«Η σχέση ονομάτων και πραγμάτων στον Κρατύλο του Πλάτωνα»
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
Ενότητα Α΄: Η συμβασιοκρατική και η φυσιοκρατική θεωρία για τη σχέση ονομάτων και πραγμάτων
Ενότητα Β΄: Η αξιολόγηση των δύο
θεωριών και των επιχειρημάτων τους από τον Σωκράτη – Τα φιλοσοφικά
κίνητρα του Πλάτωνα
Επίλογος
Βιβλιογραφία
Πρόλογος
Ο διάλογος επινοήθηκε από τον Πλάτωνα ως μορφή φιλοσοφικής συνεννόησης,
επιδιώκοντας την αληθινή γνώση στα πλαίσια μιας φιλοσοφικής συζήτησης, καθώς οι
ιδέες των συνομιλητών καταρρίπτονται από τον πρωταγωνιστή φιλόσοφο, που
συμβολικά και σχεδόν πάντοτε, εκφράζεται από τον Σωκράτη.[1]
Ο Κρατύλος ή Περί ονομάτων ορθότητος, είναι αυθεντικό έργο του
Πλάτωνα το οποίο ταξινομείται στους διάλογους της μεταβατικής ή μέσης
περιόδου, κατά την οποία γράφτηκαν οι διάλογοι κατά των σοφιστών: Γοργίας,
Μένων, Ευθύδημος, Ιππίας μείζων, Ιππίας ελάσσων, Κρατύλος και Μενέξενος.[2]
Εντύπωση προκαλεί ότι ο Κρατύλος λοξοδρομεί από τους σωκρατικούς και
τους λοιπούς διαλόγους του Πλάτωνα, ενώ το ερώτημα σχετικά με τη γλώσσα το
οποίο διαλαμβάνει, είναι ζήτημα που δεν απασχόλησε κανένα προγενέστερο, ούτε και
μεταγενέστερο διάλογο.[3]
Τα πρόσωπα του διαλόγου είναι ο Σωκράτης, ο Αθηναίος μαθητής του παρμενιδικός
Ερμογένης του Ιππονίκου, που δεν φημιζόταν για τη φιλοσοφική του δεινότητα και
ο ηρακλειτικός φιλόσοφος Κρατύλος, εκπρόσωπος της σχολής του Ηρακλείτου
στην Αθήνα, απ’ το οποίο διδάχθηκε την αέναη ροή όλων των αισθητών πραγμάτων.[4]
Ο χρόνος συγγραφής του Κρατύλου
δεν μας είναι απολύτως γνωστός, συμπεραίνουμε όμως, καθώς υπάρχει ακροθιγής
αναφορά στη θεωρία περί ιδεών, πως δύναται να γράφτηκε ανάμεσα στα έτη 385 και
379 π.Χ.
Στην πρώτη ενότητα τούτου του δοκιμίου διερευνούμε την αίσθησή μας από τη
μελέτη των δύο θεωριών για τη διασύνδεση ονομάτων και πραγμάτων, τη φυσιοκρατική
και τη συμβασιοκρατική, καθώς επίσης τι στοχεύουν να καταδείξουν και
με ποια επιχειρήματα το πράττουν.
Στη δεύτερη ενότητα, παρουσιάζουμε την κρίση των δύο υποθέσεων και
τα επιχειρήματά τους από τον Σωκράτη, κατά την πορεία και το πέρας
του διαλόγου και τέλος, αναζητούμε τα φιλοσοφικά κίνητρα της εξέτασης
από τον Πλάτωνα της φύσης της γλώσσας και των λέξεων.
