Η όμορφη και γραφική κωμόπολη του Δομοκού, είναι χτισμένη γύρω από τη θέση της αρχαίας Ακροπόλεως των Θαυμακών, ερείπια της οποίας σώζονταν μέχρι τους Βυζαντινούς χρόνους. Εδώ όπου βρισκόταν η Ομηρική «Θαυμακίη», η πόλη που έχτισε ο βασιλιάς Θαύμακος και υμνήθηκε για την απαράμιλλη θέα που προσφέρει στον επισκέπτη. «Πανώριο το αγνάντεμα στου Δομοκού το κάστρο, χωρίς αντάρα στην ψυχή και γύρω με ηλιοφώς», εξυμνεί ο αλησμόνητος Αθανάσιος Ζορμπάς. Την θαυμαστή θέα του Δομοκού αναφέρουν όλοι οι νεώτεροι περιηγητές και εκ των αρχαίων συγγραφέων ο Λίβιος, με τη γλαφυρή του περιγραφή μιας πολύ γνωστής εικόνας σ’ όλους τους Δομοκίτες: «γλυκυτέραν την εντύπωσιν, είναι η τελεία ομιχλότης της υποκείμενης πεδιάδος».*
Οι Θαυμακοί, αργότερα Θαυμακός, ήταν πόλη της Αχαΐας Φθιώτιδας, η οποία υπήρξε από τα κυριότερα κέντρα των Φθιωτών Αχαιών και αργότερα σημαντικό κέντρο και οχυρό των Δολόπων, «εξελιχθείσα επί της αρχαίας πόλεως Θαυμακού ή Θαυμακών, της Θαυμακίης του Όμηρου, οφείλει δε την σπουδαιότητα αυτής εις την σημαντικήν θέσιν την οποίαν κατέχει ως ελέγχουσα τας επικοινωνίας».
Η ονομασία της πόλης αναφέρεται σε επιγραφές που βρίσκονται σήμερα στο μουσείο του Βόλου ενώ στο νότιο τμήμα της ακρόπολης, γνωστό στους ντόπιους με το τοπωνύμιο Γραμμένες Πέτρες, υπήρχε χαραγμένο το ψήφισμα υπέρ του Ιταλού, στρατηγού της εποχής του Καίσαρα.
Αντίγραφα αρχαίων Ελληνικών επιγραφών
της αρχαίας πόλεως των Θαυμακών, που βρέθηκαν τον 19ο αιώνα στο
Δομοκό, δημοσιεύθηκαν από τον Ουίλιαμ Μάρτιν Ληκ, Βρετανό στρατιωτικό,
διπλωμάτη, τοπογράφο, αρχαιόφιλο και περιηγητή.
Ο αυστριακός καθηγητής Γιοχάνες Κόντερ, αναφέρει ότι ο βυζαντινός και ο σημερινός Δομοκός βρίσκεται στη θέση της αρχαίας και παλαιοχριστιανικής πόλης των Θαυμακών που υπήρξε έδρα επισκοπής. Ωστόσο κανένα στοιχείο παλαιοχριστιανικής κατοίκησης δεν έχει έρθει στο φως, ως σήμερα, σ' αυτή τη θέση. Πιθανολογεί ότι, στους μεταβατικούς χρόνους ή στη βυζαντινή περίοδο, η παλαιοχριστιανική πόλη μεταφέρθηκε από την περιοχή του σημερινού οικισμού του Θαυμακού, που ήταν πεδινή και απροστάτευτη, στην οχυρή θέση του Δομοκού.
Η αρχαία πόλη Θαυμακοί, η Ομηρική «Θαυμακίη», οφείλει το όνομά της στον Θαύμακο, πατέρα του Ποίαντα και παππού του Φιλοκτήτη. Σύμφωνα ωστόσο με την επικρατέστερη ετυμολογία, το όνομα προέρχεται από την «θαυμάσια» θέα της τοποθεσίας προς τον θεσσαλικό κάμπο, που απλωνόταν εμπρός της σαν ήρεμη γαλήνια θάλασσα.
Ο Θ. Καρατζάς στην «Ιστορία της Επαρχίας Δομοκού» αναφέρει για την μετονομασία της Θαυμακίης-Θαυμακού σε Δομοκό: «Φωνητική μεταβολή του Θαυμακός σε Δομοκό φαίνεται ότι εγένετο κατά το 2ο π.Χ. αιώνα ή αρχάς της 1ης εκατονταετηρίδας, διότι τότε υπήρξε η μεγαλυτέρα μεταναστευτική εποχή και εγκατάσταση δύο λαών εν τη πόλη αυτή. Η παράδοση διαβίβασεν εις τας επομένας γενεάς τα δύο ονόματα της αυτής πόλεως Θαυμακός και Δομοκός».
Η πόλη του Δομοκού έχει μακραίωνη
ιστορία, ανήκε στο βασίλειο των Αχαιών και των Δολόπων, αποτέλεσε μέλος της
Αιτωλικής Συμπολιτείας και στο διάβα των αιώνων καταλήφθηκε από Γαλάτες,
Ρωμαίους, Φράγκους, Σέρβους, Καταλανούς και Τούρκους. Ο Θαυμακός
αναφέρεται για πρώτη φορά στις νεότερες πηγές, στην «Διατύπωσιν
Λέοντος ΣΤ ' του Σοφού» (866-912), ως «επισκοπή
υπό τον μητροπολίτην Λαρίσης, κατέχουσα την τρίτην θέσιν».
Αξιοσημείωτη αναφορά για το Δομοκό κατά την εποχή του Βυζαντίου, υπάρχει από τον Αθωνίτη Μοναχό Αρχιμανδρίτη Σοφρώνιο Καλλιγά (1863), ο οποίος αναφέρει πως επί Αυτοκράτορα Ιωάννη Τσιμισκή (925-976 μ.Χ.), ο ευνούχος Βασίλειος, άξιος στρατηγός και οικονομικός διοικητής, υπέπεσε στο παράπτωμα της κλοπής δημοσίου χρήματος, όταν σε εκστρατεία στο Δομοκό, κατά των Σαρακηνών που έφταναν από τα παράλια της Λαμίας και του Αλμυρού, «ήρπασε πολλούς θησαυρούς», κάτι που δυσαρέστησε ιδιαίτερα τον Αυτοκράτορα.
Ο Αλέξιος ο Γ΄ Άγγελος, ανανέωσε το Νοέμβριο του 1199, τη συμμαχία του έτους 1187 με τη Βενετία, υποχρεωθείς να εκδώσει Χρυσόβουλο το οποίο, πλην των άλλων προνομίων, επέτρεπε στους Βενετούς ελεύθερο εμπόριο. Στο Χρυσόβουλο απαριθμούνται οι εμπορικοί σταθμοί της εποχής σ’ όλη την επικράτεια, μεταξύ των οποίων στην κυρίως Ελλάδα αναφέρονται: «ο Θαυμακός, η Νικόπολις, οι Ιόνιοι Νήσοι, αι Πάτραι, η Μηθώνη, η Κόρινθος, το Άργος, το Ναύπλιον, αι Θήβαι, αι Αθήναι η Χαλκίς, η Κάρυστος, ο Βελεστίνος, η Μεγάλη Βλαχία, η Δημητριάς, ο Αλμυρός, η Ραβένικα, η Φάρσαλος, η Πισήνη, τα Τρίκαλα και η Λάρισσα».
