«Η ισχύς του πεπρωμένου και το αμάρτημα του ήρωα στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή. Ή, αλλιώς: έφταιξε και σε τι ο Οιδίποδας;»


 «Η ισχύς του πεπρωμένου και το αμάρτημα του ήρωα στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.  Ή, αλλιώς: έφταιξε και σε τι ο  Οιδίποδας;»


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Προλεγόμενα 

Ενότητα Α΄: Η ισχύς των θεών και του πεπρωμένου

Ενότητα Β΄: Το αμάρτημα του Οιδίποδα 

Συμπεράσματα 

Βιβλιογραφία 


Προλεγόμενα


Η τραγωδία Οιδίπους Τύραννος, έργο του Σοφοκλή, αποτελεί το αποκορύφωμα της δημιουργικής εξέλιξης του ποιητή και πιθανότατα γράφτηκε στα 430-425 π.Χ.[1]

Ο Οιδίποδας, ήταν ήρωας ενός από τους περιφημότερους αρχαιοελληνικούς μύθους, καταγόταν από τη βασιλική γενιά του Κάδμου και του Χθόνιου, έναν απ’ τους «Σπαρτούς» δαίμονες, ενώ σημαδεύτηκε με βαριά κατάρα, πριν ακόμη γεννηθεί. Σύμφωνα με τον χρησμό που επικαλείται ο Σοφοκλής, το παιδί που κυοφορούσε η Ιοκάστη, «θα σκότωνε τον πατέρα του» και θα γινόταν πρόξενος πολλών δεινών.

Ο πατέρας του Λάιος αγνόησε το χρησμό, όμως μετά την γέννηση του Οιδίποδα θέλησε να τον εξαφανίσει στον Κιθαιρώνα, ώστε να μην εκπληρωθεί η προφητεία. Οι αστράγαλοι του μωρού τρυπήθηκαν και δέθηκαν από τον Λάιο μ’ ένα λουρί, το οποίο προκάλεσε οίδημα. Όταν το παιδί βρέθηκε και παραδόθηκε στον βασιλιά της Κορίνθου Πόλυβο, που το μεγάλωσε σαν δικό του, πήρε το όνομα Οιδίπους (οἰδέω-πους). Κατά τον ρουν της ιστορίας, οι χρησμοί επαληθεύτηκαν, καθώς ο Οιδίποδας, επιστέφοντας στην πατρώα γη, σκότωσε τον πατέρα του Λάιο και συνεζεύχθη την μητέρα του, βασίλισσα Ιοκάστη, εν αγνοία της αποτρόπαιης πραγματικότητας.[2]

Ο Οιδίπους Τύραννος διαδραματίζεται στο ανάκτορο του Οιδίποδα στη Θήβα, ενώ τα πρόσωπα του δράματος είναι ο Οιδίπους, ο Ιερεύς, ο Κρέων, ο Χορός εκ Θηβαίων γερόντων, ο μάντης Τειρεσίας, η Ιοκάστη, ο Άγγελος, ο Θεράπων του Λαΐου και τα «κωφά ή βωβά πρόσωπα», οι ικέτες, οι δορυφόροι του Οιδίποδος, οι θαλαμηπόλοι της Ιοκάστης και οι θυγατέρες του Οιδίποδος.[3]

Η πλοκή του έργου εκτυλίσσεται όταν μια πανδημία πλήττει την πόλη. Ο θεός Απόλλωνας ζητά, ως μόνη σωτήρια λύση, να τιμωρηθεί ο δολοφόνος του Λαΐου, ο μίτος ξετυλίγεται, ενώ στο τέλος της έρευνας εκπληρώνονται οι πρωτύτεροι χρησμοί και φανερώνεται η εφιαλτική αλήθεια.[4]

Στο παρόν δοκίμιο, αναζητούμε την ισχύ των θεών και του πεπρωμένου, αλλά και τυχόν συνυπαιτιότητα του ήρωα, στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή.


