«Αρχιτεκτονικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής παράδοσης στο Βυζάντιο»: Το παράδειγμα της «Γοργοεπηκόου» και ο Καθεδρικός Ναός Αθηνών

 

«Αρχιτεκτονικά στοιχεία της αρχαίας ελληνικής παράδοσης στο Βυζάντιο»: Το παράδειγμα της «Γοργοεπηκόου» και ο Καθεδρικός Ναός Αθηνών

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Ενότητα 1η: Ο περικαλλής ναός της «Γοργοεπηκόου των Αθηνών».

Ενότητα 2η: Τυπικά στοιχεία αρχιτεκτονικής της Αθήνας του 10ου – 12ου αι. 

Ενότητα 3η: Ο μεγαλοπρεπής Ιερός Καθεδρικός Ναός Αθηνών.

Ενότητα 4η: «Μητρόπολη» και «Γοργοεπήκοος» στο σύγχρονο αστικό τοπίο.

Συμπεράσματα

Βιβλιογραφία 

Δικτυογραφία 

Παράρτημα εικόνων

Εισαγωγή

Ο Ελλαδικός χώρος είναι διάσπαρτος από εξαιρετικά, διαχρονικά αρχιτεκτονικά μνημεία, που προσδίδουν προστιθέμενη αξία στη σημερινή πραγματικότητα.

Τούτη η εργασία, εστιάζοντας στη Βυζαντινή αρχιτεκτονική, μελετά δύο σημαντικά μνημεία, την Παναγία Γοργοεπήκοο και την Μητρόπολη των Αθηνών. Στην 1η ενότητα προσδιορίζουμε τα αίτια της εισχώρησης αρχαιοελληνικών αρχιτεκτονικών στοιχείων στο Βυζάντιο, με φόντο την Μικρή Μητρόπολη, στη 2η ενότητα αναζητούμε στοιχεία αρχιτεκτονικής της Αθήνας εκείνης της εποχής, υπό το πρίσμα του πνευματικού κλίματος και της θρησκευτικής αρχής που έδινε τη δυνατότητα για αναγεννήσεις υλικών μορφών, αντλώντας διδάγματα.

Στην 3η και 4η ενότητα, εξετάζουμε τους τρόπους επηρεασμού της νεοελληνικής αρχιτεκτονικής από τη Βυζαντινή παράδοση, την κλίμακα, το ρόλο και τη σχέση των δύο μνημείων και την ένταξή τους στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον.


Εικόνα 1

Ενότητα 1η: Ο περικαλλής ναός της «Γοργοεπηκόου των Αθηνών»

Εικόνα 2

 Ο μικρός περικαλλής ναός, που βρίσκεται δίπλα στο Μητροπολιτικό Ναό της Αθήνας, κτισμένος στα τέλη του 12ου αι., μοναδικός στη βυζαντινή αρχιτεκτονική για την ιδιαιτερότητα να έχει όλες τις όψεις του εξ ολοκλήρου από μαρμάρινα spolia, είναι η Γοργοεπήκοος των Αθηνών (εικ.2).[1] Αφιερωμένος σήμερα στην Παναγία Γοργοεπήκοο και τον Άγιο Ελευθέριο, αποκαλείται «μικρά μητρόπολις» ή «παλαιά μητρόπολις», προς αντίθεση με την παρακείμενη μεγάλη και νέα. Κάποιοι ξένοι λόγιοι την ονομάζουν «Καθολικό» και τη θεωρούν εσφαλμένα Φραγκικό κατάλοιπο, ως «Εκκλησία του George Pico» ή του Αγίου Γεωργίου Πίκου (Ecclesia divi Georgii Pici).[2] Το όνομα Γοργοεπήκοος, είναι ένα από τα επίθετα της Παναγίας «γοργώς επακοούσης», που εισάκουει άμεσα προσευχές και επικλήσεις.[3] Πιθανολογείται ότι αρχικά ήταν καθολικό μικρής μονής που υποβαθμίστηκε σε μετόχι της Καισαριανής στα μέσα του 17ου αι. κι από τις αρχές του επόμενου αιώνα σχέδιο του Barskilj μας κατατοπίζει για την ένταξη της Γοργοεπηκόου στο συγκρότημα της κατοικίας του Δεσπότη.[4] Το Μετόχι, ο Άγιος Νικόλαος ερημώθηκε, ο μητροπολιτικός οίκος κατέπεσε και μόνο το ευκτήριο της Παναγίας Γοργοεπηκόου σώθηκε για να μετασχηματιστεί το 1841 σε αποθήκη βιβλίων.[5] Το 1839 δέχτηκε δραστική επισκευή με την αντικατάσταση των μαρμάρινων κιόνων της, πιθανότατα λόγω πυρκαγιάς,[6] το 1863 ανακαινίστηκε, έπ’ ονόματι του Σωτήρος και κατόπιν μετονομάστηκε σε ναό Αγίου Ελευθερίου, σε ανάμνηση ίσως του ναού της «Ειλείθυιας», που προϋπήρχε εκεί,  η οποία καλούνταν «Ελευθώ» και «Ελευθερούσα».[7]  

