Ο Χριστιανισμός
στην περιοχή του Δομοκού και η ιστορία
της Επισκοπής του
Στη Φθιώτιδα και τη Θεσσαλία, ο χριστιανισμός διαδόθηκε από τον 1ο αιώνα, με πρώτη εστία την Υπάτη και κήρυκα τον Ηρωδίωνα, έναν από τους 70 αποστόλους. Τα συναξάρια τιμούν την μνήμη του συγγενή του αποστόλου Παύλου, Ηρωδίωνα, που βρήκε μαρτυρικό θάνατο από Έλληνες και Ιουδαίους στην Υπάτη. Οι πράξεις του Απόστολου Ανδρέα αναφέρουν ότι αυτός πέρασε από τις Θεσσαλικές πόλεις κηρύττοντας τον Θείο Λόγο. Στην συνέχεια χειροτονήθηκε Επίσκοπος της πόλεως των Νέων Πατρών (Υπάτης) και οδήγησε στην αλήθεια του Ευαγγελίου μεγάλο αριθμό Εθνικών. Τα ευρήματα δείχνουν την πρώιμη διάδοση του Χριστιανισμού στην ευρύτερη περιοχή. Στους πρωτοχριστιανικούς αιώνες αναφέρονται οι πληροφορίες που παρέχει ο εκκλησιαστικός ιστορικός Σωκράτης, για τη ζωή και τα έθιμα των Χριστιανών της Θεσσαλίας. Αυτός μιλά για τη συνήθεια του βαπτίσματος, που τελούνταν μόνο κατά τις ημέρες του Πάσχα, για τον τρόπο τελέσεως των ευχών των λυχναριών, που τελούσαν όπως οι Ναυατιανοί της Κωνσταντινούπολης, καθώς και για τον γάμο των κληρικών. Γνωστοί Αρχιερείς, στην πρώτη Επισκοπή της Υπάτης, αναφέρονται οι Επίσκοποι: «Ηρωδίων εις των εβδομήκοντα Αποστόλων κατά τον πρώτον αιώνα, Λέων, εν το υπέρ του Φωτίου συγκροτηθείση, Συμεών, επί Λέοντος του Σοφού, Νικόλαος, εν τη πατριαρχεία του, Ευθύμιος, 1666, Αβραάμ μετά τούτον και Νικηφόρος κατά την ΙΗ΄ εκατονταετηρίδα».
Στην περιοχή του Δομοκού, μετά την ανάδειξη το έτος 324 μ.Χ. της Αρχιεπισκοπής Λαρίσης, λειτούργησε η Επισκοπή Θαυμακού-Δομοκού και η Επισκοπή Εζερού (ή Έζερ), πιθανότατα στο Νησί της Λίμνης Ξυνιάδας, οι οποίες αναφέρονται περί τον 9ο αι. Η Επισκοπή Θαυμακού-Δομοκού διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα, για χίλια περίπου χρόνια. Οι Επίσκοποι, ο κλήρος και οι μοναχοί της περιοχής, υπήρξαν λύχνος πολιτισμού για όλη τη Στερεά Ελλάδα. Πολλοί μοναχοί από την περιοχή Δομοκού υπηρέτησαν επάξια, με ευλάβεια και αφοσίωση, την Εκκλησία μας.
Εκτός από τον Ομβριακίτη Ιερομόναχο Νικόλαο Δοχειαρίτη, στο Άγιο Όρος και τον ηγούμενο της Ι. Μονής Κορώνης μακαριστό Ιερομόναχο Ιάκωβο Κουτρούμπα, αναφέρεται από τον Καθηγητή Αριστείδη Πανώτη, ο μοναχός Φιλόθεος από το Δομοκό: «Ο από Δομοκού ορμώμενος οσιότατος εν μοναχοίς κυρ Φιλόθεος και σύγκελλος της Αρχιεπισκοπής Ντζίας (Τζιάς, της νήσου Κέας) και Θερμίων εύρεν ένθον της αυτής νήσου κατά το όρος του καλουμένου Ελληνικού ναόν κτισθέντα παρά τον βωμόν του Ικμαίου Διός».[1] Πολλοί χρηστοί και καλοί ποιμένες διακόνησαν διαχρονικά το Λόγο του Θεού, στην περιοχή του Δομοκού.
