Οι τάσεις της νεοελληνικής πεζογραφίας, στα τέλη του ελληνικού ρομαντισμού και η καβαφική ειρωνεία
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Ενότητα Α΄: Οι τάσεις της νεοελληνικής πεζογραφίας, στα τέλη του ελληνικού ρομαντισμού και η καβαφική ειρωνεία
Ενότητα
Β΄:
Βιβλιογραφία
Ενότητα
Α΄: Οι τάσεις της νεοελληνικής πεζογραφίας, στα τέλη του ελληνικού ρομαντισμού
και η καβαφική ειρωνεία
Μετά το 1880 στην ελληνική λογοτεχνία εκτυλίσσεται στροφή από τον
ρομαντισμό στο ρεαλισμό, κάτι που ευνόησε την πεζογραφία, καθώς στράφηκε στην ηθογραφία,
με θεματική την ύπαιθρο και τους απλοϊκούς ανθρώπους, ενώ παραμελήθηκε σταδιακά
το ιστορικό μυθιστόρημα.[1]
Διαμορφωτές των εξελίξεων υπήρξαν δύο μυθιστορήματα, η «Στρατιωτικὴ
Ζωὴ ἐν Ἑλλάδι» (Βράιλα, 1870-71), έργο ανωνύμου συγγραφέα, πιθανώς
του Χαρίλαου Δημόπουλου[2] και ο «Λουκῆς Λάρας» (Εστία, 1879)
του Δημητρίου Βικέλα, που αμφότερα αφηγούνται πραγματικά γεγονότα και αντικατοπτρίζουν
τον καινοφανή στόχο του ντοκιμαντέρ, ως προπομποί λιγότερο ρητορικής
υφής του λόγου και απλούστερης γλώσσας.[3]
Η πρώτη εκ των δύο τάσεων της περιόδου στην ελληνική πεζογραφία επέκρινε το
αρτισύστατο ελληνικό
κράτος και αποδομούσε την κοινωνία, μέσα από τη σάτιρα, με κύριους εκφραστές
τον Ιάκωβο Πιτζιπίο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη και η δεύτερη, εποικοδομητική και
ιδεαλιστική, με εκφραστές τον Αλέξανδρο Ρίζο Ραγκαβή και τον Δημήτριο Βικέλα, στόχευε
στην βελτίωση της ελληνικής κοινωνίας, με ευρωπαϊκό προσανατολισμό, ηθικότητα, ευπραγία
και πρόοδο, είτε μέσω αφηγήσεων αναλογίας και αλληγορίας, είτε προβάλλοντας
χαρακτήρες-πρότυπα όπως ο Λουκῆς Λάρας, με τις δύο τάσεις να συγκλίνουν
στους διδακτικούς σκοπούς και ως προς τις παθογένειες της κοινωνίας.[4]
Η «Στρατιωτικὴ Ζωὴ ἐν Ἑλλάδι»,
«Χειρόγραφον Έλληνος υπαξιωματικού», που εκπροσωπεί την πρώτη κριτική τάση,
έχει ως κεντρική φιγούρα ένα νεαρό Κωνσταντινουπολίτη, εθελοντή υπαξιωματικό
του ελληνικού στρατού, τον Ερρίκο Σκράδο, ο οποίος αφηγείται με σατιρική
διάθεση τις αναμνήσεις από τη θητεία του.[5]
Η πλοκή του έργου είναι αφηγηματική, αυτοβιογραφική και δημιουργική, με ροπή
στη σύνθεση και το διάλογο, ενώ αναβλύζει έναν επιβλητικό ανθρώπινο τόνο, μ’
όλη τη χάρη του λόγου.[6]
Εδώ ανακαλύπτουμε έναν άνθρωπο που παρατηρεί ορθά, ξεχωρίζει και αποδίδει
με ακρίβεια και κομψότητα τη λεπτομέρεια («Μία αἴθουσα μὲ [...] τὴν
βασιλικὴν σημαίαν ὅταν ἔπρεπεν»),[7] με