Στα όριά της φτάνει εδώ η πρόθεση, των Βυζαντινών αρχιμαστόρων ή κτητόρων να αξιοποιούν παλιά αρχιτεκτονικά μέλη (εικ.1) με ανάγλυφο διάκοσμο για να στολίσουν τις όψεις των κτηρίων τους και έτσι η Γοργοεπήκοος έγινε αναγνωρίσιμη, περνώντας στα βιβλία βυζαντινής αρχιτεκτονικής, ως επίτευγμα της μεσαιωνικής τέχνης στην Ελλάδα ή ως αξιοπερίεργο.[8]

Από τυπολογική άποψη ο ναός ανήκει στον συνηθισμένο στη Ελλάδα, «ημισύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο τρουλαίο», έχει νάρθηκα με σταυρεπίστεγη κάλυψη κι ενιαία στέγη πάνω από τη δυτική κεραία και τη μεσαία κάμαρα του νάρθηκα, μια προεξέχουσα ημιεξαγωνική κόγχη του ιερού και πλάγιες εισόδους στον κυρίως ναό.[9] Οι τοίχοι του είναι κατασκευασμένοι από μεγάλους μαρμάρινους ακόσμητους λίθους και ανάγλυφα από αρχαία ελληνικά, ρωμαϊκά και πρώιμα Βυζαντινά μνημεία, επενδεδυμένοι με ακόσμητες μαρμάρινες πλάκες ως τα παράθυρα, χωρίς τη χρήση πλίνθων, ενώ ενενήντα ανάγλυφα έχουν τοποθετηθεί στο επάνω τμήμα των τοίχων, δημιουργώντας ένα εξαιρετικό διακοσμητικό αποτέλεσμα, με μόνο τον τρούλο οικοδομημένο με πλινθοπερίκλειστη τοιχοδομία.[10] Αναμφίβολα ο αρχιτέκτονας ή αρχιμάστορας φρόντισε να συγκεντρώσει κατάλληλο υλικό, ώστε να συνθέσει ισορροπημένες και πλούσιες όψεις με συγκρατημένη ασυμμετρία, «λανθάνουσα πλαστικότητα» οφειλόμενη στο δομικό υλικό και μια κεντρική ιδέα πρωτοτυπίας δεσπόζουσα στη σύνθεση.[11] Τις κλασικιστικές διαθέσεις των κτητόρων εντοπίζουμε στον τονισμό της οριζόντιας και στην ψηλή κρηπίδα, πάνω στην οποία υψώνεται ο ναός, αλλά και στην επιμελή και έντεχνη εφαρμογή των μελών σε αντίστοιχες θέσεις με τις αρχικές.[12] Όντας ένα υπαίθριο μουσείο γλυπτών, με εξαιρετική ετερόκλητη σύνθεση και κυρίαρχο στοιχείο το μάρμαρο,  φιλοτεχνημένο πιθανότατα από ένα λάτρη του κλασικού μεγαλείου των Αθηνών όπως ο Μιχαήλ Χωνιάτης, η Γοργοεπήκοος εκφράζει τη διαχρονική αξία των Αθηνών στη βυζαντινή αρχιτεκτονική.[13] Ο ναός της Γοργοεπηκόου καταδεικνύει μια καλλιεργημένη βυζαντινή ελίτ της εποχής των «Βυζαντινών Αναγεννήσεων», που εκτιμούσε τις αισθητικές αξίες της αρχαιότητας, στην οποία αναζητούμε τον «φιλάρχαιο κτήτορα», για πολλούς τον Χωνιάτη, ο οποίος αντιλαμβανόταν την ιστορική φόρτιση της πόλης στην οποία ήταν μητροπολίτης.[14] Ο ιδιότυπος κλασικισμός της Γοργοεπηκόου, έχει εντοπισθεί και παλαιότερα, με συγκριτικά τεράστιες διαφορές, καθώς ετούτη η εφαρμογή από μαρμάρινα spolia σε μεσοβυζαντινές εκκλησίες, θα μπορούσε να αποδοθεί σε πνεύμα ουμανισμού-κλασικισμού, ώστε να δοθεί «κλασσικότροπο» ύφος στο ναό,  αν και ίσως συνετέλεσαν ποικίλοι λόγοι, η πενία, η ευκολία στη δόμηση με έτοιμα λαξευμένα μέλη, λόγοι δεισιδαιμονίας ή και απλά λόγοι διακόσμησης.[15]

