«Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο και η εξέλιξή της»

 

«Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο και η εξέλιξή της»

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Εισαγωγή 

Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο (4ος -12ος αι.)

Ο Αυτοκράτορας

Η Άρχουσα τάξη

Η συγκλητική αριστοκρατία

Η στρατιωτική αριστοκρατία

Η πολιτική αριστοκρατία

Οι «Δυνατοί» 

Η βουλευτική τάξη

Ο κλήρος και η εκκλησία

Η μεσαία τάξη του Βυζαντίου

Καλλιεργητές και Γαιοκτήμονες

Οι κρατικοί υπάλληλοι

Οι Ελεύθεροι επαγγελματίες

Οι στρατιώτες

Η αγροτική τάξη

Κατώτερα στρώματα

Όχλος και Πένητες

Οι Δούλοι

Επίλογος 

Βιβλιογραφία 

 

Εισαγωγή

 

Μια απ’ τις μακροβιότερες κρατικές οντότητες ανά τους αιώνες υπήρξε η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, επιβιώνοντας χάρη σε ένα ιδιότυπο πολιτικό πολιτισμό που είχε αναπτύξει. Βασισμένη σ’ ένα πλήρως συγκεντρωτικό και απολυταρχικό σύστημα, με τον αυτοκράτορα στο ρόλο αρχηγέτη και πανίσχυρη πολιτική και στρατιωτική διακυβέρνηση, είχε υψηλού βαθμού κοινωνική και πολιτική οργάνωση.

Στην εργασία αυτή αναλύουμε την κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο (4ος-12ος αι.), περιγράφουμε τα κυριότερα χαρακτηριστικά της και αναλύουμε την εξέλιξή της, ανά κοινωνική τάξη, μέσα από τις κοινωνικές ανακατατάξεις της μεσοβυζαντινής περιόδου.

 

Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο (4ος -12ος αι.)

Οι Βυζαντινοί ταξινομούν την κοινωνία αναφέροντας μεγάλους και μικρούς, δυνατούς, πένητες και μεσαίους, αναφέρονται σε συγκλητικούς, μοναχούς, αστικό πληθυσμό, γεωργούς και εμπόρους, απέχοντας της έννοιας «κοινωνική ιεράρχηση».[1] Υπό την αδιαφιλονίκητη ηγεσία του αυτοκράτορα, η κοινωνία στηριζόταν στην ιδέα της τάξης, καθώς υπήρχε ανώτερη τάξη, έπειτα το μεγαλύτερο στρώμα, η μεσαία τάξη και οι πένητες.[2] Η κοινωνική δομή αναφέρεται και με τη μορφή, στρατός, κλήρος, γεωργοί, με το στρατό στην κορυφή του πολιτικού σώματος.[3]

 Μια ενδιαφέρουσα ταξινόμηση της βυζαντινής κοινωνίας ήταν, κλήρος, δικαστές, σύμβουλοι (συγκλητικοί;), ασχολούμενοι με την οικονομία, επαγγελματίες και τεχνίτες, έμποροι, προμηθευτές πρώτων υλών, υποτακτικοί και υπηρέτες, άχρηστοι (δηλαδή γέροντες, άρρωστοι, ανάπηροι και τρελοί) και άνθρωποι του θεάματος (αρματοδρόμοι, μουσικοί, ηθοποιοί).[4]

Ο Αυτοκράτορας

Υπέρτατος άρχων των Βυζαντινών ήταν ο «αυτοκράτωρ», ως ηγεμόνας της χριστιανοσύνης, «απόγονος» Ρωμαίων αυτοκρατόρων, ανέβαινε στο θρόνο με τη δύναμη ή από κληρονομικό δικαίωμα, με το γάμο, το σφετερισμό της εξουσίας ή από το στρατό.[5] Οι Βυζαντινοί δεν αναγνώριζαν την «κληρονομικότητα» παρότι οι αυτοκράτορες επιδίωκαν να εξασφαλίσουν στα παιδιά τους τη διαδοχή, ονομάζοντας τους γιους τους συμβασιλείς.[6] Ο δρόμος για τον θρόνο ήταν ανοικτός για τους ικανότατους, ανεξάρτητα από φυλή και κοινωνική θέση.[7]