ύφος, διαύγεια σκέψης και ζωηράδα, ενώ οι γρήγορες και παραστατικές περιγραφές (…«Παντοπωλεῖον,
θὰ ἐπλησίαζεν εἰς τὴν ἀλήθειαν ἂν ἐπέγραφε τοὐλάχιστον Ὀλιγοπωλεῖον ἂν ὄχι
Μηδενικοπωλεῖον»»)[8] και
οι καθαρευουσιάνικοι διάλογοι, έχουν φυσικότητα και ρυθμό, καθώς ο συγγραφέας
κριτικάρει τις διοικητικές και στρατιωτικές συνήθειες της μεταγενέστερης
οθωνικής εποχής («Ἡ Κυβέρνησις τῆς Ἑλλάδος [....] εἰς τὴν ῥάχην τοῦ πολίτου»[9]),
την συμπεριφορά των στρατιωτικών έναντι των πολιτών (…«ἐπὶ τῆς κότας πήτας»)[10]
και στηλιτεύει παθογένειες («…ἐμοίρασε τὸ κεμέρι του μὲ δύο
κυβερνητικοὺς βουλευτάς»[11]).[12]
Ο «Λουκῆς Λάρας», θεωρήθηκε ανανεωτικό έργο που προοιωνίζει τον
ρεαλισμό, καθώς εξαιτίας της ορθοφροσύνης του συγγραφέα του, εγκαταλείπει την ηρωική
ρητορεία και πραγματεύεται ζητήματα της καθημερινότητας των ανθρώπων που
αγωνίζονται για την επιβίωσή τους την ώρα της μάχης («…Χάρις εἰς τὸ
[...] τῆς δίψης καὶ τῆς πείνης»[13]).[14]
Το αφήγημα αναφέρεται στην Οδύσσεια ενός νέου που ονειρεύεται να
μεταναστεύσει από τη Σμύρνη στο Λονδίνο, όταν ξεσπούν βίαια επεισόδια εξαιτίας
του αγγέλματος της Ελληνικής εθνεγερσίας του 1821, καθώς οι Τούρκοι ξεσπούν
άγρια στους χριστιανούς της Πόλης, της Μικρασίας και των νησιών, με σφαγές και
εξανδραποδισμούς, αναγκάζοντας τον Λουκῆ Λάρα και την οικογένειά του
να διαφύγουν δια πυρός και σιδήρου, με την πείνα να τους ταλανίζει («Σῦκα,
κουκκία, ξυλοκέρατα [...] ὡς ἐπί τὸ πολύ, ἡ τροφή μας»),[15] ώσπου
να λυτρωθούν μ’ ένα ευτυχισμένο τέλος, όταν εκείνος νυμφεύεται την κοπέλα που
έσωσε από το χαρέμι του Τούρκου πασά στη Χίο.[16]
Με λιτή και απλή γλώσσα, με έντονο προσωπικό ιδίωμα, ιχνογραφεί με
ρεαλισμό την προσωπικότητά του αφήνοντας αβίαστα και με παρρησία να διαφανούν
τα τρωτά του («Τοιοῦτος λοιπὸν ἤμην· μικρός καὶ ἀσθενής τὸ σῶμα».),[17] χωρίς
την επιθυμία να ωραιοποιήσει ή να παρασιωπήσει.[18]
Το ύφος της εξιστόρησης του Βικέλα επιδιώκει την πιστή αποτύπωση
της ζωής με ακρίβεια και σαφήνεια («Ἀλλ' ἤμεθα νέοι [...] οἱ
μαστιχοφόροι περί τα Μεστὰ λόφοι»[19]).[20]
Ο «Λουκῆς Λάρας» έχει ως κεντρική θεματολογία την αντιδιαστολή
του ηρωισμού με το εμπορικό πνεύμα («Ἄοπλοι, ἀπροστάτευτοι, ταπεινωμένοι
[....], νὰ ἔχωμεν γενναιότητα;»),[21]
καθώς αδιαφορεί για τα ρομαντικά εθνικά οράματα, μπροστά στην ρεαλιστική,
σώφρονα ανάγκη για επιβίωση («Ἐμέ ο Θεός μ' ἐφύλαξεν [...]διὰ τὴν ἀπελπισίαν
τοῦ ἡρωϊσμού»),[22]
έστω και με κάποιες τύψεις συνειδήσεως από τη μεριά του πρωταγωνιστή («…ἀπορῶ,
