«Η προσέγγιση του κωμικού στοιχείου στους Όρνιθες του Αριστοφάνη»
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Προλεγόμενα
Θέμα: Η
προσέγγιση του κωμικού στοιχείου στους Όρνιθες του Αριστοφάνη
Συμπέρασμα
Βιβλιογραφία
Προλεγόμενα
Έντεκα τον αριθμό αριστοφανικές κωμωδίες σώζονται από το τεράστιο έργο
του μεγάλου Αθηναίου σατιρικού ποιητή του 5ου αιώνα, με την
αρχαιότερη να παρουσιάζεται το 425 και τη νεότερη το 388 π.Χ., μεταξύ των
οποίων συγκαταλέγονται οι Όρνιθες, η οποία διδάχτηκε κατά το 414 π.Χ., στους
δραματικούς αγώνες των Μεγάλων Διονυσίων, αποσπώντας το δεύτερο βραβείο.
Τα σωζόμενα έργα του Αριστοφάνη
αποτελούν μοναδικό και εξαιρετικό εργαλείο για την προσέγγιση της Αρχαίας και
Μέσης Κωμωδίας, καθώς αποτελούν το υλικό με οποίο εξάγουμε συμπεράσματα σχετικά
με την ποιητική τέχνη.[1]
Η παρούσα εργασία πραγματεύεται τον τρόπο με τον οποίο παράγεται το
κωμικό αποτέλεσμα σε κάθε σκηνή από τους Όρνιθες του Αριστοφάνη, εντοπίζουμε τις μεταξύ τους ομοιότητες και
διαφορές, αναλογιζόμενοι την θεατρική εικόνα που παρουσίαζε η διδασκαλία της
κωμωδίας στους Αθηναίους θεατές της εποχής εκείνης.
Θέμα:
Η προσέγγιση του κωμικού στοιχείου στους Όρνιθες του Αριστοφάνη
Στην αριστοφανική κωμωδία οι πηγές του κωμικού είναι τρεις, αρχής γενομένης
από την «ὄψιν», που αναφέρεται στα σκηνικά, τους θηριομορφικούς χορούς και τους κωμικούς ηθοποιούς, με τα διογκωμένα κι
αλλόκοτα σωματικά χαρακτηριστικά και προσωπεία, αλλά και τον τεράστιο δερμάτινο
φαλλό. Ακολουθεί η πλοκή με τις ανυπέρβλητες αντιθέσεις, όπου οι γενεές
συγκρούονται, τα όρια της πραγματικότητας και της φαντασίας συμπλέκονται, η
υπερβολή, η ουτοπία και οι στρεβλώσεις βασιλεύουν κι ανεκπλήρωτοι πόθοι
πραγματώνονται, οι αντίπαλοι σκώπτονται και ψέγονται με κωμικό τρόπο, ενώ είναι
δυνατόν να συμβούν όλα όσα η πεζή πραγματικότητα δεν επιτρέπει. Όμως η
αριστοτεχνικά επεξεργασμένη αστική αθηναϊκή γλώσσα προσδίδει πλήθος κωμικών
χαρακτηριστικών κι αφορμές για γέλιο, μέσα απ’ τη «γλώσσα» των γυναικών και των
δούλων, τις ομοηχίες, τις λεξιπλασίες, τις βωμολοχίες, τη λοιδορία, τα
υποκοριστικά και τα μεγεθυντικά.[2]
Στις Αριστοφανικές κωμωδίες το
γέλιο δεν απορρέει μόνον από την κωμική υπόθεση, τις κωμικές συνθήκες και τα
συμβάντα ή τους κωμικούς τύπους, αλλά και από την αξιοποίηση του γλωσσικού πλούτου
και την ιδιάζουσα χρήση της γλώσσας, για να πετύχει ο ποιητής, που διαθέτει
εξαιρετική χιουμοριστική δεινότητα, ένα κωμικό αποτέλεσμα, χρησιμοποιώντας
στοιχεία όπως οι παρωδίες, τα λογοπαίγνια, τα αμφίσημα, τις παρομοιώσεις και
τις μεταφορές.[3]
Ένας συγγενικός ρόλος είναι κι
εκείνος που παίζει η συσσώρευση λέξεων και στην προετοιμασία των λογοπαιγνίων,
σε σημείο που προδιαθέτει τον θεατή ώστε να περιμένει ο ευφυολόγημα (Να που
οδηγούσε τους Αθηναίους η λακωνομανία: ἐκόμων, ἐπείνων, ἐρρύπων, ἐσωκράτων. Όρνιθες,
1282).[4]
Στόχος της συσσώρευσης των λέξεων είναι και η κωμικότητα.[5]
Στους Όρνιθες και στους υπό εξέταση στ.
