«Το πετρωμένο συμπεθερικό», στον Αϊ - Γιώργη του
Δομοκού
Από της φύσης τα περίεργα φτιασίματα, σε τούτη την περίπτωση
μια σειρά τεράστια κοτρόνια, σαν συνταιριασμένα από γιγάντιο χέρι, με θαυμαστή ακρίβεια
πλάι–πλάι, γεννήθηκε ένας μύθος, ένα παραμύθι, ριζωμένο στο θυμικό του λαού,
που το πίστεψε γι’ αληθινό.
Ένα χιλιόμετρο νότια του χωριού μας, του
Αϊ - Γιώργη, πίσω από το λόφο του Προφήτη Ηλία και τ’ ομώνυμο εκκλησάκι,
βρίσκονται τούτα τα λιθάρια, βαφτισμένα από τους παλιούς μ’ ένα παράξενο τοπωνύμιο:
«Συμπεθερικό» (Ζμπεθερκό).
Δίνανε, το λοιπόν, ως εξήγηση για τούτο το όνομα, πως μια φορά και έναν καιρό, ζούσε εδώ ένα «στοιχειό», έναν θεόρατος, γεροδεμένος, μελαμψός ντερβέναγας, ένας κακός Αράπης, που φοβέριζε τον κόσμο που περνούσε, μέρα και νύχτα και ζητούσε «περασιάτικα», για να διαβούν οι διαβάτες από τη «σύρτα» του.
Κάποτε ήθελε πουγκιά με παράδες, κι άλλοτε ζήταγε να του
λύσουν γρίφους δυσεπίλυτους κι ακαταλαβίστικους κι αν δεν ευχαριστιόταν, τους
μαρμάρωνε όλους.
Αγαπημένα του θύματα, τα «Συμπεθεριά», που περιδιάβαιναν
απ’ τον τόπο αυτό, τα παλιά τα χρόνια, όταν οι μετακινήσεις ήταν χρονοβόρες κι
οι άνθρωποι μετέφεραν με δυσκολία πάνω στα ζώα τα υπάρχοντά τους, μέσα από
δύσβατα, λασπερά μονοπάτια.
Μετά τα στεφανώματα, την Κυριακή, ξεκινούσε όλο
το συμπεθερικό για το χωριό του γαμπρού, με μπροστάρηδες το γαμπρό και τη
νύφη, καβάλα σε μουλάρια που στο σαμάρι τους είχαν στρωμένες ωραίες χρωματιστές
μαντανίες κι ήταν στολισμένα μ’ όμορφα λουλούδια και χρωματιστές κορδέλες.
Ακολουθούσαν οι συμπέθεροι, με τα προικιά. Ο γαμπρός φορούσε την πάλλευκη
φουστανέλα του με «λόξες» ή «λαγκιόλια» κι η νύφη το νυφικό της, ένα φόρεμα
χρωματιστό, με πέπλο στο κεφάλι ή φέσι με φούντα και γιλέκο.
Η ιστορία μας λοιπόν αναφέρει πως το «κακό στοιχειό» σταματούσε όποια γαμήλια πομπή πατούσε τα όρια του και ζητούσε από την νύφη να δώσει μια γρήγορη απάντηση για κάθε αριθμό, από το ένα έως το δεκατρία. Φυσικά, από το φόβο μπροστά στον «Αράπη», μέσα σε κλάματα, οδυρμούς και σπαραγμούς, ήταν αδύνατον να απαντήσει όσο γρήγορα απαιτούσε η περίσταση κι έτσι το «στοιχειό» τους μαρμάρωνε, δημιουργώντας το «πετρωμένο συμπεθεριό». Μια αράδα από πέτρες, μπηγμένες στην πλαγιά του βουνού, που μόλις τις βλέπεις νομίζεις πως έχεις μπροστά σου όλο το συμπεθερικό, με το φλαμπουριάρη, το φλάμπουρό του και τ’ άλογα, φορτωμένα με προικιά, παραμένει στους αιώνες, αδιάψευστος μάρτυρας της παρουσίας του.
Ούτε μια φορά κάποιος, που άντεχε η καρδιά του, δεν αποφάσισε
να πάει στον αράπη και να του ζητήσει το λόγο, γιατί μαρμάρωνε τους
ανθρώπους.