Ενότητα
Α΄: Η συμβασιοκρατική και η φυσιοκρατική θεωρία για τη σχέση
ονομάτων και πραγμάτων
Ο διάλογος ξεκινά άμεσα, χωρίς χρονικό και τοπικό προσδιορισμό της
συζήτησης, με τους Ερμογένη και Κρατύλο να συνδιαλέγονται, ενώ διακόπτουν με
την άφιξη του περαστικού Σωκράτη, καλώντας τον να συμμετάσχει.[5]
Βάση του υπό εξέταση διαλόγου αποτελεί η γλώσσα με τις λέξεις, καθώς για
πρώτη φορά ο Πλάτων μελετά το θέμα ως γλωσσικό ζήτημα, αν δηλαδή η γλώσσα είναι
φυσικό δημιούργημα ή ανθρώπινο κατασκεύασμα.[6]
Εκ πρώτης όψεως το ζητούμενο της συζήτησης είναι η προέλευση της γλώσσας
και το εάν τα ονόματα έχουν σημασία «σύμφωνη με τη φύση» τους (φύσει),
δηλαδή βάση κάποιας εσωτερικής αντιστοιχίας του λεκτικού συμβόλου με το
σημαινόμενο πράγμα ή εάν η σημασία του είναι «συμβατική» (νόμῳ),
προερχόμενη δηλαδή από κάποια αθεμελίωτη υπόδειξη.[7]
Σύμφωνα με τα λεγόμενα του Ερμογένη, ο Κρατύλος ισχυρίζονταν τρία
πράγματα: Πρώτον, στο όνομα κάθε πράγματος υπάρχει ουσιαστικά μια ορθότητα η
οποία προέρχεται απ’ τη φύση, δεύτερον, ο ήχος με τον οποίο ορισμένοι άνθρωποι
αναφέρουν ένα πράγμα, αρθρώνοντας το λόγο τους, αυτός ο ήχος δεν αποτελεί το
όνομα του και τρίτον, υφίσταται μια εκ φύσεως (πεφυκέναι)
ορθότητα των ονομάτων, όμοια για όλους τους ανθρώπους (383 a-b).[8]
Ο Ερμογένης, εύκολος αντίπαλος για τον Σωκράτη, υποστηρίζει πως η ονοματοδοσία
δημιουργήθηκε συμβατικά, κατόπιν κοινής συμφωνίας μεταξύ των ανθρώπων
(ὀρθότης ὀνόματος ἢ συνθήκη καὶ ὁμολογία, 384e), όμως καθώς ο Σωκράτης
ανατρέπει την άποψή του αυτή, δεν έχει τίποτε ν’ απαντήσει.[9] Γι
αυτόν, η «συμβατική» (συμβασιοκρατική) ή «αυθαίρετη»
επιβολή και η δύναμη της έξης, αποτελεί a priori το όνομα εκάστου πράγματος, ακριβώς λόγω της
συνήθειας (384e).[10]
Ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί πως το όνομα που δίδει κανείς σε κάθε
αντικείμενο είναι όμοιο για όλους, για παράδειγμα δεν είναι δυνατό η κοινωνία
να ονομάζει κάτι «άνθρωπο» και ένα μέλος της να το ονομάζει «άλογο»
(385a). Θεωρεί επίσης πως
ένα φραστικό σύνολο (λόγος) είναι αληθές
όταν εκφράζει τα πράγματα με ακρίβεια,
ενώ αντίθετα είναι ψευδές όταν τα εκφράζει διαφοροτρόπως. Ο
Ερμογένης αποδέχεται το σκεπτικό του Σωκράτη, δεν αποδέχεται όμως πως μπορεί ο
λόγος να είναι στο σύνολό του αληθινός, αλλά κάποια μέρη του ψεύτικα, θεωρώντας
όλα τα μέρη του ορθά (385c).[11]
Ο Ερμογένης πιστεύει πως η ορθότητα του ονόματος είναι ενιαία, πως
μπορεί δηλαδή καθένας να δίνει διαφορετικό όνομα στο ίδιο πράγμα και ότι αυτά
δεν καθορίζονται από τη φύση, ενώ επιχειρηματολογεί λέγοντας ότι και οι πόλεις
δίνουν η καθεμιά αλλιώτικα ονόματα στα ίδια αντικείμενα, ώστε να διαφοροποιούνται
οι Έλληνες μεταξύ τους και όλοι τους από τους βαρβάρους (386e).