Κατά τον μεσαίωνα παρουσίασε σημαντική ακμή και ήταν μια από τις πόλεις που ανήκαν στην αυτοκράτειρα Ευφροσύνη, γυναίκα του αυτοκράτορα Αλέξιου Γ΄. Κατά των Κων/νο Σπανό: «Από το 1208 έως το 1212 ο Δομοκός παρουσιάζεται ως λατινική επισκοπή (Domikensis ecclesia). Το Domikensis προέρχεται οπωσδήποτε από το Δομοκός ή Δομικός και όχι από το Thaumakus (Θαυμακός)».
Κατά την περίοδο της Φραγκοκρατίας, στον κατάλογο της «μερίδας των Γάλλων» στις πόλεις της Ελλάδας, μόνον τα ονόματα Δομοκός, Λάρισα, Σέρβια, Φάρσαλα, Αλμυρός, φαίνονται γνωστά.
Μετά την κατάληψη του Βυζάντιου από τους Φράγκους και τη διανομή του, ο Δομοκός περιήλθε στην εξουσία του βασιλιά της Θεσσαλονίκης Βονιφατίου. Ο Μαρίνος Σανούτος γράφει στη Βενετία το 1325, πως οι Καταλανοί, εκτός του δουκάτου των Αθηνών, κυρίευσαν και κατέχουν μεταξύ άλλων πόλεων, το Δομοκό, την Υπάτη, το Ζητούνι και τα Φάρσαλα.
Στο «Χρονικό του Μωρέως», έργο ανωνύμου χρονικογράφου, που γράφτηκε πριν την Τουρκική κατάκτηση και στο Ελληνικό κείμενο που έχει γραφεί περί το 1388 και έχει συνταχθεί κατά τον κωδικό της Κοπεγχάγης, με συμπλήρωση και παραλλαγή από τον Παρισινό κώδικα, αναφέρεται ως Δομοκός: «Λοιπόν ως ηύρηκεν εκεί ο μυσίρ Γατιέρης ο δούκας ότι είχασιν ελθεί εκεί εκείνη η κουμπανία κ’ είχαν μετ’ αυτούς ενομού Τούρκους (=μισθοφόρους της Καταλανικής εταιρίας) χίλιους και πλέον, εσυβιβάστην μετ’ αυτούς με συμφωνίες μεγάλες και μάχονται την Ρωμανίαν και την Βλαχίαν επάρουν. Και όσο εκερδίσασιν του Δομοκού το κάστρον, εσέβησαν εις σκάνταλο κι εις μάχην γαρ μεγάλην».[1]
Ο Δομοκός ανήκε κατά το μεσαίωνα στη Μεγάλη Βλαχία (Θεσσαλία, Βελεγεχία, παράλια Παγασητικού κόλπου): «Δομοκός, Δημητριάς, αμφόχεροι οι Αλμυροί, Γρεβενίκον, Φάρσαλα, Βαίσενα, Έζερός, Δοβροχοβίσχα, Τρίκκαλα, Λάρισα».
Στην εκκλησιαστική ιστορία αναφέρεται ως Δομοκός και ως Θαυμακός. Στην «Notice 10», που αναφέρεται στις επισκοπές προ του 1204, διαβάζουμε: «Όσοι εκάστη μητροπόλει υπόκεινται οι θρόνοι ΛΔ΄τη Λαρίσση της Ελλάδος, 515 α΄ο Δημητριάδος, 516 β΄ο Φαρσάλου και 417γ΄ο Θαυμακού. Τάξις πρωτοκαθεδρίας των υπό του αποστολικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως τελούντων Μητροπολιτών και των υπ’ αυτών επισκόπων, ΛΕ΄τω Λαρίσσης δευτέρας Ελλάδος α΄ο Δημητριάδος, β΄ο Φαρσάλου, γ΄ο Δομοκού».[2]
Κατά το Νοέμβριο του 1198, επί Βυζαντινού αυτοκράτορα Αλεξίου Γ΄ και σε «Χρυσόβουλον υπέρ Βενετών», αναφέρονται «η επίσκεψις Δομοκού και Βεσαίνης, οι επαρχίες, Βελεχατίβης και Βλαχίας, η επίσκεψις Δημητριάδος, οι δύο Αλμυροί, η επίσκεψις Ρεβενίκου και Φαρσάλων, τα Χατρουλαράτα Εζερού και Δοβοχουβίστης, τα Τρίκαλα και η Επαρχία Λαρίσης».
Επίσης κατά τη διανομή της καταλυθείσας Βυζαντινής αυτοκρατορίας από τους σταυροφόρους το 1204, στο έγγραφο της συνθήκης που υπέγραψαν οι Λατίνοι της Δ' Σταυροφορίας (δώδεκα Βενετοί και δώδεκα Φράγκοι) μεταξύ της 12ης Απριλίου και 9ης Μαΐου 1204, με το οποίο ιδρύθηκε η λατινική αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης, βρίσκουμε στο σχετικό πίνακα, τις διοικητικές περιφέρειες: «Επίσκεψις Πλαταμώνος, το Όριον Λαρίσης. Η Επαρχία Βλαχίας μετά την εν αυτή ευρισκομένων προσωπικών και μοναστηριακών κτημάτων, επίσκεψις Αυτοκράτειρας, ήτοι Βέσαινα, τα Φάρσαλα, τον Δομοκόν, το Ρεβένικον, τους δύο Αλμυρούς μετά της Δημητριάδος, η επίσκεψις Νέων Πατρών».[3]
Στα τέλη του 1393 η πόλη του Δομοκού καταλήφθηκε μαζί με τα Φάρσαλα από τους Τούρκους και τον Βαγιαζήτ Α΄, καθώς έλειπε ο τοπικός ηγεμόνας Πιγκέρνης και οι κάτοικοι συνθηκολόγησαν. Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1430-1490) στην ιστορία του, αναφέρει το Δομοκό ως Δομακίη : «...μετά δε ταύτα και εις Πελοπόννησον εμβαλών (σ.σ. ο σουλτάνος Βογιαζήτ Α΄), έχων δη και του Βασιλέως Ιωάννη παίδα Θεόδωρον ηγεμόνα εκστρατεύετο αφικόμενος δε εις Θεσσαλίαν την τε Δομακίην παρέλαβον, εκλιπόντως τον εν αυτή ηγεμόνος Επικερνέω και δη και Φαρσάλων πόλιν, και ταύτην επικαρναίων επικρατουμένην, υφ αυτώ εποιήσατο. Προέλαυνε δε ες το πρόσω, το τε Ζητούνι το εν Θερμοπύλας και Πάτρας (Νέα Πάτρα=Υπάτη) τας εν τω πεδίω προς τη υπορεία των Λοκρών όρους καταστρέψατο και αυτό προσεχώρησε…».[4] Ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, Έλληνας Αθηναίος λόγιος, χρησιμοποιεί τα ονόματα της εποχής και όχι τα μεταγενέστερα τουρκικά.
