«Ατομική θεωρία του Δημοκρίτου και Επικούρεια φυσική»
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Προλεγόμενα
Ενότητα Α΄:
Ακολουθία και διαφορές στον ατομισμό του Δημόκριτου και του Επίκουρου
Ενότητα Β΄: Η
ηθική φιλοσοφία του Επίκουρου με βάση τη φυσική
Ενότητα Γ΄: Η
αντίληψη των Επικούρειων για τη σχέση της ανθρώπινης ελευθερίας με τη φυσική
αναγκαιότητα
Επίλογος
Βιβλιογραφία
Προλεγόμενα
Ο μέγας φιλόσοφος Δημόκριτος, γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, γεννήθηκε
στα Άβδηρα της Θράκης, περί τα 460 π.Χ., ενώ υπήρξε πολυγραφότατος συγγραφέας
επιστημονικών συγγραμμάτων και πολυταξιδεμένος ερευνητής. Ο Δημόκριτος ασχολήθηκε
ιδιαίτερα με την επιστημολογική άποψη του ατομισμού, η επινόηση της οποίας του
αποδίδεται, από κοινού με τον δάσκαλό του Λεύκιππο.[1]
Ο Δημόκριτος θεωρούσε ως θεμελιώδη αρχή των πραγμάτων τα ἄτομα[2] και
το κενό, πίστευε ότι δεν υπάρχει δημιουργία ἐκ
τοῦ μή ὂντος, ούτε μεταβολή ή φθορά εις το μη ὄν, ισχυριζόταν
δε ότι εκ των ἀτόμων σχηματίσθηκαν άπειροι κόσμοι, ενώ αποδεχόταν την
ειμαρμένη, καθώς όλα τα γεννούσε η ανάγκη.[3]
Ο φιλόσοφος Επίκουρος, γεννημένος στη Σάμο το 341
π.Χ. από Αθηναίους γονείς, έμαθε την πλατωνική φιλοσοφία από τον Πάμφιλο και τη
δημοκρίτεια σκέψη από τον Ναυσιφάνη, ενώ στο τέλος της περιπλάνησής του έμεινε
μόνιμα στην Αθήνα, όπου έγραψε φιλοσοφικές πραγματείες και ίδρυσε μια φιλοσοφική
σχολή, τον Κήπο.[4]
Η Επικούρεια φιλοσοφία συνομολογούσε την ατομική θεωρία, δεχόταν τα
ἄτομα
ως πρώτη ύλη του κόσμου, ενώ πίστευε πως το κενό δεν ήταν συνθετική αρχή
των σωμάτων, αλλά απαραίτητη για την κίνηση, καθώς εάν δεν υπήρχαν μικρά κενά
διαχυμένα στη φύση, τίποτε δεν θα ήταν δυνατό να κινηθεί.[5]
Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας, επισημαίνουμε τα στοιχεία
συνέχειας και διαφοράς στον ατομισμό του Δημόκριτου και του Επίκουρου, ενώ στη
δεύτερη ενότητα, τεκμηριώνουμε, μέσα από τα σχετικά κείμενα του Επίκουρου, πώς
η ηθική φιλοσοφία θεμελιώνεται στη φυσική.
Τέλος, στην τρίτη ενότητα, αναπτύσσουμε
την αντίληψη των Επικούρειων για τη σχέση της ανθρώπινης ελευθερίας με
τη φυσική αναγκαιότητα.
