένο σε λιόκλαδο. Το έθιμο διαδόθηκε στους Ρωμαίους και
τους Βυζαντινούς κι από κει στους βορειότερους λαούς, για να επιστέψει ως
αντιδάνειο, αιώνες αργότερα, ως το Χριστουγεννιάτικο δέντρο, το έλατο, που
στολίζουμε σήμερα, με τόση επιμέλεια και φιλοκαλία στα σπιτικά μας. Στα παλιά
σχολειά, στολίζαμε τ’ αυτοσχέδια χριστουγεννιάτικα δέντρα και τα παράθυρα, με
αγιοβασιλάκια, καμπανίτσες κι αστεράκια, από πολύχρωμες χάρτινες «κόλλες γλασέ»
και νιφάδες χιονιού, από τουλούπες ολόλευκο βαμβάκι.
- Μελομακάρονο vs Κουραμπιέ
Ένα ελαφρύ άγγιγμα γλυκιάς επίγευσης
ερεθίζει τον ουρανίσκο, καθώς αναπολούμε τις γιορτινές μέρες των Χριστουγέννων
των παιδικών μας χρόνων. Γλυκιά νοσταλγία, αναμνήσεις και εικόνες προσώπων που
δεν βρίσκονται πια μαζί μας, να γιορτάσουμε με μουσικές, κάλαντα και γεύσεις
ιδιαίτερες, με προεξάρχουσα εκείνη της άχνης ζάχαρης, της γλυκιάς πάχνης, σ’
ένα γλύκισμα-όνειρο της παιδικής αθωότητας, που έμεινε ανεξίτηλα χαραγμένη μέσα
μας. Μιλάμε για τους χιονάτους κουραμπιέδες της Λαμίας κι όχι μόνο, όλης της
Ρούμελης. Σ’ όλα τα σπιτικά τούτες της μέρες, ψήνονταν τα κουραμπιεδάκια στα
ταψιά τους, με το αγνό, ντόπιο βουτυράκι, το αμυγδαλάκι ή το καρυδάκι τους.
Θυμάμαι τη γιαγιά μου και τη μητέρα μου, στη Βόρεια Φθιώτιδα, να προετοιμάζουν
επί μέρες την ιεροτελεστία του κουραμπιέ και του μπακλαβά, άλλο
γλυκό κεφάλαιο. Ο κουραμπιές είναι πατροπαράδοτο, Χριστουγεννιάτικο
γλύκισμα, γνωστό σ’ όλη την Ελλάδα. Χριστούγεννα
χωρίς κουραμπιέδες δεν γίνεται. Ωστόσο και το
μελομακάρονο, είναι ένα σιροπιαστό, τραγανό, φουρνιστό Χριστουγεννιάτικο γλυκό,
με ωοειδές σχήμα, που είναι φτιαγμένο με ζύμη, από αλεύρι και σιμιγδάλι, λάδι
και χυμό πορτοκαλιού, περιχυμένο με μέλι και πασπαλισμένο με καρύδι. Υπάρχει ένα
ακήρυχτος πόλεμος ανάμεσα στους λάτρεις των δύο γλυκών, για το ποιο είναι το
καλύτερο και το πιο γιορτινό, που αποτέλεσμα και τελειωμό δεν έχει.
- Ο Μπακλαβάς
Ο Μπακλαβάς είναι γλύκισμα κοινότατο στην Ελλάδα,
παρασκευαζόμενο από επάλληλα φύλλα ζύμης, τριμμένα αμύγδαλα ή καρύδια και μέλι
ή σιρόπι ζάχαρης περιχυμένο μετά το ψήσιμο. Θεωρείτε και τούτο
ανατολίτικο γλυκό, είναι ωστόσο πραγματικά, ένα από τα αρχαιότερα
ελληνικά γλυκίσματα, το κοπτόν ή γάστριν της Μινωικής Κρήτης, με
φύλλο ζύμης και μείγμα ξηρών καρπών, μέλι και μπαχαρικά, ενώ παρόμοιο γλυκό
ήταν γνωστό και στους Βυζαντινούς, ως κοπτή. Ο μπακλαβάς είναι από παλιά
κατεξοχήν Χριστουγεννιάτικο γλυκό. Όλα σχεδόν τα ρουμελιώτικα νοικοκυριά έκαμαν
τον μπακλαβά τους τούτες τις Άγιες μέρες για να γλυκάνουν τη Νέα Χρονιά που
έρχεται. Στο μεγάλο «σινί», έφτιαχναν μπακλαβά, κομμένο ακτινωτά προς το
κέντρο, κι αν είχαν κόρη αρραβωνιασμένη ή νιόπαντρη, αφήνανε στο μέσο ένα μικρό
κύκλο, το καλύτερο δηλαδή κομμάτι, για να το «χαλάσει» ο γαμπρός.