Κατά την Τουρκοκρατία, η Ναύπακτος, το Απόκουρο, το Κράβαρι, το Καρπενήσι, το Πατραντζίκι και ο Δομοκός αποτελούσαν ξεχωριστό σαντζάκι, δηλαδή τουρκική επαρχία.
Σε αναφορά του Τούρκου περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπί (1611-1682), διαβάζουμε: «Χαρακτηριστικά του φρουρίου Δομοκός (1641): Το φρούριο το ίδρυσε ο Δίμοκο-μπέν-Λουκά, αλλά - με τα χρόνια - τ' όνομα του παραφθάρηκε στα χείλη του λαού. Τώρα λέγεται: Δομοκός. Το κατέλαβε ο Τουραχάν Μπέη για λογαριασμό του Σουλτάνου Μεχμέτ Χάν, του επονομαζόμενου: Επουλφατίχ, την εποχή που ’κανε τη μεγάλη εκστρατεία για να κατακτήσει το Μόρα Βιλαέτι. Είναι κασαμπάς του καζά του Τσατάλτζα (Φάρσαλα) και βοεβοδιλίκ, πού υπάγεται στο σαντζάκ της Ινέμπαχτης (Ναύπακτος), του εγιαλετιού της Ρούμελης. Επισκέφθηκα το κάστρο και το σεργιάνισα σε μία ώρα περίπου. Είναι χτισμένο με πέτρες κι έχει στρογγυλό σχήμα. Βρίσκεται πάνω σ' ένα ψηλό και απρόσιτο βράχο. Κατά την κατάληψη του, γκρεμίστηκε ένα μέρος του τείχους. Μέσα στο κάστρο υπάρχουν καμιά εκατοστή σπίτια σερήδων και καφίρηδων, με τις στέγες καλυμμένες από κεραμίδια. Απ’ την εποχή της κατάκτησης του και μετά, οι Ρωμιοί κάτοικοι τραβήχτηκαν στο ψηλότερο σημείο του κάστρου και οι μουσουλμάνοι (πού έχουν ένα μαχαλά όλον κι όλο), μείναν στα χαμηλά. Υπάρχει ένα τζαμί, πού εξυπηρετεί τις θρησκευτικές ανάγκες των κατοίκων. Δεν μπόρεσα να καταλάβω τι σόι μουσουλμάνοι είναι αυτοί. Τρωγοπίνουν ολημέρα με τους γκιαούρηδες Ρωμιούς και συγχρωτίζονται μαζί τους. Στην πραγματικότητα, μόνο κατ' όνομα είναι μουσουλμάνοι. Πρόκειται για ξεχωριστή φάρα ραγιάδων, πού ’χει όμως απαλλαγεί απ’ την υποχρέωση να πληρώνει χαράτσι. Το ζωογόνο νερό υπάρχει άφθονο στο Δομοκό, αλλά τα μποστάνια και τ' αμπέλια βρίσκονται μακριά απ’ το φρούριο. Οι κάτοικοι είναι αφιλόξενοι - γενικά - για τους ξένους και -ειδικά- για τους τσιφούτηδες. Κανείς Εβραίος δεν τολμάει να επισκεφθεί την πόλη. Συνεχίσαμε το δρόμο μας προς Νότο, ακολουθώντας μια κακοτράχαλη διαδρομή. Πάνω σε βουνά και μέσ’ από απρόσιτα φαράγγια, συναντούσαμε μονάχα στάνες. Εκεί γευόμασταν γιαούρτια και καϊμάκια, μέχρι πού αντικρίσαμε το οχυρό κάστρο του Ιζτίν».[5] Ίσως δεν πρέπει η παραπάνω περιγραφή να ληφθεί σοβαρά υπόψη, αποτελεί όμως μια αναφορά χάριν της ιστορίας, (Κων. Κοτσίλης, σελ. 243-246).
Ο Δομοκός αναφέρεται στην πρόθεση με τους αφιερωτές της Ιεράς Μονής της Ρεντίνας και στα φ. 1α - 2α. Στα φ. 2β - 4α, που καταγράφηκαν κατά το 1640, υπάρχουν όμως γραφές μεταγενέστερες της πρώτης.
Από τον Άγγλο Έντμουντ Μπόχυν, αναφέρεται το 1688 ως: «Domochi ή Domonichus, ένα μικρό χωριό στην Θεσσαλία, με έδρα Επισκόπου υπό τον Αρχιεπίσκοπο της Λάρισας».
Ο Μελέτιος, επίσκοπος Αθηνών, από το 1703 ως το 1713, έγραφε στη «Γεωγραφία» του: «Το δε Δομοκό λέγεται Δομοκός και Δεμονικόν, πόλις το πάλαι με θρόνον Επισκόπου υπό τον Λαρίσσης Μητροπολίτου, ύστερον ετιμήθη και αύτη εις θρόνον Αρχιεπισκόπου…».[6]
Σε περιγραφή των αρχών του 19ου αι. ο Δομοκός εμφανίζεται ως ευημερούσα περιοχή με βαμβακοφυτίες, μεταξουργεία και δυόμισι χιλιάδες στρέμματα αμπέλια στον κάμπο, καθώς τα χωράφια των Δομοκιτών έμειναν στους ντόπιους Έλληνες καλλιεργητές, πριν την επιδημία.[7]
Στις αρχές του 19ου αιώνα, περί το 1810, ολόκληρη η περιοχή επλήγη από το φοβερό λοιμό της χολέρας, αλλά ειδικότερα στο Δομοκό η κατάσταση υπήρξε απελπιστική καθώς από περιηγητές της εποχής αλλά και την προφορική παράδοση μαθαίνουμε ότι μειώθηκε δραματικά ο αριθμός των Δομοκιτών, Ελλήνων και Τούρκων, καθώς αφανίστηκαν από τη φοβερή νόσο.
Από την σημαντικότατη για την
περιοχή μας αναφορά του περιηγητή Αργύρη Φιλιππίδη από τις Μηλιές Πηλίου, το
έτος 1805, μαθαίνουμε για το Δομοκό: «Εβγαίνοντας απ' αυτήν την χώραν
(Ομβριακή), κατά ανατολάς έως ένα τέταρτον της ώρας, εμβαίνεις εις τον μεγάλον
δρόμον. Ευρίσκεις ένα νερόν, όπου ποτίζουν οι διαβάται τα ζώα των. Έπειτα
γυρίζεις δυτικά και έρχεσαι επάνω εις την κορυφήν του βουνού έως τρία τέταρτα
και εμβαίνεις εις τον Δουμοκόν. Δουμοκός το πάλαι Θαυμακού, είναι αριστερά του
δρόμου εις την κορυφήν του βουνού. Έχει υπέρ τα τριακόσια σπίτια, κατοικείται
υπό Οθωμανών και Χριστιανών εξ ημισείας. Τα σπίτια των είναι ανακατωμένα, Τούρκικα
δηλαδή και Ρωμαίικα. Έχουν ήθη καλά και τα δύο έθνη, η ομιλία των είναι όλο
χριστιανικά. Έχουν σπίτια καλά καθώς και το Ζητούνι, άνθρωποι φιλάνθρωποι,
αμαθείς όμως μην την ολότην, αγαπούν την κατηραμένην οκνηρίαν. Εδώ έρχεται ο
κριτής των από Κωνσταντινούπολιν, κάθε χρόνον και θεωρεί τάς υποθέσεις των.