Αξίζει να αναφέρουμε πως η αμοιβή των Ιερέων δεν γίνονταν από το κράτος, διότι το καθήκον αυτό το είχαν αναλάβει οι πιστοί της κάθε ενορίας, οι οποίοι έδιναν τον οβολό τους για τον Ιερέα, όταν προσέρχονταν στην Θεία Λειτουργία ή κανόνιζαν κάποια τιμή όταν επρόκειτο να τελεστεί κάποιο μυστήριο, γάμος, βάπτιση κλπ. Συνήθως στις αγροτικές περιοχές οι ιερείς αμείβονταν σε είδος, δηλαδή από τα προϊόντα που τους έφερναν οι πιστοί. Η αμοιβή των ιερέων στην περιοχή Δομοκού πραγματοποιούνταν από τους ενορίτες συνήθως με 2 βιδούρες σιτάρι x 11 = 22 οκάδες= 1 σταμπόλι σιτάρι τον χρόνο. Από την 1η Οκτωβρίου 1945 οι ενοριακοί Ναοί απαλλάχθηκαν από την υποχρέωση της καταβολής της μισθοδοσίας των Ιερέων καθώς ανέλαβε πλέον η Πολιτεία την μισθοδοσία αυτών, κατόπιν συμφωνίας που επήλθε μεταξύ αυτής και της Εκκλησίας. Ο τότε Μητροπολίτης Φθιώτιδας Αμβρόσιος, στις 24 Σεπτεμβρίου 1945, με την υπ’ αριθμόν 233 εγκύκλιο που απέστειλε προς όλες τις ενορίες της Μητρόπολης Φθιώτιδας, αναφέρει τον καινούργιο τρόπο μισθοδοσίας των κληρικών καθώς και τις ενέργειες που οφείλουν να κάνουν τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια για την απόδοση της εισφοράς του 25%.
Στο έγγραφο φαίνεται καθαρά πως υπήρχε και ακόμη τότε σημαντικότατος αριθμός κληρικών που μισθοδοτούνταν σε είδος.
Στη συνέχεια και ως τα μέσα του 8ου αι. εμφανίζονται και οι υπόλοιπες επισκοπές με πρώτη εκείνη του Δομοκού ή Θαυμακού, πιθανότατα κατά τις αρχές του 6ου αι.. Στα τέλη του 9ου αιώνα, η Μητρόπολη Λάρισας κατείχε την 34η θέση στην τάξη των Μητροπόλεων των υποκειμένων στον οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Υπάγονταν δε στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Λάρισας περίπου 25-35 επισκοπές, μεταξύ αυτών και οι: α) Δημητριάδος β) Φαρσάλων γ) Δομοκού δ) Ζητουνίου ε) Εζερού στ) Λιδωρικίου ζ) Τρίκκης η) Εχινού θ) Κολύνδρου ι) Σταγών ια) Καστρίας ιβ) Γαρδικίου ιγ) Ετέρας Γαρδικίας ιδ) Περιστεράς ιε) Ραδοβυστίου ιστ) Λατζουνίας ιζ) Βισσαίνης ιη) Σκοπέλου ιθ) Μαρμαριτζίου κ) Λιτζάς κα) Χαρμενίων κβ) Βωδώνης κγ) Αλμυρού κδ) Σμοκόβου κε) Βουνένης.