Ενότητα Α΄: Η ισχύς των θεών και του πεπρωμένου

 

Ο Οιδίποδας, μέσα σ’ ένα έντονα μυστηριακό περιβάλλον, καταδικασμένος να ζει δέσμιος στο έρεβος της αγνωσίας, της οδύνης και του παρελθόντος, φάνταζε σαν να ήταν καμωμένος εξ αρχής να επιλύει τους γρίφους που του επεφύλασσε ο βίος του.[5]

Ήταν όμως της μοίρας του γραφτό και προκαθορισμένο απ’ τους θεούς ο «λαοπρόβλητος κι ονομαστός Οιδίπους» (Οιδίπους Τύραννος, στ. 11),[6] να καταντήσει ένας «...τρισάθλιος, απ' όλα τα δεινά δεινότερος...» (στ. 1989-1990) ή μέρος της ευθύνης για τις συμφορές που έπληξαν εκείνον, την οικογένειά του και την πόλη του, βαρύνουν τον ίδιο;

Κατά τον Τσάρλς Σεγκάλ (Charles Segal), στην αντικειμενική θεώρηση του Οιδίποδα Τυράννου, δεν υφίσταται ζήτημα ανάμεσα στην ελεύθερη βούληση (ιντετερμινισμός) και την αιτιοκρατία (ντετερμινισμός), ενώ οι άνθρωποι στην αρχαία ελληνική τραγωδία, δεν είναι υποχείρια των θεών και της μοίρας, παρότι τα υπερφυσικά στοιχεία, οι χρησμοί, οι θεοί, ο λοιμός και η μαντική ειδημοσύνη του Τειρεσία, διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην πλοκή, χωρίς πάντως να θέτουν συγκεκριμένα πλαίσια, καθώς πρόκειται για ένα διεξοδικό, αποκαλυπτικό δράμα.[7]

Ο «πατέρας» της ψυχανάλυσης Σίγκμουντ Φρόυντ (Sigmund Freud), μελετώντας τον μύθο του Οιδίποδος Τυράννου, εισήγαγε τον όρο «Οιδιπόδειο Σύμπλεγμα», για να περιγράψει την έλξη που νοιώθουν τα παιδιά για την μητέρα τους, η οποία εκφράζεται με την πρόθεση να βλάψουν τον «πατέρα-αντίζηλο». Ο Φρόυντ θεωρεί το έργο ανήθικο, καθώς απαλλάσσει τον ήρωα από την ηθική ευθύνη, ενοχοποιώντας ταυτόχρονα ως ηθικούς αυτουργούς, τους θεούς και την Μοίρα (τραγωδία πεπρωμένου), οι οποίοι λειτουργούν ως κακόβουλα και αχρεία πνεύματα, που ελέγχουν τη βούληση του Οιδίποδα, με σκοπό να τον εξοντώσουν. Ο Φρόυντ, ενοχλείται ιδιαίτερα από την θεώρηση του Σοφοκλή στο ζήτημα της θεοδικίας και εν γένει την συμμετοχή του πεπρωμένου και των θεών στην πλοκή του δράματος, δικαιολογεί όμως αυτή του την ενέργεια, καθώς τον θεωρεί αυστηρά προσηλωμένο στη θεολογική του προσέγγιση.[8]

Ο βασιλιάς Οιδίπους παρουσιάζεται από τον Σοφοκλή ως φιλόστοργος ηγεμόνας που αγαπά την πόλη του και αναζητά τη λύτρωση του λαού του από τον τρομερό λοιμό, ενώ διακατέχεται από αγαθές προθέσεις («Αν ξέρατε πόσες φορές έχω λουστεί στα δάκρυα, […] και της έγνοιας», στ. 111-114).

Όμως τον Οιδίποδα, αναμφίβολα, ακολουθούν οι κατάρες κι οι ανομίες που βαραίνουν τον πατέρα του Λάιο κι ολόκληρο το γένος των Λαβδακιδών, καθώς έχει μπερδευτεί στα γρανάζια της μοίρας, σαν το στάρι που συνθλίβεται στη μυλόπετρα, όπως φανερώνουν τα λόγια του μάντη Τειρεσία: «Άλλος θνητός όπως εσύ ποτέ του δεν θα λιώσει στα δόντια της μυλόπετρας παγιδευμένος.» (στ. 634-636).