Ομοίως εδώ κάθεται χρονικώς και ο επίσκοπος Θαυμακού, όστις υπόκειται εις την
Μητρόπολιν της Λαρίσης. Έχει εκκλησία μία, Αγία Παρασκευή. Έχει και άλλα
παρεκκλήσια, όμως αδιόρθωτα. Έχει ένα γύρω της χώρας φρούριον παλαιόν
αδιόρθωτον... Έχουν εργαστήρια, καφενέδες, γίνεται εδώ παζάρι μίαν φοράν την
εβδομάδα. Οι εγκάτοικοι, πρωτεύοντες Τούρκοι και Ρωμαίοι, ζουν με τα υποστατικά
των και ολίγον αλισιβερίσι (εμπόριο). Της δευτέρας και τρίτης τάξεως ζουν με την
ρετζιπερικήν, πηγαίνοντας εδώ και εκεί με αγώγια».
Άλλες αναφορές για το Δομοκό: «Δομοκόν και Δημοκόν: Πόλις της Θεσσαλίας, έχουσα και άλλοτε και νυν Επισκοπικών αρχήν, υπό τον Λαρίσσης. Η πόλις αυτή αντικαθίστησι την πάλαι Θαυμακόν ή Θαυμακίαν και περιλαμβάνεται εις την πολιτικήν διοίκησιν των Φερσάλων».[9]
Ο Φρανσουά Πουκεβίλ (1770-1838), κάνει λόγο για οικισμό με την ονομασία Θαυμακοί, χρησιμοποιώντας το όνομα του ομώνυμης αρχαίας πόλης, ερείπια της οποίας ήταν ορατά σε μικρή απόσταση. Ο Γάλλος διπλωμάτης, περιηγητής και ιστοριογράφος Πουκεβίλ, ο οποίος ενώ σπούδασε ιατρική στο Παρίσι, αφιέρωσε τη ζωή τον αποκλειστικά στην συγγραφή έργων για τον τόπο μας, γράφει στο «Ταξίδι στην Ελλάδα» (1820), για την περιοχή του Δομοκού: «Όσοι γεωγράφοι θεμελιώσουν τις εκτιμήσεις τους πάνω στα οδοιπορικά που μας βοήθησαν να συμπληρώσουμε την περιγραφή της Θεσσαλίας, θα αναγνωρίσουν σίγουρα στους σύγχρονους Θαυμακούς την αναφερόμενη τόσο από τον Όμηρο όσο και από τον Τίτο Λίβιο και το Στράβωνα πόλη. Από εκεί ψηλά αγναντεύει κανείς πάνω σ’ όλη την αχανή έκταση της Θεσσαλίας, όπου τίποτε δεν σταματά το μάτι μέχρι το σημείο εκείνο όπου η γραμμή του ορίζοντα γίνεται ένα με τη γη, ακριβώς όπως τα γαλανά κύματα της θάλασσας μπλέκονται με το απροσδιόριστο κενό του ουρανού. Η Θεσσαλία μοιάζει σαν μια λίμνη, και είναι τέτοια η ψευδαίσθηση, ώστε πάνω σε μια επιφάνεια μεγαλύτερη από εκατόν εξήντα μίλια να μη διακρίνει κανείς ούτε ένα έστω και ελάχιστα ανυψωμένο σημείο ώστε να διαψεύσει όποιον ταξιδιώτη δεν έτυχε ν' ακούσει να μιλούν για τις πεδιάδες της Θεσσαλίας. Οι Θαυμακοί δεσπόζουν πάνω σ' όλο αυτόν το χώρο. Τα σπίτια της σύγχρονης πόλης με τους οκτώ χιλιάδες περίπου κατοίκους της, απλώνονται κλιμακωτά πάνω στις απόκρημνες πλευρές ενός βουνού, στεφανωμένου με ένα φρούριο που αποκαταστάθηκε μεν σε διάφορες εποχές, σήμερα όμως είναι εγκαταλειμμένο, αν και θα μπορούσε, χάρη στην προνομιούχο θέση του, ν' αποτελέσει μια δίοδο σωτηρίας για όλη την περιοχή. Το χάνι όπου διανυκτερεύουν οι ταξιδιώτες βρίσκεται κάτω από τις περιστοιχίζουσες την πόλη χαράδρες, πάνω στο δρόμο που ακολουθούμε καθώς μεταβαίνουμε στα Φάρσαλα, διασχίζοντας την περιοχή τη χαρακτηριζόμενη από τους αρχαίους ως Ager ή Αγρός. Αν ακολουθήσουμε τον προσανατολισμό της βουνοσειράς των Πράντειων, που συνδέεται με την Όθρη, θα ανακαλύψουμε στα περίχωρα της κωμόπολης Αυλάκι τα ίχνη του Θετιδίου, μιας πόλης η οποία θεμελιώθηκε προς τιμήν της θεάς που έφερε στον κόσμο τον Αχιλλέα. Θα ανακαλύψουμε επίσης τον Πρα, την Κορώνεια, την Ερέτρεια, το Ναρθάκιον καθώς και την Εφύρα, της οποίας μια συνώνυμη πόλη βρισκόταν στις όχθες του Αχέροντα. Αυτές οι ομηρικές πόλεις, τα ονόματα των οποίων έφτασαν ως εμάς, αν και παραμένουν άγνωστες στα μέρη όπου άνθησαν, θα ήταν εύκολο να ταυτισθούν από έναν εμπνευσμένο μελετητή. Μπορεί μεν η αρχαιότητα να ωραιοποίησε τα πάντα, δεν επινόησε ωστόσο τίποτε, και τόσο η μυθολογία όσο και η γεωγραφία της απορρέουν από αυθεντικά γεγονότα. Οι Θαυμακοί εξακολουθούν να αποτελούν επισκοπή, καθώς και έδρα ενός βιλαετίου της Θεσσαλίας. Το ποταμάκι, η πηγή, τα λουτρά που συναντάμε σε απόσταση μισής λεύγας απ' αυτή την πόλη, μας θυμίζουν την απόκρημνη τοποθεσία του Ολοσσόνα, ενώ το χωριό Δαουκλή, τη θέση της Μελιβοίας, οι μαχητές της οποίας πολέμησαν στην πολιορκία της Τροίας κάτω από το λάβαρο του Φιλοκτήτη, τον οποίο εγκατέλειψαν οι Έλληνες στο νησί της Λήμνου. Είναι πιθανόν ο Ποδαλείριος και ο Μαχάων, οι γιοι του Ασκληπιού και συμπατριώτες του Φιλοκτήτη, να μην είχαν φέρει μαζί τους το ειδικό βότανο από τα βουνά του Πηλίου που θεραπεύει τις μολυσμένες πληγές, γιατί η εγκατάλειψη του τελευταίου στη Λήμνο ήταν σίγουρα συνέπεια αυτού του κακού, από το οποίο θα είχε γιατρευτεί αν υπήρχε το θεραπευτικό εκείνο μέσο. Οι πόλεις που απαριθμήσαμε πιο πάνω ανήκαν άλλοτε στην επικράτεια του Φιλοκτήτη. Τα