Κατά καιρούς στο Βυζάντιο εκδηλώθηκαν ιδιαίτερα έντονες τάσεις αναδρομής των τεχνών στα αισθητικά ιδεώδη της αρχαίας κλασικής τέχνης, κάτι που συμπίπτει με γενικότερες ουμανιστικές τάσεις και στροφές προς την αρχαία σοφία και τα κλασικά γράμματα, τάσεις που σήμερα ονομάζουμε βυζαντινές αναγεννήσεις, με σημαντικότερες στην μεσοβυζαντινή περίοδο την Αναγέννηση των Μακεδόνων και την Παλαιολόγεια Αναγέννηση.[16] Την εποχή αυτή οι βυζαντινοί καλλιτέχνες ερχόμενοι σε επαφή με έργα της αρχαιότητας δεν προσπαθούν απλώς να τα αντιγράψουν αλλά να τα ερμηνεύσουν, να τα αφομοιώσουν και να τα εντάξουν στα βυζαντινά έργα με οργανικό τρόπο, σε μια νέα σύνθεση που υπηρετούσε καταλλήλως τον «υπερβατικό κόσμο της Ορθοδοξίας».[17]

 Ενότητα 2η: Τυπικά στοιχεία αρχιτεκτονικής της Αθήνας του 10ου – 12ου αι.

Εικόνα 3

Στα τέλη του 12ου αι. η περιφέρεια του «Ορίου των Αθηνών» υπάγονταν εκκλησιαστικά στη δικαιοδοσία του μητροπολίτη της Αθήνας κι ενώ τα πράγματα εξελισσόταν ειρηνικά κατά τον 11ο αι. για την Αττική, μεταβλήθηκαν δραματικά στα τέλη του 12ου αι., καθώς η πειρατεία ήταν σε έξαρση και η κατάσταση αφόρητη, με πειρατές να αποβιβάζονται στις ακτές και να βιαιοπραγούν προχωρώντας στην ενδοχώρα, με τους εξαθλιωμένους κατοίκους της αθηναϊκής υπαίθρου να αγωνίζονται για επιβίωση, έχοντας επιπλέον τους «καστρινούς» κατοίκους να εκμεταλλεύονται την ανέχεια τους.[18]

Την ίδια εποχή ο Μιχαήλ Χωνιάτης (εικ.4), Αρχιεπίσκοπος Αθηνών (1182-1204), λόγιος και λάτρης του ένδοξου παρελθόντος της Αθήνας, ήταν εκείνος που την υπερασπίστηκε από τους εχθρούς και τις πολιορκίες, ενώ έτρεφε ουσιαστική και βαθιά αγάπη για την πόλη και το λαό της.[19] Η αρχιερατεία του Μιχαήλ Ακομινάτου Χωνιάτη είναι ένα από τα λίγα λαμπρά σημεία της ιστορίας των Αθηνών κατά τον μέσο αιώνα και η φωτισμένη μορφή του είχε διδαχθεί Όμηρο, Πίνδαρο, Δημοσθένη, Θουκυδίδη, παραπονούνταν όμως που το ποίμνιό του αδυνατούσε να κατανοήσει τους καλλιεπείς του λόγους.[20] Το 1203 υπερασπίστηκε με επιτυχία την πόλη που κινδύνευσε από τον γαιοκτήμονα Λέοντα Σγουρό και κατά τη φραγκική κατάκτηση το 1204, αρνούμενος τη Λατινική επισκοπή, αυτοεξορίστηκε στην Κέα, υπερασπίζοντας και προστατεύοντας το ποίμνιό του μέχρι το θάνατό του, στη Μονή Αγίου Ιωάννου Προδρόμου Θερμοπυλών.[21]

