Οι εκδοχές του προσώπου του Ιούδα στο έργο του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Καζαντζάκη και του Νίκου Εγγονόπουλου


Οι εκδοχές του προσώπου του Ιούδα στο έργο του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Καζαντζάκη και του Νίκου Εγγονόπουλου

Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Ενότητα Α΄: Οι εκδοχές του προσώπου του Ιούδα στο έργο του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Καζαντζάκη και του Νίκου Εγγονόπουλου 

Βιβλιογραφία 

 

Ενότητα Α΄: Οι εκδοχές του προσώπου του Ιούδα στο έργο του Κώστα Βάρναλη, του Νίκου Καζαντζάκη και του Νίκου Εγγονόπουλου

 

Ο Ιούδας Ισκαριώτης, ένας εκ των δώδεκα μαθητών του Ιησού Χριστού, είναι ίσως το πιο μισητό πρόσωπο στην ιστορία, καθώς θεωρήθηκε ως επιτομή του κακού, συνδέοντας το όνομά του με την επαίσχυντη πράξη της προδοσίας του δασκάλου του, καθιστώντας τον συνώνυμο του προδότη.

Το πρόσωπο του Ιούδα, ως φιλάργυρου, πονηρού, ζηλότυπου, αργυρώνητου κι αχάριστου,[1] κατ’ επέκταση και η πράξη που του καταλογίζεται, καθώς κρίθηκε υπαίτιος για την τέλεσή της από δόλο, αποτέλεσε αντικείμενο μελέτης και λογοτεχνικής αναφοράς, ενώ εκφράστηκαν αρκετές ανατρεπτικές και αντικρουόμενες απόψεις για το άτομό του.

Ο Κώστας Βάρναλης στο ποίημα του «Η αγωνία του Ιούδα», που συμπεριλαμβάνεται στους Σκλάβους πολιορκημένους (1927), σε έκδηλη αντίθεση με τους Ελεύθερους Πολιορκημένους του Σολωμού,[2] χρησιμοποιεί βιβλικές μορφές ως σύμβολα και επιδεικνύει μια αιρετική εκδοχή του Ιούδα, ενώ παρουσιάζει ένα διαφορετικό Χριστό, μέσα σ’ ένα διάφανο σώμα, καθώς η ύλη μετασχηματίζεται σε αγλαό πνεύμα (Διάφανο σώμα κι αδειανό πάνου απ’ το χώμα σηκωτό βαδίζει στον αέρα).[3] Διαφορετικοί εμφανίζονται επίσης κι όλοι οι μαθητές του Χριστού, περιπλανώμενοι τις νύχτες, ξυπόλητοι, νηστικοί και κυνηγημένοι, προσπαθώντας να αποφύγουν τους διώκτες τους, με κλονισμένο ηθικό και βαριά καρδιά («Ξυπόλητοι, μ’ ένα ραβδί κι ένα ταγάρι σταυρωτά τη μέρα να κρυβόμαστε, τη νύχτα να δρομάμε»).[4]

Ο Βάρναλης πραγματεύεται στο ποίημά του την προδοσία του Ιούδα, για τον οποίο αναφέρει: «ο ορισμένος από τις Γραφές παράνομος μαθητής [...] μορφή αχαμνή, νέος ακόμη, φαίνεται να ’χει πολύ υποφέρει.».[5] Ο Ιούδας θαρρεί πως πρέπει να αποδοθεί επίγεια δικαιοσύνη και να γίνει εδώ και τώρα ο μεγάλος ξεσηκωμός κατά των δυναστών, Ρωμαίων και Φαρισαίων: «Τώρα καιρός για τη Μεγάλη Σκόλη!», όμως ο Ιησούς του κόβει τα φτερά, προς μεγάλη του απογοήτευση: «Ουράνιο το βασίλειο μου κι ουράνια, μάθε, η Πόλη».[6]

Σ’ ετούτη την εκδοχή του ο Ιούδας παρουσιάζεται ως αντιιδεαλιστής επαναστάτης με κύριο μέλημά του την κοινωνική ισότητα και δικαιοσύνη.[7]  Αποστρέφεται την απάθεια, όπως θεωρεί, του Ιησού κι αποφασίζει να τον καταδώσει, ενώ γνωρίζει πως η πράξη του θα τον κατατρέχει για πάντα («και ξέρω τί καταλαλιά τη μνήμη μου θα κυνηγά!»),[8] κάνοντας το απονενοημένο διάβημα ως μια πράξη ύστατης αντίδρασης απέναντι σ’ ένα Μεσσία που δεν είναι ο αναμενόμενος κι έχει προδώσει τις προσδοκίες του ιουδαϊκού λαού για ελευθερία, αντιστρέφοντας την προδοσία.