Ο Οιδίποδας, μέσα στην άγνοιά του για την πραγματικότητα και την ακούσια εμπλοκή του, συγκρούεται με τον μάντη Τειρεσία, αναδεικνύοντας την διένεξη του φυσικού και κατανοητού ανθρώπινου παράγοντα, με το υπερφυές και υπερβατικό, θεϊκό στοιχείο.

Ο Τειρεσίας λειτουργεί εδώ ως όργανο της μοίρας («Πόσο πικρό της γνώσης το ποτό, αφού δεν έχει τέλος κι όφελος όσο κι αν πίνεις», στ. 458-460), ενώ η απροθυμία του μάντη να αποκαλύψει το φοβερό μυστικό («Ματαίως θα ψάχνεις. Δε θα μου πάρεις λέξη», στ. 82-83), αποπροσανατολίζει τον Οιδίποδα. Στη συνέχεια ο μάντης αποκαλύπτει το πεπρωμένο του ήρωα και τη συντριβή του από το θεϊκό στοιχείο: «Η μοίρα δεν το γράφει πως από με θα συντριβείς. Ο Φοίβος Απόλλων να σε ξεγράψει μπορεί.» (στ. 553-555).

Οι θεϊκή παρουσία είναι εμφανής και καταλυτική, παρότι διακριτική, καθ’ όλη την πλοκή του δράματος («Πάνοπλος ο υιός του Διός […] οι Ερινύες τρομερές.» (στ. 692-695), «Μήπως τα χάδια του Πανός την άγγιξαν στα όρη; Ή μήπως ο Λοξίας […]ο Διόνυσος σε χάρηκε, χάρισμα των Νυμφών, εκεί που παίζουν και γελούν στον Ελικώνα;», στ. 1609-1615).

 

Ενότητα Β΄: Το αμάρτημα του Οιδίποδα

 

Η ειμαρμένη είχε προδιαγράψει ως ένα βαθμό την πορεία του Οιδίποδα, ίσως όμως, μερίδιο ευθύνης να αναλογεί στον ίδιο τον ήρωα, όπως και σε άλλους παράγοντες της πλοκής.

Ο Οιδίποδας εμφανίζεται ιδιαίτερα οξυδερκής, καθώς έλυσε το αίνιγμα της Σφίγγας και καυχάται εγωιστικά γι αυτό («Εγώ σαν ήρθα ο ανιδιοτελής κι ανίδεος Οιδίπους της έκλεισα το στόμα μια για πάντα χωρίς σημάδια κι οιωνούς, μονάχα με το στοχασμό.», στ. 584-588).

Μολαταύτα, η αντίθεση της γνώσης του μάντη με την άγνοια και την πλάνη του βασιλιά («Κατηγορείς την τρέλα μου· με βρίζεις· και δε νογάς πως με την τρέλα σου συγκατοικείς.», στ. 488-490), η οποία του προκαλεί οργή («Λοιπόν αφρίζοντας από θυμό», στ. 500), βασικό χαρακτηριστικό του Οιδίποδα, όπως και η αυτοπεποίθηση, τον οδηγούν σε άστοχες σκέψεις και νοητική τύφλωση (άτη).

Τυραννικός και αλαζόνας ο ίδιος, θα υποπέσει σε βαρύ σφάλμα, καθώς επιτίθεται με σφοδρότητα, προσβάλλοντας οικτρά (ύβρις) τον μάντη των Θεών («Πανάθλιε. Θα τρέλαινες και πέτρινη καρδιά.», στ. 484-486).

Ταυτόχρονα, παρανοεί τα κίνητρα του Τειρεσία, καθώς τον θεωρεί υποχείριο του Κρέοντα  («Ποιος τα σοφίστηκε όλα αυτά; Ο Κρέων;», στ. 556-557), τον οποίο κατηγορεί ευθέως, πως εποφθαλμιά το θρόνο του («Ω πλούτε, ω εξουσία, […], αξιοζήλευτη ζωή· κι όμως γεννά το φθόνο..», στ. 560-563).[9]

Ο μάντης αναγκάζεται να απαντήσει το ίδιο σκληρά στον Οιδίποδα: «κι απ' την ημέρα […] γιατί σκορπάς εσύ το μίασμα τ' απαίσιο στην πόλη.» (στ. 512-515). Επίσης του δηλώνει πως δεν θέλει προστάτες, καθώς είναι «δούλος» του θεού Απόλλωνα και κανενός άλλου («Είμαι του Φοίβου, του Λοξία δούλος», στ. 607).