Η Επισκοπή του Θαυμακού πρωτοαναφέρεται στα τακτικά του Ι΄ (10ου) αιώνα, ως υπαγόμενη υπό την Μητρόπολη της Λάρισας. Στο «Λεξικό της Ιερής Γεωγραφίας & Εκκλησιαστικής» του 1848, αναφέρεται στο Δομοκό: «Πρώτη Επαρχία Θεσσαλίας. Μητρόπολις Λάρισα, υπό του Δ΄ αιώνος, από δε του ΙΓ΄ αιώνος εξαρχία Δευτέρας Θεσσαλίας, έχουσα υφ’ εαυτήν 19 Επισκοπάς, εξ ων την ια΄ θέσιν κατείχε η Θαυμακός ή ο Δομοκός από του Θ΄ αιώνος…».[2] Σε χρυσόβουλο του 1198, βρίσκουμε στην «Επαρχία Βλαχίας»: «Επίσκεψις Δημητριάδος, Δύο Αλμυροί, Επίσκεψις Γρεβενίκου και Φερσάλων, Επίσκεψις Δομοκού και Βεσένης, Χαρτουλαράτα Εζερού, Δοβοχουβίστης, Τρίκαλα, Επίσκεψις Λαρίσσης, Επίσκεψις Πλαταμώνος».[3] Στα εκκλησιαστικά τακτικά της Βυζαντινής περιόδου, που αναφέρονται στις επισκοπές προ του 1204, αναγράφεται: «Όσοι εκάστη μητροπόλει υπόκεινται οι θρόνοι ΛΔ΄ τη Λαρίσση της Ελλάδος, 515 α΄ο Δημητριάδος, 516 β΄ο Φαρσάλου και 417 γ΄ο Θαυμακού, Τάξις πρωτοκαθεδρίας των υπό του αποστολικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως τελούντων Μητροπολιτών και των υπ’ αυτών επισκόπων, ΛΕ΄τω Λαρίσσης δευτέρας Ελλάδος α΄ο Δημητριάδος, β΄ο Φαρσάλου, γ΄ ο Δομοκού».[4] Υ η Η επισκοπή Θαυμακού αναφέρεται ως υποκείμενη, στο Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Λάρισας και το έτος 1218, με την τοποθέτηση σ’ αυτήν του Διακόνου Συμεών ως Επισκόπου, με εντολή του Δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Αγγέλου Κομνηνού του Δούκα, προς τον Μητροπολίτη Λαρίσης.
Την ίδια εποχή, κατά τη Λατινοκρατία, αναπτύσσονται στην περιοχή Δομοκού και οι αντίστοιχες Λατινικές (καθολικές) επισκοπές. Κατά το έτος 1371 μ.Χ. οι Επισκοπές της Μητρόπολης Λάρισας ελαττώθηκαν σε 16. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φιλόθεος (κατά κόσμον Φωκάς, ο επονομαζόμενος Κόκκινος), σε σιγιλλιώδες (Πατριαρχικό) γράμμα του προς τον τότε Μητροπολίτη Λαρίσης, προστάζει πως οι Επισκοπές Δημητριάδος, Φαρσάλων, Δομοκού, Ζητουνίου, Εζερού, Λιδωρικίου, Βοδονίσης, Στάμης (Σταγών), Τρίκκης, Δομενίκου (Καστρίας), Γαρδικίου, Περιστεράς, Ραδοβισδίου, Πατσουνάς και Βεσσαίνης, υπάγονται όλες στην εκκλησία της Λάρισας και πως ο Μητροπολίτης έχει την άδεια να ασκεί σ’ αυτές όλα τα αρχιερατικά του καθήκοντα: «…ως αν πάσαι αί υπό την αγιωτάτην της Λαρίσσης μητρόπολιν επισκοπαί, η Δημητριάς, το Φάρσαλον, η Θαυμακός, το Ζητούρνιον, η Έζερ, το Λοιδορίκιον, η Μουντινίτζα, η Σταμή, η Τρίκη, η Δομένικος, η Καστρία, το Γαρδίκιον, η Περιστερά, το Ραδοβίσδιον, η Πατζουνά, και η Βέσαινα, ώσιν άπασαι υποτεταγμέναι τη εκκλησία ταύτη της Λαρίσσης…».
