Ζαπάντι Δομοκού: Το χωριό που αφανίστηκε από το μένος των Τούρκων


 Ζαπάντι Δομοκού: Το χωριό που αφανίστηκε από το μένος των Τούρκων

Ιχνογραφεί ο Δημήτρης Β. Καρέλης

 «Το Ζαπάντι (Μηλιόκαμπος) Δομοκού και η ιστορία του»[1]

  Νοτιοδυτικά του Αγίου Γεωργίου Δομοκού, σε υψόμετρο 500 μέτρων, υπήρχε ως τα τέλη του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, η ακμαία κοινότητα του Ζαπαντίου, ενός οικισμού που, απ’ όσο γνωρίζουμε σήμερα, είχε αμιγώς Ελληνικό πληθυσμό, κατά τα χρόνια της τουρκοκρατίας. Πρόκειται για παλαιότατο οικισμό, που τα ίχνη του χάνονται στην αχλή του μύθου και του χρόνου. Είναι σίγουρα προγενέστερος του 1640 μ.Χ., χρονολογία κατά την οποία δωρητές από το Ζαπάντι, αναφέρονται στην πρόθεση, το ειδικό βιβλίο των δωρητών, της Ιεράς μονής Ρεντίνας.

Το Ζαπάντι αναφέρεται μαζί με τον απροσδιόριστο οικισμό Σμοκοβάκι, ίσως γειτονικό χωριό που καταστράφηκε νωρίτερα και στα φύλλα 27α και 27β. Στα φύλλα 27β και 28α, υπάρχουν γραφές μεταγενέστερες της πρώτης.

Το Ζαπάντι αναφέρεται επίσης ανάμεσα στα Τσιφλίκια του Αλή Πασά του Τεπελενλή (1740-1822): Γ ́ Φέρσαλα: Γκουζγκουνλάρ, Αβαρίτζα, Παλαμά, Ζαπάντι, Λεύκα, Πρινάρ, Τζεφλικάκι, Νταγκλιάτικα Ζευγάρια, Σεμετλί, Βελιονότες, Αγόργιανη, Τζορνί, Δερβένι Φούρκα, Μερικαγιά, Ομβριακή».

Πήρε το όνομά του πιθανότατα απ’ τη σλαβική λέξη Ζαπάντ (Запад= Ζαπάντ= Δυτικός, τουρκ: Bati). Αναλογιζόμενοι την σλαβική προέλευση του ονόματός του, μπορούμε να υποθέσουμε ότι είναι πιθανό το χωριό να χτίστηκε ή να μετονομάστηκε από τους Σλάβους που εποίκισαν, σε μικρούς ωστόσο πληθυσμούς, τη περιοχή του Δομοκού και της ευρύτερης Θεσσαλίας, ήδη από τον 6ο αιώνα μ.Χ.

Το Ζαπάντι αποτελούνταν από δύο οικισμούς, έναν μικρότερο, κοντά στην εκκλησία του Αγίου Νικολάου, δίπλα στην περίφημη «Ζαπαντόβρυση» (βρύση με τρεις λαξεμένους πέτρινους κρουνούς η οποία υπήρξε ως τις μέρες μας) και τον κυρίως οικισμό, στην περιοχή που σήμερα ονομάζεται «Μουριές». Εκεί ήταν χτισμένη και η εκκλησία της Αγίας Κυριακής, στη βάση του λόφου «Κουρί», (τουρκ. κουρί=δάσος).

Οι επίσημες αναφορές που έχουμε για τον οικισμό του Ζαπαντίου είναι περιορισμένες, όπως η αναφορά του πρόξενου της Ελλάδας στη Λάρισα το 1876, σχετικά με τους οικισμούς της περιοχής, όπου αναφέρεται ότι είχε τότε: «100 Έλληνες κατοίκους, 1 Ναό, ρέον ύδωρ και οθωμανική έπαυλη», προφανώς του διοικητή των συνοριακών Τουρκικών δυνάμεων. Κατά τον ίδιο τρόπο αναφέρεται στα «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» (έκδοση του Υπουργείου Στρατιωτικών του 1880) και στον «Πίνακα των παραχωρούμενων χωριών της Θεσσαλίας», με 100 χριστιανούς κατοίκους.

