«Οδυσσέας
Ανδρούτζος»: Το παλικάρι της Ρούμελης!
«Σαν βράχος είν’ αι πλάταις του, σαν κάστρ’ η κεφαλή του.
Και τα πλατιά τα στήθη του, τοίχος χορταριασμένος!»
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, ήταν ένας από τους μέγιστους αγωνιστές της Ελληνικής εθνεγερσίας του 1821. Ήταν γιος του Ρουμελιώτη, από τις Λιβανάτες Λοκρίδας, ανδρείου πολέμαρχου της στεριάς και της θάλασσας, αγωνιστή και επαναστάτη κατά των Οθωμανών, πριν από το 1821, Ανδρέα Βερούση ή Βερούτσου, που ήταν γνωστός ως «Ανδρούτσος» και «λιοντάρι της Ρούμελης», και της ΑκρίβωςΤσαρλαμπά, γόνο εύπορης οικογένειας της Πρέβεζας.
Γεννήθηκε το 1790 στην Ιθάκη και ήταν το μοναχοπαίδι της Ακρίβως και του Ανδρέα. Τον βάπτισε στον εκεί ναό του Αγίου Νικολάου, η Μαρία, σύζυγος του έτερου μνησθέντος περιβόητου Βιωτού Λάμπρου Κατσώνη, του διασημότερου εκ της ονομαστής στη Λεβαδιά οικογένειας των Νακαίων. Γεννηθείς λοιπόν και βαπτισθείς στην κλεινή πατρίδα του ομηρικού Οδυσσέως, ονομάσθηκε «Οδυσσεύς».
Η μητέρα του Οδυσσέα, μετά το θάνατο του Ανδρούτσου Βερούση, νυμφεύθηκε τον Φίλιππο Καμάνο από την Πρεβέζα, με τον οποίο γέννησε τον Ιωάννη, τον Ευαγγέλην, τον Πάνο, την Ταρσίτσα και την Αγγελική, υποκοριστικά καλούμενη Κόρη.
Ο Οδυσσέας ήταν εξαιρετικά χειροδύναμος, γοργοπόδαρος, με μεγάλη αλτικότητα («πηδητικός») και δεινός ιππέας, ωστόσο, από την παιδική του ηλικία, ήταν επιρρεπής σε ταραχές και αταξίες. Ως παράδειγμα της χειροδυναμίας του, διηγούνται ότι μπορούσε να κρατά συγχρόνως και χωρίς να κουράζεται, σε κάθε χέρι του κρεμασμένο από ένα παχύ τράγο, τον οποίο ταυτόχρονα έγδερναν οι σύντροφοί του. Ήταν κατά κοινή ομολογία, «ο τέλειος Λοκρός» και είχε λίγους εφάμιλλους στην τόλμη, τη ρώμη, τη σύνεση, την ευφυΐα και την ωραιότητα. Είχε μέτριο ανάστημα και φαρδιές πλάτες, μέτωπο πλατύ, κόμη ξανθή και δασύτριχο μουστάκι, μικρά αυτιά και μύτη, καστανά μάτια, ενώ το συνοφρυωμένο βλέμμα του φανέρωνε πονηριά και τόλμη, το δε δασύτριχο στήθος του, το είχε πάντοτε ανοικτό, να προβάλλει εξ ίσου στα στοιχεία της φύσεως και κατά των εχθρών.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, υπήρξε φόβος και τρόμος των Τούρκων, οι οποίοι του έδωκαν μέγα τίτλο, αποκαλώντας τον Γκιαούρ Πασά, ενώ είχε αποκτήσει και το παρεπώνυμο «Γέρο-Χουλιάρας» (= επιδέξιος, καταφερτζής).