υψώματα του Δαουκλή δεσπόζουν πάνω από τη λίμνη Ξυνιάδα, στις όχθες της οποίας άνθησε η Ελλάδα, μια φημισμένη για το κάλλος των γυναικών της πόλη, που έδωσε το σημερινό όνομα του στο Σπερχειό, ο οποίος πηγάζει από τις αιώνια χιονισμένες βουνοκορφές της Οίτης. Οι σύγχρονοι κένταυροι αυτής της περιοχής, καθώς κι εκείνοι της Όθρης και του Πηλίου, γνωστοί με το υβριστικό παρανόμι Κλέφτες, δηλαδή ληστές, κατοικούν σ' αυτές τις απόκρημνες και πάντα πρόσφορες για την ελευθερία των σκλαβωμένων πλαγιές, που μπορούν και αψηφούν εδώ πάνω την καταδυνάστευση των τυράννων τους, από την εποχή που η Ελλάδα υποδουλώθηκε διαδοχικά στους Ρωμαίους, στους Σταυροφόρους και στους Τούρκους. Ο ταξιδιώτης ατενίζει το Μαλιακό Κόλπο, το ακρωτήριο των Κνημίδων και τις απόκρημνες πλευρές των Θερμοπυλών, που ανοίγονται μπροστά στο βλέμμα του καθώς κατηφορίζει προς την Ταράτσα, ένα χωριό που απέχει μιαν ώρα με τα πόδια από το Ζητούνι. Παραθέσαμε ήδη τις αποστάσεις ανάμεσα στους Θαυμακούς και σ’ αυτή την πόλη, η οποία πιστεύεται ότι υποκατέστησε τη Λαμία ή την Κύρτωνα, δυο πόλεις, που είναι πιθανόν να διαδέχθηκαν η μια την άλλη, γιατί σ' αυτά τα πάντοτε τόσο ταραγμένα από σημαδιακές πολιτικές ανακατατάξεις μέρη, τα πάντα μεταβάλλονται και είναι αιώνια εκτεθειμένα στις αντιξοότητες της ανθρώπινης ζωής. Αν μελετήσουμε ωστόσο προσεκτικότερα το Στράβωνα η εντύπωση που θα αποκομίσουμε είναι ότι η Λαμία και η Κύρτωνα αποτελούσαν δυο διαφορετικά κέντρα, η πρώτη μεν πλησιέστερα στο Σπερχειό, ενώ η δεύτερη σε μεγαλύτερη απόσταση απ’ αυτόν, στο βόρειο τμήμα της επικράτειας του Αχιλλέα. Αυτό δεν αποτελεί όμως παρά μιαν απλή εικασία για την οποία θα δώσουμε ορισμένες επεξηγήσεις σε κάποιο άλλο κεφάλαιο αυτής της περιήγησης. «Η επαρχία αυτή», λέει ο «Στράβων, ήταν όμορη με τις κτήσεις των Ασκληπιάδων, με τις οποίες γειτνίαζε κυρίως προς τη Β-Δ πλευρά της, καθώς και με εκείνες του Ευρύπυλου και του Πρωτεσίλαου, με τις οποίες συνόρευε προς τα Β-Α. Μεσημβρινά, ενωνόταν με τη χώρα των Οιταίων.» Αυτές οι περιφέρειες διατελούσαν πάντοτε υπό την ηγεμονία κάποιου στρατιωτικού κατακτητή. Χρόνια αργότερα τις ξαναβρίσκουμε στην κατοχή των Σλάβων, τους οποίους οδήγησαν εκεί κάποιοι τυχοδιώκτες, που τιμήθηκαν στη συνέχεια με τον τίτλο του καίσαρα και του δεσπότη. Όταν το 1210 οι Γάλλοι κατέλαβαν τη χώρα από εκείνους τους σφετεριστές, βλέπουμε τον αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Ερρίκο να την κατανέμει στους μαρκησίους και τους βαρώνους του, κι έπειτα πάλι να τους την παίρνει πίσω για να τη δωρίσει στις εκκλησίες. Παρ' όλα αυτά, τόσο οι άρχοντες των Αθηνών, όσο και ο Γουλιέλμος της Λαρίσης, ανώτατος διοικητής της Ρωμανίας και άρχοντας του Αλμυρού, όσο και ο Βαρώνος του Βελεστίνου, η Μαρκησία η Μομφερρατική και ο Γοδεφρίδος Βιλλεαρδουίνος, αψηφώντας τα αυτοκρατορικά διατάγματα, τους αφορισμούς των Λατίνων Επισκόπων και τα αστροπελέκια του Βατικανού, κατάφεραν να υπερασπιστούν τα εδάφη που είχαν αποκτήσει με τίμημα το αίμα τους, εναντιωνόμενοι στις καταπατήσεις ενός κλήρου, το βασίλειο του οποίου ουδέποτε ανήκε σε τούτο τον κόσμο, παρά μόνον όταν οι ηγεμόνες ήταν αδύναμοι και διεφθαρμένοι».[10]
Ακόμη ο Πουκεβίλ αναφέρει: «Η Θαυμακός δε εξαγορασθείσα υπό του Μπαμπά Πασά κατά την επανάστασιν, κατελήφθη υπό του Ομέρ Βρυώνη» και υπό του Δράμαλη». Η εκτίμηση του Πουκεβίλ για τον πληθυσμό του Δομοκού είναι κατά πάσα πιθανότητα υπερβολική, καθώς απέχει τόσο από αυτήν του Ληκ και του Φιλιππίδη που συμπίπτουν στα 300 σπίτια, όσο και από του Ιωάννη Λεονάρδου, ο οποίος κατά το έτος 1836 υπολόγιζε τον πληθυσμού του Δομοκού-Θαυμακού σε 3.000 Έλληνες και μερικούς Οθωμανούς.[11] Στο ταξίδι του στη Ελλάδα, στα μέσα της δεκαετίας του 1810, ο Άγγλος περιηγητής Σερ Γουίλλιαμ Τζελλ, στο βιβλίο του «The itinerary of Greece» (1819), μας παρουσιάζει την διαδρομή που ακολούθησε από το Δομοκό στη Λαμία, κάτι σαν ταξιδιωτικό οδηγό: «Έχοντας κατέβει, 21΄ λεπτά μετά, κοντά σε μια ερειπωμένη εκκλησία (Αγία Παρασκευή), αλλάζουμε πορεία δεξιά προς ένα άνοιγμα στο οποίο υπάρχει μια κρήνη με μια δεξαμενή ή λουτρό κι ένα ρεματάκι που τρέχει απ’ αυτό. 15΄αργότερα, μια βρύση δεξιά, σ’ ένα άνοιγμα του λόφου, ενώ το ρέμα ρέει προς τ’ αριστερά. 8΄λεπτά μετά βλέπουμε μια λίμνη δεξιά μας […], μετά από ένα πληκτικό ταξίδι φτάνουμε, μετά από 5 ώρες και 46΄λεπτά, στο Ζητούνι».