Η αντίφαση της ακραίας, βιαστικής και επιπόλαιης βεβαιότητάς του για την αλήθεια («Οι βιαστικοί μπερδεύονται στα λάθη τους», στ. 909), ενώ την αγνοεί παντελώς, συνιστά απόλυτη τραγική ειρωνεία («Βάλ' το καλά στο νου σου πως έχω σχηματίσει την πεποίθηση πως είσαι συνεργός, συνένοχος στο φόνο», στ. 503-505, «Έχεις βουλιάξει σε νύχτα βαθιά», στ. 551).

Το δράμα κορυφώνεται μπροστά στο ξεσκέπασμα της αμαρτίας του Οιδίποδα, το φανέρωμα της φοβερής πατροκτονίας («Λέω πως είσαι ο φονιάς που ψάχνεις να βρεις», στ. 532-533) και της εφιαλτικής αιμομιξίας («Μέσα στης λησμονιάς το πέπλο τυλιγμένος αισχρά μ' αγαπημένους συγγενείς κοιμάσαι και δε θωρείς μες τη θολούρα το κακό», στ. 539-541).

Ο Οιδίποδας υπήρξε ένας τραγικός ήρωας, κατά την αριστοτελική άποψη, καθώς δε μετέπεσε στα δεινοπαθήματα και τον όλεθρο εξαιτίας της κακοσύνης και της εξαχρείωσής του, αλλά λόγω των αμαρτημάτων του («Ανοιχτομάτης πριν, τώρα τυφλός· ζάπλουτος πριν, τώρα φτωχός,», στ. 672-673).[10]

Η υπέρτατη τραγικότητα του ήρωα αναδεικνύεται τη στιγμή της αποκάλυψης, καθώς ο ίδιος διερωτάται («Και μου είπες τι; Πες το ξανά για να το μάθω πιο καλά», στ. 526-527), παρότι δηλώνει, μέσα στο σκότος, απόλυτη βεβαιότητα για τον εαυτό του και την αλήθεια του («Εσύ δεν έχεις κύρος κανένα· είσαι τυφλός στ' αυτιά, στα μάτια και στο νου.», στ. 545-546).

Ο Τειρεσίας του ενθυμίζει τον Κιθαιρώνα, μοιραίο και δραματικό τόπο για τον Οιδίποδα, («Θ' αντιλαλήσουν οι κορφές του Κιθαιρώνα […] σε ποιο γαμήλιο κόλπο προσάραξες αλίμενο...», στ. 624-627), ενώ ο Οιδίποδας, θολωμένος, συνεχίζει να υβρίζει («Δε θα πας στο χαμό; Δε θα χαθείς το γρηγορότερο;», στ. 637-638).

Ο Τειρεσίας μοιραία επανέρχεται στο θέμα («Ανόητος νομίζεις πως γεννήθηκα όμως σοφό με νόμιζαν αυτοί που σε γεννήσανε.», στ. 645-647), προβληματίζοντας και βυθίζοντας τον ήρωα σε μύχιες σκέψεις, για το κυρίαρχο ζήτημα: «Για ποιους μιλάς; Στάσου! Ποιος μ' έφερε στον κόσμο;» (στ. 648-649).

Η αποκάλυψη της γνώσης κορυφώνεται σε συναισθηματικά ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, με τις έριδες μεταξύ του Οιδίποδα και του Κρέοντα, αλλά και την εμφάνιση της Ιοκάστης.

Ο Οιδίποδας, όπως και η μητέρα και σύζυγός του Ιοκάστη, φέρουν βαρύτατη ευθύνη στο ζήτημα των αιμομικτικών σχέσεων, καθώς και οι δύο επέλεξαν σύζυγο με μεγάλη διαφορά ηλικίας, καίτοι γνώριζαν το δελφικό χρησμό, αυξάνοντας τις πιθανότητες εκείνος να εκπληρωθεί.