Από τα Δεκάξι του έγινε σωματοφύλακας του Αλή πασά των Ιωαννίνων, καθώς ο πατέρας του Ανδρούτσος, είχε δολοφονηθεί με βασανιστήρια από τους Τούρκους στην Κωνσταντινούπολη. Για την αντρεία και την ωραιότητά του, τον αγαπούσαν όλοι την αυλή του σατράπη Αλή Πασά, πολύ δε περισσότερο ο ίδιος ο τύραννος, η σύζυγος του Βασιλική και πάντες οι αυλικοί, εξαιρουμένου μόνου του θηλυπρεπούς υιού του τυράννου, Βελή Πασσά. Η δυσμένεια όμως του γιου του δεν εμπόδισε τον προβλεπτικό αρχισατράπη πατέρα Αλή Πασά, ο οποίος, εκτιμώντας τις ικανότητές του Οδυσσέα, παρείχε σ’ αυτόν μεγάλη εμπιστοσύνη. Καθώς ο Οδυσσέας διακρίθηκε στις μάχες Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, που έλαβε μέρος, επιβραβεύθηκε από τον Αλή, ως αμοιβή της ανδρείας του, διορίζοντάς τον δερβέναγα και αναθέτοντάς του το αρματολίκι και την οπλαρχηγία της Λιβαδειάς, πρωτεύουσας πάσης της Ανατολικής Ελλάδος και μεθόρια του κράτους του Αλή Πασά, ως προίκα για το γάμο του. Πριν φύγει, ο Οδυσσέας αρραβωνιάστηκε την πανέμορφη Ελένη Καρέλη, κόρη του εύπορου Χρήστου Καρέλη από τους Καλαρρύτες της Ηπείρου, που ήταν θαλαμηπόλος της κυρά Βασιλικής, την οποία και παντρεύεται το 1815. Η Ελένη Καρέλη, γεννημένη το 1786 και μεγαλωμένη στην αυλή του Αλή Πασά, τον ακολούθησε σε όλο τον περιπετειώδη βίο του. Το 1824 ο Οδυσσέας και η Ελένη, απέκτησαν στις Λιβανάτες Φθιώτιδας ένα γιο, που τον βάπτισε ο πολεμόχαρος Πανουργιάς και του έδωσε το όνομα Λεωνίδας, σε ανάμνηση της νίκης της Γραβιάς. Τον Λεωνίδα παρέλαβε ο βασιλιάς της Βαυαρίας Λουδοβίκος στο Μόναχο για να τον μεγαλώσει και να τον σπουδάσει, αλλά εκείνος αρρώστησε και πέθανε σε ηλικία 12 μόλις ετών, το 1837. Το παιδί κηδεύτηκε μεγαλοπρεπώς υπό της Βασιλίσσης, του ανεγέρθη δε και μεγαλοπρεπής μαρμάρινος τάφος με την εξής επιγραφή του γνωστού φιλέλληνα Φρειδερίκου ή Ειρηναίου Θειρσίου: «Ενθάδε κείται Λεωνίδας, έκγονος Ανδρούτσου, υιός Οδυσσέως, προ της ήβης αποθανών, εν Μονάχω τη 14 Δεκεμβρίου 1836. Τον τάφον αυτού ανέστησε παλαιός τις φιλέλλην Λουδοβίκος και της Βαυαρίας βασιλεύς».
Ο Οδυσσέας, στρατηγός ευφυής και πολυμήχανος, ήταν αρκετά μορφωμένος για την εποχή του κι έγραψε δεκάδες επιστολές. Έμαθε άπταιστα τα αρβανίτικα και τα ιταλικά, με τα οποία συνεννοούνταν με τους διάφορους φιλέλληνες. Πυρώδης και ορμητικός, ταχύς στις πράξεις και τις αποφάσεις του, μπορούσε με δέκα μόνον άνδρες, να επιτεθεί εναντίον ολοκλήρου στρατού. Εμπιστευόταν τη γνώμη του, ωστόσο ρωτούσε κι έπαιρνε πάντα τη γνώμη των άλλων, ιδίως του πολύπειρου λευκότριχου γέροντα Πανουργιά, ο οποίος χρημάτισε πρωτοπαλίκαρο του Ανδρούτσου. Ειλικρινής προς τους φίλους και στους προσπίπτοντας σ’ αυτόν, ευπροσήγορος και περιποιητικός προς τους στρατιώτες του και συμπαθητικός προς τους νικημένους και δυστυχείς, γλυκύς, κοινωνικός, ευεργετικός και φίλος καλός, λατρεύονταν για τούτο από τους στρατιώτες του και όσους άκουγαν τ’ όνομά του, ενώ υπήρξε ο φρικτός όρκος Χριστιανών και Τούρκων. Ωστόσο, δεν θα μπορούσε, όπως και κάθε άνθρωπος, να μην έχει ελαττώματα και για έναν ακόμη λόγο, καθώς ανδρώθηκε στην αυλή ενός τυράννου, όπως ο Αλή πασάς. Τα προτερήματά του τα ασχήμιζαν, κατά κάποιο τρόπο, η πονηρία, η κρυψίνοια και η σκληρότητα κατά των εχθρών του, αλλά και η ασέβεια κατά της ζωής όσων τον μισούσαν και τον επιβουλεύονταν.