948-1106 (σκηνές διεκπεραίωσης α΄) και στ. 1398-1539 (σκηνές διεκπεραίωσης β΄),
οι οποίες ανήκουν στις Ιαμβικές ή «επεισοδιακές» σκηνές, που εμπεριέχουν
παρωδία, εμφανίζονται διάφοροι τυπικοί ανθρώπινοι χαρακτήρες, πέντε αυτόκλητα
πρόσωπα στην α΄ και τρεις οχληροί επισκέπτες στη β΄.
Η έκταση των στοίχων στις δύο ομάδες είναι περίπου ίσοι με ελάχιστη απόκλιση
(158 στίχοι οι α΄, 141 στίχοι οι β΄, η οποία περιλαμβάνει το μισό περίπου
αριθμό σκηνών της πρώτης).
Την εποχή εκείνη τα προσωπεία των ηθοποιών δεν
ήταν τυποποιημένα και πιθανότατα οι Αθηναίοι θεατές αναγνώριζαν αμέσως τους δύο
πρεσβύτες, τους κλασικούς ακούραστους τύπους των πρωταγωνιστών (Δικαιόπολις,
Τρυγαίος, Πεισθέταιρος) και του ευτράπελου (Στρεψιάδης, Φιλοκλέων, Ευελπίδης),
τους οποίους ο Αριστοφάνης παρουσιάζει να συνεργάζονται στους Όρνιθες.
Είναι σαφές ότι το κοινό αναγνώριζε τους Θεούς από τη σκευή αλλά και τα προσωπεία
τους (Ίρις, Ποσειδώνας, Ηρακλής, εκτός του Προμηθέα που εμφανιζόταν
περικαλυμμένος), τον Μέτωνα και τον Κινησία, τους οποίους ο σκευοποιός
είχε αποτυπώσει την αληθινή, παρότι γελοιογραφική τους όψη, στα προσωπεία, αλλά
και τον Ιερέα από τη μορφή του. Αρκετά οικείοι κωμικοί τύποι ήταν οι παράσιτοι
(Ποιητής, Χρησμολόγος, Επίτροπος, Ψηφισματοπώλης) και οι φαύλοι (Πανταλοίας,
Συκοφάντης).[6]
Η καινούρια πολιτεία που ίδρυσαν τα πουλιά,
η Νεφελοκοκκυγία (η κατοικία των κούκων στα σύννεφα),
προσελκύει διάφορους ευφάνταστους τύπους που θέλουν να επωφεληθούν απ’ αυτήν.
Σε πρώτη φάση εμφανίζονται πέντε πρόσωπα
με πρώτο τον κουρελιάρη ποιητή (στ. 949-1001), όμως πονηρό και κόλακα, ο οποίος
συνδιαλέγεται με τον Πεισθέταιρο, που του ζητά να αποκαλύψει την ταυτότητά του
(στ. 948-960) και τον σκοπό της επίσκεψής του, που δεν είναι άλλος από το να
υμνήσει τη νέα πόλη (στ. 961-977) ενώ στη συνέχεια ο ποιητής αποπέμπεται
ευτυχής, καθώς ο Πεισθέταιρος του χαρίζει κάποια παλιόρουχα, μια κάπα και το
χιτώνα του δούλου του (στ. 978-1001).
