Η κυρα – Σαρακοστή!
«Τώρα ’ν’ αγιά σαρακοστή, τώρα ’ν’ άγιαις ημέραις, που λειτουργούν αι εκκλησιαίς και ψάλλουν οι παπάδες, που λέν' τ ' άγιος ο Θεός διάκοι κι αναγνωστάδες...»
Η Καθαρά Δευτέρα, είναι η πρώτη μέρα της Σαρακοστής. Τούτη τη μέρα, σ' όλα τα σπίτια παστρεύανε κάποτε όλα τ’ αγγειά με στάχτη, γιατί τα θεωρούσανε μαγαρισμένα από τα αρτυμένα φαγητά της προηγούμενης, της Τυρινής, για τούτο την ονομάσανε «καθαρή». Την επαύριον της Καθαράς Δευτέρας, άρχιζε η Μεγάλη Σαρακοστή (από το εκκλησιαστικό Τεσσαρακοστή), περίοδος αφιερωμένη στις ψυχές. Το κρέας, τα γαλακτερά, τ’ αυγά και τα ψάρια, απαγορεύονται όλη τη σαρακοστή, ως το Πάσχα, μ’ εξαίρεση τη μέρα του Ευαγγελισμού και των Βαΐων που επιτρέπεται η ψαροφαγία. Την Τετάρτη και την Παρασκευή, απαγορεύεται και το λάδι. Επιτρέπονται τα Σαρακοστιανά, θαλασσινά, καλαμαράκια, γαρίδες, σουπιές κ.λ.π. Όσοι δεν είχανε, βολεύανε τότες την πείνα τους με λίγο χαλβά και τίποτα ελιές με ψωμί. Ήτανε βλέπεις «Μεγάλη Σαρακοστή». Στο χωριό τη λέγανε και «Τρανή Σαρακοστή» και την κρατούσαν πιστά οι πρόγονοί μας. Όλοι την καλοδέχονταν, με την παραδοσιακή ευχή «Καλή Σαρακοστή» και τραγουδούσανε: «Καλώς την τη Σαρακοστή, με σκόρδα, με κρεμμύδια και με τα κρεμμυδόφυλλα, καλώς τα μουσαφίρια».
Έλεγαν κι άλλα, πολλά ακόμη τραγούδια:
«Σαρακοστή αγία καλώς μας ήλθες πάλι,
έξω το τόσο γλέντι η τρέλα το μεθύσι.
Ησύχασε τη φούρια της Αποκριάς τη ζάλη
κι η χάρις σου αμέσως το ζήτημα ας λύσει.
Σαρακοστή αγία δως μας καμπόσο νου
κι εμπρός μας ας ανοίξουν η πόρτες τ ουρανού!» (1881).
Καυστικά ωστόσο, χόλιαζε ο Σουρής στο «Ρωμιό» του την
έλευση της Σαρακοστής, την ίδια εποχή: «Καλώς την τη Σαρακοστή με
σκόρδα και κρεμμύδια, και με λημέρια κλέφτικα και κοφτερά λεπίδια. Καλώς την τη Σαρακοστή με
τόσο νταβατούρι, κρύα, χλωμή και άνοστη σαν του Σπανού τη μούρη!».
Οι χωρικές φορούσανε σκούρα ρούχα όλη τη σαρακοστή, για
να δείχνουν πιο ταπεινές, από την Καθαρά Δευτέρα, ως το Μέγα Σάββα.
Την πρώτη εβδομάδα της Μεγάλης Σαρακοστής επί
τρεις μέρες (Καθαροδευτέρα, Τρίτη και Τετάρτη) νήστευαν οι γριές όλη την ημέρα
και δεν έπιναν ούτε νερό «μόνο σαν εβουτούσε ο ήλιος, έτρωγαν λιγάκι ψωμάκι
με νερό, όσο για ζωή», κάνανε δηλαδή «τρίμερο». Τη φυλάγανε κάποτε
τη σαρακοστή. Μια Μεγάλη Σαρακοστή στο παλάτι, επί Όθωνα, λέγεται πως ο
Γεώργιος Καραϊσκάκης είπε χαριτολογώντας στην εμβρόντητη Αμαλία: «Να σου
πω, κυρα – Βασίλισσα. Αν είναι να χαλάσεις τη σαρακοστή, τότε
φάε αρνί. Αν είναι να φας γίδα, φάε ξερό ψωμί, να’χεις καλά και την ψυχή σου!».
Η σαρακοστή ήταν ατέλειωτη, με τις εφτά βδομάδες της, που για να τις μετράνε τότε πού δεν υπήρχαν ημερολόγια, οι μανάδες έπαιρναν ένα κομμάτι χαρτί, σχεδίαζαν την κυρα – Σαρακοστή σαν καλόγρια, χωρίς στόμα, αφού ήταν νηστεία, με σταυρωμένα χέρια για τις πολλές προσευχές και επτά πόδια, όσες κι βδομάδες της. Κάθε εβδομάδα έκοβαν και από ένα πόδι. Το τελευταίο το έκοβαν το Μεγάλο Σάββατο. Άλλοτε πάλι, την έφτιαχναν με ζυμάρι, αλεύρι σταρένιο, νερό κι αλάτι, για να κρατάει, σαν όλες τις ζυμαρόπιτες με την κουρκούτη και για στολίδι της έβαζαν στο κεφάλι ή στα χέρια της ένα σταυρό. Αλλού πάλι, την έφτιαχναν από πανί, γιομάτο με πούπουλα. Τούτο το έθιμο κρατάει πολλά χρόνια, ωστόσο σήμερα τείνει να εκλείψει…
Ας κρατήσουμε τα ήθη και τα έθιμά μας ζωντανά =, μακριά από τη λήθη που μας επιβάλλεται.
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών
στον Ελληνικό Πολιτισμό της
Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com