Στο ποίημα του Εγγονόπουλου «Η τελευταία εμφάνισις Ιούδα του Ισκαριώτη» (Η επιστροφή των πουλιών, 1946), ένας άνθρωπος «παράξενος καί σκοτεινός, εἰσέδυε καί στά πιό καλοαμπαρωμένα σπίτια ακόμα, ἐτάραζε τόν ὕπνο τῶν κοιμωμένων, ἀναστάτωνε τίς ἤσυχες συνειδήσεις, πίκραινε θανάσιμα τίς καρδιές, και μέ μιάνα μεταλλική φλογέρα, πού ἔπαιζε στήν ἐντέλεια, ξύπναγε σ’ ὅλους μιάν ἔντονη, τυραννική ὅσο κι ἀκαθόριστη, νοσταλγική διάθεση»,[9] το ξημέρωμα όμως κανένας δεν μπορούσε να θυμηθεί τίποτα.[10]

Ο νυχτερινός επισκέπτης ήταν «Ὁ «Πρόεδρος», ὁ χάλκινος αὐτός Ἀβραάμ Λίνκολν»,[11] που τον συνδέει μεταφυσική συγγένεια με τον ίδιο τον Εγγονόπουλο, καθώς αποτελεί το alter ego του ποιητή και αμφότεροι, με τη μουσική των λέξεων και την αρμονία των ιδεών, είναι ακλόνητοι υπέρμαχοι του ιδανικού της ελευθερίας.[12]

Το χάλκινο άγαλμα του Λίνκλολν αντικατοπτρίζει τη φιγούρα του Ιησού Χριστού που δεν μπορεί να ησυχάσει από τα δεινά που λαμβάνουν χώρα την εποχή εκείνη στη γηραιά ήπειρο, καθώς οι προσπάθειές για ειρήνη συντρίβονται στη δίνη του πολέμου.[13]

Ο άνθρωπος που τυχαία (;) ανακάλυψε[14] την απουσία του αγάλματος και κατ’ ουσία την ταυτότητα του νυχτερινού επισκέπτη, «ὠνομάζετο Ἰούδας. Τό ἐπώνυμον δέ, Ἰσκαριώτης».[15]

Ο Ιούδας παρουσιάζεται εδώ, σε αντίθεση με την άποψη του Βάρναλη και του Καζαντζάκη, ως κοινός δωροδοκημένος καταδότης, καθώς «ἠμείφθη μέ ποσόν τι δολλαρίων».[16]

Η προσέγγιση ετούτη του Εγγονόπουλου εξηγείται από την υπερρεαλιστική του ταυτότητα, καθώς το ύφος του είναι μπαρόκ με μοντερνικές τεχνικές μεταφορών, παρομοιώσεων και παράδοξων, ξαφνιάζει ιδιαίτερα με την ανάπτυξη του απροσδόκητου και του αποσπασματικού, ενώ με παρωδία και ειρωνεία δημιουργεί ένα μοναδικό ποιητικό λόγο.[17]

Ο Τελευταίος Πειρασμός (1955) του Νίκου Καζαντζάκη αποτελεί μια ανορθόδοξη απεικόνιση του Ιησού του Ναζωραίου, καθώς η ανθρώπινη φύση του αντιμάχεται με τις ευθύνες του Μεσσία, ο οποίος τελικά, συνειδητοποιώντας τις συνέπειες για την ανθρωπότητα, ολοκληρώνει θριαμβευτικά την αποστολή του, χάρη στην καθοριστική συμβολή του ισχυρότερου χαρακτήρα, του Ιούδα Ισκαριώτη.

Το αφηγηματικό περιεχόμενο του Τελευταίου Πειρασμού  επικεντρώνεται στην ενήλικη ζωή του Ιησού Χριστού, ενώ οι χαρακτήρες του διαφοροποιούνται σημαντικά σε σχέση με τη βιβλική παράδοση, με τον Ιούδα επαναστάτη, την Παναγία να μην επιθυμεί για το γιο της την πνευματική οδό κ.ά. .[18]