Ο λαός αγάπησε τον Οδυσσέα, ιδιαίτερα λόγω της έχθρας του προς τους κοτζαμπάσηδες, που απομυζούσαν τη φτωχολογιά του τόπου. Πρώτη του ενέργεια ήταν, όπως έγραφε ο Κασομούλης: «Τους έκοψε τα χουλιάρια από τις επαρχίες». Σύνθημα του Ανδρούτσου ήταν: «να λείψουν οι κακοδιοικηταί εκείνοι, όπου τρυπώνουν και μιλούν κρυφά και κινούν φατρίας δια να λάβουν οφφίκια ... Να χωρισθεί ο λαός από αυτούς, που είναι σαν πανούκλα εις την Ελλάδα, και να τους κάμη κοντουμάτζια (κάθαρσιν) δια να μη μολυνθούμεν όλοι μας και χαθούμεν».
Άλλη του ενέργεια ήταν να απαλλάξει τον τόπο από τους κλέφτες που βασάνιζαν την περιοχή. Διέλυσε τις κλέφτικες ομάδες και ανάγκασε τους πιο πολλούς να μείνουν κοντά του. Με το σκόρπισμα των κλεφτών επικράτησε απόλυτη ασφάλεια στην περιοχή του.
Όταν ο Αλή Πασάς αποκηρύχθηκε από την Πύλη, ο δε οργισμένος Σουλτάνος απέστελλε στρατούς εναντίον του και κάποιοι διερχόμενοι από την Ανατολική Ελλάδα απειλούσαν οποιονδήποτε υποπτεύονταν ως φίλα προσκείμενο προς τον Σατράπη των Ιωαννίνων, ο συνετός Οδυσσέας έκρινε πως ήταν ασύμφορο για τον τόπο ν’ αντιταχθεί κατά των Σουλτανικών στρατευμάτων και θεώρησε φρόνιμο ν’ αποσυρθεί από τη Λεβαδιά. Εμπιστεύθηκε δε την εξουσία της οπλαρχηγίας του στον Αθανάσιο Διάκο, ο οποίος υπήρξε πρωτοπαλίκαρό του και μυημένος απ’ αυτόν στα της Φιλικής Εταιρίας μυστήρια.
Το 1821 οργάνωσε δικό του σώμα, πήγε στην Ανατολική Στερεά και έγινε ήρωας με την επιτυχία του στη μάχη της Γραβιάς στις 8 Μαΐου 1821. Από τότε το άστρο του μεσουράνησε για καιρό.