Ενότητα
Α΄: Ακολουθία και διαφορές στον ατομισμό του Δημόκριτου και του Επίκουρου
Ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης, ισχυρίζονταν πως θεμελιώδη στοιχεία είναι το
πλήρες (τα ἄτομα) και το κενόν, τα οποία καλούσαν αντίστοιχα, ὄν και μὴ ὄν, με
το πρώτο να είναι γεμάτο και στερεό, ενώ το δεύτερο αδειανό και αραιό.[6]
Ο Δημόκριτος υποστήριζε πως το σύμπαν είναι άπειρο, ουδείς δεν το έπλασε,
ενώ έκρινε πως δεν μεταβάλλεται, καθώς προέβαλλε το επιχείρημα πως οι αιτίες
των συμβαινόντων δεν έχουν κάποια αρχή και όλα όσα έχουν συμβεί, συμβαίνουν τώρα
και θα συμβούν στο μέλλον, τα εξουσιάζει, από τα βάθη του άπειρου χρόνου, η
ανάγκη.[7]
Η φυσική θεωρία του Επίκουρου, είναι προφανώς
επηρεασμένη από την ατομική φιλοσοφία του Δημόκριτου,
καθώς ο ίδιος οικοδόμησε επί των ιδίων θεμελίων. Η θεωρία έχει ως βάση τρεις κομβικούς κανόνες: πρώτον, τίποτα δεν προκύπτει
απ’ το μὴ ὄν, με τη θεία βούληση, δεύτερον,
τίποτα δεν καταλήγει στο μὴ ὄν και
τρίτον, το σύμπαν ήταν και θα παραμείνει αμετάβλητο. Κατά τον Επίκουρο, το
αμετάλλακτο περιθώριο μέσα στο οποίο ενεργοποιούνται τα θεμελιώδη στοιχεία του
φυσικού κόσμου, καθορίζεται απ’ αυτές τις αταλάντευτες αρχές. Πίστευε επίσης
πως όλα τα πράγματα μπορούν να αναχθούν σε άτομα και κενό, η ύπαρξη του οποίου αποδεικνύεται
από το εμπειρικό δεδομένο της κίνησης. Επιπροσθέτως, πρέσβευε την
αδιαιρετότητα των ἀτόμων, των οποίων η έπ’ άπειρο διαίρεση θα οδηγούσε στην
καταστροφή τους, στο μὴ ὄν, ενώ το κενό είναι άπειρο, όπως ακριβώς και τα άτομα.[8]
Ο Επίκουρος συμφωνούσε και με την άποψη του Δημόκριτου πως οι κόσμοι
μπορεί να είναι αμέτρητοι, όπως και τα ἄτομα, τα οποία καθώς είναι
άπειρα και καλύπτουν μακρινές διαδρομές, δεν εξαντλούνται σ’ έναν κόσμο, ούτε αρκούνται
σ’ ένα περιορισμένο αριθμό αυτών.[9]
Ενώ οι παραπάνω θεωρήσεις του Επίκουρου συμπίπτουν κατά το μάλλον με τις
θεωρίες των ατομικών φιλοσόφων, υπάρχουν σαφείς διαφοροποιήσεις μεταξύ της
επικούρειας φυσικής, από της ατομικής θεωρίας του Δημοκρίτου.
Οι ατομικοί φιλόσοφοι πιστεύουν αδιαπραγμάτευτα στο αδιαίρετο ἄτομο,
ενώ αντιθέτως οι Επικούρειοι, βάσει της θεωρίας των «ελαχίστων μερών»,
παραδέχονται το ἄτομο ως τη μικρότερη μονάδα έκτασης ενός αυθύπαρκτου
σώματος, ενώ θεωρούν πως είναι δυνατόν να διαιρεθεί νοητικά σε πεπερασμένο αριθμό απειροελάχιστων μερών, τα οποία
καθορίζουν το μέγεθος των ἀτόμων, ενώ το σχήμα τους προσδιορίζεται
από τη διάταξή τους.[10]
Διαφορετική είναι η προσέγγιση των δύο θεωριών, του Επίκουρου και του
Δημόκριτου και ως προς το μέγεθος των ἀτόμων. Ο Επίκουρος φρονεί ότι τα
ἄτομα
πιθανότατα ποικίλουν σε μέγεθος, σε περιορισμένη όμως έκταση, καθώς η ποικιλία
αυτή θα βοηθούσε στην εξήγηση των διαφορών στα φυσικά φαινόμενα, υπάρχει όμως