Στην πρώτη σκηνή το κωμικό στοιχείο προσδιορίζεται, αρχικά με το
συνδυασμό σοβαρού και τυπικού με το αφελές και το ευτράπελο. Ένας ρακένδυτος παλιομοδίτης
Ποιητής, όπως και τα επαναλαμβανόμενα λόγια και η εμμονή στους ύμνους του,
προκαλούν γέλιο, μαζί με τον τρόπο απομάκρυνσής του.[7]
Δεύτερος καταφθάνει ένας χρησμολόγος (στ. 1002-1034)
που εμπορεύεται χρησμούς, εκβιάζει και απειλεί με δυστυχίες την πόλη αν
δεν του πέμψουν δώρα, λέγοντας πως φέρνει κακό χρησμό για την πόλη («Μην
αψηφάς τα θεία, ευλογημένε· ξεκάθαρα μιλεί χρησμός του Βάκη για τις
Νεφελοκοκκυγίες», στ. 1005-1006), όμως ο πονηρός Πεισθέταιρος φτιάχνει
δικούς του χρησμούς κατά του φορτικού επισκέπτη και αναδεικνύει την
ασυμβατότητα μεταξύ του μεγαλεπήβολου χρησμού και των ταπεινών κινήτρων του
χρησμολόγου («…κι όποιος προφήτης θα πάει πρώτος-πρώτος να πει τους χρησμούς
μου, ένα σκουτί καθαρό και παπούτσια καινούρια να λάβει», στ. 1015-1016),
που παίρνει δρόμο εξωσμένος και καταχερισμένος. Ο δακτυλικός εξάμετρος του
χρησμού που φέρνει ο Χρησμολόγος, το γριφώδες ύφος και οι ανέφικτες αναφορές
του, δημιουργούν εύθυμο και αστείο κλίμα, όπως και ο ειρωνικός χρησμός του Πεισθέταιρου,
η επανάληψη της φράσης «ιδού η φυλλάδα» και τελικά ο ξυλοδαρμός του
πρώτου από τον δεύτερο.[8]
Στη συνέχεια έρχεται στη Νεφελοκοκκυγία ένα υπαρκτό πρόσωπο, ο μαθηματικός,
γεωμέτρης και αστρονόμος Μέτων (στ. 1035-1066),
(…«Εγώ ποιος είμαι; Ο Μέτωνας· η Ελλάδα κι ο... Κολωνός με ξέρουν», στ.
1041), έμφορτος με τα σύνεργα της δουλειάς του («Nα
γεωμετρήσω θέλω τον αέρα και να σας τον χωρίσω στρέμμα-στρέμμα», στ.1038-1039), ενώ είναι ο μόνος παρείσακτος που
αποζητά υλικές απολαβές. Ο Πεισέταιρος τον απωθεί ευγενικά όμως κι εκείνος στο
τέλος, καθώς δεν φεύγει με τίποτα, διώχνεται ξυλοφορτωμένος. Ακολουθεί ένας
αχώνευτος κρατικός επόπτης-επιθεωρητής (στ. 1067-1083),
σταλμένος από τους Αθηναίους για να αναμιχθεί στα εσωτερικά της νεότευκτης
πόλης, που όμως έχει την ίδια τύχη με τους προηγούμενους, ενώ η θέση του
καταλαμβάνεται άμεσα από έναν φανταστικό Νομοπώλη (στ. 1084-1104), πλασμένο από τη φαντασία του
Αριστοτέλη, ο οποίος θέλει να επιβάλλει στη νέα πόλη τους αθηναϊκούς νόμους,
που τελικά εκδιώκεται και κείνος, τουλουμιασμένος από το ξύλο. Ο Επιθεωρητής
φαίνεται πως φορούσε πολυτελή ρούχα, (στ. 1068), σε αντίθεση με τον κουρελή
ποιητή, ενώ κρατούσε στα χέρια του δυο κάλπες (στ. 1081-1082), όπως ακριβώς ο
Μέτων έφερε τα όργανα της επιστήμης του κι ο Νομοπώλης που κρατούσε τον πάπυρο
με τους νόμους που πουλούσε (στ. 1085).