Η Αθήνα, «κατείδωλος πόλις» κατά τον απόστολο Παύλο, σύμβολο του κλασικού πολιτισμού, ξεκίνησε με φθίνουσα πορεία στους βυζαντινούς χρόνους, εξαιτίας των επιδρομών από το βορρά, αλλά και μέτρων του Βυζαντινού Κράτους που έθεσαν τέλος στην εθνική πολιτιστική παράδοση, που είχε ταυτισθεί με την πόλη.[22] Στα μέσα του 9ου αι. η περιοχή της Αττικής ακολουθεί την άνοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, μια πορεία ανασύνθεσης και ακμής που είναι γνωστή ως μακεδονική αναγέννηση, καθώς χτίζονται καινούργιες εκκλησίες σε νέους αρχιτεκτονικούς τύπους, με κυρίαρχο τον τύπο του σταυροειδούς εγγεγραμμένου ναού τον 11ο και 12ο αι., ξεχωριστές ιδιαιτερότητες και τολμηρές προτάσεις στον ελλαδικό χώρο, όπως ο συνδυασμός περίκεντρου, τετρακόγχου και σταυροειδούς εγγεγραμμένου κτηρίου, αθηναϊκού τύπου, κομψή τοιχοποιία και πλίνθινη διακόσμηση με «γεισίπους» και «κουφικά» μοτίβα, αλλά τον περίφημο αθηναϊκό τρούλο, που είναι οκτάπλευρος, διακοσμημένος στις γωνίες με μαρμάρινους κιονίσκους και στέφει καλαίσθητα τα μικρά εκκλησάκια που λαμπρύνουν την Αθήνα και την Αττική, με εκείνον της Γοργοεπήκοου (εικ.3) να αποτελεί το αρτιότερο σωζόμενο παράδειγμα.[23]


Τη σημασία της Αθήνας για τη βυζαντινή τέχνη και αρχιτεκτονική επαυξάνουν κάποια καθολικά μοναστηριών στην περιφέρειά της, όπως η μονή Καισαριανής με το κομψό καθολικό της να συνοψίζει όλα τα γνωρίσματα της «ελλαδικής σχολής» κατά την ώριμη φάση του 12ου αι. και το καθολικό της μονής Δαφνίου, του τύπου των ελλαδικών οκταγωνικών ναών αντιπροσωπευτικό δείγμα «ελλαδικής σχολής», με τα μεγάλα τρίλοβα παράθυρα, ζωφόρους με μαιάνδρους από λεπτά τούβλα, οργάνωση των εξωτερικών επιφανειών με οδοντωτές ταινίες, μαρμάρινους ρωμαϊκούς ιωνικούς κίονες και ψηφιδωτά που αναγνωρίζονται ως αριστουργηματικά δείγματα του κλασικιστικού πνεύματος του τέλους του 11ου αι.[24]

Περίτεχνος και ιδιαίτερος τρόπος ναϊκής τοιχοποιίας της «ελλαδικής σχολής», είναι το πλινθοπερίκλειστο σύστημα, με τετράπλευρες πέτρες, συνήθως από πωρόλιθο, που πλαισιώνονται από λεπτά κόκκινα τούβλα (πλίνθους) και τοιχοδομία που αποτελείται μόνον από πλίνθους, με το χαρακτηριστικό κόκκινο χρώμα.[25]

Ο βυζαντινός πολιτισμός της περιόδου 9ου-10ου αι., η «Μακεδονική Αναγέννηση», σε μεγάλο βαθμό εμπνέεται από ένα αρχαίο παρελθόν που έχει λήξει την εποχή του Ηρακλείου (610-41). Παρότι στην Ιταλία η «Αναγέννηση» νοσταλγούσε το ένδοξο αρχαίο προχριστιανικό παρελθόν και ανθρωπιστικές παρά θεολογικές αξίες, στο Βυζάντιο η σκέψη των διανοούμενων αναπολούσε το ένδοξο πρωτοχριστιανικό παρελθόν και ο «βυζαντινός ουμανισμός» υπήρξε περιορισμένο φαινόμενο μετά τον 11ο αι.[26] Πάντως ο δυτικός επισκέπτης-περιηγητής της εποχής έμενε ασυγκίνητος στη θέα των αθηναϊκών εκκλησιών, που έχουν μικρή αρχιτεκτονική κλίμακα, λιτότητα μορφής και εσωτερικού διακόσμου, καθώς στη Δύση η μορφή του χριστιανικού ναού ήταν επιβλητική σε όγκο και ανάλογη  μεγαλοπρέπεια, με μέτρο σύγκρισης τη γοτθική αρχιτεκτονική.[27]