Ο Νικόλαος Γεωργιάδης το 1880, στην «Ιστορία της Θεσσαλίας», περιγράφει την περιοχή: «Μεταξύ Δερβέν Φούρκας και Δομοκού υπάρχουσιν άξια λόγου χωρία το Ζαπάντι, το Δαουκλή παρά την ομώνυμον λίμνην (σ.σ. Ξυνιάδα), ο Νεζερός, το Δερελί, η Παναγία και η Ομβρυακή, ων οι κάτοικοι ζώσιν εκ τε της γεωργίας και εκ της αλιείας της λίμνης Ξυνιάδος, επί τινος ακρωτηρίου της οποίας ορώνται έτι και νυν τα ερείπια της αρχαίας ελληνικής πόλεως Ξενίας, ην κατέλιπον οι κάτοικοί της τω 193 π.Χ. και ελεηλάτησαν οι Αιτωλοί και είτα κατέλαβεν αυτήν ο Φλαμίνιος».

Σύμφωνα με τον Αντώνιο Μηλιαράκη (1886): «Η ονομασία Ζαπάντι επί χωρίων, απαντά και εν δήμω Αριστομένους της Μεσσηνίας, εν δήμω Δυστίων της Καρυστίας, εν δήμω Αγρινίου της Τριχωνίας, εν δήμω Ξυνιάδος της επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων».[2]

Μετά την δημιουργία του Ελληνικού κράτους το 1832, το χωριό παρέμεινε επί τουρκικού εδάφους, στην μεθοριακή γραμμή της Όθρυος, κοντά στους οικισμούς Δερβέν Φούρκα, Καλαμάκι (ελληνικό έδαφος) και Δερβένι (τούρκικο έδαφος). Απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη επαρχία Δομοκού, τον Αύγουστο του 1881. Με την δημιουργία των δήμων το 1883 το Ζαπάντι εντάχθηκε στο Δήμο Ξυνιάδας, της Επαρχίας Δομοκού και Φαρσάλων, του νομού Λαρίσης, ενώ το 1912 με την κατάργηση των δήμων, εντάχθηκε στην κοινότητα Δαουκλίου (Β.Δ. 29/8/1912, Φ.Ε.Κ. 261/31-8-19112 τ. Α΄). Στον εκλογικό κατάλογο του χωριού, το έτος 1883, είχαν καταχωρηθεί 35 εκλογείς (Αθαν. Μπούρας γεν. 1802, αδελφοί Ιωάννης, Βασίλειος, Αναγνώστης και Σταύρος Ευστ. Καψάλης κλπ.).

Μετά την απελευθέρωση από τους Τούρκους, στην απογραφή του 1881, το Ζαπάντι εμφανίζεται με 137 κατοίκους, το 1896 με 202 και το 1907 με μόνο 42, καθώς καταστράφηκε από την μανία των Τούρκων κατά τον ατυχή πόλεμο του 1897. Το 1920 στην τελευταία απογραφή που εμφανίζεται, με μόνο 51 κατοίκους, έχει μείνει σχεδόν ακατοίκητο καθώς οι κάτοικοί του μετακόμισαν στον Άγιο Γεώργιο την Ξυνιάδα και αλλού. Το 1928 το Ζαπάντι μετονομάστηκε σε «Μηλιόκαμπος» (11/9/1928, Φ.Ε.Κ.: 193/1928, Κωδ. οικισμού: 06112231). Σχεδόν ένα χρόνο μετά, ο οικισμός Μηλιόκαμπος, καταργείται οριστικά (ΦΕΚ 221Α - 06/07/1929).

Η μετονομασία έγινε όταν η ελληνική πολιτεία προχώρησε στη μετονομασία των οικισμών που είχαν τουρκογενή ή σλαβογενή ονομασία. Το Ζαπάντι, μετονομάστηκε σε Μηλιόκαμπο, λόγω των πολλών μηλιών με τα φανταστικά, ολόδροσα και κατακόκκινα μήλα, που φύονταν στην ευρύτερη περιοχή.