Το κωμικό στοιχείο αφθονεί στην σκηνή με το Μέτωνα, τον οποίο ο Πεισθέταιρος
αποκαλεί «κόθορνο», μέσα από την πλοκή, τις κατάλληλες λέξεις, τη
συμπεριφορά και τις σκέψεις των ανθρώπων, την πρόθεση του μαθηματικού να
«γεωμετρήσει» τον ουρανό, τα σχόλια του Πεισθέταιρου, ο υποκριτικός θαυμασμός
και η ταύτιση του επισκέπτη με τον μεγάλο «συνάδελφό του» Θαλή, αλλά και ο
παράλογος συλλογισμός του Μέτωνα για τον
τετραγωνισμό του κύκλου, ο τεχνικός του εξοπλισμός και εν τέλει ο ξυλοδαρμός
του, προκαλούν τους γέλωτες των θεατών.[9] Στη σκηνή με τον
Επιθεωρητή, γέλιο προκαλεί η πολυτελής αμφίεσή του, η οποία ωθεί τον Πεισθέταιρο
να τον αποκαλέσει «Σαρδανάπαλο», η προθυμία του πρώτου να εγκαταλείψει τον
έλεγχο, καθώς θα λάβει την αμοιβή του και η απογοήτευσή του κατά τον ξυλοδαρμό
του, ενώ στη σκηνή με τον Νομοπώλη, το γέλιο φέρνουν, η σοβαρή απαγγελία των
νόμων που πωλεί, τα λογοπαίγνια, οι εκατέρωθεν απειλές και τέλος, το δάρσιμό
του.[10]
Οι παρείσακτοι, περίεργοι και οχληροί ετούτοι τύποι, αντικατοπτρίζουν τις
δυσκολίες που αντιμετώπισε ο Πεισθέταιρος κατά τη δημιουργία της πόλης των
πουλιών, που ευελπιστούσε να μην είναι καθυποταγμένη στην μητρόπολη και
αποπέμπονται ακριβώς γιατί δεν επιθυμούν να ενταχθούν στο δυναμικό της πόλης,
απεναντίας, επιζητούν να την καθυποτάξουν στα αθηναϊκά πρότυπα.[11]
Οι διανοούμενοι και επιστήμονες της εποχής,
στην περίπτωση των Ορνίθων, ο Μέτων και ο Κινησίας, οι ενασχολήσεις τους
και οι δυσμενείς συνέπειές τους για την κοινωνία, βρίσκονται στο στόχαστρο του
ποιητή, τους οποίους σατιρίζει και διακωμωδεί προκαλώντας αστείες καταστάσεις.[12]
Τα υποκείμενα αυτά έχουν όλα σχεδόν την ίδια τύχη, με κοινό στοιχείο τον
ξυλοδαρμό, με εξαίρεση τον ανώνυμο ρακένδυτο ποιητή που κατέφθασε πρώτος στην
πόλη.
Η σειρά των Αθηναίων που εμφανίζεται στις δεύτερες Ιαμβικές σκηνές,
ακόμη τρεις χαρακτήρες, συμμετέχοντας στο θέμα της κωμωδίας, φθάνουν ως
προπομποί, των ανθρώπων που αποδέχθηκαν την πρόσκληση, εκδηλώνοντας την
επιθυμία να πολιτογραφηθούν Νεφελοκοκκυγιανοί και να μείνουν στην πόλη, σ’
αντίθεση με τους πρώτους, εκπροσώπους της αθηναϊκής καθεστηκυίας τάξης, που
έρχονται να προσφέρουν υπηρεσίες με απώτερο σκοπό να την ελέγξουν, δυστυχώς
όμως και τούτοι αποδείχθηκαν παράσιτοι, τιποτένιοι και φαύλοι χαρακτήρες, ανάξιοι
να λάβουν την προχείριση των φτερών.[13]
Πρώτος και χειρότερος ένας νεαρός, εν δυνάμει πατροκτόνος, που ήθελε να
δολοφονήσει τον πατέρα του για την κληρονομιά, επιθυμούσε ν’ αποκτήσει φτερά
(στ. 1405-1406) και πίστευε πως στην νέα ετούτη πόλη εξυμνούσαν το έγκλημα της
πατροκτονίας (στ. 1408-1409). Ο Πεισθέταιρος τελικά τον πείθει διπλωματικά να
φύγει και να πολεμήσει για τη δική του πατρίδα, στο μέτωπο της Θράκης (στ.