Επιθυμώντας να δώσει ώθηση στην έκρηξη της επαναστάσεως, έγραψε τότε την εξής επιστολή:
Αγαπητοί μου Γαλαξειδιώται
Ήτανε βέβαια από τον Θεόν γραμμένο να δράξωμε τα άρματα
μία ημέρα και να χυθούμε καταπάνω στους τυράννους μας που τόσα χρόνια
ανελεήμονα μας τυραγνεύουν. Τι τη θέλουμε βρε αδέρφια αυτή τη πολυπικραμένη ζωή
να ζούμε αποκάτω στην σκλαβιά και το σπαθί των Τούρκων να ακονιέται εις τα
κεφάλια μας δεν τηράς που τίποτα δεν μάς απόμεινε και αι εκκλησίας μας γενήκανε
τζαμιά και αχούρια των Τούρκων κανένας δεν μπορεί να πη πώς τάχα έχει τίποτε
έδικό του γιατί το ταχύ βρίσκεται φτωχός σα διακονιάρης στη στράτα αι φαμελιές
μας και τα παιδιά μας είναι στα χέρια και στη διάκριση των Τούρκων. Τίποτα
αδέρφια δεν μάς έμεινε δεν είναι πρέπον να σταυρόσωμεν τα χέρια και να τηράμε
τον ουρανό, ο Θεός μάς έδωκε χέρια γνώσι και νου ας ρωτήσωμε την καρδιά μας και
ό τι μάς απαντηχαίνει ας το βάλωμεν γλήγορα σε πράξιν και ας είμεθα αδέρφια
βέβαιοι το πώς ο Χριστός μας και πολυαγαπημένος θα βάλη το χέρι απάνω μας. Ότι
θα κάμωμε, πρέποντας είναι να το κάμωμε μίαν ώραν αρχίτερα, γιατί ύστερα θα
κτυπάμε το κεφάλι μας. Τώρα η Τουρκιά είναι μπερδεμένη σε πολέμους και δεν έχει
ασκέρια να στείλη καταπάνου μας.
Ας ωφεληθούμε από την περίσταση όπου ο Θεός ακούοντας τα
δίκαια παράπονά μας έστειλε διά έλόγου μας μία ώρα, πρέποντας είναι να ξεσπάση
αυτό το μαράζι όπου μας τρώγει την καρδιά. Στα άρματα αδέρφια ή να
ξεσκλαβοθούμε ή να πεθάνωμε και βέβαια καλλίτερο θάνατο δεν μπορεί να προτιμήση
κάθε χριστιανός και Έλληνας.
Εγώ καθώς το γνωρίζετε καλλότατα αγαπητοί μου
Γαλαξιδιώται έμπορώ να ζήσω βασιλικά με πλούτη τιμαίς και δόξαις οι Τούρκοι ό
τι και αν ζητήσω μου το δίδουνε παρακαλώντας γιατί το σπαθί του Οδυσσέα δεν
χωρατεύει, έπειτα κοντά στα άλλα ενθυμούνται τον πατέρα μου που τους εζεμάτισε.
Μα σας λέγω την πάσαν αλήθειαν αδέρφια, δε θέλω εγώ μονάχα να καλοπερνώ και το
γένος μου να βογκά στη σκλαβιά μου καίεται η καρδιά μου σα βλέπω και
συλογιούμαι πώς ακόμα οι Τούρκοι μας τυραγνεύουν. Από το Μωριά μου στείλανε
γράμματα πώς είναι τα πάντα έτοιμα. Εγώ είμαι στο ποδάρι με τα παλληκάρια μου,
μα θέλω πρώτα να ήμαι βέβαιος το πώς θα με ακολουθήσετε και εσείς, αν εσείς κάμετε αρχή από τη μια μεριά και εγώ
από την άλλη, θα σηκωθή όλη η Ρούμελη, γιατί ο κόσμος φοβέτται, μα σαν ιδή
ελόγου σας που έχετε τα καράβια και ξέρετε καλλίτερα τα πράγματα, το πώς
σηκώνετε το μπαϊράκι, θενα τελειώσει όχι καλλίτερο το πράγμα.