Στην πορεία του διαλόγου ο Σωκράτης πείθει τον
Ερμογένη να αποδεχθεί ορισμένα θεωρήματα: Το σύμπαν δεν υφίσταται διαρκής ροή
των όντων, όπως διακήρυττε ο Πρωταγόρας, όταν υποστήριζε πως «μέτρο όλων των πραγμάτων είναι ο άνθρωπος»,[12] αντιθέτως τα πράγματα εμπερικλείουν σταθερή και αναμφίβολη ουσία,
ανεξαρτήτως της ανθρώπινης βούλησης (386e), επιπροσθέτως, σταθερές
και βέβαιες είναι οι ενέργειες του ανθρώπου που αναφέρονται σ’ αυτά, φέρνοντας
ως παράδειγμα το εργαλείο που θα χρησιμοποιούσαμε για να κόψουμε κάτι, αν έπρεπε
να είναι το ενδεδειγμένο για αυτό το σκοπό ή θα μεταχειριζόμαστε οποιοδήποτε πρόσφορο
μέσο (387a).[13]
Καθώς το λέγειν είναι μια απ’ τις πράξεις
που αναφέρεται στα πράγματα, όπως και το ὀνομάζειν, ως πράξη που γίνεται σύμφωνα με τη σταθερή βάση των
πραγμάτων με σκοπό να κατασκευάζει ονόματα με τα οποία διακρίνουμε την ουσία
των πραγμάτων, πρέπει να ονομάζουμε τα πράγματα κατά τον τρόπο και το μέσον που
φυσικά πλάστηκαν να ονομάζουν και να ονομάζονται κι όχι όπως εμείς
επιθυμούμε (κατὰ τὴν αὑτῶν ἄρα φύσιν καὶ αἱ πράξεις πράττονται, 387d).[14]
Συνεπώς, κάθε ενέργεια απαιτεί ένα εργαλείο
ή όργανο για να πραγματοποιηθεί. Σαν τέτοιο όργανο στην περίπτωση της ονοματοθεσίας
είναι το όνομα και γενικά η γλώσσα, ένα διδακτικό όργανο διάκρισης των
πραγμάτων αλλά και διδασκαλίας (387d-388c), για παράδειγμα, όπως ένας καλός υφαντής χρησιμοποιεί τη
σαΐτα του με τον καταλληλότερο τρόπο, έτσι κι ο καλός δάσκαλος θα χειρισθεί το
όνομα κατά τρόπο διδακτικό (ὑφαντικὸς μὲν […], καλῶς δ' ἐστὶ διδασκαλικῶς,
387e).[15]
Ο ίδιος ο Ερμογένης παραδέχεται το επιχείρημα του
Σωκράτη (388c-389a), πως καθώς για την κατασκευή
οποιουδήποτε έργου απαιτείται να υπάρχει ένας καλός τεχνίτης, προφανώς και η
περίπτωση των ονομάτων προϋποθέτει την ύπαρξη ενός δημιουργού - νομοθέτη που τα
παράγει, ίσως ο σπανιότερος τεχνίτης στον κόσμο (…ὁ νομοθέτης, ὃς δὴ
τῶν δημιουργῶν σπανιώτατος ἐν ἀνθρώποις γίγνεται, 389a).[16]
Στην πορεία του διαλόγου (390b-d), ο
Σωκράτης αναφέρει στον Ερμογένη ότι ο ονοματουργός
πρέπει να συνεπικουρείται στο έργο της ονοματοθεσίας από τον διαλεκτικό,
εκείνον δηλαδή που καταγίνεται με την διαλεκτική, αποβλέποντας στο
ιδανικό πρότυπο και στη φύση του ονομαζόμενου πράγματος (νομοθέτου δέ γε, ὡς
[…] διαλεκτικὸν ἄνδρα..., 390d). Από τούτο συνάγεται πως τα ονόματα δεν είναι αυθαίρετη,
συμβατική ονοματοθεσία, αλλά αντιστοιχείται φύσει προς τα πράγματα.
Ο Κρατύλος υποστηρίζει πως η ορθότητα ενός ονόματος καθορίζεται εκ
φύσεως (φύσει πεφυκυῖαν, 383b), δηλαδή οι λέξεις φέρουν τη φυσική
ορθότητα και η γλώσσα γίνεται αποδεκτή ως δοθείσα εκ της φύσεως (φυσιοκρατική),
ενώ τα ονόματα είναι γι’ αυτό το λόγο σωστά, ανεξάρτητα αν πρόκειται για
Έλληνες ή για βαρβάρους, καθώς αν για κάποιο πράγμα, καλούμενος να το
ονομάσεις, χρησιμοποιήσεις οποιοδήποτε άλλο όνομα εκτός από το εσωτερικά
σωστό δικό του, τότε δεν το ονομάζεις καθόλου, όσο κι αν χρησιμοποιείς για
την ονομασία του την ίδια, κοινή για όλους, λέξη.[17] Για
παράδειγμα, αναφέρει στον έντονα ενοχλημένο συνομιλητή του, πως το «Ερμογένης» δεν
είναι το πραγματικό του όνομα (383b).