καί ἐξανίσταμαι κατ' ἐμαυτοῦ, [...] ἄς ἔπιπτα ἐπί τέλους πολεμῶν»[23]).[24]
Ενότητα
Β΄: Η καβαφική ειρωνεία
Η πρώιμη ποίηση του Κωνσταντίνου Καβάφη,
σε γλώσσα καθαρεύουσα, στομφώδες ύφος και ρητορεία, απαισιόδοξη διάθεση και
πεισιθάνατη θεματολογία, ήταν επηρεασμένη από το ρομαντισμό, ενώ η ωριμότερη
φάση του ποιητή, μετά το 1911, επιφυλάσσει τολμηρότερα εκφραστικά μέσα, με
πραγματοκρατία και μοντερνισμό, ερωτικό
όραμα και πολιτική κριτική.[25]
Αυτό που διαχωρίζει όμως ουσιαστικά τον Καβάφη
απ’ τους ποιητές του 19ου αιώνα, αλλά και κείνους της γενιάς του, είναι
η ειρωνική αποστασιοποίηση, η παραδοχή ότι ο άνθρωπος δεν είναι ποτέ
παντογνώστης και η σχετικότητα των αξιών, αίσθηση που λειτουργεί με ανατρεπτικό
χιούμορ.[26]
Χαρακτηριστικά
παραδείγματα καβαφικής ειρωνείας είναι τα ποιήματα του Καβάφη, «Βυζαντινός
άρχων εξόριστος στιχουργών» (1921) και «Ἡγεμὼν ἐκ Δυτικῆς Λιβύης»
(1928).
Η φιγούρα του Βυζαντινού
άρχοντα, την οποία ο Καβάφης περιβάλλει με μια λεπτή ειρωνεία,
δύσκολα θα μπορούσε να θεωρηθεί σοβαρή και αξιόπιστη, όπως προκύπτει από τις
γεμάτες ειρωνεία, κομπασμό και άνευ ουσίας δηλώσεις του, ως «παντογνώστη» («Και
θα επιμείνω, [...] τους Κανόνας των Συνόδων»)[27].
Ο άρχων στην εξορία του μεταβάλλεται σε ποιητή και συγγραφέα που διασκεδάζει
«με μυθολογήματα Ερμού, και Aπόλλωνος, και Διονύσου,…»,[28]
παρότι όμως συνθέτει «ιάμβους ορθοτάτους»,[29]
δεν ονομάζει εαυτόν ποιητή.
Ο Καβάφης προτίθεται να σαρκάσει ανοικτιρμόνως τους ασεβείς, επιπόλαιους,
μωροφιλόδοξους δημιουργούς, που δεν υπεισέρχονται στην ουσία της τέχνης («…οι
λόγιοι της Κωνσταντινουπόλεως δεν ξέρουν να συνθέσουν.»),[30]
ενώ στηλιτεύει και ειρωνεύεται όσους χρησιμοποιούν την ποίηση για να περνούν
την ώρα τους ή για ίδιον όφελος (…«και δεινώς ανιών, [...]εξάστιχα κι
οκτάστιχα ποιών.»[31]).
Η τεχνική της ειρωνείας που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του ο Καβάφης είναι
η μάσκα-προσωπείο που αναλαμβάνει να παίξει ένα βασικό ρόλο,
καλύπτοντας πίσω της τον ίδιο τον ποιητή, που σε τούτη την περίπτωση ίσως αντεπιτίθεται
στους επικριτές του: «Οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν.[32]».[33]
Ο Καβάφης στον «Ηγεμόνα εκ Δυτικής Λιβύης» παρουσιάζει ένα γελοίο
και τραγικό συνάμα τύπο που ελληνίζει, παριστάνοντας ενσυνείδητα κάτι που δεν
είναι, για να σατιρίσει το φαινόμενο της αλλοτρίωσης των ανθρώπων που υποδύονται
ξένες ιδιότητες και χαρακτήρες.