Περιμένω απόκριση
με τον ίδιο που φέρνει το γράμμά μου. Το μπαρούτι και τα βόλια τα έλαβα και τα
εμοίρασα να με και στουρνάρια και αν σας περισσεύη και άλλη μπαρούτι μου
στείλετε, γιατί θα την δώσω στους Πατρατζικιώτας. Τον Πανουριά τα λόγια μή τα
πολυακούσται είναι φοβιτσιάρης σαν το σηκώσωμεν εμείς, άλλέως δεν μπορεί να
πράξη πάρεξ έρθη με το μέρος μας. Αύριο το βράδυ να έρθη ένας στο μοναστήρι και
θα ευρή Γκούραν για να μιλήση σαν να ήμουνα εγώ ο ίδιος, να τον αγαπάτε είναι
παιδί δικό μου και καλό παλληκάρι,
Χαιρετίσματα σε
όλους τους φίλους πέρα και πέρα.
Σας χαιρετώ και σας γλυκοφιλώ 22 Μαρτίου 1821
Ο αγαπητός σας
ΟΔΥΣΣΕΥΣ ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΥΣ
Αρχομένου του 1822, συνήλθε η πρώτη των Ελλήνων Συνέλευση στην Επίδαυρο, η οποία ανακήρυξε τον Οδυσσέα «Αρχιστράτηγο πάσης της Ανατολικής Ελλάδος», μολονότι ήταν ήδη εκλεγμένος από πάντων των οπλαρχηγών και έπεμψε σ’ αυτόν το περί τούτου Δίπλωμα. Η πρόταση έγινε δεκτή, παρά τη λυσσώδη αντίδραση των προκρίτων και του Αρείου Πάγου, που τον έβλεπαν ως επικίνδυνο πολιτικό αντίπαλο, λόγω της μεγάλης του επιρροής στο λαό.
Επακολούθησαν όμως μερικές παρεξηγήσεις, που οδήγησαν στην καθαίρεση του Ανδρούτσου. Εκείνος όμως εξακολούθησε και έτσι να αγωνίζεται για την πατρίδα. Μετά την καταστροφή του Δράμαλη, στην οποία συνέβαλε σημαντικά με τη διακοπή των εφοδιοπομπών του Τούρκου στρατηγού, το γόητρο των στρατιωτικών, που είχε υποσκάψει ο Ιωάννης Κωλέττης, αναστηλώθηκε και από το 1822 ο Ανδρούτσος έγινε αρχηγός των Αθηνών. Το 1823 έγραφε στον αοίδιμο Αδαμάντιο Κοραή, που βρισκόταν στο Παρίσι: «Ο αγών μας είναι υπέρ της χριστιανικής θρησκείας και των ανθρωπίνων δικαίων. Θεωρώ την παρουσίαν σου εις την Ελλάδα αναγκαιοτάτην διότι αν μένων αυτού γράψης τα υψηλότερα πράγματα και η Ελλάς πέση τίς ή ωφέλεια…». Ο Κοραής απαντώντας και δικαιολογούμενος το βαθύ γήρας του, επιλέγει: «Δάκρυα λύπης κατέβρεξαν τους και οφθαλμούς μου ότι όλα τα τέκνα της Ελλάδος δεν ομοιάζουν τον Οδυσσέα»… Για ένα διάστημα, και προτού πέσει σε δυσμένεια και γνωρίσει άδοξο θάνατο από την Ακρόπολη, ο Οδυσσέας Ανδρούτσος ασκούσε κάθε εξουσία στην Αθήνα, στρατιωτική, πολιτική και νομοθετική.