Το αυτοκρατορικό αξίωμα λειτουργούσε απολυταρχικά, καθώς η εξουσία του θεωρούνταν δώρο θεού κι ο αυτοκράτορας «αντιπρόσωπος του θεού επί της γης», πίστευαν δε πως συνέπιπταν το κοσμικό και το θείο κράτος, επιλέγοντας συμβούλους από ένα πολυάριθμο ιερατείο που τους περιστοίχιζε.[8]

Η Άρχουσα τάξη

Την αριστοκρατία χαρακτήριζε «κοινωνική κινητικότητα και ρευστότητα», μπορούσε ουσιαστικά να μπει κάθε υπάλληλος με κτηματική περιουσία, αποκτημένη μέσα από το υπαλληλικό λειτούργημα.[9] Η ευγενική καταγωγή, έπαιζε ρόλο, όμως η «αρχαία» καταγωγή, η περιουσία, η άσκηση ανώτατων λειτουργημάτων και η προσωπική αξία, αποτελούσαν σημαντικά κριτήρια για την βυζαντινή κοινωνική αναρρίχηση, παρότι οι αυτοκράτορες προωθούσαν τους «ημετέρους».[10] Αντιθέσεις ανάμεσα στον αυτοκράτορα και την Αριστοκρατία υπάρχουν σ’ όλο το βίο του Βυζαντίου.[11] Η νέα αριστοκρατία, άρχοντες και οι κτήτορες θεμάτων, έκαναν αισθητή την παρουσία τους, ώστε το 803 ο Νικηφόρος Α' τους συλλαμβάνει όλους και τις αρχές του 11ου αιώνα ο Βασίλειος Β΄ ασκεί «αντιαριστοκρατική πολιτική».[12]

Στην ανώτερη αυτή τάξη προστίθεται από τον 4ο αι., με την βαθμιαία οικονομική και κοινωνική δύναμη της εκκλησίας, ο ανώτερος και ανώτατος κλήρος.[13]

 

Η συγκλητική αριστοκρατία

Στο Βυζάντιο κοντά στην αυτοκρατορική εξουσία υπήρχε η Σύγκλητος, που έπαιζε ρόλο στη νομοθεσία και τη διοίκηση.[14] Στην κοινωνική ιεραρχία η «τάξη» των συγκλητικών (ordo senatorius) κατέχει την πρώτη θέση και ανώτατοι τιμητικοί τίτλοι όπως «λαμπρότατος» (clarissimus), «περίβλεπτος» (spectabilis), «ιλλούστριος» (illustris) αποδίδονται σ’ όσους έχουν δικαίωμα εισόδου εκεί.[15]

Η «Συγκλητική τάξη», περιορισμένη στην πρωτεύουσα, την εγκατέλειπε μόνο με άδεια του αυτοκράτορα, εγκαθίσταται κατόπιν στις γαίες τους στην επαρχία και σχηματίζουν από τον 4ο αι. το αυτοκρατορικό περιβάλλον, σαν επαρχιακή αριστοκρατία.[16] Από τα μέσα του 5ου αι. το δικαίωμα πραγματικής συμμετοχής στη σύγκλητο περιορίστηκε αποκλειστικά στους «ιλλούστριους».[17] Τον 4ο - 6ο αι., στη σύγκλητο εισέρχονταν και βουλευτές, που είχαν εκπληρώσει τις υποχρεώσεις προς την πόλη τους, πάντως στο τέλος του 7ου αι. η επιρροή των συγκλητικών αραιώνει, έως ότου τον 9ο και 10ο αι. τους αφαιρέθηκε σχεδόν κάθε εξουσία.[18]

Η στρατιωτική αριστοκρατία

Στην ανώτερη Βυζαντινή τάξη, ανήκαν και στρατιωτικοί αξιωματούχοι, μέλη μεγάλων οικογενειών όπως Φωκάδες, Σκληροί, Δούκες και Δαλασσηνοί, που μονοπωλούσαν τα αξιώματα του στρατού και μέσω ισχυρών δεσμών κατάφεραν να παγιώσουν ένα είδος στρατιωτικής αριστοκρατίας, που σεβόταν την αρχαία καταγωγή, αλλά δημιουργούσε φανταστικές γενεαλογίες.[19] Στα τέλη του 8ου αιώνα είχε επιβληθεί  στην κορυφή της κοινωνικής πυραμίδας και ο κεντρικός πυρήνας της βυζαντινής άρχουσας τάξης του 9ου και 10ου αι. ξεπρόβαλλε από το στρατό των θεμάτων.[20] Στα τέλη του 11ου και τον 12ο αιώνα, σημειώνονται κρίσιμες αλλαγές, καθώς η ανώτατη στρατιωτική ελίτ παγιώνει τη θέση της, διαμορφώνοντας κλειστή ομάδα από ισχυρές οικογένειες, ένα είδος φατρίας και τον 11ο αι. γεφυρώνει το χάσμα με την πολιτική ελίτ.[21]