για εκείνον ανώτερο και κατώτερο όριο μεγέθους ενός ἀτόμου. Αντιθέτως ο Δημόκριτος
πίστευε πως τα ἄτομα έχουν απεριόριστο αριθμό και μέγεθος, με μερικά απ’
αυτά να είναι υπερμεγέθη.[11]
Υφίσταται, ωστόσο, μια ακόμη σημαντική διαφορά μεταξύ της ατομικής
θεωρίας του 5ου αιώνα π.Χ. και της επακόλουθης επικούρειας φυσικής. Ο
Λεύκιππος και ο Δημόκριτος θεωρούν πως οι πρωτεύουσες ιδιότητες των ατόμων
είναι μόνο το σχήμα και το μέγεθός τους, ο Επίκουρος προσθέτει ως μια ακόμη
τέτοια ιδιότητα το βάρος τους, εξαιτίας του οποίου, σύμφωνα με τον ίδιο, τα
άτομα κινούνται προς τα κάτω, παρεκκλίνοντας ελαφρώς απ’ την τροχιά τους. Χωρίς
τούτη την παρέκκλιση όλα θα χάνονταν στα κατάβαθα του κενού, σαν τις σταγόνες
της βροχής, ενώ η φύση δεν θα δημιουργούσε τίποτε. Η θεωρία της παρεγκλίσεως
απουσιάζει παντελώς από την δημοκρίτεια φυσική.[12] Ο
Δημόκριτος θεωρεί απλώς πως η περιστροφική κίνηση των ατόμων έχει ως αποτέλεσμα
τα βαρύτερα άτομα να καταλαμβάνουν το κέντρο του δημιουργούμενου στροβίλου, ενώ
τα ελαφρύτερα την περιφέρεια.[13]
Παράλληλα, ο Δημόκριτος υποστήριζε πως όταν τα άτομα συνδυάζονται και
δημιουργούν ένα σώμα, παύουν αυτομάτως να κινούνται αυτόνομα και ανεξάρτητα και
λειτουργούν ως ενιαίο σύνολο. Αντιθέτως, ο Επίκουρος θεωρούσε πως, είτε αυτά
είναι μεμονωμένα, είτε ανήκουν σε μια ένωση, κινούνται διαρκώς «με την ταχύτητα
της σκέψης».[14]
Οι επικούρειοι αμφισβητούν επίσης
τον καθορισμό των πάντων από την αναγκαιότητα, καθώς ο Επίκουρος έφερε στο φως
την ελεύθερη, παρεκκλίνουσα κίνηση των ατόμων, σε αντίθεση με τον Δημόκριτο που
φρονούσε πως όλα είναι προκαθορισμένα από την ειμαρμένη. Κάθε πίστη στην
ειμαρμένη θα είχε για κείνους ως επακόλουθο να χάσει το νόημά της κάθε νουθεσία
και μορφή.[15]
Ενότητα
Β΄: Η ηθική φιλοσοφία του Επίκουρου με βάση τη φυσική
Η ηθική του Επίκουρου συναρτάται αρμονικά με την αληθινή φύση του σύμπαντος,
ωστόσο, ο Επίκουρος την προσεγγίζει με ένα ιδιαίτερο τρόπο, με μια ενάρετη,
μετρημένη, αυτάρκη και ασκητική ζωή, το προσφορότερο μέσο για την εξασφάλιση της
ευτυχίας, μέσω των φυσικών δυνάμεων (ἐν εὐδαιμονία φυσική) («Θεωρούμε
ότι η αυτάρκεια είναι μέγιστο αγαθό, […] όταν δεν έχουμε πολλά, να αρκούμαστε
στα λίγα…», Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 130).[16]
Ο Επίκουρος, σύμφωνα με τα γραφόμενά του, ταυτίζει την ευδαιμονία με την
ηδονή, την οποία θεωρεί αρχή και σκοπό της μακάριας ζωής, πρωταρχικό και έμφυτο
αγαθό, καθώς μέσω αυτής αξιολογούμε τις επιλογές μας («Για τον λόγο αυτό
αποκαλούμε την ηδονή αρχή και τέλος της μακάριας ζωής. […] και σ’ αυτήν
επανερχόμαστε θεωρώντας ότι η αίσθησή της αποτελεί κριτήριο για κάθε αγαθό»,
(Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 128-129).