Ο Ιούδας στον Τελευταίο Πειρασμό παρουσιάζεται από τον Καζαντζάκη ως εξαιρετικά θετική μορφή που βοηθά τον Ιησού Χριστό να απεκδυθεί το γήινο σώμα του και να λυτρώσει τον κόσμο, άφθαρτος και επαναστάτης («Τι αγάπη, αλαφροΐσκιωτε; Ποιους αγαπάς; Γαργγάνιασε ο κόσμος, θέλει μαχαίρι· αυτό λέω εγώ»),[19] με τα λόγια του να εκπροσωπούν εν τέλει το συγγραφέα, ενώ στο τέλος συγκλίνει με τον Ιησού («Ραβή, μουρμούρισε με αναπάντεχη τρυφεράδα, ραβή, μου… Ποτέ στη ζωή του ο Ιούδας δε μίλησε ανθρώπου τόσα τρυφερά»),[20] όταν Εκείνος αποδέχεται τη χρήση της φωτιάς για τον εξαγνισμό και την εκκαθάριση του κόσμου («μονάχα ύστερα απ’ τις φλόγες έρχεται η Αγάπη. [….] λίπασμα καλύτερο απ’ τη στάχτη δεν υπάρχει»)[21].[22]

Με αυτόν τον τρόπο ο Ιησούς υπερβαίνει τους πειρασμούς και οδηγείται σε μια δυναμικότερη προσέγγιση που δεν είναι παρηγορητική αλλά αφυπνιστική για το λαό.[23] Ο Ιούδας εμφανίζεται ως δυναμικός μαχητής, που βλέπει στο πρόσωπο του Ιησού τον Μεσσία του γήινου κόσμου, τον αυτοκράτορα που θα κατατροπώσει τη Ρώμη κι εκείνος ζητά από τον Ιούδα να τον καταδώσει, ως ύστατη πράξη αφοσίωσης, καθώς συνειδητοποιεί πως μόνο με το σταυρικό θάνατο θα εδραιώσει τη Βασιλεία του και ο χαλκέντερος Ιούδας, ο μοναδικός αξιόπιστος μαθητής, καταδίδει τον Δάσκαλο στους δήμιούς του.[24]

Ποιητές όπως ο Νίκος Καζαντζάκης κι ο Κώστας Βάρναλης, μαγνητισμένοι καθώς είναι από τη νιτσεϊκή φιλοσοφία, κυριαρχούνται από μια διονυσιακή έκσταση που συχνά εξανεμίζεται μέσα σε μια διεκδικητική αοριστολογία και όντας έκθαμβοι από το όραμα ενός άσπιλου, στιβαρού και καλύτερου κόσμου, δηλώνουν ανενδοίαστα έτοιμοι να εξαγγείλουν την παλιγγενεσία της φυλής αλλά και της ανθρωπότητας ολάκερης.[25]

Ο Βάρναλης παρουσιάζει μια μορφή του Ιούδα κοινωνικού επαναστάτη που διάκειται εχθρικά απέναντι σε κάθε είδους ατομική δέσμευση (απ’ τ’ αγαθά, που ’δώσε ο Θεός, ζητάει μερίδα δίκια!)[26], παρόμοια με κείνη του Ιούδα του Καζαντζάκη, όπως παρεμφερής είναι η προσέγγιση του όλου θέματος, με το μετανοημένο Χριστό, καθώς δεν οδήγησε στο δρόμο της κοινωνικής επανάστασης, και το δυαδισμό ψυχής και σώματος, να υποδηλώνουν τις κοινές αφετηρίες των δύο, επαναστατών κατά της κατεστημένης τάξης, συγγραφέων.[27]

 

  

Βιβλιογραφία

 

·       Αρτέμη, Ε., Θεολόγου-Φιλολόγου, ΜΑ Θεολόγου-Δρ. Θεολογίας, «Συγκριτική μελέτη έργων του Άγγελου Σικελιανού, Κώστα Βάρναλη και Γεωργίου Σεφέρη», στο: Αρχείο του περιοδικού «Λόγος και Αντίλογος», τεύχος 17, 2013. Ανακτήθηκε από: http://users.sch.gr/amalsk/Arheio/17Issue/4SikelVarnSeferis.pdf. στις 19/3/2016.

·       Giannakopoulou, L., Dr, «Μπολιβάρ, by Nikos Engonopoulos: sculptural monuments and the poetics of praise from Pindar to Abraham», Στο Society for Modern Greek Studies, 2015. Ανακτήθηκε από: http://www.moderngreek.org.uk/ στις 20/3/2016.

·       Δανιήλ, Χ. (επιμ.), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών Κειμένων (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.

·       Vitti, M., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας3, Αθήνα 2003.

·       Kazantzakis, N. The Last Temptation of Christ. A Novel. Peter A. Bien, tr. New York: Simon and Schuster, 1960. Ανακτήθηκε από: http://www.biblionet.gr στις 20/3/2016.

·       Καγιαλής, Τ., «Η μοντέρνα ποίηση και η γενιά του ’30», στον τόμο: Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 337 - 396.