Η πολιτική αριστοκρατία

Μια εξέχουσα κατηγορία της «άρχουσας τάξης», υψηλόβαθμοι αυλικοί ή κρατικοί λειτουργοί και αξιωματούχοι, η «πολιτική αριστοκρατία» του Βυζαντίου, απολάμβανε επαύλεις, παραχωρήσεις και προνόμια όπως τα «χαριστίκια», μισθώσεις γαιών, δικαιώματα είσπραξης φόρων και ίδρυσης μοναστηριών, εξαρτώμενη πάντα από τον αυτοκράτορα, καθώς η επιβίωσή τους βασιζόταν σε κολακεία, επινοητικότητα και υπακοή.[22]

Μικρότερη σημασία είχε η κατώτερη αριστοκρατία των επαρχιακών πόλεων, αποτελούμενη από δημοτικούς υπαλλήλους («Δεκουρίωνες ή Κουριαλίους»).[23] Στο τέλος του 12ου αι. διαμορφώθηκε ένα υπολογίσιμο στρώμα επαρχιακής αριστοκρατίας και η Βυζαντινή ελίτ του 11ου αιώνα περιέλαβε δυο ακόμα κατηγορίες, τους ευνούχους, με κατά παράδοση υψηλές θέσεις τον 10ο και 11ο αι. και τους ξένους μισθοφόρους, διοικητές μονάδων του Βυζαντινού στρατού.[24]

 Οι «Δυνατοί»

Πλούσιοι γαιοκτήμονες, μέλη της άρχουσας τάξης, λαϊκοί ή εκκλησιαστικοί, ήταν μια ολιγαρχική ομάδα πλούτου με ποικίλη προέλευση, που κυριαρχούσε παντού με το σύστημα της «προστασίας» (patrocinium), ήλεγχε την αγροτική οικονομία και οι πηγές τους δίνουν το όνομα «δυνατοί» (potentiores), σε αντίθεση με τους οικονομικά αδύνατους «πένητες» (tennes).[25] Οι «δυνατοί» ήταν άνθρωποι που είχαν τη δυνατότητα να τρομοκρατούν τους πολίτες και να τους αρπάζουν τη γη τους σε εξευτελιστικές τιμές, ήταν μάγιστροι ή πατρίκιοι, πολιτικοί ή στρατιωτικοί, συγκλητικοί, έπαρχοι, κλήρος ή γαιοκτήμονες.[26] Ο ανταγωνισμός της Βυζαντινής κυβέρνησης και των «δυνατών» είχε κυρίαρχα πολιτική χροιά χωρίς να λείπουν και οι κοινωνικές προεκτάσεις.[27] Αυτό που ανέβαζε και κρατούσε κάποιον στην τάξη των «Δυνατών» ήταν κυρίαρχα ο πλούτος ή ο βαθμός και σε σπάνιες περιπτώσεις η ευγένεια.[28]

Η βουλευτική τάξη

Μια ιδιαίτερη αριστοκρατική τάξη ήταν οι βουλευτές (curiales) ή δεκουρίωνες (decuriοnes) των επαρχιακών βουλευτηρίων (curia), όπου ανήκαν κληρονομικά ως άρχοντες της πόλης και ήταν γαιοκτήμονες, διανοούμενοι, επαγγελματίες, έμποροι ή κληρικοί.[29] Παρότι σταδιακά τα βουλευτήρια φθίνουν, διατηρούνται ως τον 5ο και 6ο αι., όταν οι μεγαλοκτηματίες μαζί με τον επίσκοπο και τους εκπροσώπους του αυτοκράτορα αναλαμβάνουν την εξουσία και στη συνέχεια καταργούνται.[30]