Το 1823 βοήθησε στην καταστροφή των λειψάνων του Δράμαλη κατά τη μετάβασή του στο Άργος για τη Β΄ Εθνική Συνέλευση. Εκεί όμως οι σύνεδροι διασπάστηκαν σε στρατιωτικούς και πολιτικούς και ο Ανδρούτσος έφυγε για την Εύβοια, από όπου έδιωξε τις τουρκικές δυνάμεις, που είχαν πάει να βοηθήσουν τον Ομέρ πασά. Οι πολιτικοί όμως εξακολουθούσαν να τον συκοφαντούν, γιατί καταλάβαιναν ότι, εφόσον εξακολουθούσε να λάμπει το αστέρι του στο ελληνικό στερέωμα, αυτοί θα έμεναν στη σκιά. Οι υποψήφιοι πολιτικοί άρχοντες της Ανατολικής Ελλάδας βαλθήκανε να φάνε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, γιατί τον ξέρανε καλά. Η αδικαιολόγητη καταφορά και η μειωτική πολλές φορές μεταχείριση, έφερε τα αποτελέσματά της. Αγανακτισμένος ο Οδυσσέας άρχισε να συνεννοείται με τους εχθρούς και συγκεκριμένα με τον Ομέρ πασά της Εύβοιας. Έτσι ζήτησε από τον Ιμέρ ενισχύσεις από 600 Αλβανούς πεζούς και ιππείς με τους οποίους βάδισε προς τις Λιβανάτες. Ο Γκούρας με τον Κατσικογιάννη, Ρούκη και Κριεζώτη, με πολύ μεγαλύτερες δυνάμεις, πρόλαβαν και έπιασαν τα υψηλότερα και οχυρώτερα σημεία της περιοχής Λιβανατών. Στις 31 Μαρτίου και 1 Απριλίου του 1825 έγινε μάχη μεταξύ των δύο παρατάξεων. Ο αδελφός του Οδυσσέα Γιαννάκης που ήταν κυκλωμένος στο μοναστήρι της Βιλιβούς με 70 άντρες, παραδόθηκε μαζί με τον 14χρονο αδελφό του Πάνο και προσχώρησε στις δυνάμεις του Γκούρα, στις οποίες είχε προσχωρήσει και ο άλλος αδελφός του Βαγγέλης. Η Κυβέρνηση τον καθαίρεσε από τον βαθμό του αρχιστράτηγου, τον οποίο αυτός είχε κατακτήσει δια της ανδρείας του, στις 4 Ιουνίου και τον παρέδωσε «εις κοινήν εκδίκησιν, κηρύξασα πέντε χιλιάδων γρoσίων, όποιον ήθελε τον φονεύσει», ο δε υπουργός της θρησκείας τον αφόρισε.
Ο Ανδρούτσος, που δεν ήθελε να χυθεί αδερφικό αίμα, απέφυγε τις συμπλοκές, όσο μπορούσε. Ο Γκούρας τότε ανέλαβε εκ μέρους της κυβέρνησης Κωλέττη να τον πείσει να παραδοθεί με την υπόσχεση ότι τίποτε δεν είχε να φοβηθεί. Εκείνος δέχτηκε. Και στην αρχή έμεινε πραγματικά ελεύθερος. Αργότερα όμως τον περιόρισαν στο μοναστήρι, πάνω στον Ελικώνα, απ' όπου σε λίγο τον πήραν δέσμιο, τον μετέφεραν στην Αθήνα και τον φυλάκισαν στον ενετικό πύργο της Ακρόπολης. Εκεί οι δεσμοφύλακές του τον βασάνισαν πολλές ημέρες, για να τους αποκαλύψει πού είχε κρυμμένους τους θησαυρούς του. Όταν όμως είδαν ότι δεν κατόρθωσαν τίποτε, αποφάσισαν να απαλλαγούν εντελώς από την παρουσία του. Ο Γκούρας, που ήταν παλαιότερα πρωτοπαλίκαρό του, έδωσε την έγκρισή του και οι εχθροί του αρχιστράτηγου Μήτσος Τριανταφυλλίνας, Μαμούρης και Παπακώστας τον στραγγάλισαν και τον έριξαν έπειτα από την Ακρόπολη. Στο μικρό παραθύρι του πύργου έδεσαν ένα σκοινί και παρέστησαν έτσι τη δολοφονία ως ατύχημα απόδρασης. Στο μητρώο των αξιωματικών του Αγώνα αναγράφεται ότι σκοτώθηκε στην Ακρόπολη από άγνωστους. Ο Σουρμελής γράφει πώς: «κατ’ αίτησιν του Γκούρα διετάχθη από την Διοίκησιν να θανατωθεί ο Ανδρούτζος και την 5 Ιουνίου 1925, τα μεσάνυχτα».