Ο Michel Lequien στα μέσα του 18ου αι. και στο έργο του «Oriens Christianus», αναφέρεται επίσης στην επισκοπή και την εκκλησία του Θαυμακού.[5] Κατά τον 18ο και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, οι επισκοπές μειώνονται σε 10 και το έτος 1881 η Μητρόπολη της Λάρισας αριθμεί πλέον μόνο πέντε, συμπεριλαμβανομένης και της Επισκοπής του Θαυμακού, η οποία από την εμφάνισή της, υπαγόταν συνεχώς στην Μητρόπολη της Λάρισας. Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας η έδρα της Επισκοπής μεταφέρθηκε προσωρινά στη Γούρα, σημερινή Ανάβρα Μαγνησίας, σημαντικότατη και ακμάζουσα τότε κωμόπολη της Όθρης, υπό το φόβο των κατακτητών Τούρκων, το δε Επισκοπικό Μέγαρο στη Γούρα σωζόταν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον αρχαιολόγο Ν. Γιαννόπουλο: «Κατά τους κάτω χρόνους από της αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του 1840 οι επίσκοποι Θαυμακού ήδρευον εν Γούρα».[6] Η επισκοπή Λιτής και Ρενδίνης, η οποία συγχωνεύθηκε με την επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων, μεταγενέστερα και κατά τα τέλη του 18ου αι. υπαγόταν στην επισκοπή Θαυμακού. Μετά την επανάσταση του 1821 και με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους άρχισε και η ανασύνταξη της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με Νομοθετικό Διάταγμα της 20ης Νοεμβρίου 1833, ο αριθμός των Επισκοπών του ελληνικού κράτους ορίστηκαν σε 10, προσωρινά όμως καθορίσθηκαν σε σαράντα και με το Διάταγμα της 21ης Νοεμβρίου 1833, διορίστηκε και εγκαταστάθηκε Επίσκοπος Φθιώτιδος ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Ευρίπου Ιάκωβος. Ωστόσο, η περιοχή του Δομοκού παραμένει υπόδουλη στους Τούρκους και εξακολουθεί να υπάγεται εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Λαρίσης. Με σχετικό νόμο την 9η Ιουλίου 1852, στην Επισκοπή Φθιώτιδος προστέθηκε και η Επαρχία Λοκρίδος, κατά δε το μήνα Οκτώβριο του 1852 διαδέχθηκε τον Ιάκωβο ο Καλλίνικος Καστόρχης τον οποίο, μετά από μακρά περίοδο χηρείας του Επισκοπικού θρόνου, διαδέχθηκε τον μήνα Οκτώβριο του 1894 ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης.
Το 1882, λόγω της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας, η Μητρόπολη της Λάρισας αποσπάσθηκε (όπως και άλλες επαρχίες) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και υπήχθη στην Ελλαδική Εκκλησία. Το έτος 1900 η επισκοπή Θαυμακού καταργήθηκε και το μεγαλύτερο τμήμα της υπήχθη στην Μητρόπολη της Φθιώτιδας, ενώ το υπόλοιπο υπήχθη στην Θεσσαλιώτιδας και Φεναριοφερσάλων. Η επαρχία Δομοκού τέθηκε υπό τη διοίκηση της Επισκοπής Φθιώτιδος σύμφωνα με νόμο της 6ης Ιουλίου του 1899 και το άρθρο 13 του ν. ΒΧΔ, που πρόβλεπε πως «εκάστη περιφέρεια Νομού απαρτίζει συνωδά προς τους Θείους και Ιερούς κανόνας της εκκλησιαστικήν διοίκησιν, ης προΐσταται Αρχιερεύς εδρεύων εν τη πρωτευούση του Νομού». Σε εκτέλεση του νόμου αυτού εκδόθηκε το από 22-1-1900 β.δ. «περί Επισκοπών» (ΦΕΚ 22/22-1-1900). Τελευταίος επίσκοπος ήταν ο Θαυμακού Μισαήλ, ο οποίος κατά τις αρχές του 1900, προτάθηκε να καταστεί Επίσκοπος Φαναριού και Θεσσαλιώτιδος, καθώς ο ίδιος ήταν και σύνεδρος της 47ης Συνοδικής περιόδου. Ο θάνατός του όμως την 24η Μαρτίου του ίδιου έτους, δεν επέτρεψε την άνοδο του στο θρόνο της επισκοπής Φαναριού και Θεσσαλιώτιδος.