 Ο κλήρος και η εκκλησία

Το Βυζάντιο, κράτος με ορθόδοξο χριστιανικό δόγμα και θρησκεία, δεν χρησιμοποιούσε κληρικούς στη διοίκησή του κι ούτε τους άφηνε να αναμιχθούν αυτοδίκαια στις κρατικές υποθέσεις, ως εκλαϊκευμένο κράτος.[31] Ο κλήρος κατείχε όμως σημαντική θέση, διατηρούσε σχέσεις με τον αυτοκράτορα, με τους μοναχούς σε κυρίαρχο αλλά αμφιλεγόμενο ρόλο.[32] Εκτός από τον κατώτερο κλήρο υπήρχε κι ένας ανώτερος πού στρατολογούνταν ως επί το πλείστον από τους πιο σημαντικούς μοναχούς, αλλά και από εξέχοντες λαϊκούς που εκλέγονταν συχνότατα από τον αυτοκράτορα στον πατριαρχικό θρόνο, με σκοπό να στηρίζουν την πολιτική του.[33] Σύμμαχος της νέας άρχουσας τάξης του 9ου – 11ου αι. υπήρξε μια νεώτερη και αξιολογότατο τμήμα του ανώτερου κλήρου, με σημαντικά προσόντα, ήταν γόνοι επιφανών οικογενειών, διέθεταν ιδιαίτερη μόρφωση και μεγάλη περιουσία.[34]

 

Η Μεσαία τάξη του Βυζαντίου

Καλλιεργητές και Γαιοκτήμονες

Οι γαιοκτήμονες ήταν άρχοντες της επαρχίας, κύριοι πόλεων και επαρχιακών συμβουλίων, με διαρκώς αυξανόμενη δύναμη-κίνδυνο για την αυτοκρατορική εξουσία, καθώς διέθεταν στρατεύματα από χιλιάδες οπλισμένους δούλους και είχαν σταδιακά απορροφήσει τη μέση και μικρή ιδιοκτησία, αποβλέποντας να καταλάβουν ακόμη και την κυβέρνηση της χώρας, έχοντας τους πόρους και τη δύναμη να παραλύσουν την αυτοκρατορική εξουσία.[35]

Στο Βυζάντιο υπήρχε ένα είδος χωροδεσποτείας (seigneurie), με αγρότες εξαρτημένους, που προσομοίαζε με μεσαιωνικές μορφές οικονομικών υποχρεώσεων, δεν εξισώνεται όμως με τη «φεουδαρχία» της δυτικής κοινωνίας, πάντως φορολογικά και άλλα προνόμια (εξκουσσείες) διευκόλυναν τη δημιουργία ημιφεουδαλικών ιδιοκτησιών.[36]

Οι κρατικοί υπάλληλοι

Αυλικοί και κρατικοί υπάλληλοι, διοικούσαν το κράτος και τον αυτοκράτορα περιέβαλλαν ανώτεροι αξιωματούχοι, πρίγκιπες με τίτλους κουροπαλάτης, νοβιλίσσιμος, σεβαστός, σεβαστοκράτωρ,[37] βασιλικοί θεράποντες (κουβικουλάριοι κλπ), ή γραμματείς (χαρτουλάριοι), με επί κεφαλής αυτών τον κουροπαλάτη ή τον μάγιστρο των οφφικίων (magister officiorum) και τον «παρακοιμώμενο», μόνιμο ακόλουθο του αυτοκράτορα, που κοιμόταν στο ίδιο διαμέρισμα και τον φρουρούσε, καθώς και η ακολουθία της αυτοκράτειρας,  καβικουλαρίες και κυρίες των τιμών (πατρικίαι, ζωσταί κλπ).[38]

Ακόμη αξιωματικοί της ανακτορικής φρουράς (εξκουβίτορες, ικανάτοι, numeri, σχολάριοι), ευνούχοι με εξαιρετικές θέσεις και σημαντικότατη επιρροή στον αυτοκράτορα και την κυβέρνηση, αλλά και τεράστιος αριθμός υπαλλήλων για την διοίκηση του κολοσσιαίου κράτους. [39] Η αστική υπαλληλία, συρρικνώνεται κατά την υστεροβυζαντινή περίοδο, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων σε μεγάλες πόλεις, γίνεται υποτυπώδης και απλά πλαισιώνει τον αξιωματούχο της κυβέρνησης.[40]