1426-1433).[14]
Ένας ακόμα υποψήφιος πολίτης της Νεφελοκοκκυγίας, ένα ακόμη αληθινό, υπαρκτό
πρόσωπο, ο διάσημος διθυραμβοποιός, ο ποιητής Κινησίας, καταφθάνει για να
διδάξει τους διθυραμβικούς, κυκλικούς χορούς στα πουλιά, ενώ ο Πεισθέταιρος, που
δεν εκτιμά την επιτηδευμένη τέχνη του, αντιτίθεται με σθένος στην προοπτική να
μείνει στην πόλη και να λάβει τα φτερά με τα οποία θα είχε τη δυνατότητα να
ίπταται στους αιθέρες της ποίησης (στ. 1443-1446), του προτείνει ειρωνικά να
λάβει μέρος στους διθυραμβικούς αγώνες της πόλης (στ. 1469-1472) και τελικά
διώκει εξευτελιστικά τον ποιητή (στ. 1473-1475), σε αντίθεση με τον κουρελή,
ανώνυμο ποιητή, στην πρώτη σκηνή. Πιθανότατα ο Αριστοφάνης διακωμωδεί τον
Κινησία αρκετές φορές, εξαιτίας της προκλητικής του εξωτερικής εμφάνισης.[15] Τέλος, στην πόλη
καταφθάνει ένας συκοφάντης-καταδότης, ο οποίος θέλει τα φτερά για να πετά, να
κατασκοπεύει ευκολότερα και να ρουφιανεύει καλύτερα. Ο Πεισθέταιρος προσπαθεί
να τον συνετίσει και να τον κατευθύνει σε κάποια ευυπόληπτη δραστηριότητα, όμως
ετούτος, όπως όλοι οι κοινοί συκοφάντες, δεν διορθώνεται και καταλαβαίνει μόνο
από ξύλο.[16]
Τα κωμικά στοιχεία της σκηνής του πατροκτόνου είναι η απροκάλυπτη δήλωσή
του για την πρόθεση της πατροκτονίας με σκοπό την κληρονομιά, η αντιπαράθεση
και η αντιπαραβολή των νόμων που προστατεύουν υποτίθεται τους πατροκτόνους, μ’
εκείνους που προστατεύουν τους υπερήλικες γονείς, αλλά και η μεταφορά στον
κόσμο των πουλιών των νόμων της ανθρώπινης κοινωνίας, ενώ εξαιρετικά κωμική
είναι η αναφορά στον περίεργο οπλισμό με τη φτερούγα και το νύχι (στ.
1426-1428).
Στην σκηνή με τον ποιητή Κινησία, που πιθανότατα η μουσική θα είχε
πρωτεύοντα λόγο, κωμικά στοιχεία είναι κυρίως η ανάλαφρη και χορευτική είσοδος
του ποιητή, με τραγούδι και χορό (στ. 1436-1437), που συνεχίζει το χορό και το
τραγούδι σ’ αντίθεση με τον ανώνυμο ποιητή, η ειρωνική αντιμετώπισή του από τον
Πεισθέταιρο (στ. 1440-1441), ενώ ιδιαιτέρως κωμικές κρίνονται η σκηνή που
περιχύνει με φτερά τον Κινησία (στ. 1466) και
η αντίδραση του Πεισθέταιρου στην επιμονή του ποιητή να τραγουδά τους
διθυράμβους του (στ. 1461). Αξίζει να σημειώσουμε πως οι δύο ποιητές είναι οι
μόνοι που δεν ξυλοφορτώνονται, ενώ ο Χορός στους Όρνιθες δεν συμμετέχει
στις σκηνές.