Στα χρόνια πριν το αναδασμό (1980), όταν ακόμα υπήρχαν εμφανή τα ίχνη του, είχαν βρεθεί στον οικισμό διάφορα είδη οικιακής χρήσης αλλά και γυναικεία κοσμήματα (δαχτυλίδια, πόρπες, περιδέραια κλπ.), που πρόδιδαν έναν τόπο αναπτυγμένο πολιτιστικά και οικονομικά.

Ο Ναός του Αγίου Νικολάου του Νεομάρτυρος εν Βουνένη, είναι παλαιότατη εκκλησία του Ζαπαντίου, βασιλικού ρυθμού, που κάηκε από τους τούρκους το 1897 και ανακατασκευάστηκε το 1927-28, με πρωτοβουλία των Αηγιωργητών και εικόνες που προσφέρθηκαν από τους ίδιους, την Αγία Μαύρα της Ξυνιάδας και τον Άγιο Αθανάσιο της Ομβριακής. Η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, φαίνεται πως ήταν σημαντική, καθώς είναι από τις λίγες εκκλησίες της περιοχής που αναφέρονται στους στρατιωτικούς χάρτες, στα τέλη του 19ου αιώνα. Την παλαιότερη αναφορά απαντάμε σε χάρτη του υπουργείου των Στρατιωτικών τον Απρίλιο του 1890, (συνταχθείς υπό Α. Μαυροκορδάτου και Η. Λαλαούνη). Στον Άγιο Νικόλαο βρίσκεται σήμερα το κοιμητήριο του Αγίου Γεωργίου, του οποίου είναι και ο ενοριακός ναός.

Στους πρόποδες του λόφου «Κουρί», όπου εικάζεται ότι βρισκόταν η εκκλησία της Αγίας Κυριακής και στα ίχνη πρόχειρης λαθρανασκαφής, είχα «ιδίοις όμασιν»  διαπιστώσει ότι ο χώρος είχε πυρποληθεί και καταστραφεί. Καρβουνιασμένο χώμα και υπολείμματα καμένων ξύλων καθώς και πλήθος μεταλλικών αντικειμένων όπως μεντεσέδες και καρφιά διάσπαρτα αλλά και ανθρώπινα οστά, πρόδιδαν την ύπαρξη του κατεστραμμένου χώρου, πιθανότατα της εκκλησίας. Σ’ αυτή τη λαθρανασκαφή είχε αποκαλυφθεί μεγάλο μέρος του δαπέδου και σε όχι μεγάλο βάθος αλλά και πάλι σκεπάστηκε από το χρόνο και την αδιαφορία.

 Στο παρακείμενο ρέμα, λίγο πιο κάτω από την «Περδικόβρυση», την πηγή όπου ξεδιψούσαν οι πέρδικες από τους γύρω λόφους, υπήρχε γνωστότατο «λουτρονέρι», θειούχα πηγή που γιάτρευε πολλές δερματικές παθήσεις. Στο χωριό, έφτανε επίσης, μέσω παλαιότατων σωληνώσεων και κρουνών, μεγάλη ποσότητα καθαρού, πόσιμου νερού, η οποία χρησιμοποιήθηκε μέχρι την δεκαετία του 1970, για την άρδευση των μποστανιών και των κήπων, που φύτευαν στην περιοχή οι κάτοικοι του Αγίου Γεωργίου, στην κτηματική και διοικητική περιφέρεια του οποίου περιήλθε ο Μηλιόκαμπος.

Το Ζαπάντι φαίνεται πως έπαιξε σοβαρό ρόλο στις επαναστατικές κινήσεις των υπόδουλων Ελλήνων κατά των Τούρκων κατακτητών, ως παραμεθόριος οικισμός από το 1832 έως το 1881, οπότε και απελευθερώθηκε μαζί με την υπόλοιπη περιοχή του Δομοκού. Κατά την αποτυχημένη Θεσσαλική επανάσταση του 1854, οι οπλαρχηγοί  Νάκος Πανουριάς, Παπακώστας Τζαμάλας, Βαγγέλης Μπαλατσός, Κωνσταντίνος Δυοβουνιώτης και Ιωάννης Σιαφάκας, είχαν στρατοπεδεύσει στο Ζαπάντι του Δομοκού, απ’ όπου διεύθυναν τις στρατιωτικές επιχειρήσεις. Από το Ζαπάντι, έστειλαν επιστολή, την 15η Απριλίου 1854, προς τον Ηλία Παπαηλιόπουλο, πολιτικό, Νομάρχη και μετέπειτα βουλευτή Παρνασσίδος, που βρισκόταν στην ελεύθερη Λαμία, διαμαρτυρόμενοι για την μεγάλη καθυστέρηση της επισιτιστικής βοήθειας του μαχόμενου στρατεύματος, που τους είχαν υποσχεθεί, λέγοντας χαρακτηριστικά: «αι αρχαί, ξηρούς μόνον λόγους και υποσχέσεις δίδωσιν»…