Ο Κρατύλος, στο δεύτερο μέρος του διαλόγου, επιδοκιμάζει τα λεγόμενα του
Σωκράτη, αμφιταλαντεύεται όμως ως προς τα κύρια συναγόμενα και ζητά επανάληψη
της εξέτασης, ενώ αναγνωρίζει πως τα ονόματα αντικατοπτρίζουν το αληθές περιεχόμενο
των πραγμάτων και πως είναι φτιαγμένα να διδάσκουν, καθώς η θέση τους είναι μια
τέχνη ασκούμενη από νομοθέτες.[18]
Επιπροσθέτως, αρνείται πως υφίστανται ψευδείς ονοματοθεσίες και πιστεύει
πως είναι γενικός κανόνας η ορθότητα των ονομάτων (429d).[19]
Ο Σωκράτης διαφωνώντας με τις αντιλήψεις του Κρατύλου παρομοιάζει τα
ονόματα με ζωγραφιές ή σπίτια που κάποιοι ζωγράφοι ή χτίστες αντίστοιχα
αποδίδουν καλύτερα αποτελέσματα από κάποιους άλλους, κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν
κάποιοι νομοθέτες είναι καλύτεροι (καλλίους […], οἱ δὲ αἰσχίους, 429a). Ενώ ο Σωκράτης
αποδεικνύει ότι μπορούμε να προσεπικυρώσουμε ή να εκφράσουμε ψευδή ονόματα, ο
Κρατύλος το αρνείται και δηλώνει πως σ’ αυτή την περίσταση δεν μιλούμε αλλά
εκδηλωνόμαστε με θόρυβο, σαν να χτυπάμε ένα χάλκινο αγγείο (ὥσπερ ἂν
εἴ τις χαλκίον κινήσειε κρούσας, 430a).[20]
Ο Σωκράτης επιχειρηματολογεί επίσης πως ένα όνομα είναι ορθό πρέπει
απαραιτήτως να φέρει και τα κατάλληλα γράμματα (καλῶς κεῖσθαι τὸ ὄνομα, τὰ
προσήκοντα δεῖ αὐτὸ γράμματα ἔχειν, 433b)
Ο Κρατύλος αποδέχεται το όνομα ως αποτύπωση του πράγματος το οποίο
αντικατοπτρίζει, κατά συνέπεια τα στοιχεία που συνέθεσαν τα πρώτα ονόματα
πρέπει να ήταν όμοια με τα πράγματα, όμως ο Σωκράτης, με εξέταση στοιχείων, του
αποδεικνύει πως αυτό είναι αδύνατον και επομένως πρέπει να αποδεχθούμε πως
υπάρχει εδώ ένα είδος σύμβασης (συνθήκης), αναγκάζοντάς μας να
καταφεύγουμε, για την ορθότητα των ονομάτων, στην σύμβαση και το έθος
(435b).
Στη συνέχεια εξετάζεται η ιδιάζουσα δύναμη των ονομάτων, η οποία κατά των
Κρατύλο είναι η διδαχή, καθώς όποιος γνωρίζει τα ονόματα γνωρίζει και τα
πράγματα (435d),
άποψη που αντικρούει ο Σωκράτης, υποστηρίζοντας πως δεν είναι δυνατόν εκείνος
που βρήκε τα ονόματα να είχε επίσης ανακαλύψει και τα πράγματα, τα
προσδιορισμένα από τα ονόματα (437c-438b). Ο
σαστισμένος Κρατύλος εξηγεί το γεγονός αυτό με την πιθανότητα κάποια ανώτερη
δύναμη να έβαλε τα πρώτα ονόματα στα πράγματα, εκλαμβάνοντάς τα επομένως ως
ορθά (438c). Άμεσα ο
Σωκράτης παρατηρεί πως δεν είναι δυνατόν να σφάλουν ανώτερα όντα, θεοί ή
δαίμονες, καθώς ήδη έγινε κοινά παραδεκτό πως υπάρχουν καλά, αλλά και
άστοχα ονόματα, για να συμπληρώσει πως είναι ασφαλώς αρκετό να συμφωνηθεί ότι
μόνο από τα ίδια τα πράγματα θα κατανοήσουμε περισσότερα κι όχι από τα ονόματα,
καθώς εκείνα είναι μόνο εικόνες (439b).
Ενότητα
Β΄: Η αξιολόγηση των δύο θεωριών και των επιχειρημάτων τους από τον Σωκράτη –
Τα φιλοσοφικά κίνητρα του Πλάτωνα
Η ασυμφωνία των δύο συνομιλητών
παραπέμφθηκε στο Σωκράτη, ο οποίος κατέστησε σαφές πως δεν εξέφραζε γνώμη
ειδικού, καθώς δεν παρακολούθησε την διάλεξη του Πρόδικου για την ορθή χρήση
της γλώσσας, αλλά με μόνο του όπλο τις αβίαστες και αληθινές σκέψεις, που
πηγάζουν από τη φυσική του νόηση (384b).