Η ηδονή κατά τον Επίκουρο δεν είναι παρά η αποφυγή, του σωματικού και
ψυχικού πόνου (ἅπαν τὸ ἀλγοῦν),
καθώς αρνείται ότι υπάρχει οποιαδήποτε ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ τους. Είναι αλγεινό
για κάποιον να έχει ανεκπλήρωτες επιθυμίες, ενώ αν δεν έχει, είναι ευδαίμων. Κάποιοι
πόνοι θεωρεί πως είναι προτιμότεροι απ’ τις ηδονές, καθώς τους ακολουθεί μεγαλύτερη
ηδονή, εφόσον τους υπέμεινε κανείς για πολύ καιρό («Ανάλογα, θεωρούμε
πολλούς πόνους προτιμότερους από μερικές ηδονές, […]δεν είναι από τη φύση του
τέτοιος που να τον αποφεύγουμε πάντοτε», Διογένης Λαέρτιος, Βίοι,
124).
Ο Επίκουρος πίστευε στην ύπαρξη των θεών, παρότι δεν τους επικαλείται
στην εξήγηση των φυσικών φαινομένων, θεωρούσε όμως πως δεν είχαν καμία ανάμιξη
στα εγκόσμια, ούτε νοιάζονταν για τους ανθρώπους και τα ζητήματά τους, καθώς
κάτι τέτοιο θα αντιτίθονταν στην έννοια της θεϊκής μακαριότητας[17]
και της ουράνιας γαλήνης («Το μακάριο και αθάνατο ον δεν αντιμετωπίζει
προβλήματα ούτε προκαλεί στους άλλους· […] όλα αυτά είναι γνωρίσματα των
αδύναμων όντων», Επίκουρος, Κύριαι Δόξαι 1).[18] Η
παρουσία των θεών είναι διακριτική, χωρίς να εμπνέει φόβο,[19] όμως
όλοι οι άνθρωποι τους αντιλαμβάνονται, έχοντας προλήψεις, οι οποίες κατά
τον Επίκουρο είναι εξαιρετικά λεπτές απορροές που σχηματίζονται από τα ἄτομα
των θεών, τα οποία δεν έχουν την πυκνότητα των στερεών σωμάτων και γίνονται
αντιληπτές από το νου κι όχι από τις αισθήσεις (Κικέρων, De natura deorum,
1.43-55).
Ο Επίκουρος σκιαγραφεί την ψυχή παρόμοια με τους θεούς· πίστευε στην
υλιστική υπόσταση της ψυχής, εφόσον εκείνη μπορεί να προξενήσει ή να υποστεί οτιδήποτε,
θεωρούσε όμως πως συντίθεται από πολύ λεπτά σφαιρικά ἄτομα, ενώ είναι αλληλεξαρτώμενη
από το σώμα («Εξάλλου, αν η ψυχή είναι αθάνατη και μπορεί να αισθανθεί μετά
απ’ τον χωρισμό της από το σώμα, […] Συνεπώς οι ψυχές δεν μπορούν από μόνες
τους ούτε να αισθανθούν ούτε να υπάρξουν», Λουκρήτιος, De Rerum
Natura,
3.624-633).[20] Συμπερασματικά, κατά τον
Επίκουρο, η ψυχή χάνεται σαν καπνός με τον θάνατο και δεν μένει καμιά αίσθηση σ’
αυτήν, επομένως ο θάνατος δεν είναι φόβου άξιος, καθότι το καλό και το κακό
ενυπάρχει στην αίσθηση («Να συνηθίσεις την ιδέα ότι ο θάνατος δεν είναι
τίποτε για μας· […] ενώ ο θάνατος είναι ακριβώς η στέρηση της αίσθησης», (Διογένης
Λαέρτιος, Βίοι, 124).
Ενότητα
Γ΄: Η αντίληψη των Επικουρείων για τη σχέση της ανθρώπινης ελευθερίας με τη
φυσική αναγκαιότητα
Ένα από τα πλέον ενδιαφέροντα,
συνάμα όμως αμφιλεγόμενα, ζητήματα του επικουρισμού, είναι αναμφισβήτητα η
ερμηνεία της ελευθερίας επιλογής ή της ελεύθερης βούλησης (liberum
arbitrium ή libera voluntas).