Ο Αλέξανδρος Σούτσος αφηγείται ως εξής τα περί του θανάτου του Οδυσσέα: «Μίαν αποφράδα νύκτα, λέγει ούτος, ο Ιωάννης Μαμούρης και Μήτρος Τριανταφυλλίνας, όστις ραπισθείς προ χρόνων υπό του Οδυσσέως εμνησικάκει κατ’ αυτού, εισέβησαν εις την φυλακήν, όπου και δέσμιος έκειτο άγρυπνος και ασθενής, και πρώτον ζητούντες την αποκάλυψιν κατωρυγμένων του θησαυρών, απέσπασαν δύο οδόντας, έπειτα ο Τριανταφυλλίνας (άλλοι λέγουν ιερεύς ανόσιος) συσφίγξας αυτόν θηριωδώς από των κρυφίων μερών, τον εθανάτωσαν• εις δύο δε κόψαντες σαθρόν καλώδιον, ετύλιξαν το εν τεμάχιον εις τας παλάμας του νεκρού, το οποίον έρριψαν εξ ενός φεγγίτου εις την βάσιν του Πύργου, και απήρτησαν το άλλο εις τον τοίχον εκ της ώπής ώς αν εξερράγη τούτο, εις απόπειραν δήθεν δραπετεύσεως και εφονεύθη εκείνος κάτω πεσών»…
Κατά την νύχτα της 5ης Ιουνίου του 1823 τα ρυπαρά χέρια των δολοφόνων του ήρωα κατακρήμνισαν το σώμα του από τα ύψη εκείνα, επί του λιθόστρωτου εδάφους του ναού της Απτέρου Νίκης…
Έτσι χάθηκε άνανδρα και άδοξα, ένας από τους μεγαλύτερους πρωταγωνιστές της Παλιγγενεσίας, τον οποίον, μετά θάνατον, η Επιτροπή Κρίσεως Εκδουλεύσεων των Αγωνιστών, κατέταξε το 1836 στην «εξαίρετον τάξιν», όπου είχαν αναγνωρισθεί ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, ο Γεώργιος Καραισκάκης και ο Μάρκος Μπότσαρης, ενώ φτάσαμε στο 1839, για ν’ αποκατασταθεί ο Οδυσσέας Ανδρούτσος από το στίγμα της προδοσίας, κερδίζοντας τον αμάραντον στέφανον της δόξης και της τιμής.
Τα οστά του Οδυσσέα Ανδρούτσου, απέθεσε η τεθλιμμένη χήρα του Ελένη σε κάποιο ναό των Αθηνών, μέχρι το 1863. Τότε του έκαμε λαμπρό μνημόσυνο, που τιμήθηκε ιδιαιτέρως υπό του ευγνώμονος κοινού των Αθηνών και εναπόθεσε τα οστά αυτά στο Α΄ κοιμητήριο της πόλεως. Πάντες ομολόγησαν ότι επισημότερη από αυτή την εκφορά, δεν είχε γίνει ποτέ στην Αθήνα. Την ώρα που η συνοδεία περνούσε από την Πλατεία Συντάγματος, ο Βασιλεύς εθεάθη επί πολύ επί του παραθύρου των Ανακτόρων, ενώ ο αντισυνταγματάρχης Κάρπος Παπαδόπουλος, φίλος και υπασπιστής του Οδυσσέως, εξεφώνησε λαμπρό λόγο, σύμφωνα με τη περίσταση.