- Η Βασιλόπιτα
Την παραμονή του Αγίου Βασιλείου σ’ όλα τα Ρουμελιώτικα
σπιτικά έφτιαχναν τη Βασιλόπιτα την πλουμιστή πίτα της
πρωτοχρονιάς, στην Αθήνα και στις άλλες Στερεοελλαδίτικες πόλεις, ήταν
ένα συνηθισμένο τσουρέκι, στο οποίο μετά το ψήσιμο βύθιζαν από κάτω ένα
νόμισμα. Στα χωριά και στις κωμοπόλεις, ήταν συνήθως ένα απλό ζυμωτό ψωμί με κεντίδια, σε κυκλικό σχήμα, το βασιλόψωμο,
από αλεύρι, ζάχαρη και μυρωδικά, στο οποίο έριχναν ενίοτε ζεματιστό
λάδι, για να μοσχοβολάει. Μόλις το ζυμάρι της βασιλόπιτας γινόταν, το έβαζαν σ’ ένα ταβά
αλειμμένο με λάδι και τοποθετούσαν μέσα σ’ αυτό το φλουρί, χρυσό (κωνσταντινάτο)
ή ασημένιο νόμισμα, που θα κέρδιζε ο τυχερός στο κομμάτι του οποίου θα έπεφτε.
Σε πολλές περιοχές έβαζαν παράλληλα στη βασιλόπιτα μικρά τεμάχια από άχυρο,
σιτάρι, πουρνάρι, κληματόβεργα, ελιόξυλο ή ένα κομματάκι τυρί, για
να φέρουν καλοτυχία στις σοδιές.
- Η Πρωτοχρονιά
Την πρώτη μέρα του χρόνου, οι Ρουμελιώτες πρόσεχαν τι
έκαναν, καθώς ότι γινόταν σήμερα, θα επαναλαμβανόταν όλη τη χρονιά. Το «πάντρεμα
της φωτιάς» γινόταν τα ξημερώματα της Πρωτοχρονιάς και συμβόλιζε την
αλλαγή του χρόνου. Το πάντρεμά της, θα τους φυλά όλους τις επικίνδυνες νύχτες,
ως την αυγή, για όλες τις γιορτάδες. Στη Φθιώτιδα γινόταν η σπούρνη (σποδός,
σπονδή). Ο πρώτος που έμπαινε στο σπίτι, έκανε δηλαδή ποδαρικό, έπρεπε να κάνει
και τη σπούρνη. Έπαιρνε ένα κλαράκι καθόταν σταυροπόδι μπροστά στο τζάκι
και χτυπώντας τη φωτιά έλεγε, σπούρνη αυγά, σπούρνη πρόβατα, σπούρνη
γελάδια, κλπ να έχει δηλαδή το σπιτικό όλα τα καλά. Η πρώτη νοικοκυρά που
πήγαινε στην βρύση του χωριού για νερό ανήμερα της πρωτοχρονιάς, άλειφε με λίπα
χοιρινή το πάνω μέρος της βρύσης, για να έχει, καθώς πίστευαν, καθαρό και
γάργαρο νερό όλο το χρόνο. Οι κυνηγοί «βασίλευαν» τα ντουφέκια τους με μπαταριές
στον αέρα ή ακόμα καλύτερα, πήγαιναν για κυνήγι, για να φέρουν το πρώτο θήραμα
του χρόνου. Σε πολλά ρουμελιώτικα σπιτικά έσπαγαν ένα ρόδι και πετούσαν μια
πέτρα που δεν έσπαγε, για νάναι όλοι στο σπιτικό «σαν το ρόδι πλούσιοι και
σαν την πέτρα γεροί».
̓
- Ο Άγιος Βασίλης
Είναι το πρόσωπο των ημερών, τούτες τις Άγιες
μέρες, καθώς όλοι αναμένουν να φέρει ένα δώρο στον καθένα, όχι κατ’ ανάγκη απτό
και ορατό. Πάνω απ’ όλους όμως, ο λατρεμένος των παιδιών. Πόσες φορές ως μικρά
παιδάκια, δεν κλείσαμε τα μάτια μας τη νύχτα, βλέποντας με τη φαντασία μας
μπροστά μας τον Άγιο Βασίλειο, με τη λευκή του γενειάδα; Ωστόσο, ο γνωστός
σήμερα Αη-Βασίλης από το Βόρειο Πόλο, με την κατακόκκινη στολή του είναι ένα
διαφημιστικό δημιούργημα γνωστής μάρκας αναψυκτικών, πριν από αρκετά χρόνια.