Στην επισκοπή Φθιώτιδας τον Οκτώβριο του 1906 τον Επίσκοπο Κωνσταντίνο διαδέχθηκε ο Θεόφιλος Ιωάννου, ως Τιτουλάριος (βοηθός επισκόπου που χειροτονείται με τον τίτλο επισκοπής που έχει καταργηθεί). Επίσκοπος Θαυμακού υπήρξε ο κατόπιν Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης, κατά τα έτη 1957 έως 1965, ως βοηθός της Μητροπόλεως Πειραιώς. Την 8η Μαρτίου 2012, εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από 47 χρόνια, Νέος Τιτουλάριος Επίσκοπος της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Θαυμακού, ο Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Μπιζαούρτης, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, η χειροτονία του οποίου πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012.
Το οίκημα στο οποίο στεγαζόταν η Επισκοπή Θαυμακού στο Δομοκό, σώζεται ακόμη και σήμερα κοντά στην τότε Μητρόπολη του Δομοκού την σημερινή ενοριακή ιστορική εκκλησία της πολιούχου του Δομοκού Αγίας Παρασκευής και προς το ανατολικό μέρος της (σήμερα οικία Κράβαρη). Στο οίκημα αυτό βρέθηκε μαρμάρινη επιγραφή την οποία αναφέρει και ο Γερμανός αρχαιολόγος Hiller (παρ. 218). Ο μεγάλος επισκοπικός ναός της Επισκοπής Θαυμακού, αφιερωμένος στη μνήμη των Αγίων Αποστόλων, ήταν μια από τις μεγαλύτερες και λαμπρότερες εκκλησίες της Νότιας Ελλάδας, όπως μνημονεύει ο βυζαντινός χρονογράφος, θεολόγος και νομικός Ιωάννης Ζωναράς (12ος αι.). Την 20η Νοεμβρίου 1971, σε εργασίες ασφαλτόστρωσης της επαρχιακής οδού και στη στροφή προς Βελεσσιώτες κάτω από το σιδηροδρομικό σταθμό Θαυμακού, βρέθηκαν πολλοί λευκοί και χρωματιστοί αρχαίοι κίονες με αετώματα κλπ. αλλά και το δάπεδο με τα θεμέλια ενός Βυζαντινού ναού. Ο Ναός αυτός είναι τρίκλιτη παλαιοχριστιανική βασιλική του 6ου μ.Χ., που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη στη θέση «Παλαιοκλησιές» με πλούσιο ψηφιδωτό διάκοσμο. Πιθανότατα ο ναός αυτός να είναι η ονομαστή Μητρόπολη του Θαυμακού, ο Ιερός Ναός των Αγίων Αποστόλων. Αυτόπτες μάρτυρες μιλούν για εξαιρετικό ψηφιδωτό δάπεδο με όμορφες παραστάσεις, όπως αυτή του θαλάσσιου βασιλείου, όμως καμιά σοβαρή προσπάθεια δεν έχει γίνει ως σήμερα για την συστηματική ανασκαφή του χώρου. Η κ. Βασιλική Συθιακάκη-Κριτσιμάλλη, αρχαιολόγος, αναφέρει σχετικά: «Στα όρια του σημερινού οικισμού του Θαυμακού, στη θέση «Παλιοκκλησιές» ή «Μνήματα» εντοπίστηκε και ανασκάφτηκε μια τρίκλιτη