Η βασιλεία του άγριου στοιχειού κράτησε πολλά χρόνια, ώσπου μια μέρα, μια ατρόμητη συντοπίτισσα μας, νύφη από το γειτονικό Ζαπάντι, που πήγαινε μετά τον γάμο της, με τον γαμπρό και άλλους συγγενείς στο νέο τους σπιτικό, στο κοντινό Δερβένι, σταμάτησε την θανατηφόρα δράση του. Το «στοιχειό», εμφανίστηκε ως δια μαγείας μπροστά στο συμπεθεριό, έπιασε τα γκέμια των αλόγων του γαμπρού και της νύφης και ζήτησε επιτακτικά τις απαντήσεις που δεν πίστευε ποτέ ότι θα λάβει! «Άσε μας Αφέντη να φύγουμε», είπε ο γαμπρός, «άνθρωποι καλοί είμαστε».
–«Δε σας αφήνω, θα σας φάω ή θα σας μαρμαρώσω», απάντησε ο
αράπης.
Η νύφη όμως ψύχραιμη, ψυχωμένη και δυνατή, απάντησε με θάρρος μπροστά στους έντρομους φίλους και συγγενείς που είχαν «πετρώσει», πριν από την ώρα τους:
-Δύο λόγια, τι λόγια; - Δύο κέρατα το βόδι !
-Τρία λόγια, τι λόγια; - Τρία πόδια η σιδεροστιά!
-Τέσσερα λόγια, τι λόγια; - Τεσσαροβύζα η αγελάδα!
-Πέντε λόγια, τι λόγια; - Πέντε δάχτυλα στο χέρι!
-Έξι λόγια, τι λόγια; - Έξι αστέρια σέρνει η Πούλια!
-Εφτά λόγια, τι λόγια;
- Εφταπάρθενος χορός!
-Οχτώ λόγια, τι λόγια; - Οχταπόδι στο γιαλό!
-Εννιά λόγια, τι λόγια; - Εννιαμήνικο παιδί !
-Δέκα λόγια, τι λόγια; - Δεκαμηνίτικο δαμάλι!
-Έντεκα λόγια, τι λόγια; - Εντεκαμήνικο μουλάρι!
-Δώδεκα λόγια, τι λόγια; - Δώδεκα μήνες σέρνει ο χρόνος!
-Δεκατρία λόγια, τι λόγια; - Δεκατρίξ και ξερός!!!
Έμειναν, ωστόσο, οι γλαφυρές αναφορές κάποιων παλαιότερων που μολογούσαν πως το απάντησαν, άγριο και σκυθρωπό, γιατί νικήθηκε από μια κοινή θνητή, κάνοντας τους να τρέχουν ακόμα!
Σίγουρα όμως, έμειναν να μας το θυμίζουν τα απολιθώματα των συμπεθεριών, που πέτρωσαν γιατί δεν είχαν την τύχη και το θάρρος της Ζαπαντιώτισσας νύφης.
Το κακό στοιχειό δαμάστηκε, όχι όμως από έναν γενναίο
καβαλάρη, πρίγκιπα σε φημισμένο κάστρο, αλλά από μια αντρειωμένη λυγερή,
που το ’λεγε η καρδιά της.
Η βαριά κατάρα της μάνας έπιασε και μαρμάρωσαν όλοι τους, οι νεόνυμφοι, οι συμπέθεροι, οι κουμπάροι, ακόμα κι οι γύφτοι με τα νταούλια και τα όργανα.
Όλοι ετούτοι είναι τα λιθάρια που συναντάμε στο πετρωμένο «Συμπεθερικό»
του Αγίου Γεωργίου.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Μεταπτυχιακός φοιτητής στο Πρόγραμμα Μεταπτυχιακών Σπουδών
(Π.Μ.Σ.) «Δημόσια Ιστορία» (ΔΙΣ),
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών (ΣΑΕ) του Ε.Α.Π.
Απαγορεύεται η ανατύπωση μέρους ή ολοκλήρου του παρόντος έργου χωρίς την γραπτή συγκατάθεση του συγγραφέα. © Copyright: Δημήτρης Β. Καρέλης