Η ειρωνεία είναι διάχυτη στο ποίημα, φανερώνεται όμως στη δεύτερη στροφή,
οπότε αποκαλύπτεται η αληθινή ταυτότητα του ήρωα («Ἕνας τυχαῖος, ἀστεῖος
ἄνθρωπος. [....] σὰν τοὺς Ἕλληνας νὰ φέρεται·»)[34],
ενώ αποκαλύπτουν το νόημά τους οι χαρακτηρισμοί της πρώτης στροφής («Θἆταν
βαθὺς [...] νὰ μὴ μιλοῦν πολλά.»)[35].
Η ανατροπή ετούτη συνιστά δραματική ή τραγική ειρωνεία, την
προσφιλή καβαφική ειρωνεία των καταστάσεων, κατά την οποία το θύμα της δεν
γνωρίζει, σε αντίθεση με τον αναγνώστη, πως αποτελεί θύμα μιας κατάστασης.[36]
Τα αιχμηρά σχόλια του ποιητή, προς τον Ηγεμόνα, αποτελούν λεκτική
ειρωνεία, η οποία ενισχύεται από τον φόβο της αποκάλυψης που τον ταλανίζει
την ώρα που πασχίζει να εντυπωσιάσει τους Αλεξανδρινούς, ως Έλλην ευγενής,
βρίζοντάς τους ταυτόχρονα («κ᾿ ἔτρεμεν ἡ ψυχή του [...] τὸν πάρουν στὸ ψιλό,
ὡς εἶναι τὸ συνήθειο τους, οἱ ἀπαίσιοι..»).[37]
Εκτός της ιδιομορφίας στους τύπους της
ειρωνείας, η ειδοποιός διαφορά των δυο ποιημάτων έγκειται στην αφήγησή τους,
καθώς στον Βυζαντινό άρχοντα γίνεται σε
πρώτο πρόσωπο, ενώ στον Λίβυο
ηγεμόνα σε τρίτο πρόσωπο.
Βιβλιογραφία
·
Beaton, R., Εισαγωγή στη Νεότερη Ελληνική
Λογοτεχνία. Ποίηση και Πεζογραφία, 1821-1992, μτφρ. E. Zουργού - M.
Σπανάκη, Nεφέλη, Aθήνα 1996.
- Βικέλας, Δ., Λουκῆς Λάρας, Έκδοσις
τετάρτη, μετ’ εικονογραφιών, υπό Θεοδώρου Ράλλη. Εκδότης Γεώργιος Κασδόνης.
Εν Αθήναις, 1892.
- Γαραντούδης, Ε., «Εισαγωγή – Κλασικορομαντική
ποίηση (1830-1880)», στον τόμο: Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική
Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα
2008, σελ. 129-164.
- Δανιήλ, Χ. (επιμ.), Γράμματα ΙΙ: Νεοελληνική
Φιλολογία (19ος & 20ος αιώνας), Ανθολόγιο Νεοελληνικών Λογοτεχνικών
Κειμένων (19ος & 20ος αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
- Δημαράς, Κ. Θ.: Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. 1η
έκδοση 1949, Ίκαρος. 9η έκδοση 1999, Γνώση. Αθήνα.
- Δημόπουλος, Χ., «Ἡ Στρατιωτικὴ Ζωὴ ἐν Ἑλλάδι», στον τόμο: Ανθολόγιο
Κριτικών Κειμένων για τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και
20ός αιώνας), Δανιήλ, Χ. (επιμ.), EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 173 - 184.
- Καβάφης, Κ., Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης, στο «Ποιήματα
1897-1933», Ίκαρος 1984. http://www.kavafis.gr/poems/content.asp?id=60&cat=1,
23/1/2016.