Ο Άγγλος περιηγητής Ληκ το 1835, περιγράφοντας τη Θεσσαλία αναφέρει: «...Και πάλι, τα νότια όρια της Θεσσαλίας, ορίζονται από το πέρασμα που παλιά ονομαζόταν «Κοίλα» και μια άλλη πεδιάδα, που περιέχει μια μικρή λίμνη, την οποία παλαιότερα αποκαλούνταν Ξυνιάς, παρεμβαίνει στη γραμμή των χαμηλών λόφων που έχει κανείς να διαβεί πριν φτάσει στην πόλη των Θαυμακών (Δομοκός), η οποία από την επιβλητική της θέση δεσπόζει στο σύνολο της άνω πεδιάδας.
Η θέα από το σημείο αυτό έχει περιγραφεί από τον Λίβιο στο εξής αξιοσημείωτο απόσπασμα: «Όταν το άτομο, που διέρχεται από τις άγριες περιοχές της Θεσσαλίας, όπου οι δρόμοι έχουν εμπλακεί ανάμεσα στα τυλίγματα των κοιλάδων με τους λόφους, φτάνει σε αυτή την πόλη, αντικρίζει αιφνίδια μια τεράστια έκταση επίπεδη, που μοιάζει με μια τεράστια θάλασσα, η θέα είναι εξαιρετική με τέτοιο τρόπο που το μάτι δεν μπορεί εύκολα να φθάσει το όριο των πεδιάδων και να επεκταθεί ως το τέλος τους».
Ο Νικόλαος Γεωργιάδης περιγράφει το Δομοκό κατά το έτος 1880, στο βιβλίο του «Ιστορία της Θεσσαλίας»: «Ο Δομοκός, ή οι των αρχαίων Θαυμακοί, κείται 3 και ημίσειαν ώρας προς βορράν του Δερβέν Φούρκα και είναι εκτισμένος επί κρημνώδους βράχου, εξ ου καθοράται σύμπασα η πεδιάς της Θεσσαλιώτιδος και Εστιαιώτιδος. Όθεν η θαυμασία εξ αυτού άποψις έδωκεν ίσως και το αρχαίον εις αυτόν όνομα. Η θεσσαλική πεδιάς φαίνεται εξ αυτού μεγαλοπρεπής και μάλιστα εν ώρα έαρος. Η Δομοκός και κατά την αρχαιότητα και νυν είναι μία των οχυρωτέρων πόλεων της Θεσσαλίας, διό και τω 199 επολιορκήθη υπό του Φιλίππου Γ΄ και κατά τον Αντιοχικόν πόλεμον καθείξεν αυτήν ο ύπατος Ακίλιος Γλαβρίων. Πότε η πόλις ή μάλλον η κωμόπολις αύτη εκλήθη Δομοκός δεν γνωρίζομεν, αλλά βεβαίως επί των Βυζαντινών έλαβε το όνομα τούτο, υφ’ ο και συχνά αναφέρεται υπ’ αυτών, ει και η εκκλησία διετήρησε το αρχαίον πάντοτε αυτού όνομα, διότι ο επίσκοπος της επαρχίας ταύτης φέρει τον τίτλον Θαυμακών. Το φρούριον του Δομοκού είναι ισχυρόν και εκτισμένον επί αρχαίου φρουρίου. Η ανάβασις από της πεδιάδος εις την πόλιν διαρκεί 40 λεπτά της ώρας, και ίνα οι διαβάται αποφεύγωσιν αυτήν έκτισται εν τη υπωρεία εφ’ ου κείται λόφου ξενών (χάνιον). Ο Δομοκός κατοικείται σήμερον υπό 300 περίπου οικογενειών, εξ ων αι 200 είναι ελληνικαί και αι λοιπαί τουρκικαί. Εμπόριον ο τόπος έχει μικρόν και άπαξ της εβδομάδος συγκροτείται αγορά προς συναλλαγήν των πέριξ χωρίων. Εν τω Δομοκώ εδρεύει ο επίσκοπος Θαυμακών διατελών υπό την κυριαρχίαν του Μητροπολίτου Λαρίσσης, και υπάρχουσιν εν αυτώ μία εκκλησία, σχολεία δύο, τεμένη τουρκικά δύο, τέσσαρες στρατώνες και πολλαί βρύσεις».
Τα δύο τζαμιά με τους μιναρέδες τους βρισκόταν, τον μεν μεγαλύτερο δίπλα στο λουτρό (Χαμάμ), το δε δεύτερο πάνω από την τότε αγορά του Δομοκού, κοντά στη σημερινή πλατεία, πράγμα που διακρίνεται σε φωτογραφία που χρονολογείται στα τέλη του 19ου αι., περί το 1899.
Στην αγορά του Δομοκού, στην λεγόμενη κάτω πλατεία, είχε πολλά μαγαζιά και τις Κυριακές, μέρα του παζαριού, κόσμος πολύς συγκεντρωνόταν από τα γύρω χωριά. Αγόραζε και πουλούσε στάρι, αραποσίτι κι άλλα αγροτικά προϊόντα. Τα «Οδοιπορικά Ηπείρου και Θεσσαλίας» (έκδοση του Υπουργείου Στρατιωτικών, 25 Ιουλίου 1880) αναφέρονται στο Δομοκό: «Η κωμόπολις Δομοκός (το πάλαι Θαυμακοί) είναι εκτισμένη επί λόφου και κατοικείται υπό 1200 Ελλήνων και 350 Οθωμανών, έχει 1 ναόν, 2 τεμένη (τζαμία), 4 σχολεία, 4 στρατώνας, 3 χάνια και 8 βρύσες ποσίμου ύδατος, και είναι έδρα επισκόπου. Της κωμοπόλεως και των πέριξ γαιών δεσπόζει ακρόπολις και περιβολή, εν η υπάρχει μόνιμος αμυντικός στρατών».
Ο Κωνσταντίνος Γαλλής ανέφερε ότι: «την εποχή της απελευθερώσεως (1881) ο Δομοκός είχε 1.000 περίπου κατοίκους Έλληνες και 300 - 400 Οθωμανούς πού σχεδόν όλοι είχαν φύγει πριν από ένα μήνα για την Λάρισα. Είχε μια εκκλησία την Αγία Παρασκευή, δύο τζαμιά, ένα λουτήρα, ένα σχολείο αρρένων και ένα παρθεναγωγείο στο οποίο φοιτούσαν και μερικά κορίτσια Τούρκων, δύο φρούρια και ένα στρατώνα. Εστερείτο επαρκούς ποσίμου νερού και δένδρων. Οι δρόμοι του ήταν στενοί και λιθόστρωτοι και όχι καθαροί. Είχε δε μερικά καλά σπίτια».
Οι μουσουλμάνοι του Δομοκού, που κατοικούσαν στο χαμηλότερο σημείο του κάστρου, πρέπει να ήταν απόγονοι χριστιανών γιατί ο Eβλιγιά Tσελεπί τους αποδίδει κάποια χαρακτηριστικά εξισλαμισμένων (ότι οι ίδιοι δεν γνώριζαν ποια ήταν η θρησκεία τους και ότι ήταν κατ’ επίφαση μουσουλμάνοι.