·       Καρατάσου, Κ., «Κώστας Βάρναλης. Νίκος Καζαντζάκης», στον τόμο: Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ος αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 281 - 317.

·       Καστρινάκη, Α., «Ο Καζαντζάκης Γνωστικός», στο: «Ο Καζαντζάκης στον 21ο αιώνα», Πρακτικά του Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου «Νίκος Καζαντζάκης 2007: Πενήντα χρόνια μετά» (Πανεπιστήμιο Κρήτης, Ηράκλειο & Ρέθυμνο, 18-21 Μαΐου 2007), επιμ.: Σ. Ν. Φιλιππίδης,  Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2010.

·       Νικοδήμου Αγιορείτου, Ἑορτοδρόμιον, ἤτοι ἑρμηνεία εἰς τοὺς κανόνας τῶν δεσποτικῶν καὶ θεομητορικῶν ἑορτῶν/ υπό Νικόδημου εν μοναχοίς ελαχίστου του Αγιορείτου. Εν Βενετία, Εκ της τυπογραφίας Νικολάου Γλυκύ, 1836.

·       Πολίτης, Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ21, Αθήνα 2014.


Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


[1] «Ἀγνώμων φανεὶς καὶ πονηρὸς ζηλότυπος, δῶρον ἀξιόθεον λογοπραγεῖ, δι’ οὗ ὀφειλέσιον ἐλύθη ἁμαρτημάτων, καπηλεύων ὁ δεινός Ἰούδας τὴν φιλόθεον χάριν.»: Νικοδήμου, 1836: 320.

[2] Πολίτης, Λ., 2014: 245.

[3] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 26-27, σ. 378.

[4] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 11-12, σ. 378.

[5] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 6-8, σ. 377.

[6] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 34-35, σ. 378.

[7] Αρτέμη, Ε., 2013: 2.

[8] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχος 63, σ. 379.

[9] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 4-8 , σ. 469.

[10] Giannakopoulou, L., 2015: 125-126.

[11] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 15-16 , σ. 469.

[12] Giannakopoulou, L., 2015: 125-126.

[13] Giannakopoulou, L., 2015: 126. Το 1867, η χρονολογία που αναφέρεται στο ποίημα, δεν είναι τυχαία, καθώς τότε, δύο χρόνια μετά τη δολοφονία του υπερασπιστή της ελευθερίας των Αφροαμερικανών Αβραάμ Λίνκολν ήρθαν στο φως νέες αποκαλύψεις για τη συνωμοσία που είχε οδηγήσει στον θάνατό του. 

[14] «Μιά νύχτα ὅπου, ὅλως κατά τύχη, τόν ἔφεραν τ’ ἀβέβαια βήματά του ἐπί λόφου ἐξοχικοῦ, δεσπόζοντος τῆς πόλεως, ἀντελήφθη ὅτι τό μπρούτζινο ἄγαλμα τοῦ Ἀβραάμ Λίνκολν πού εἴταν στημένο ἐκεῖ πάνω ἔλειπε, καί τό μαρμάρινο βάθρο φάνταζε ἔρημο κι’ ἐγκαταλελειμμένο κάτω ἀπό τό φῶς τῶν προβολέων».: Δανιήλ, Χ., 2008: στίχοι 11-15 , σ. 469.

[15] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχος 18, σ. 469. Αντίπαλον δέος στη μορφή αυτή είναι ο Ιούδας ο αιώνιος προδότης, ο «καταδότης» (αυτών των ιδανικών), ο οποίος διατηρεί μεν τη συμβολική διάσταση του προδότη που έχει παραδώσει η Αγία Γραφή αλλά αποκτά μια διαφορετική διάσταση μέσα από τον συσχετισμό του με τη μορφή του Λίνκολν και ό,τι αυτός αντιπροσωπεύει.

[16] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχος 17, σ. 469.

[17] Καγιαλής, Τ., 2008: 375-376.

[18] Καρατάσου, Κ., 2008: 304.

[19] Δανιήλ, Χ., 2008: σ. 407.

[20] Δανιήλ, Χ., 2008: σ. 410.

[21] Δανιήλ, Χ., 2008: σ. 409.

[22] Καστρινάκη, Α., 2010: 52&63.

[23] Καρατάσου, Κ., 2008: 312.

[24] Kazantzakis, N., 1960: http://www.biblionet.gr/

[25] Vitti, M., 2003: 335.

[26] Δανιήλ, Χ., 2008: στίχος 40, σ. 379.

[27] Καστρινάκη, Α., 2010: 53.

ΕΛΠ30- 3η 2015-2016

*Δημήτρης Β. Καρέλης


Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό 

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 


#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!