Οι Σαρακατσαναίοι κτηνοτρόφοι των Αγράφων κάνανε Κονάκι στην άκρη του Μηλιόκαμπου, αρχές του καλοκαιριού για τη μετάβασή τους στο βουνό και αντίστροφα το φθινόπωρο, και συνέχιζαν την πορεία τους, περνώντας πάνω απ’ το χωριό Κορομηλιά, στην πορεία από και προς την  Καΐτσα και τον θεσσαλικό κάμπο. Ο Γεώργιος Αγραφιώτης σχολιάζει για τους λύκους της περιοχής του Ζαπαντίου, όπως άκουσε απ’ τους παλιότερους: «Καθώς έλεγαν οι παλιότεροι, ο λύκος όταν κυνηγάει ένα κοπάδι κουνάει την ουρά του, πότε δεξιά και πότε αριστερά, όπως ο τσοπάνος το ραβδί του και έτσι δεν σκορπίζονται, αλλά πέφτει το ένα πάνω στο άλλο για να προφυλαχτούν και καθώς είναι συγκεντρωμένα και δυσκολεύεται η κίνησή τους, πέφτει ο λύκος πάνω τους και άλλα σφάζει και πίνει το αίμα τους και άλλα τα ποδοπατάει. Αυτά τα πατημένα, όπως έλεγαν οι παλιοί, ψόφαγαν μέσα σε 40 μέρες.[3] Πολλοί απ’ αυτούς τους περήφανους Σαρακατσάνους Έλληνες, εγκαταστάθηκαν μόνιμα τα κατοπινά χρόνια, στα Δομοκίτικα χωριά.

Ο οικισμός, διαλύθηκε επίσημα το 1929, ωστόσο, το πραγματικό «κύκνειο άσμα» του Ζαπαντίου, ήταν το μοιραίο και μαύρο, για την νεότερη ελληνική ιστορία, 1897. Όπως μπορούμε να δούμε στο σκαρίφημα της μάχης του Δερβέν Φούρκα-Δραχμάναγα, ο πολυάριθμος τουρκικός στρατός ήταν παρατεταγμένος, κατά την προέλασή του από το Δομοκό, μέσα στο Ζαπάντι, στον Άγιο Γεώργιο και ως το σημερινό νέο (κάτω) Παλαμά. Η σθεναρή αντίσταση των ελληνικών στρατευμάτων από το Παλαμά και την Αγία Αικατερίνη (Δραχμάναγα), ως την Μοσχοκαρυά (Δερβέν Καρυά), επέφερε την μήνιν των Τούρκων, οι οποίοι ήδη είχαν κατακάψει ότι έβρισκαν στο διάβα τους. Το χωριό πυρπολήθηκε από τους Τούρκους και κάηκε ολοσχερώς, ενώ από τους διακόσιους μόνιμους κατοίκους που το εγκατέλειψαν το Μάιο του 1897, ένα χρόνο αργότερα, κατά την επίσημη επιστροφή μετά τη συνθηκολόγηση, δεν επέστρεψαν παραπάνω από πενήντα ψυχές…

  

Δημήτρης Β. Καρέλης

Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

karelisdimitris@gmail.com



[1] Καρέλης, Δημήτρης, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.

[2] Αντώνιος Μηλιαράκης-«Γεωγραφία του νομού Αργολίδος και Κορινθίας» 1886, Σελ. 117. Σημ. 4.

[3] Αγραφιώτη Ν. Γεωργίου, Οι Σαρακατσιαναίοι των Αγράφων, Αθήνα, 1994, σ.49.

 


#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!