Αρχικά, τα επιχειρήματα του Σωκράτη φαίνεται να συγκλίνουν
με εκείνα του Κρατύλου, καθώς αντιτίθεται με επιχειρήματα στις απόψεις του
Ερμογένη, αλλά στο τελευταίο μέρος του διαλόγου ο Σωκράτης στρέφεται προς τον Κρατύλο
και του αποδεικνύει πως οι φυσιοκρατικές αντιλήψεις του για την ορθότητα των
ονομάτων είναι εξωφρενικές.[21]
Ο διάλογος περατώνεται με τον Σωκράτη να δηλοποιεί την ασάφεια των λεχθέντων κατά τη συζήτηση και να παροτρύνει
σε περαιτέρω διερεύνηση (ἴσως μὲν οὖν δή, ὦ Κρατύλε, […] σκεψάμενον δέ, ἐὰν
εὕρῃς, μεταδιδόναι καὶ ἐμοί, 440d).
Ο Κρατύλος είναι, κατά βάση, ένας φιλοσοφικά πολυσήμαντος διάλογος,
καθώς ο Πλάτων σπανίως αναπτύσσει μη φιλοσοφικά προβλήματα και εκτός αυτού δεν
θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως ένας φιλόσοφος αυτού του βεληνεκούς θα ενδιατριβούσε
σε ένα επουσιώδες φιλοσοφικό ζήτημα.[22]
Ωστόσο υφίσταται γενικά μια δυσκολία στην κατανόηση της σχέσης των
ερωτημάτων που εξετάζει ο Πλάτωνας στον Κρατύλο με τα πολυποίκιλα
φιλοσοφικά ζητήματα που πραγματεύεται στους λοιπούς διαλόγους του, ενώ
ορισμένοι μελετητές παρουσιάζουν ενίοτε τον Κρατύλο ως μια παραδοξότητα
του πλατωνικού πνεύματος, σημειώνοντας τον σατιρικό χαρακτήρα των
ετυμολογικών αναλύσεων του Σωκράτη, καταλήγοντας τελικά στο συμπέρασμα πως δεν
πρόκειται για διάλογο με βαρύνουσα φιλοσοφική σημασία.[23]
Όπως φαίνεται όμως, ο Κρατύλος δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο
πλατωνικό έργο για τη φιλοσοφία της γλώσσας, αλλά πρόκειται για δεσπόζουσα
πτυχή της φιλοσοφίας του, μια συνολική ανάπτυξη ζητημάτων τα οποία αφορούν τη
γλώσσα, κάτι που απορρέει από τα θεμελιώδη ζητήματα της πλατωνικής γνωσιολογίας
και μεταφυσικής.[24] Ο
Πλάτωνας ήδη από τον Φαίδρο διέγνωσε την προβληματικότητα της
άποψης περί αντιστοιχίας ενός όρου και μιας ιδέας, ενώ στον Κρατύλο
επεξηγεί λεπτομερέστερα την υφή του προβλήματος, με την έννοια της
αντιστοίχησης, διερωτώμενος σε τι συνίσταται.[25]
Επίλογος
Ο επιδιαιτητής
Σωκράτης κατέρριψε κατά σειρά τις δύο απόψεις των συνομιλητών του, φέρνοντάς
τους σε αντίφαση, καταδεικνύοντας παράλληλα πως τα πράγματα έχουν σταθερή
ουσία, η οποία δεν εξαρτάται από εμάς, ενώ έργο της ονοματοθεσίας είναι
ενός εξειδικευμένου νομοθέτη, με την συνδρομή του διαλεκτικού, ενώ
στοιχειοθέτησε, σε αντίθεση με τον Ερμογένη, πως στα ονόματα υφίσταται κάποια φυσική
ορθότητα.