Οι ελεύθεροι επαγγελματίες

Ανάμεσα στους φτωχούς και τους πλούσιους, βρισκόταν η μέση τάξη των μικροεπαγγελματιών, μικρεμπόρων και βιοτεχνών.[41] Οι ελεύθεροι επαγγελματίες είχαν έδρες τους τα αστικά κέντρα και ήταν συμβολαιογράφοι (ταβουλάριοι), χρυσοχόοι, αργυροπράτες, παραγωγοί ή έμποροι μεταξιού, αρωματοποιοί, αρτοποιοί, κλπ.[42] Οι έμποροι (πραματευταί) είχαν μόνιμη εγκατάσταση ή περιφέρονταν, καθώς οι βυζαντινοί συνέχισαν τους εμπορικούς δεσμούς που είχαν συνάψει οι Έλληνες.[43] Οι χειρώνακτες ήταν εξαιρετικά φτωχοί και το ίδιο προφανώς συνέβαινε με τα υπόλοιπα ταπεινά επαγγέλματα. Οι τεχνίτες, οργανωμένοι σε συντεχνίες, θεωρούνταν ανώτεροι από τους λιανοπωλητές και επαγγέλματα όπως του κοσμηματοπώλη και του αργυροπράτου (αργυραμοιβού), μπορούσαν να αποφέρουν σημαντικές οικονομικές απολαβές.[44]  Ευκατάστατοι ελεύθεροι επαγγελματίες, πετυχαίνουν συχνά την εισαγωγή τους στην τοπική βουλή ή γίνονται συγκλητικοί.[45]

Στη μεσοβυζαντινή εποχή, σύμφωνα με το «Επαρχικό βιβλίο», τα κυριότερα επαγγέλματα ήταν οργανωμένα σε συντεχνίες με την κυβέρνηση να ασκεί πιεστικά  τον έλεγχό της.[46] Αξιοσημείωτες ευκαιρίες παρέχει το εμπόριο και η παράλληλη αύξηση των επαγγελματιών στην κοινωνία του Βυζαντίου κατά το 10ο αι.[47]            

Οι στρατιώτες

Στα πολιτικά πράγματα μεγάλο ρόλο έπαιζε ο στρατός, ερχόμενος συχνά σε αντίθεση με τον αυτοκράτορα και το «στρατιωτικό κόμμα» ήταν σε οξύτατη αντιπαράθεση με το «πολιτικό κόμμα» των υπαλλήλων του παλατιού και των ευνούχων.[48] Οι αυτοκρατορικές υπηρεσίες, στρατιωτικές και πολιτικές, χαρακτηριζόταν με τον όρο «στρατεία» (militia), με το στρατό να αποτελεί την μεγαλύτερη ομάδα του κράτους, με 650.000 άνδρες στα τέλη του 4ου αι.[49]

Ο στρατός αποτελούνταν κυρίως από δύο σώματα, τη φρουρά των συνόρων και την κινητή δύναμη (comitatenses), αλλά και τους «limitanei», γεωργούς που στρατολογούνταν τοπικά και επάνδρωναν τα φρούρια των συνόρων. Η  στρατιωτική υπηρεσία ήταν ισόβια και καλά αμειβόμενη, όμως δεν υπήρχε ιδιαίτερος ζήλος από τους πολίτες να υπηρετήσουν.[50]

Η αγροτική τάξη

Η δυνατή αγροτική τάξη στήριζε τη ζωτικότητα του Βυζαντίου, όμως η αρπαγή και απορρόφηση της μικρής και μέσης ιδιοκτησίας, προς όφελος των γαιοκτημόνων, οδήγησε στη μεταβολή των ελεύθερων γεωργών σε πάροικους και μοναχούς που δεν είχαν πλέον κανένα ενδιαφέρον για την καλλιέργεια της γης.[51] Οι γεωργοί χωρίζονταν σε ελεύθερους, έχοντες πλήρη ιδιοκτησία και σε εξαρτημένους, εργαζόμενους σε αυτοκρατορικά, εκκλησιαστικά ή μοναστηριακά κτήματα ή στους γαιοκτήμονες, διαιρούνταν σε δύο τάξεις, κολωνούς (koloni) και εναπόγραφους (adscriptitii), που ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν «ετήσια δοσίματα» στο γαιοκτήμονα.[52] Οι ιδιοκτήτες μικροκαλλιεργητές εξακολουθούν να υφίστανται κατά τη μεσοβυζαντινή και υστεροβυζαντινή περίοδο, χωρίς σημαντικές αλλαγές, αν και μειωμένη υφίσταται ως το τέλος του Βυζαντίου, μολονότι δεν διαφέρουν από την τάξη των πάροικων. Στα μέσα του 6ου αι. οι κατηγορίες των «κολωνών» και «εναπογράφων» έχουν ήδη αρχίσει να αφομοιώνονται και τείνουν να εξαφανιστούν ή δεν επιζούν του 6ου αι. όταν αντικαθίσταται από τους «πάροικους», όρος που την εξαρτημένη εργατική δύναμη.[53]