- Κωστίου, Κ., «Η ποίηση του Καβάφη», στον τόμο:
Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός
αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 231 - 259.
- Πατερίδου, Γ., «Η γενιά του 1880. Πεζογραφία -
Ποίηση»», στον τόμο: Λάμπρος Βαρελάς κ.ά., Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία
(19ος και 20ός αιώνας). Εγχειρίδιο Μελέτης, EAΠ, Πάτρα 2008, σελ. 185
- 229.
- Πολίτης, Λ., Ιστορία της Νεοελληνικής
Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ21, Αθήνα 2014.
- Σταματίου, Κ., «Λουκής Λάρας , Δημήτριος Βικέλας.
«Λουκής Λάρας», μυθιστόρημα, φιλολογική επιμέλεια Κώστας Καφαντάρης, Εκδ.
Οδυσσέας, σελ. 157», στο: «Τα Νέα», στήλη «βιβλίο» (1.4.1989),
σελ. 32. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο – Θεσ/κης -Ψηφιοθήκη: http://digital.lib.auth.gr/record/27255/,
12/1/2016.
- Τζιόβας, Δ., «Ο αποδημητικός Δημήτριος Βικέλας: Αναμνησιολογία,
χαρακτηρολογία και γλώσσα», στον τόμο: Ανθολόγιο
Κριτικών Κειμένων για τη μελέτη της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (19ος και
20ός αιώνας), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σελ. 223-229.
- Vitti,
M., Ιστορία της
Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, εκδ. Οδυσσέας3, Αθήνα 2003.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. |
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
[1] Πολίτης, Λ. 2014: σ. 200.
[2] Γαραντούδης, Ε. 2008: 138.
[3] Beaton, R. 1996: 95.
[4] Τζιόβας, Δ. 2008: σ. 228.
[5] Γαραντούδης, Ε. 2008: 138.
[6] Δημαράς Κ. Θ. 1949: σ.
438.
[7]
Δημόπουλος, Χ. 2008: 176.
[8] Δημόπουλος, Χ. 2008: 177.
[9] Δημόπουλος, Χ. 2008:
174.
[10] Δημόπουλος, Χ. 2008:
174.
[11] Δημόπουλος, Χ. 2008:
176.
[12]
Δημαράς Κ. Θ. 1949: σ. 438-439.
[13] Βικέλας, Δ. 1892: 94-95.
[14] Vitti M. 2003: σ. 286.
[15] Βικέλας, Δ. 1892: 80.
[16] Σταματίου, Κ. 1989: 32.
[17] Βικέλας, Δ. 1892: 49.
[18]
Πατερίδου, Γ. 2008: 219.
[19] Βικέλας, Δ. 1892: 85.
[20]
Πατερίδου, Γ. 2008: 219.
[21] Βικέλας, Δ. 1892: 9 -10.
[22] Βικέλας, Δ. 1892: 10.
[23] Βικέλας, Δ. 1892: 48.
[24] Πατερίδου, Γ. 2008: 219.
[25] Κωστίου, Κ. 2008: 234.
[26] Beaton, R. 1996: 133 - 134.
[27] Δανιήλ, Χ. 2008: στίχοι
3-5, σ. 345.
[28] Δανιήλ, Χ. 2008: στίχοι 13-14, σ.
345.
[29] Δανιήλ, Χ. 2008: στίχος 16, σ. 345.
[30] Δανιήλ, Χ. 2008: στίχοι 17-18, σ.
345.
[31] Δανιήλ, Χ. 2008: στίχοι 10-12, σ.
345.
[32] Δανιήλ, Χ. 2008: στίχος 1, σ. 345.
[33] Κωστίου, Κ. 2008: 240.
[34] Καβάφης, Κ. 1984: στίχοι 14-16.
[35] Καβάφης, Κ. στίχοι 11-12.
[36] Κωστίου, Κ. 2008: 240.
[37] Καβάφης, Κ. 1984: στίχοι
17-21.
ΕΛΠ30- 2η 2015-2016
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. |
Copyright © 2022 - All Rights Reserved