βασιλική, πιθανότατα του 6ου αι. Η αποκάλυψη του μνημείου δεν έχει ολοκληρωθεί, έτσι αμφιβολίες δημιουργούνται για το ρόλο των δυο κογχών που ανοίγονται στα πλάγια κλίτη σε απόσταση από την ανατολική αψίδα. Η θέση τους μαρτυρεί ότι μάλλον δεν ανήκουν σε προεξέχον εγκάρσιο κλίτος. Πιθανόν σημειώνουν την ύπαρξη μιας εγκάρσιας σταυρικής κεραίας. Τα δάπεδα της βασιλικής κοσμούνταν με θαυμάσια ψηφιδωτά που παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία στη θεματολογία. Ξεχωρίζει ένα διάχωρο με παράσταση μεγάλης κουκουνάρας και ένα με σκηνή από το θαλάσσιο βασίλειο. Ενδιαφέρον παρουσιάζουν επίσης οι πολυάριθμες αφιερωματικές επιγραφές μεταξύ των οποίων μια που αφορά στην κατασκευή των ψηφιδωτών δαπέδων και αναφέρεται στα ονόματα του πρεσβυτέρου Ιωάννου και του διακόνου Σωσύλου. Με βάση το διάκοσμο των ψηφιδωτών και την αποκάλυψη αρκετών νομισμάτων του Ιουστινιανού Α΄ η βασιλική θα πρέπει να χρονολογηθεί πιθανότατα στο πρώτο μισό του 6ου αι. Επιφανειακά ευρήματα, κεραμεική και θραύσματα μαρμάρινων μελών, που είναι διάσπαρτα στους γύρω λόφους, μαρτυρούν ότι η βασιλική αποτελούσε τμήμα ενός εκτεταμένου οικισμού. Παραμένει ωστόσο αμφίβολο αν η θέση αυτή μπορεί να ταυτιστεί με τον αρχαίο και παλαιοχριστιανικό Θαυμακό (ή Θαυμακούς), που κατά τη βυζαντινή τουλάχιστον περίοδο τοποθετείται στο σημερινό Δομοκό».[7]
Στην
Ομβριακή Δομοκού, βρίσκεται η ιστορική Ιερά Μονή του Αγίου
Αθανασίου κτίσμα του 1565, με αξιολογότατες τοιχογραφίες. Στην Ξυνιάδα
βρίσκεται η εκκλησία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, που κτίστηκε περί τα τέλη του
17ου αι, πιθανώς το 1777, στην οποία βρίσκονται εξαιρετικά σπάνιες
αγιογραφίες της, όπου απεικονίζονται οι Επτά Σοφοί της αρχαίας Ελλάδας, ως
Άγιοι της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Περί το 1770 η κορυφή της κάρας του
Αγίου Πολυκάρπου βρέθηκε στο χωριό και στα χωριά Μακρυρράχη και Περιβόλι. Η
λειψανοθήκη με τα οστά του Αγίου , φυλάχτηκε τελικά, μετά από πολλές
περιπέτειες, στον Ιερό Ναό του Αγίου Νικολάου στη Μακρυρράχη. Ο Ναός του Αγίου
Πολυκάρπου, ανεγέρθηκε το 1988, με χρήματα που συγκέντρωσε η ερανική επιτροπή,
ωστόσο το 1991 εκλάπη η λειψανοθήκη με την ιερή κάρα, κατά την τρίτη απόπειρα
κλοπής της.
Το Καθολικό του Μοναστηριού της Αγίας Τριάδας στη Μελιταία, τρίκλιτη,
τρουλαία, θολοσκεπής βασιλική, χρονολογείται από το 17ο αι..