Κατώτερα στρώματα

Όχλος και Πένητες

Το κύριο χαρακτηριστικό της κατώτερης τάξης ήταν η φτώχια, που ενίοτε άγγιζε τα όρια της εξαθλίωσης, με εργάτες, ψαράδες, μικρομαγαζάτορες, ηθοποιούς, χειρώνακτες, λιανοπωλητές, απλούς τεχνίτες και ζητιάνους να αποτελούν τον όχλο, ένα ετερόκλητο πολυάριθμο πλήθος.[54] Στο απολυταρχικό κράτος ο λαός δεν είχε πραγματικά πολιτικά δικαιώματα, μπορούσε όμως να επεμβαίνει περιοριστικά κι αποτελούσε παράγοντα που λογάριαζε ο αυτοκράτωρ, καθώς έβρισκε σ’ αυτόν ένα στήριγμα στον αγώνα κατά των ευγενών και της εκκλησίας.[55]

Οι Δούλοι

Οι δούλοι ήταν γενικό υπόστρωμα του πληθυσμού κι ο «εφοδιασμός» της «αγοράς» γινόταν κυρίως από βαρβάρους αιχμαλώτους πολέμου, με κληρονομική την ιδιότητα του δούλου και παρά την επικράτηση του χριστιανισμού, διατηρήθηκε στο βυζαντινό κράτος χωρίς αρχικά σημαντικές μεταβολές.[56]

 Οι πηγές της μέσο και υστεροβυζαντινής εποχής δίνουν την εντύπωση, πως η δουλεία υφίσταται ως το τέλος του κράτους, οι διαπιστώσεις όμως είναι διαφορετικές καθώς αρχικά τον 9ο αι., στην εκκλησία αρχίζουν φωνές κατά της δουλείας, ο Λέων Στ΄ επιτρέπει στους δούλους αυτοκρατορικών γαιών να κατέχουν ελεύθερα δική τους έγγεια κτήση, τον 10ο αι. ο Κωνσταντίνος Πορφυρογέννητος καθορίζει ότι οι δούλοι κάποιου που πεθαίνει χωρίς διαθήκη καθίστανται ελεύθεροι και τον 11ο αι. ο Αλέξιος Κομνηνός διατάσει να απελευθερώνονται οι αιχμάλωτοι που κατάγονταν από γειτονικούς λαούς, αν αποδείκνυαν ότι είχαν γεννηθεί ελεύθεροι και ορίζει την αναγνώριση του γάμου των δούλων, με εκκλησιαστική τους τέλεση.[57]

 Επίλογος

Η κοινωνική διαστρωμάτωση στο Βυζάντιο παρουσιάζει συνεχείς μεταβολές. Η Μεσοβυζαντινή περίοδος χαρακτηρίζεται από διοικητικές αλλαγές, κατάργηση των βουλευτηρίων και της Συγκλήτου, ενίσχυση της στρατιωτικής αριστοκρατίας, κατάτμηση μεγάλων γαιοκτησιών κλπ.

Την περίοδο αυτή διακρίνει η συρρίκνωση της αστικής, εμπορικής και βιοτεχνικής δραστηριότητας, οι εσωτερικές και εξωτερικές συγκρούσεις-επιδρομές, η πολιτική, οικονομική και πολιτισμική υστέρηση, λόγω ανικανότητας διαχείρισης της εξουσίας, η διάχυτη διαφθορά στην κοινωνία και οι πολιτικοί και θρησκευτικοί διχασμοί.

 

Βιβλιογραφία

1.     Βλυσίδου Βασιλική Ν., Κύρια ερευνήτρια, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Η βυζαντινή αριστοκρατία και η κρατική εξουσία (9ος-10ος αι.), Αθήνα, 2003.

2.     Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001.

3.     Νικόλαος Σβορώνος, «Οι κύριες γραμμές των κοινωνικών δομών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978, σ. 304-305.

4.     Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική ιστορία, τ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999.