Επίσης, η ομοιότητα του βασιλιά Λάιου με τον Οιδίποδα, την οποία ήδη είχε παρατηρήσει η Ιοκάστη («Και σού ’μοιαζε στο πρόσωπο λιγάκι», στ. 1101), θα έπρεπε να ήταν αρκετή ώστε να τους αποτρέψει από το άγος της αιμομιξίας.

Η πίστη της Ιοκάστης δοκιμάζεται, ενώ αμφισβητεί βλάσφημα τους χρησμούς («Και μη σκοτίζεσαι γι’ αυτές», στ. 1073) και αντικαθιστά την υπεροχή των θεών με την επικυριαρχία της τύχης («Η τύχη τώρα τον θανάτωσε», στ. 1380), όμως τα σημάδια είναι πια ξεκάθαρα κι ο Οιδίπους αντιλαμβάνεται  με τρόμο πως ο μάντης είχε δίκιο («Τρέμω κι εγώ μήπως ο μάντης έβλεπε ξεκάθαρα», στ. 1116-1117).

Ο Οιδίποδας λαμβάνει γνώση των ακούσιων ανομημάτων του, προσπαθώντας να ανακαλύψει όλη την αλήθεια για το φόνο του Λαΐου, μέσα σε έντονα φορτισμένο κλίμα, ενώ προδιαγράφει την αυτοτύφλωσή του, ως παρεπόμενο της αυτοτιμωρίας, ένα νέο, εκούσιο πλέον, αμάρτημα («Ιού, ιού, τα πάντα γίναν διαυγή! […]Απ' αυτούς που δεν έπρεπε φύτρωσα, μ' αυτούς που δεν έπρεπε πλάγιασα κι αυτούς που δεν έπρεπε σκότωσα.», στ. 1727-1735).

Η αναζήτηση της γνώσης ίσως να είναι στην πραγματικότητα το αμάρτημα του τραγικού ήρωα, καθώς πληρώνει βαρύ τίμημα για την κατανόηση της αλήθειας.

Η Ιοκάστη αυτοκτονεί κι ο ίδιος, τυφλός από τα ίδια του τα χέρια, αποζητά τη λύτρωση, καθώς αναλαμβάνει πλήρως την ευθύνη του μιάσματος και ζητά την παραδειγματική τιμωρία του από τον Κρέοντα («Εξόρισέ με, εκεί που άνθρωπος κανείς δε θα γυρίζει να με δει.», στ. 2111-2113), ενώ εκείνος, επιφυλακτικός στην αρχή, πείθεται μετά την επιμονή του πρώτου («Αν είναι θέλημα θεού», στ. 2241).

 

Συμπεράσματα

 

Το ειδεχθές πεπρωμένο, επεφύλασσε ιδιαιτέρως σκληρή συμπεριφορά στο σοφόκλειο τραγικό ήρωα, μολονότι εκείνος δεν έπραξε εκ προθέσεως τα αποτρόπαια εγκλήματα της πατροκτονίας και της αιμομιξίας, ενώ δεν γνώριζε γι’ αυτά ως την τρομαχτική στιγμή της συγκλονιστικής αποκάλυψης.

Ο Οιδίποδας είναι ταυτόσημος με την άγνοια, παρότι όμως αναζητεί τη γνώση, υποτάσσεται τελικά στην ανάλγητη θεϊκή βούληση. Σε μια προσπάθεια να αποφύγει της μοίρας τα γραμμένα, φεύγει από την πόλη που νόμιζε πατρίδα του, ωστόσο, μια σειρά από δικά του ολέθρια σφάλματα, αλλά και κάποιες δυσμενείς συγκυρίες, τον ωθούν στην τραγική κατάληξη.

Η υπερβάλλουσα αυτοπεποίθηση για την ευφυΐα του και η πίστη στο αλάνθαστο των επιλογών του, τον οδηγούν σε πνευματική τύφλωση και έλλειψη ευθυκρισίας,  με αποτέλεσμα να συγκρουστεί με τις υπερκόσμιες θεϊκές δυνάμεις, προσπαθώντας παράλληλα να αποδεσμευτεί απ’ αυτές, με οποιοδήποτε τίμημα.