Σε μια εξαιρετικά δύσκολη εποχή για την Αθήνα, που ήταν βυθισμένη σε εξαθλίωση και παρακμή, ένας πραγματικά πεφωτισμένος άνθρωπος ο Μιχαήλ Χωνιάτης, έδωσε νέα πνοή και ώθηση στα κοινωνικά, πολιτικά, εκκλησιαστικά και πολιτιστικά πράγματα. Σήμερα, σε μια αντίστοιχη κατάσταση μόνον αντίστοιχες δυνατές και φωτεινές προσωπικότητες, που θα παραμερίζουν προσωπικά και συντεχνιακά συμφέροντα, θα μπορούσαν να δώσουν λύσεις στα αδιέξοδα, αντλώντας δύναμη και πίστη από παρελθόν, με το βλέμμα στο μέλλον.

Ενότητα 3η: Ο μεγαλοπρεπής Ιερός Καθεδρικός Ναός Αθηνών

Εικόνα 5

Ο μεγαλοπρεπής Ιερός Καθεδρικός Ναός Αθηνών (εικ.4), αφιερωμένος στον Ευαγγελισμό της Θεοτόκου, τοπόσημο της Αθήνας και ναός πρότυπο για αρκετούς μεταγενέστερους ναούς, είχε ως αρχική θέση κατασκευής ένα οικόπεδο δίπλα στην Ακαδημία Αθηνών και τα πρώτα σχέδια του Θεόφιλου Χάνσεν (1842), ήταν μια μάλλον ατυχής ρομαντική έμπνευση, κυρίως από τον Ρομαντικό και τον Γοτθικό ρυθμό, με πάντρεμα στοιχείων του Βυζαντινού και της Αναγέννησης.[28] Η πρώτη περιοχή απορρίφθηκε από τον Δήμο Αθηναίων, ως «απόκεντρος και ερημική», με παράλληλη απόφαση ο ναός να ανεγερθεί στη θέση των επισκοπικών κτιρίων της Τουρκοκρατίας, τα οποία κατεδαφίστηκαν, εκτός της Γοργοεπηκόου.[29] Ο Ναός είναι σταυροειδής εγγεγραμμένος απλός τετράστηλος αλλά με εξαιρετικά επίμηκες το δυτικό σκέλος, με αποτέλεσμα να μοιάζει περισσότερο με βασιλική μετά τρούλου, με πανύψηλα κωδωνοστάσια και υπερμεγέθη τρούλο, ενώ κόσμημα του ναού αποτελούν και οι είσοδοί του.[30] Το κτήριο παρουσιάζει επαμφοτερίζοντα τύπο με ανάμειξη δυτικότροπων στοιχείων όπως τα δίδυμα καμπαναριά, τα ακροκέραμα, οι κλασικίζουσες τριμερείς διατάξεις και βυζαντινών όπως η γλυπτή διακόσμηση, η τυπολογία, η διάταξη των στεγών.[31] Η Μητρόπολη των Αθηνών αποτελεί το πρώτο κτήριο που ανήκει στην τάση του «Ελληνοβυζαντινισμού», μια από τις κυρίαρχες τάσεις στη ελληνική ναοδομία του 19ου αιώνα.[32] Ο μεγαλοϊδεατισμός, έδωσε έμφαση στον ελληνικό μεσαιωνικό χριστιανισμό και ο Όθωνας, που πίστεψε στη μεγάλη ιδέα, υπήρξε πρωταγωνιστής στην προσπάθεια εισαγωγής βυζαντινών ρυθμολογικών στοιχείων στην νεοελληνική εκκλησιαστική αρχιτεκτονική.[33] Στη διάρκεια της βασιλείας του Γεωργίου Α΄, ο «Ελληνοβυζαντινισμός» των τελευταίων χρόνων της βασιλείας του Όθωνα, καθιερώθηκε ως δεσπόζουσα τάση στη ναοδομία των αστικών περιοχών και όχι μόνο, καθώς η χρήση βυζαντινών μορφών εντάσσεται στην τάση αναβίωσης μεσαιωνικών και αρχαίων μορφών, που ήταν του συρμού στην Δυτική Ευρώπη του 19ου αι.[34]