Κατά την Τουρκοκρατία, η κωμόπολη
του Δομοκού ήταν εξαιρετικά νευραλγική θέση και έδρα καζά (επαρχίας) με
Τούρκο μουδίρη (διοικητή), ενώ τον
επισκεπτόταν συχνά πυκνά ο γενικός δερβέναγας της Θεσσαλίας, ένας Τούρκος πασάς και γι’ υπήρχε εκεί πάντα ισχυρή στρατιωτική
δύναμη. Οι κάτοικοι των χωριών του Δομοκού, σύμφωνα με τις πληροφορίες του
Πουκεβίλ, ήταν φόρου υποτελείς στον πασά της Λάρίσας και είχαν το δικαίωμα να
φέρουν όπλα, προκειμένου να φυλάσσονται από τους πολλούς ληστές που διέτρεχαν
την περιοχή.
Ο Δομοκός, ως την επανάσταση του 1821, βρισκόταν υπό την εξουσία του Αλή Πασά των Ιωαννίνων και του γιου του, Βελή πασά, ωστόσο στη συνέχεια περιήλθε στα χέρια του Ομέρ Βρυώνη και του Δράμαλη Μαχμούτ πασά. Πολλοί απ’ τους κατοίκους της περιοχής Δομοκού, προσέτρεξαν να πλαισιώσουν τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς και καπεταναίους. Επίσημος οπλαρχηγός στην κεντρική Ρούμελη, με επιρροή στην επαρχία Δομοκού, ήταν ο Ιωάννης Δυοβουνιώτης ή Γερο-Δυοβουνιώτης, ο οποίος κήρυξε την επανάσταση στις 13 Απριλίου 1821. Στον καζά του Δομοκού έδρασαν επίσης ο Μήτσος Κοντογιάννης και ο καπετάν Τσάμης (Δημήτριος ή Τσάμης Καρατάσος), από την Ημαθία. Πολλοί ντόπιοι προσέτρεξαν και πλαισίωσαν τους διάφορους οπλαρχηγούς και καπεταναίους, ωστόσο η πόλη του Δομοκού ήταν πάντα υπό αυστηρό έλεγχο των Οθωμανών κατακτητών, αλλά και των κατά καιρούς Τουρκαλβανών και Γκέκηδων λήσταρχων, όπως ο περιβόητος Ντελή Αχμέτ, ο οποίος είχε κάνει «βιλαέτι» του το Δομοκό.
Η πόλη του Δομοκού διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο και στις εξεγέρσεις που ακολούθησαν, απελευθερώθηκε όμως οριστικά το 1881, μαζί με την υπόλοιπη Θεσσαλία και ανακαταλήφθηκε για λίγο κατά τον «ατυχή» Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, ύστερα από σφοδρή μάχη την 5η Μαΐου. Δυτικά του Δομοκού υπάρχει τουρκικό μνημείο με επιτύμβια στήλη γραμμένη στα αραβικά και τουρκικά σε ανάμνηση της μάχης εκείνης. Μέχρι το 1899 λειτουργούσε εδώ η επισκοπή Θαυμακών (παλαιότερα Θαυμακών και Ζητουνίου).
Ο Δομοκός ήταν πρωτεύουσα του δήμου Θαυμακών από το 1883 ως το 1912. Μαζί με το Δομοκό ήταν οι οικισμοί: Σκάρμιτσα (Θαυμακός ή Κάτω Δομοκός), Πουρνάρι, Τσιφλικάκι, Λεύκα, Γερακλί, Βούζι, Βελεσσιώτες, Αγόριανη, Τσιφλάρι και αργότερα Τσιόμπα και Μπεκρηλέρ (μετέπειτα Ν. Μοναστήρι), Βαρδαλή, Γιακαρόμπα (Αγραπιδιά), Κοζλόμπα, Παπαλί και Αιδομουσλί (σήμερα διαλυμένα) Καρατζάλι (Αχλαδιά), Τσιατμά (Πετρωτό) και Μαζλί (Γαβράκια). Ανήκε τότε διοικητικά στο Νομό Λαρίσης, ως τις αρχές της δεκαετίας του 1900 και έκτοτε ανήκει στο νομό Φθιώτιδας ως πρωτεύουσα της ομώνυμης Επαρχίας και έδρα του Δήμου Δομοκού.
Δυνάμεις της Βέρμαχτ (Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων) στρατοπεδεύουν έξω στο Δομοκό (1941)
Στη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου
ο Δομοκός και τα χωριά του, έδωσαν ηχηρό παρών στον αγώνα κατά του ναζισμού και
του φασισμού. Πολλά παλικάρια από την περιοχή του Δομοκού, πολέμησαν και κάποιοι
απ’ αυτούς έχασαν τη ζωή τους στα κακοτράχαλα βουνά της Αλβανίας και των οχυρών
της Βόρειας Ελλάδας. Κατά τον Απρίλιο του 1941, την μεγάλη εβδομάδα, οι
Γερμανοί κατήλθαν μέσω της Θεσσαλίας στην περιοχή Δομοκού και στις 23-4-1941, κατέλαβαν
το Δομοκό, εν μέσω σφοδρών βομβαρδισμών της περιοχής. Στην πρώτη φάση της
Κατοχής υπήρχε στο Δομοκό μεγάλη δύναμη της Ιταλικής Καραμπινιερίας
(στρατιωτική αστυνομία). Από Σεπτέμβριο του 1943, το κεντρικό στρατόπεδο των
Γερμανών ήταν στο Κάστρο του Δομοκού και στους παλαιούς στρατώνες, στο σημερινό
Δημαρχείο. Επίσης σοβαρή φρουρά υπήρχε στα Μεταλλεία Ομβριακής, τα οποία οι
Γερμανοί είχαν επιτάξει για να εξορύξουν το ακριβό και χρήσιμο μετάλλευμα. Επίσης,
είχε εγκατασταθεί από τους Ναζί «Γερμανικό Στρατόπεδο Ομήρων», με πλήθος
κυρίως Εβραίων κρατουμένων από τη Θεσσαλονίκη, στο σιδηροδρομικό σταθμό Δομοκού
(Πέτρα), αλλά και αλλού, όπου φυλακίζονταν οι αντιστασιακοί κρατούμενοι. Στο
έδαφος του Δομοκού συγκροτήθηκαν αντάρτικα σώματα του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ, ενώ η
περιοχή έγινε θέατρο πολλών και σφοδρών, αντιστασιακών ενεργειών. Ο
Δομοκός απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς την 21η Οκτωβρίου του 1944.
Στο Δομοκό λειτουργούσε πιθανότατα μουσικοδιδασκαλείο, κατά τις αρχές του 19ου αιώνα, καθώς την εποχή εκείνη υπήρχε σημαντικότατη μουσική κίνηση στην περιοχή του Δομοκού, όπως αυτό φαίνεται από τους καταλόγους των συνδρομητών μουσικών βιβλίων και συγκεκριμένα του «Καλοφωνικού Ειρμολογίου», όπου σε ιδιαίτερη παράγραφο αναφέρονται «οι εν Δομοκώ συνδρομητές».