Μετά απ’ αυτά, κανένας θνητός δε θα ξαναπλησιάσει την πόλη κι ο Πεισθέταιρος
θα συναναστρέφεται πια μόνο με θεούς, στις τάξεις των οποίων τελικά θα
καταλήξει.[17]
Συμπέρασμα
Η ανάλυση του έργου προσφέρει ένα μεγάλο αριθμό διαφορετικών αλληγορικών
ερμηνειών, συμπεριλαμβανομένης της ταυτοποίησης του αθηναϊκού λαού με τα πουλιά
και τους εχθρούς τους με τους θεούς του Ολύμπου.
Υπάρχει, ωστόσο, η άποψη ότι οι Όρνιθες δεν είναι τίποτα περισσότερο από
ένα έργο με πολλά κωμικά και σατιρικά στοιχεία, που αποδίδονται με μοναδικούς
τρόπους και τεχνικές από τον Αριστοφάνη, διασκεδαστικό, χαριτωμένο, με ιδιότροπο
θέμα, που επελέγη από τον ποιητή για τις ευκαιρίες που προσφέρει για λαμπρούς,
διασκεδαστικούς διαλόγους, ευχάριστα λυρικά διαλείμματα και χωρίς σοβαρό
πολιτικό μοτίβο, αν και όχι εντελώς άσχετο με τις σύγχονή του πραγματικότητα.
Βιβλιογραφία
- Dover, K. J., Η
κωμωδία του Αριστοφάνη, μτφρ. Φάνης Ι. Κακριδής, Μορφωτικό Ίδρυμα
Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1981.
- Κακριδής, Φ. Ι., Αριστοφάνους Όρνιθες,
ερμηνευτική έκδοση, Δωδώνη, Ιωάννινα 1976.
- Κοπιδάκης, M.Z., «Εν λόγω ελληνικώ…», Ίκαρος, Αθήνα 2003.
- Ξιφαρά, Π., Το αριστοφανικό έργο, στο Ανδριανού, Ε.
– Ξιφαρά, Π., Αρχαίο ελληνικό
θέατρο: Ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, ΕΑΠ, Πάτρα
2001, σελ. 117-134.
- Σπυρόπουλος, Η., Αριστοφάνης. Σάτιρα, Θέατρο, Ποίηση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη
1988.
- Στεφανόπουλος, Θ. - Αντζουλή Ε., Αριστοφάνη Όρνιθες,
ΟΕΔΒ, Αθήνα 2006. Thiercy, P., Ο
Αριστοφάνης και η Αρχαία Κωμωδία, μτφρ. Γ. Φ. Γαλάνης, Αθήνα 2001.
- Zimmermann, B., Η
αρχαία ελληνική κωμωδία, μτφρ. Η. Τσιριγκάκης, επιμ. ∆. Ιακώβ. Αθήνα
2002. [σελ. 150-154 & 155-67].
- Φραγκούλης, Α., Αριστοφάνη Όρνιθες, Γ΄ Γυμνασίου,
Εκδόσεις Πατάκη, 2007.
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
[1]
Ξιφαρά, Π., σελ. 133.
[2]
Κοπιδάκης, M.Z., σελ. 90-91.
[3]
Σπυρόπουλος, Η., σελ. 121.
[4]
Στο ίδιο, σελ.142.
[5]
Ξιφαρά, Π., σελ. 151.
[6]
Κακριδής, Φ. Ι., σελ. 11.
[7]
Φραγκούλης, Α., σελ. 229.
[8]
Φραγκούλης, Α., σελ. 234.
[9]
Φραγκούλης, Α., σελ. 246.
[10]
Στο ίδιο, σελ. 247.
[11] Thiercy, P., σελ. 110.
[12] Zimmermann, B., σελ. 150.
[13]
Thiercy, P., σελ. 111.
[14]
Thiercy, P., σελ. 111.
[15]
Zimmermann, B., σελ. 151.
[16]
Thiercy, P., σελ. 112.