Οι επιστημονικές αντιλήψεις για την γνώμη που
αποκρυσταλλώνει ο Σωκράτης διίστανται, καθώς δεν υπάρχει κοινή πεποίθηση
για το αν οι απόψεις του δικαιώνουν τη φυσιοκρατία, τη συμβατικότητα
ή καμία από τις δύο θεωρίες.[26]
Οι διάλογοι του Πλάτωνα στους οποίους τίθενται ερωτήματα και απορίες που
δεν επιλύονται, όπως στον Κρατύλο, λέγονται απορητικοί και
συνίστανται στην μέθοδο της διαδοχικής αναίρεσης των θέσεων που εκφράζουν οι
διάφοροι συνομιλητές του Σωκράτη,
οδηγώντας τελικά σε αδιέξοδο και αποτυχία.[27]
Βιβλιογραφία
- Αναγνωστόπουλος, Γ., «Πλάτωνος Κρατύλος: οι δύο θεωρίες
της ορθότητας των ονομάτων», στο: Γ. Αραμπατζής (επιμ.), Πλάτων:
οντολογία, γνωσιοθεωρία, ηθική πολιτική φιλοσοφία, φιλοσοφία της γλώσσας,
αισθητική. Αφιέρωμα στον .Ζ. Ανδριόπουλο. Παπαδήμας, Αθήνα, 2002.
- Αρχαία Ελληνική
Γραμματεία, Φιλοσοφία, Περιοδικό
RAM Ιούνιος 2005. Διαθέσιμο: http://www.ekivolos.gr/RAM%20Filosofia.pdf,
πρόσβαση: 19/11/16.
- Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας,
μτφ.-επιστ. επιμ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος. Εκδ. Π. Τραυλός, Αθήνα, 2000.
- Lesky, A., Ιστορία της αρχαίας ελληνικής
λογοτεχνίας. Μετάφραση Τσοπανάκη Γ. Αγαπητού. Νέα Ελληνική έκδοση
αναθεωρημένη6η. Κυριακίδη Δέσποινα. Θεσσαλονίκη, 2014.
- Πλάτων, Κρατύλος – Ευθύδημος, εισαγωγή, μετάφραση,
σχόλια, Ηλίας Λάγιος, Βιβλιοθήκη Αρχαίων Ελλήνων Συγγραφέων, επιμέλεια Ευάγγελος
Παπανούτσος, εκδόσεις Ε. & Μ. Ζαχαρόπουλου, Αθήνα, 1989.
- Plato's
Cratylus, Stanford Encyclopedia of Philosophy, http://plato.stanford.edu/entries/plato-cratylus/, πρόσβαση: 15/11/2016.
- Taylor, A. E., Πλάτων. Ο άνθρωπος και το έργο του,
μτφρ. I. Aρζόγλου. ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1990.
- White, Ν., Ο Πλάτων για τη γνώση και την
πραγματικότητα, μτφρ. Χ. Γραμμένου. Αθήνα, 2012.
Δημήτρης Β. Καρέλης
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. |
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
[1] Vegetti, M., 2000, σελ.
157.
[2] Πλάτων, Κρατύλος –
Ευθύδημος, 1989, σελ. 3.
[3] Αναγνωστόπουλος, Γ., 2002,
σελ. 587.
[4] Lesky, A., 2014, σελ. 699.
[5] Πλάτων, ό.π., σελ. 5.
[6] Πλάτων, ό.π., σελ. 6.
[7] Taylor, A. E., 1990, σελ.
109.
[8] Αναγνωστόπουλος, ό.π.,
σελ. 592.
[9] Πλάτων, ό.π., σελ. 3.
[10] Taylor, A. E., ό.π , σελ.
109.
[11] Πλάτων, ό.π., σελ. 6.
[12] «…πάντων χρημάτων μέτρον
ἐστὶν ἄνθρωπος» (Πλάτων, Θεαίτητος, 166d).
[13] Πλάτων, ό.π., σελ. 7.
[14] Πλάτων, ό.π., σελ. 7.
[15] Πλάτων, ό.π., σελ. 7.
[16] Πλάτων, ό.π., σελ. 7.
[17] Taylor, A. E., ό.π., σελ.
109.
[18] Πλάτων, ό.π., σελ. 13.
[19] Πλάτων, ό.π., σελ. 13.
[20] Πλάτων, ό.π., σελ. 13.
[21] Plato's Cratylus, Stanford Encyclopedia of Philosophy,
http://plato.stanford.edu/entries/plato-cratylus/,
πρόσβαση: 15/11/2016.
[22] Αναγνωστόπουλος, Γ., ό.π.,
σελ. 588.
[23] Αναγνωστόπουλος, Γ., ό.π.,
σελ. 588.
[24] White, Ν., 2012, σελ. 194.
[25] White, Ν., ό.π., σελ. 194.
[26] Plato's Cratylus, ό.π., πρόσβαση: 15/11/2016.