Ο Επίκουρος αντιτάχθηκε στο ντετερμινισμό των φυσικών φιλοσόφων (την
ειμαρμένη, τη μοίρα) και την «αμείλικτη αναγκαιότητά» του,
εναντιώθηκε στην σπουδαιότητα της τύχης, ενώ
πραγματεύθηκε τις αιτίες της ανθρώπινης πράξης, κάνοντας σαφή διάκριση μεταξύ
της «αιτίας που βρίσκεται μέσα μας» και σε άλλες δύο συνιστώσες, την «αρχική
σύσταση» και τις εξωτερικές αιτίες ή συνθήκες.[21]
Ο Επίκουρος εναντιώνεται στην
άποψη του Δημόκριτου, καθώς αρνείται πως οι δυνάμεις του νου μπορούν να ερμηνευτούν
απολύτως, εάν αναχθούν στις
κινήσεις των ἀτόμων. Οι κινήσεις αυτές, εφόσον καθοριζόταν από φυσικούς νόμους, δεν θα μπορούσαν να αιτιολογήσουν
την εμφάνιση ορισμένων ιδιοτήτων,
όπως η βούληση.[22]
Ο Λουκρήτιος, παρότι δεν
προβάλλει κάποιο επιχείρημα για να υποστηρίξει την ελευθερία της βούλησης,
πιθανότατα την θεωρεί δεδομένη, χρησιμοποιώντας ωστόσο την παραδοχή ετούτη για
να αποδείξει πως τα άτομα παρεκκλίνουν ενίοτε της πορείας τους.[23]
Αν όλες οι κινήσεις είχαν αιτιακή σχέση μεταξύ τους, εις τρόπον ώστε
ουδεμία νέα κίνηση να μη δημιουργείται από την εκτροπή της κατεύθυνσης των ἀτόμων, τότε θα ήταν
αδύνατον να υφίσταται «ελεύθερη βούληση», η οποία θα προκαλούσε μια νέα
κίνηση σε ακαθόριστο χωροχρόνο, ωστόσο υπάρχει η ελευθερία αυτής της επιλογής και
κατά συνέπεια κάποιες φορές τα ἄτομα δημιουργούν με την εκτροπή τους νέες απαρχές κίνησης.[24]
Στην ερμηνεία της «ελεύθερης
βούλησης» καλείται να διαδραματίσει κάποιο ρόλο η εκτροπή των
ἀτόμων
καθώς εκείνα, κατά την καθοδική τους πορεία, παρεκκλίνουν από την ευθύγραμμη
κίνησή τους.[25] Εφόσον λοιπόν η πορεία των ατόμων κατά την εκτροπή τους είναι
απροσδιόριστη, δεν συντρέχει λόγος να πιστεύουμε πως η ανθρώπινη συμπεριφορά
είναι πάντα προδιαγεγραμμένη.[26]
Η θεωρία της απόκλισης ή «παρεγκλίσεως» των ατόμων κατέχει ουσιώδη ρόλο στην επικούρεια φυσική για το ζήτημα
της ελεύθερης βούλησης και ιδιαιτέρως της
αυτοσυνειδησίας, ενώ κατά την αρχαιότητα επικρίθηκε δριμύτατα, κυρίως από τον
Κικέρωνα.[27] Η παρέγκλισις, εκτός της θεωρίας του Επίκουρου για την εξήγηση της
δημιουργίας της ύλης, είναι ένας ηθικός νόμος, σύμφωνα με τον οποίο το άτομο
αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, το μοντέλο του αυτεξούσιου ανθρώπου.[28]
Η επινόηση της κλίσης από
τον Επίκουρο εξηγούσε την απαλλαγή του ανθρώπου από την αναγκαιότητα του
πεπρωμένου, καθώς ο ελεύθερος και αυθόρμητος τρόπος κίνησης των ἀτόμων, επεκτεινόμενος στα ανθρώπινα δεδομένα,
προσδιόριζε μια ελευθερία της βούλησης του ανθρώπου να απαλλαγεί από την
αιτιοκρατία της φύσης, τη φυσική νομοτέλεια,
κατά παρέκκλιση της άκαμπτης λογικής του ντετερμινισμού των ατομικών φιλοσόφων.[29]
Επίλογος
Ο Δημόκριτος, ο οποίος δημιούργησε ή εξέλιξε την φιλοσοφική θεωρία του
ατομισμού, θεωρούσε πως η ύλη του σύμπαντος αποτελείται από απειροελάχιστα
σωματίδια, τα ἄτομα, τα οποία βρίσκονται σε αέναη κίνηση μέσα στο απέραντο κενό,
το οποίο θεωρούσε ουσιώδες συστατικό της ύλης και της κίνησης.