5.     C. Mango, H αυτοκρατορία της Nέας Pώμης, μτφρ. Δ. Tσουγκαράκης, ΜΙΕΤ, Aθήνα, 1988, σ. 44-76.

6.     Α. Kazhdan, A. W. Epstein, Αλλαγές στο Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1997.

7.     Karl Roth, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949.

ΕΛΠ 11,  2η 2014-2015


*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.



[1] Χ. Γάσπαρης, Ν. Νικολούδης, Β. Πέννα, Ελληνική ιστορία, τ. Β΄ Βυζάντιο και Ελληνισμός, ΕΑΠ, Πάτρα 1999, σ. 73.

[2] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 74.

[3] C. Mango, H αυτοκρατορία της Nέας Pώμης, μτφρ. Δ. Tσουγκαράκης, ΜΙΕΤ, Aθήνα, 1988, σ. 45.

[4] C. Mango, ο.π., σ. 45.

[5] Karl Roth, Ιστορία του Βυζαντινού Πολιτισμού, μεταφρ. Ν. Σβορώνος, Εκδ.Οίκος: Αετός, Αθήνα 1949, σ. 9.

[6] Karl Roth, ο.π., σ. 9.

[7] Karl Roth, ο.π., σ. 10.

[8] Karl Roth, ο.π., σ. 10.

[9] Karl Roth, ο.π., σ. 14.

[10] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 74.

[11] Karl Roth, ο.π., σ. 13.

[12] Βλυσίδου Βασιλική Ν., Κύρια ερευνήτρια, ΙΒΕ/ΕΙΕ, Η βυζαντινή αριστοκρατία και η κρατική εξουσία (9ος-10ος αι.), Αθήνα, 2003, σ. 108.

[13] Νικόλαος Σβορώνος, ο.π. σ. 304.

[14] Karl Roth, ο.π., σ. 12.

[15] Νικόλαος Σβορώνος, «Οι κύριες γραμμές των κοινωνικών δομών», στο Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος Ζ΄, Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1978, σ. 304.

[16] Karl Roth, ο.π., σ. 14.

[17] Νικόλαος Σβορώνος, ο.π. σ. 304.

[18] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 414.

[19] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 85.

[20] Βλυσίδου Βασιλική Ν., ο.π., σ. 107-108.

[21] Α. Kazhdan, A., ο.π., σ. 118.

[22] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 86.

[23] Karl Roth, ο.π., σ. 17.

[24] Α. Kazhdan Α. ο.π., σ. 114-115.

[25] Νικόλαος Σβορώνος, ο.π. σ. 305.

[26] C. Mango, ο.π., σ. 67.

[27] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 74.

[28] Δημοσθένη Δανιηλίδη, «Νεοελληνική Οικονομία και Κοινωνία», Αθήνα 1934. σ. 54.

[29] Καραγιαννόπουλος Ι., Το Βυζαντινό κράτος, εκδ. Βάνιας, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 417-419.

[30] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 423-425.

[31] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 403.

[32] Karl Roth, ο.π., σ. 18.

[33] Karl Roth, ο.π., σ. 19.

[34] Βλυσίδου Βασιλική Ν., ο.π., σ. 108.

[35] Karl Roth, ο.π., σ. 14.

[36] Α. Kazhdan, A. W. Epstein, Αλλαγές στο Βυζαντινό πολιτισμό κατά τον 11ο και 12ο αιώνα, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1997, σ. 104-105.

[37] Karl Roth, ο.π., σ. 27.

[38] Karl Roth, ο.π., σ. 28.

[39] Karl Roth, ο.π., σ. 28.

[40] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 431.

[41] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 407.

[42] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 86.

[43] Karl Roth, ο.π., σ. 46.

[44] C. Mango, ο.π., σ. 55.

[45] Νικόλαος Σβορώνος, ο.π. σ. 305.

[46] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 429.

[47] C. Mango, ο.π., σ. 73.

[48] Karl Roth, ο.π., σ. 17-18.

[49] C. Mango, ο.π., σ. 46.

[50] C. Mango, ο.π., σ. 46.

[51] Karl Roth, ο.π., σ. 38.

[52] Karl Roth, ο.π., σ. 39.

[53] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 440-445.

[54] Χ. Γάσπαρης, ο.π., σ. 87.

[55] Karl Roth, ο.π., σ. 23.

[56] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 408.

[57] Καραγιαννόπουλος Ι., ο.π., σ. 410-411.

#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!