Ο ναός θεμελιώθηκε το 1842, αποπερατώθηκε το 1862 και ως αποτέλεσμα των αλλεπάλληλων αναθεωρήσεων υπήρξε ένα μίγμα νεοκλασικισμού και βυζαντινισμού, χωρίς αρχιτεκτονική συνέπεια.[35] 

 Ενότητα 4η: «Μητρόπολη» και «Γοργοεπήκοος» στο σύγχρονο αστικό τοπίο

Εικόνα 6

Στην τελική της μορφή και θέση η Μητρόπολη συγκρίνεται αυτόματα με τη «μικρή μητρόπολη», τη Γοργοεπήκοο, που βρίσκεται δίπλα της (εικ.6), η οποία αν και μέρος ενός μοναστηριακού συνόλου που εξαφανίστηκε, εκφράζει περισσότερο από κάθε άλλη βυζαντινή εκκλησία μια ριζικά διαφορετική αρχιτεκτονική αντίληψη από τον κλασικισμό της Μητρόπολης.[36] Η διαφορά βρίσκεται τόσο στην κλίμακα, καθώς αν και σε γιγαντιαίο μέγεθος η νεότερη φαντάζει άχαρη, όσο και στην αίσθηση και τη χρήση του χρόνου.[37] Ο παρατηρητής του έργου μια άλλης εποχής, με φόντο ιστορικές αναδρομές, αντιμετωπίζει την μοναδικότητα στη σύλληψη και εκτέλεση της αρμονικά επεξεργασμένης σύνθεσης του αρχαίου μαρμάρινου διακόσμου που, όχι τόσο «τυχαία», εντάσσεται στη βυζαντινή μορφή.[38] Η Γοργοεπήκοος είναι μια νέα σύνθεση κλασικής και βυζαντινής τέχνης, άρα συνεπής στο πνεύμα της εποχής της.[39] Αντίθετα η νέα Μητρόπολη είναι φτωχή σε ιστορικούς συνειρμούς, είναι μια μορφή αυθαίρετη, αυτοτελής και ανεξάρτητη μέσα στην πρωτεύουσα, χωρίς καμιά σύνδεση με τον τόπο.[40]

Συμπεράσματα

Συνοψίζοντας μπορούμε να επισημάνουμε πως η μεσοβυζαντινή ελληνική αρχιτεκτονική συνδέεται με την αρχαία, «όχι τόσο στην αναβίωση αρχαίων μορφών όσο στην αποδοχή ορισμένων αξιών της και τη δημιουργική επιδίωξη εφαρμογής τους».[41]

Τα αρχαιοελληνικά μέλη ενσωματώνονται αρμονικά στην δομή της βυζαντινής Παναγίας Γοργοεπηκόου, πιθανότατα χάρη στη λαμπρή προσωπικότητα του Μιχαήλ Χωνιάτη, που χάραξε βαθιά την ιστορία της πόλης των Αθηνών δίνοντας ένα νέο στίγμα στον πολιτισμό και κατά συνέπεια και την αρχιτεκτονική της.

Την Μητρόπολη των Αθηνών χαρακτηρίζει η ανάμειξη βυζαντινών στοιχείων, με δυτικότροπες και κλασικίζουσες μορφές, όμως αναπόφευκτα η σύγκρισή της με τον γειτνιάζοντα ναό της Γοργοεπικόου δεν την κολακεύει ιδιαίτερα.

 