Ο Επίκουρος, υποστήριξε ότι, καθώς τα άτομα μετακινούνται εντός του
κενού, υπάρχουν περιπτώσεις που παρεκκλίνουν αναίτια από την προδιαγεγραμμένη
τροχιά τους, επιχειρώντας τοιουτοτρόπως να σπάσει την αιτιοκρατική αλυσίδα του
φυσικού ντετερμινισμού και να διαψευσθούν οι ισχυρισμοί ότι το μέλλον βασίζεται
σε μια λογική αναγκαιότητα.
Η ηθική του Επίκουρου εμπεριείχε μια μορφή εγωιστικού, ψυχολογικού ηδονισμού,
ενώ ήταν ιδιαίτερα σαγηνευτική και ρεαλιστική, άρρηκτα δεμένη με τις φυσικές,
συναισθηματικές και υλιστικές ανάγκες των ανθρώπων, με απώτερο σκοπό την
απόλυτη ευδαιμονία.
Η παραδοχή της τυχαίας και αναίτιας, παρέκκλισης στην κίνηση των ατόμων,
αποτέλεσε την βάση της θεωρίας της ελευθέριας της ανθρώπινης βούλησης. Στην πραγματικότητα ο Επίκουρος απέδειξε πως δεν υφίσταται
πραγματική αντίφαση μεταξύ της ελευθερίας της ανθρώπινης δράσης και της
αναγκαίας εφαρμογής των νόμων της φύσης, καθώς δεν μπορούμε να διαχωρίσουμε την
ιδέα της φύσης από εκείνη της ελευθερίας.
Βιβλιογραφία
- Βέικος, Θ., Οι Προσωκρατικοί. Αθήνα:
Ελληνικά γράμματα,1995.
- Δημόκριτος, μτφ. Σ. Γκιργκένης. Θεσσαλονίκη:
Ζήτρος, 2004.
- Diels, H. & Kranz, W., Οι Προσωκρατικοί: οι
μαρτυρίες και τα αποσπάσματα, τόμ. Β΄, μτφ. Β. Κύρκος. Αθήνα:
Παπαδήμας, 2007.
- Επίκουρος, Έπικούρου προσφώνησις, στο: Επίκουρος,
Ηθική, μτφ. Γ. Ζωγραφίδης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2009.
- Επίκουρος, Επιστολή προς Μενοικέα, στο: Επίκουρος,
Ηθική, μτφ. Γ. Ζωγραφίδης. Θεσσαλονίκη: Ζήτρος, 2009.
- Επίκουρος, Αναγνωστικό της επικούρειας
φιλοσοφίας και τέχνης του ζην: Θεματική ταξινόμηση των αρχαίων πηγών·
επιμέλεια Γιάννης Αβραμίδης · μετάφραση Γιάννης Αβραμίδης, Πέτρος
Οικονόμου. Εισαγωγή: D. S. Hutchinson - 1η έκδ. – Θύραθεν, Θεσσαλονίκη,
2000.
- Θανασάς Π., Οι Ατομικοί φιλόσοφοι, στο Βιρβιδάκης,
Σ. & Ιεροδιακόνου, Κ. (επιμ.), Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από
την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα, τ. Α΄: Η ελληνική φιλοσοφία από την
αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα. Πάτρα, ΕΑΠ, 2000, σσ. 55-80.
- Θεοδωρίδης, Χ., Επίκουρος. Αθήνα:
Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1984 (=1954).
- Ιεροδιακόνου, Κ., Επικούρειοι, στο Βιρβιδάκης, Σ.
& Ιεροδιακόνου, Κ. (επιμ.), Ελληνική φιλοσοφία και επιστήμη: από
την αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα, τ. Α΄: Η ελληνική φιλοσοφία από την
αρχαιότητα έως τον 20ό αιώνα. Πάτρα, ΕΑΠ, 2000, σσ. 221-234.