Στην περιοχή επί τουρκοκρατίας, πριν την απελευθέρωση το 1881, λειτούργησαν αλληλοδιδακτικά σχολειά, στα οποία οι μαθητές των ανώτερων τάξεων δίδασκαν τα παιδιά που φοιτούσαν στις κατώτερες. Στο Δομοκό, λειτουργούσε ακόμη Παρθεναγωγείο, με αρκετές μαθήτριες, την ίδια περίοδο. Μετά την απελευθέρωση, λειτούργησε Δημοτικό Σχολείο, Ημιγυμνάσιο, Γυμνάσιο και Σχολαρχείο. Στην Επαρχία Δομοκού λειτουργούσαν τότε τριτάξια, διτάξια και μονοτάξια μικτά δημοτικά σχολεία με δημοδιδασκάλους και δημοδιδασκάλισσες, ανάλογα με τον αριθμό των μαθητών. Κατά την δεκαετία του 1950 λειτούργησαν στην περιοχή Νυχτερινές Σχολές, στο πλαίσιο αναπλήρωσης των τάξεων για τους μαθητές που δεν πήγαν σχολείο ή δεν μπόρεσαν να τελειώσουν το Δημοτικό, λόγω της Κατοχής. Στο Δομοκό λειτούργησαν και μαθητικές κατασκηνώσεις, στο χώρο του σημερινού Κέντρου Υγείας Δομοκού.
Ο σημερινός Δομοκός απέχει από τη Λαμία 36 χιλιόμετρα και από τα Φάρσαλα περίπου 25 χιλ. και δεσπόζει στην πολιτιστική, οικονομική και διοικητική ανάπτυξη της περιοχής, ως αυτοδύναμο αστικό κέντρο με τις ανέσεις της σύγχρονης ζωής.
Υπήρξε πρωτεύουσα της πρώην Επαρχίας Δομοκού του Νομού Φθιώτιδας και σήμερα είναι έδρα του ομώνυμου δήμου, ο οποίος περιλαμβάνει τρεις Δημοτικές Ενότητες και 36 Τοπικές Κοινότητες. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001 ο πληθυσμός του είναι 1.556 κάτοικοι.
Δομοκός υπήρξε μεγάλο εμπορικό κέντρο της περιοχής από αρχαιοτάτων χρόνων. Η αγορά και το «παζάρι» του ήταν πασίγνωστα στην ευρύτερη Κεντρική Ελλάδα και τα πάσης φύσεως καταστήματα καλύπτουν ως σήμερα τις ανάγκες των κατοίκων και των διερχομένων.
Η οικονομία του Δομοκού και κατ’ επέκταση ολόκληρης της περιοχής, είναι αγροκτηνοτροφική, με προϊόντα άριστης ποιότητας. Η περιοχή παράγει όπως είναι γνωστό από την αρχαιότητα ως σήμερα, εξαιρετικής ποιότητας κρασί, τυροκομικά και όσπρια, τα οποία ήταν ανέκαθεν περιζήτητα στις αγορές ολόκληρης της Θεσσαλίας. Στην ευρύτερη περιοχή, στην Ξυνιάδα και το Περιβόλι, παράγεται το γνωστό τυρί Π.Ο.Π. «κατίκι Δομοκού» το οποίο έχει γίνει πασίγνωστο και αγαπητό στους καλοφαγάδες ανά την υφήλιο.
Ο Δομοκός είναι επίσης πασίγνωστος και για τη «μούτα», την «αντάρα» του, την πυκνή ομίχλη που καλύπτει την πόλη κυρίως κατά τους χειμερινούς μήνες. Λέγεται πως το πρώτο πράγμα που ρώτησε, καιρό μετά την απελευθέρωση, ένας Τούρκος παλιός κάτοικος της πόλης, όταν συνάντησε Έλληνα Δομοκίτη ήταν: «Έχει αντάρα ο Δομοκός;».
Ο Γάλλος καθηγητής Μισέλ Σιβινιόν σημειώνει στο βιβλίο του το 1992: «Την εκπληκτικότερη θέα μας την προσφέρει ο Δομοκός. Από εδώ το χειμώνα το πανόραμα απλώνεται πάνω από τα τετράγωνα των χωραφιών και μακριά στον ορίζοντα τις μέρες που ο ουρανός είναι καθαρός μέχρι τον επιβλητικό χιονισμένο όγκο του Ολύμπου. Το καλοκαίρι η αντίθεση είναι εξίσου έντονη, ανάμεσα στην ισχνή βλάστηση από πουρνάρια του πρώτου πλάνου στα πράσινα τετράγωνα του βαμβακιού και τα κίτρινα των καλαμιών χαμηλότερα».
Αξίζει να αναφέρουμε τα παλιά πέτρινα παραδοσιακά σπίτια του Δομοκού, το μεσαιωνικό κάστρο, χτισμένο πάνω στα κυκλώπεια και ελληνιστικά τείχη της αρχαίας ακρόπολης Θαυμακού, το τουρκικό χαμάμ, το τουρκικό μνημείο με επιτύμβια στήλη γραμμένη σε αραβικά και τουρκικά, σε ανάμνηση της μάχης του 1897, τις αψιδωτές λίθινες βρύσες, η μία με αραβική γραφή, το «Στρογγυλόκαστρο», το σπήλαιο «Κουδουνιστό πηγάδι», την εκκλησία της Αγίας Παρασκευής και τον Προφήτη Ηλία, με τη θαυμάσια θέα όλης της Θεσσαλικής πεδιάδας ως τον Όλυμπο, τα Άγραφα και τα Μετέωρα.
Στις 21 Μαΐου, ημέρα του Αγίου Κωνσταντίνου, αρχίζει η εμποροπανήγυρη της Δομοκού, η οποία διαρκεί επτά ημέρες. Επίσης, πανηγύρι με παραδοσιακούς χορούς γίνεται στις 26 Ιουλίου, στη γιορτή της Αγίας Παρασκευής, μετά από τη λιτανεία της εικόνας, αλλά και στις 7 Ιουλίου εορτή της Αγίας Κυριακής.
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
© Copyright: Δεν επιτρέπεται η
αναπαραγωγή, χωρίς άδεια του δημιουργού.
[1] Αρ. Εκδ. Οίκου Δ. Δημητράκου- εισαγ. υποσημ. επεξ. Πέτρου Π. Καλονάρου, σελ 296, στιχ. 7287
[2] Notitiae Episcopatuum, Ecclesiae
Constantinopolitanae, Jean Darrouges, Institut Francais d’ Etydes Byzantines,
Paris 1981, σελ. 326
[3] (Pertinentia Impertatricis,
Scilicet Vesna, Fersala, Domokos, Ravenika, duo Almiri, Cumm Demetriadi
[4] Corpus Scriptoram Historiae-
Laonicus Chalcocondylas, Βόννη, έτος 1843, σελ. 27.
[5] Evliya Çelebi, «Ταξίδι στην Ελλάδα», 1668-1671.
[6] «Μελετίου «Γεωγραφία, παλαιά και Νέα», Τόμος Β΄, Βενετία 1807.
[7] Γ. Ι. Τσουκνίδας, 1992.
[8] Μτφ. Γιώργος Καραβίτης.
[9] «Χρονογραφία της Ηπείρου» Τόμος 2ος , Αραβαντινός Π., 1857.
[10] Φ. Πουκεβίλ, Ταξίδι στην Ελλάδα Μακεδονία Θεσσαλία, μετάφρ. Νίκη Μολφέτα, Αθήνα 1995, σ. 296-297 και 302