Όμως για τους Έλληνες χριστιανούς, εδώ και αιώνες, ο Άγιος Βασίλειος, είναι ο μυστηριώδης
άγγελος της Πρωτοχρονιάς, που έρχεται από την Καισαρεία της Καππαδοκίας, ο οποίος κάτω από τις πλούσιες πτυχές του μεσαιωνικού
του φελoνίου, φέρει τα δώρα και τα παιγνίδια των παιδιών, την γαλήνη και την
παρηγοριά των γονέων, ενώ ευλογεί τους πάντες, με την ασκητική του χείρα. Τις
παλιές εποχές, τον γνώριζαν με την εικόνα της εκκλησίας, με το ξηρό πρόσωπο,
τους μεγάλους και κοίλους οφθαλμούς και τη μαύρη ως τα πτερά του κόρακος,
μακριά γενειάδα του, με την ιερατική του στολή και το ευαγγέλιο. Τον έβλεπαν, ωστόσο
τις μέρες εκείνες, όχι όπως στην εικόνα, αλλά σαν να έρχεται από την Καισαρεία,
όπως λέει το τρυφερό τραγούδι, κρατώντας ραβδί, χαρτί και καλαμάρι και
φέρνοντας όλα τα δώρα που το πρωί θα έδιδαν οι γονείς στα παιδιά και το
καλύτερο, φέρνοντας στο σπίτι όλα τα καλούδια που θα γέμισαν το γιορτινό τραπέζι
της πρωτοχρονιάς, καθώς όπως έλεγε ο πατέρας: «αύριο ο Άγιος Βασίλης θα μας
φέρει κότα». Στη Χριστιανική παράδοση, το έθιμο της βασιλόπιτας
γίνεται σε ανάμνηση της αγαθής και ακριβοδίκαιης πράξης του Μεγάλου Βασιλείου,
ο οποίος επέστρεψε τα τιμαλφή που είχαν συγκεντρωθεί από τους πιστούς για να
δοθούν στους επίδοξους κατακτητές της Καισαρείας στην
Καππαδοκία, με σκοπό τη σωτηρία της. Όταν τα πράγματα άλλαξαν, με τις προσευχές
του Αγίου Βασιλείου και τη συνδρομή του Αγίου Μερκουρίου και η πόλη σώθηκε, ο
επίσκοπός της (Άγιος) Βασίλειος, μη γνωρίζοντας με σιγουριά σε ποιόν
έπρεπε να επιστρέψει και τι, αποφάσισε να τα μοιράσει βάζοντάς τα μέσα σε πίτες
ή μικρούς άρτους, που έφτιαξαν οι γυναίκες ειδικά για το σκοπό αυτό και
μοιράστηκαν δίκαια σε όλους, ενώ ως εκ θαύματος, ο καθένας βρήκε στην
πίτα τα δικά του χρυσαφικά. Έκτοτε, για να τιμήσουμε την αγία
και αγαθή πράξη του, φτιάχνουμε τις βασιλόπιτες με το κρυφό φλουρί.
- Τα Φώτα
Τα Άγια Θεοφάνια ή Φώτα, η βάπτιση του Ιησού
από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο, μια από τις μεγαλύτερες γιορτές της
Χριστιανοσύνης, γιορτάζονταν με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια σ’ ολόκληρη τη
Στερεά Ελλάδα. Την παραμονή των Φώτων ο ιερέας επισκέπτονταν όλα τα σπίτια μαζί
με το «παπαδάκι» που κρατούσε στο χέρι το «μπακρατσάκι», γεμάτο
αγιασμό κι ο παπάς με το Σταυρό και την αγιαστούρα του, έδιωχνε
τα καλικαντζαρούδια. Τα Φώτα οι καλικάντζαροι εξαφανίζονταν, για να
ξαναπριονίσουν ως τα επόμενα Χριστούγεννα. Το βράδυ της παραμονής των Φώτων μεγάλες
παρέες αγοριών και ανδρών, κρατώντας μεγάλα κουδούνια που χτυπούσαν συνεχώς,
γύριζαν από σπίτι σε σπίτι και έψαλλαν τα κάλαντα των Φώτων: «Αύριο
είν’ τα Φώτα, κι ο φωτισμός, και χαρά μεγάλη τ’ αφέντη μας. Αη Γιάνν’ αφέντη
και Πρόδρομε δύνασαι φωτίσεις Θεού παιδί; Δύναμαι και θέλω και προσκυνώ και τον
Κύριόν μου παρακαλώ». Ανήμερα των Φώτων, όλη η οικογένεια πήγαινε στην
εκκλησιά για να «φωτιστεί», φορώντας τα καλά της. Η κατάδυση του σταυρού
γινόταν απ’ τον ιερέα τρεις φορές, μέσα σε αργυρή λεκάνη, στο μέσον ενός
τραπεζιού, ενώ τρία μπουκαλάκια περίμεναν στην άκρη για τον αγιασμό. Οι
γεωργοί ράντιζαν με τούτον τον αγιασμό τα χωράφια και τα ζωντανά τους, οι
βοσκοί το ποίμνιό τους και οι ψαράδες τα καΐκια και τις βάρκες τους.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com