Επί δε του τάφου του, ο ποιητής Γεώργιος Παράσχος έγραψε επιτύμβιο, το οποίο μετά της συνήθους γλαφυρότητας και δυνάμεως της φαντασίας αυτού, περιλαμβάνει εν ολίγοις, λίαν επιτυχώς όλη την ιστορία του λαμπρού ήρωα αγωνιστή:
Τον στρατάρχην Οδυσσέα μετά χρόνους χαιρετάτε
Εδώ κείται του Ανδρούτσου ο περίβλεπτος υιός
Καταβάς εκ του σταυρού του ύπνον μάρτυρος κοιμάται
Και σκληράς αχαριστίας είν’ ο τάφος του ναός
Την ανάστασιν του Γένους κατ αρχάς ευαγγελίζων
Μ’ εκατόν Ελλήνων παίδας, νίκης έστησε χορόν
Και εις της Γραβιάς το χάνι τον Βριώνην θρυμματίζων
Του χορού εκείνου ίχνη Τούρκων άφησε σωρόν
Τριπλήν άνοιγεν ο Τούρκος και μάς έπνιγεν αγκάλης
Εις τας Στερεάς τας δύο κ’ είς του Πέλοπος την γην
Πλην αυτός νικά την μίαν, απωθεί μακράν την άλλην
Και της τρίτης ευκολύνει τον λιμών και την σφαγήν
Με συντετριμμένα μέλη ο Στρατάρχης τώρα κείται
Δεν τον έφαγε πυρίτις δεν τον έρριψε πληγή
Μεταξύ του Παρθενώνος ή αγχόνη του κινείται
Και από το μνήμα τώρα τους φονείς του ευλογεί…
Ο ΑΝΔΡΟΥΤΣΟΣ
Τίνος μανούλα φλίβεται τίνος μανούλα κλαίει
Τ’ Ανδρούτσου η μάνα φλίβεται τ’ Ανδρούτσου η μάνα κλαίει
πώχει δυο γιους αρματωλούς, δυο γιους καπεταναίους
με τα βουνά εμάλωνε και με τα χελιδόνια
βουνά να μη χιονίσετε κούκοι να βουβαθείτε
και σεις κορίτσια του Δαδιού στα μαύρα να ντυθείτε
να πείτε της Ανδρούτσαινας της μικροπαντρεμένης
να μην αλλάξει τη Λαμπρή. στην εκκλησιά μην πάγει
να μη τα πλέξει τα μαλλιά τ(η)ς, στις πλάτες μη τα ρήξει
τι τον Αντρούτσο κλείσανε στο μέγα μαναστήρι.
Αρβανιτιά μαζεύεται σαν φύλλα σαν χορτάρια
φέρνουν τόπια αχ τον Έγρυπο, κανόνια αχ την Αθήνα
να ρίξουν να χτυπήσουνε το μέγα μαναστήρι,
κι Αντρούτσος μέσα έπινε στο νου του δεν το βάνει
-για φάτε πιέτε μπρε παιδιά. χαρείτε να χαρούμε
και πάρτε ζώστε το σπαθί, στομ πόλεμο να βγούμε
Αρβανιτιά μας πλάκωσε και θέλ’ να μας βαρέσει.
Στη μέση εγιουρούστισε με το σπαθί στο χέρι.
ξήντ’ Αρβανίταις έκοψε δέκα μπουλουκπασσιάδες
και πάλι πίσω γύρισε στο μέγα μαναστήρι…
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών
στον Ελληνικό Πολιτισμό της
Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
karelisdimitris@gmail.com
Ø Αγαπητός, Αγαπητός Σ. Οι ένδοξοι Έλληνες του 1821 ή οι πρωταγωνισταί της Ελλάδος. Εταιρισταί, κατηχηταί, κληρικοί, πολιτικοί στρατιωτικοί ξηράς και θαλάσσης, δωρηταί, λόγιοι, ευεργέται. Τυπογραφείον Α. Σ. Αγαπητού, Εν Πάτραις, 1877.
Ø Γούδας, Αναστάσιος, Βίοι Παράλληλοι τῶν ἐπὶ τῆς Ἀναγεννήσεως τῆς Ἑλλάδος διαπρεψάντων ἀνδρῶν, Τόμος Η’, Ήρωες της ξηράς, τύποις Ελληνικής Ανεξαρτησίας, Εν Αθήναις, 1876.
Ø Παπαμιχαλόπουλος, Κωνσταντίνος Ν., Οδυσσεύς Ανδρούτσος. Ιστορική πραγματεία, αναγνωσθείσα εν τω Φιλολογικώ Συλλόγω «Παρνασσώ» τη 25 Φεβρουαρίου 1873, Εν Αθήναις, 1873.