Εικόνα 7

 Βιβλιογραφία

  • Αλμπάνη Τζ., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη. Τέχνες Ι: Ελληνικές και Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Τόμος Β, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999.
  • Aριστέα Παπανικολάου-Κρίστενσεν, «Η Βυζαντινή Αθήνα στους περιηγητές», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Αθήνα: Μνήμες Βυζαντινές», Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 1995.
  • Βογιατζής Σ., «Ο Ιερός Καθεδρικός ναός των Αθηνών», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών- Θεολογική, A΄ Επιστημονικό Συμπόσιο Νεοελληνικής Εκκλησιαστικής Τέχνης, Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο, 26-27 Νοεμβρίου 2010, Πρακτικά, Αθήνα, 2012.
  • Καμπούρογλου Δημήτριος, Ιστορία των Αθηνών, τόμος Β. Εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, Έκδ. 1η 1890, Έκδ. 2η 2013.
  • Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα, 10ος-12ος αι.», Μουσείο Μπενάκη, 6ο παράρτημα, Αθήνα, 2010.
  • Μπούρας, Χαράλαμπος Θ., Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, 1η έκδ. - εκδοτικός οίκος Μέλισσα, Αθήνα, 2001.
  • Μπούρας, Χ. «Βυζαντινές Αναγεννήσεις και η αρχιτεκτονική του 11ου - 12ου αιώνος», Δελτίον XAE5, Περίοδος Δ', Αθήνα, 1969.
  • Νερούτσος, Τάσος Δημήτριος, Χριστιανικαί Αθήναι: Ιστορική και αρχαιολογική μελέτη, Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου αδελφών Περρή, 1889.
  • Πάλλης Νέστορας, Τοπογραφικά του αθηναϊκού πεδίου κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (9ος-12ος αιώνας), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Βυζαντινά Σύμμεικτα, 2013.
  • Paul Magdalino, καθηγητής μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Saint-Andrews, «Η πρώτη βυζαντινή αναγέννηση», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Βυζαντινοί και Αρχαιότητα», Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2003.
  • Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1984.

Δικτυογραφία

  • Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), Βυζαντινά μνημεία Αττικής, http://www.eie.gr, προσπ. 10-1-2015.
  • Οδυσσέας-Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, Παναγία Γοργοεπήκοος, προσπ. 9/1/2015.

 Παράρτημα εικόνων

Εικόνα 1: Λεπτομέρεια των αρχαίων μερών που έχουν ενσωματωθεί στο ναό της Παναγίας Γοργοεπηκόου, Δημήτρης Β. Καρέλης, 9/1/2015.

Εικόνα 2: Ο περικαλλής ναός της «Γοργοεπηκόου των Αθηνών», Δημήτρης Β. Καρέλης, 9/1/2015.

Εικόνα 3: Άποψη του ναού της «Γοργοεπηκόου, όπου διακρίνονται ενσωματωμένα τμήματα του αρχαίου ναού της Ειλείθυιας, Δημήτρης Β. Καρέλης, 9/1/2015.

Εικόνα 4: Καλύβια, Άγιος Πέτρος στους «Εννέα Πύργους», η προσωπογραφία του Αγίου Μιχαήλ  (1232), Ι.Μ. Μεσογαίας, http://www.imml.gr, προσπ. 11/1/2015.

Εικόνα 5: Η Μητρόπολη των Αθηνών το 1890, πηγή: 2ο Δημοτικό Σχολείο Αγίου Αθανασίου, http://2dim-ag-athan.dra.sch.gr, προσπ. 11/1/2015.

Εικόνα 6: Ο Μητροπολιτικός ναός των Αθηνών μετά την αποπεράτωσή του, πηγή: Μπίρης, Κ.Η., Αι Αθήναι. Από του 19ου εις τον 20ον αιώνα, Μέλισσα, Αθήνα, 1995, σ. 133.

Εικόνα 7: Λεπτομέρεια αρχαίου μέλους που έχει ενσωματωθεί στο ναό της Παναγίας Γοργοεπηκόου, Δημήτρης Β. Καρέλης, 9/1/2015.

ΕΛΠ12- 2η 2014-2015

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



[1] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα, 10ος-12ος αι.», Μουσείο Μπενάκη, 6ο παράρτημα, Αθήνα, 2010, σ. 158.

[2] Καμπούρογλου Δημήτριος, Ιστορία των Αθηνών, τόμος Β. Εκδ. Πελεκάνος, Αθήνα, Έκδ. 1η 1890, Έκδ. 2η 2013, σ.σ. 275.

[3] Καμπούρογλου Δημήτριος, Ιστορία των Αθηνών, ο.π.., σ. 275.

[4] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα», ο.π., σ. 159.

[5] Νερούτσος, Τάσος Δημήτριος, Χριστιανικαί Αθήναι: Ιστορική και αρχαιολογική μελέτη, Αθήνησιν: Εκ του Τυπογραφείου αδελφών Περρή, 1889, σ. 84.

[6] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα», ο.π., σ. 159.

[7] Νερούτσος Τ. Δ., ο.π., σ. 84..

[8] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα», ο.π., σ. 159.

[9] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα», ο.π., σ. 161.

[10] Οδυσσέας - Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, http://odysseus.culture.gr, Παναγία Γοργοεπήκοος, προσπ. 9/1/2015.