- Καραβάς, Η., Σκοτάδι πάνω από την
πόλη: η γνώση απέναντι στην πίστη- Darkness Over the City: Knowledge v.
Faith: Ελληνικός ορθολογισμός και θρησκευτικός δογματισμός, Elias
Karavas, Spyros Stalias.-1η έκδ., Αθήνα: CreateSpace, Ζώρζος,
Γρηγόρης Ι., 2009.
- Kirk, G.S., Raven, J.E. & Schofield, M., Οι
προσωκρατικοί φιλόσοφοι, μτφ. Δ. Κούρτοβικ. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1998.
- Long, A.A., Η ελληνιστική φιλοσοφία, μτφ. Σ.
Δημόπουλος, Μ. Δραγώνα-Μονάχου. Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1987.
- Sharples, R., Στωικοί, Επικούρειοι και Σκεπτικοί,
μτφ. Μ. Λυπουρλή, Γ. Αβραμίδης. Θεσσαλονίκη: Θύραθεν, 2002.
- Vegetti, M., Ιστορία της αρχαίας φιλοσοφίας,
μτφ.-επιστ. επιμ. Γ. Α. Δημητρακόπουλος. Αθήνα: Εκδ. Π. Τραυλός, 2000.
- Fénelon, F., Ἐπιτομή των βίων των ἐνδόξων φιλοσόφων της ἀρχαιότητος, ομού με τα δόγματα, τα συστήματα, το ηθικόν των και
συλλογήν των ωραίων γνωμών αυτών, σύγγραμμα καθιερωμένων εις
εκπαίδευσιν της νεολαίας, Μετάφρασις Α. Ποθητού.
Εν Αθήναις εκ της Βασιλικής Τυπογραφίας, 1837.
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ. |
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
[1] Kirk, σελ. 404-407.
[2] Ἄτομο =
Άκοπο, αδιαίρετο.
[3] Fénelon, σελ. 95.
[4] Ιεροδιακόνου, σελ. 221.
[5] Fénelon, σελ. 206.
[6] Kirk, σελ. 414.
[7] Δημόκριτος, σελ. 275.
[8] Ιεροδιακόνου, σελ.
227-228.
[9] Επίκουρος, 2000, σελ. 127.
[10] Ιεροδιακόνου, σελ.
227-228.
[11] Επίκουρος, 2000, σελ. 127-128.
[12] Ιεροδιακόνου,
σελ. 227-228 & Επίκουρος, 2000, σελ. 121.
[13] Vegetti, σελ. 110.
[14]
Sharples, σελ. 78.
[15]
Επίκουρος, 2000, σελ. 123.
[16]
Fénelon, σελ. 200.
[17] «Πρώτα
απ’ όλα να σκέφτεσαι ότι ο θεός είναι ον άφθαρτο και μακάριο, […] τίποτε
αταίριαστο στη μακαριότητά του», (Διογένης Λαέρτιος, Βίοι, 124).
[18]
Sharples, σελ. 104.
[19] Η
τετραφάρμακος του Επίκουρου: «Ἄφοβον ὁ θεός, ἀνύποπτον ὁ θάνατος, καὶ
τἀγαθόν μὲν εὔκτητον. τὸ δὲ δεινόν εὐεκκαρτέρητον». Φιλόδημος, Προς
σοφιστάς, IV 10-14.
[20] Ιεροδιακόνου,
σελ. 231.
[21] Long, σελ. 102-103 & Επίκουρος,
Έπικούρου προσφώνησις, 2009, σελ. 577.
[22] Επίκουρος, Έπικούρου
προσφώνησις, 2009, σελ. 578.
[23] Long, σελ. 103.
[24] Long, σελ. 103.
[25] Long, σελ. 101.
[26] Ιεροδιακόνου, σελ. 234.
[27] «Άραγε, διερωτάται ο
Κικέρων, τα άτομα θα βάλουν κλήρο για το πιο ανάμεσά τους θα κλίνει;», Καραβάς, σελ. 237.
[28] Επίκουρος, 2000, σελ.
158.