Για το χτίσιμο του Ναού, χρησιμοποιήθηκαν υλικά της αρχαίας Μελιταίας, ενώ στην
τοιχοποιία του, διακρίνεται το κρηπίδωμα αρχαίου ναού. Ο Ηγούμενος Αμφιλόχιος
Παπαδημητρίου από τη Δωρίδα, έκτισε το 1917,
κελιά και την πύλη της δυτικής πλευράς. Το σπουδαιότερο κειμήλιο της
Μονής είναι η ενεπίγραφη πλάκα που στηρίζει την πλάκα της αγίας Τραπέζης και
περιέχει χαραγμένο κείμενο συνθήκης μεταξύ Μελιταίων και Πηρέων του 3ου
π.Χ. αιώνα, που αφορά στην επίλυση των συνοριακών διαφορών τους. Σώζεται επίσης η προκήρυξη των επαναστατών της
15ης Φεβρουαρίου του 1854, που υπέγραψαν στην Μονή ο Ηγούμενος
Γρηγόριος και οι πρόκριτοι των χωρίων Αβαρίτσας (Μελιταίας) και Νεοχωρίου.
Το 1962, στην Ξυνιάδα Δομοκού, ευρέθη με θαυμαστό τρόπο, η
θαυματουργή εικόνα της Μεγαλόχαρης Παναγίας Ελεούσας της Φανερωμένης, η οποία κρυβόταν,
σε βάθος ενάμισι μέτρου για πολλούς αιώνες. Η εικόνα φέρει την επιγραφή «Μήτηρ
Θεού Ελεούσα» και φέρεται να ανήκει στην εποχή της εικονομαχίας. Στον Ιερό
αυτό τόπο χτίστηκε αμέσως μικρός ναός και λίγο αργότερα ο σημερινός Οίκος
της Παναγίας Ελεούσης, η Ιερά Μονή στην οποία πλήθος πιστών συρρέει για να
προσκυνήσει τη Χάρη Της θαυματουργής Εικόνας της Θεοτόκου.
Στον Άγιο Γεώργιο Δομοκού, εξιστορείται η ύπαρξη Ιεράς Μονής του Προφήτη Ηλία, στον ομώνυμο λόφο πάνω από το χωριό, όπου σήμερα υπάρχει νεόχτιστο περίτεχνο εκκλησάκι. Ακρογωνιαίοι λίθοι του ναού και του, πιθανότατα αρχαίου, τείχους που περιέκλειε τη μονή, χρησιμοποιήθηκαν από τα τέλη του 19ου αιώνα, για να κτιστούν πολλές κατοικίες του χωριού.
Στην περιοχή, τα χωριά και την πόλη του Δομοκού, βρίσκουμε σήμερα πολλούς παλαιούς και νεότερους ναούς και παρεκκλήσια, καθώς και πλήθος παραδόσεων και πληροφοριών για κατεστραμμένους και άφαντους σήμερα, ναούς.
Βιβλιογραφία
[2] Dictionnaire de Geographie
sacree et Ecclésiastique, έκδοση Mique Τομ. Α΄
[3] Latins and Greeks in the
[4] Notitiae Episcopatuum,
Ecclesiae Constantinopolitanae, Jean Darrouges, Institut Francais d’ Etydes
Byzantines, Paris 1981, σελ. 326.
[5] Michel Lequien, «Oriens
Christianus» τομ. ΙΙ, 1864, σελ. 127, 128, 129, 130,
[6] Ανέκδοτα κατά Γιαννόπουλον, Β.Ο.Η. 1899, επανεκδ. Εταιρία Βυζαντινών Σπουδών, Αθήνα, 1936.
[7] 7η Εφορεία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων, «Ιστορική τοπογραφία της Φθιώτιδας κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο».
Ο Άγιος Αθανάσιος ο Ομβρικός