Η τραγική μεταβολή του σκηνικού και η νομοτελειακή κατάληξη της κατάπτωσης του κραταιού τυραννικού ηγεμόνα σε ηθικό και ψυχολογικό ράκος, καταδεικνύουν χωρίς αμφιβολία την ματαιότητα της ανθρώπινης ευημερίας, την προσωρινότητα και το εφήμερο του πλούτου και της δόξας.

Το ριζικό που του κληροδότησε το γένος των Λαβδακιδών βάρυνε επαρκώς στην πορεία του ήρωα, αναμφιβόλως όμως οι δικές του σφαλερές πράξεις και παραλείψεις, υπήρξαν καταλυτικές στην τραγική έκβαση του δράματος.

  

Βιβλιογραφία

 

  • Ανδριανού, Ε., «Ο Σοφοκλής και η κλασική φάση της τραγωδίας», στο: Ανδριανού, Ε., Ξιφαρά, Π., Ο Δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, ΕΑΠ, Πάτρα 2001, σελ. 69-82.
  • Αριστοτέλης, Ποιητική, επιμ. Μαρίνα Λυπουρλή, μτφρ. Δημήτρης Λυπουρλής, επιμ. σειράς Δημ. Λυπουρλής, Θ. Μαυρόπουλος, Κων. Ζήτρος. – 1η έκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2008.
  • Grimal, P., Λεξικό της Ελληνικής και Ρωμαϊκής Μυθολογίας, μετ. Β. Άτσαλος, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1991.
  • Κατσαντώνης, Γ., Ο Οιδίποδας ελευθερώνεται «Μοίρα, προσωπική ευθύνη,  ανάγκη και ελευθερία στον Οιδίποδα Τύραννο του Σοφοκλή», http://www.24grammata.com/?p=24697, πρόσβαση: 11-1-2017.
  • Lesky, A., Η τραγική ποίηση των αρχαίων Ελλήνων, τ. Α´, μτφρ. Ν. Χ. Χουρμουζιάδης, ΜΙΕΤ, Αθήνα 1987.
  • Segal, Ch., Οιδίπους Τύραννος. Τραγικός ηρωισμός και τα όρια της γνώσης, μτφρ. Ε. Δ. Μακρυγιάννη και Ι.-Θ. Παπαδημητρίου, εκδ. Ελληνική Ανθρωπιστική Εταιρεία, Αθήνα 2001.
  • Σοφοκλέους τραγωδίαι: Οιδίπους τύραννος - Αίας (εισαγωγή - ερμηνευτικά και πραγματολογικά σχόλια), Β' Γενικού Λυκείου ΟΕΔΒ., μετ. Κ.Χ. Μύρης.
  • Σοφοκλέους, Οιδίπους Τύραννος, Μεθερμηνευθείσα εις την καθομιλουμένην προς χρήσιν του λαού μετά των αναγκαίων σημειώσεων. Εκδίδοται υπό Δ. Νικολαΐδου και Χ. Γρηγορά, εκ του Τυπογραφείου της «Επταλόφου». Εν Κωνσταντινούπολει 1868.
  • Winnington - Ingram, R. P., Σοφοκλής. Ερμηνευτική προσέγγιση, μτφρ. Ν. Κ. Πετρόπουλος, Χρ. Π. Φαράκλας, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1999.
  • Freud, S., Gesammelte Schriften, Siebenter Band, Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse, Internationaler Psychoanalytischer Verlag, Leipzig, Wien, Zürich, 1924.


 *Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 



[1] Lesky, 1987, σελ. 363.

[2] Grimal, 1991, σελ. 500-501.

[3] Σοφοκλέους, Οιδίπους Τύραννος, 1868, σελ. 2.

[4] Lesky, 1987, σελ. 366.

[5] Κατσαντώνης, σελ. 5.

[6] Σοφοκλέους τραγωδίαι: Οιδίπους τύραννος, μετ. Κ.Χ. Μύρης, όπως και στη συνέχεια.

[7] Segal, σελ. 85.

[8] Freud, σελ.  343.

[9] βρις (→ ἄτη → νέμεσις → τίσις): Αυθάδης και αλαζονική συμπεριφορά, που τιμωρούνταν από τους θεούς.

[10] Αριστοτέλης, Ποιητική, σελ. 62.

ΕΛΠ31 - Αρχαίο Ελληνικό Θέατρο - 2η, 2016-2017

*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 




#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!