[11] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα», ο.π., σ. 161-162.

[12] Μπούρας, Χαράλαμπος Θ., Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, 1η έκδ. - εκδοτικός οίκος Μέλισσα Αθήνα, 2001, σ. 124.

[13] Μπούρας, Χαράλαμπος, Βυζαντινή και μεταβυζαντινή αρχιτεκτονική στην Ελλάδα, ο.π., σ. 125.

[14] Μπούρας Χαράλαμπος, «Βυζαντινή Αθήνα», ο.π., σ. 164-165.

[15] Μπούρας, Χ. «Βυζαντινές Αναγεννήσεις και η αρχιτεκτονική του 11ου - 12ου αιώνος», Δελτίον XAE5, Περίοδος Δ', Αθήνα, 1969, σελ. 258.

[16] Αλμπάνη Τζ., Βυζαντινή και Μεταβυζαντινή Τέχνη. Τέχνες Ι: Ελληνικές και Εικαστικές Τέχνες, Επισκόπηση Ελληνικής Αρχιτεκτονικής και Πολεοδομίας. Τόμος Β, Εκδ. ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 28.

[17] Αλμπάνη Τζ., ο.π., σ. 28-29.

[18] Πάλλης Νέστορας, Τοπογραφικά του αθηναϊκού πεδίου κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο (9ος-12ος αιώνας), Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, Βυζαντινά Σύμμεικτα, 2013, σ. 109.

[19] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), ο.π., προσπ. 10-1-2015.

[20] Κρουμπάχερ Κάρλ, Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας, μεταφ. Γ. Σωτηριάδου, Τόμος Α΄, Τυπ. Αφοί Σακελλαρίδη, Αθήνα, 1897.

[21] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), ο.π., προσπ. 10-1-2015.

[22] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), Βυζαντινά μνημεία Αττικής, http://www.eie.gr/byzantineattica, προσπ. 10-1-2015.

[23] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), ο.π., προσπ. 10-1-2015.

[24] Μπούρας, Χ. «Βυζαντινές Αναγεννήσεις και η αρχιτεκτονική του 11ου - 12ου αιώνος», ο.π., σ. 128.

[25] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), ο.π., προσπ. 10-1-2015.

[26] Paul Magdalino, καθηγητής μεσαιωνικής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Saint-Andrews, «Η πρώτη βυζαντινή αναγέννηση», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Βυζαντινοί και Αρχαιότητα», Κυριακή 12 Ιανουαρίου 2003, σ. 9-10.

[27] Aριστέα Παπανικολάου-Κρίστενσεν, «Η Βυζαντινή Αθήνα στους περιηγητές», Καθημερινή, Ένθετο «Επτά Ημέρες», στο «Αθήνα: Μνήμες Βυζαντινές», Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 1995, σ. 30.

[28] Φιλιππίδης, Δ., Νεοελληνική Αρχιτεκτονική, εκδ. Μέλισσα, Αθήνα, 1984, σελ. 94.

[29] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), ο.π., προσπ. 10-1-2015.

[30] Βογιατζής Σ., «Ο Ιερός Καθεδρικός ναός των Αθηνών», Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών- Θεολογική, Πρακτικά, A΄ Επιστημονικό συμπόσιο νεοελληνικής εκκλησιαστικής τέχνης, Βυζαντινὸ και Χριστιανικό Μουσείο, 26-27 Νοεμβρίου 2010, Αθήνα, 2012, σ. 39.

[31] Βογιατζής Σ., ο.π., σ. 39.

[32] Βογιατζής Σ., ο.π., σ. 42.

[33] Φιλιππίδης, Δ., ο.π., σελ. 93.

[34] Βογιατζής Σ., ο.π., σ. 45.

[35] Εθνικό 'Ίδρυμα Ερευνών (ΕΙΕ), ο.π., προσπ. 10-1-2015.

[36] Φιλιππίδης, Δ., ο.π., σελ. 94.

[37] Φιλιππίδης, Δ., ο.π., σελ. 94.

[38] Φιλιππίδης, Δ., ο.π., σελ. 94.

[39] Φιλιππίδης, Δ., ο.π., σελ. 94.

[40] Φιλιππίδης, Δ., ο.π., σελ. 95.

[41] Μπούρας, Χ. «Βυζαντινές Αναγεννήσεις και η αρχιτεκτονική του 11ου - 12ου αιώνος», ο.π., σ. 95.


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!