Νοσταλγικά καλοκαίρια στο Δομοκό και τα χωριά του…
Κάποιες φορές, σαν έχω τις μαύρες μου, κλείνω τα μάτια κι αφήνω το μυαλό να ταξιδέψει, αναθυμάμαι κι ανασκαλεύω βαθιά στη μνήμη και το θυμικό μου. Να όπως τώρα να πούμε, καλή ώρα: Σα να ’μαι, λέει ψηλά στην Πάρνηθα και ν’ αγναντεύω Βόρεια, προς τα πάτρια, εκεί στο Δομοκό και τα χωριά του… Μακριά είναι και δε διχάζω τίποτα… Έχει κι αντάρα ο τόπος μας, όπως συνήθως, ακόμα και τις πρώτες μέρες του καλοκαιριού… Κι όμως, να κάτι βλέπω…
Σ’ ένα στενό, χωμάτινο καρόδρομο, έν’ άλογο ψαρί σέρνει καμαρωτό ένα κάρο, πράσινο, φορτωμένο με κοφίνια, γεμάτα καπνό! Μπροστά ένας νέος, μουστακαλής, με ψάθινο καπέλο, και πίσω ένα παιδάκι, με ριγωτό κοντομάνικο μπλουζάκι και καφέ κοντοπαντέλονο. Μα, για στάσου, γνώριμες μου είναι ετούτες οι φιγούρες! Είμαι εγώ με τον πατέρα μου, πάνω στο δίτροχο το κάρο μας! Είναι καλοκαίρι κι η δουλειά δεν απολείπει στα καπνοχώραφα, τα βαμπάκια, στις ντοματιές και τα μποστάνια. Ερχόμαστε από την Τραγάνα. Θα σταματήσουμε μάλλον για κρύο νερό στον άμπλα στις Μποστανιές, την πηγή που αναβλύζει γάργαρο, κατάκρυο νερό και θα συνεχίσουμε για το σπίτι στο χωριό, όπου αποβραδίς θα συναχτούν όλοι για τ’ αρμάθιασμα.
Οι αργάτες θερίζουνε τα χρυσαφένια σταροχώραφα με τα κοφτερά δρεπάνια τους, φουχτώνοντας τα χερόβολα, που σωριάζουν στην αράδα, ώσπου οι δεματιστάδες να τα δέσουν με βριζαμιά, να φκιάσουνε δεμάτια. Αλλού κόβανε με τις κοσιές και συνάζανε χορτάρι, τριφύλλι ή βίκο, για χειμωνιάτικη ζωοτροφή. Χρόνια αργότερα, θα γινότανε χαμός με τις κομπίνες, τους κομπινιέρηδες και τα σιλό που ξαδειάζανε τους πολύτιμους καρπούς της Δήμητρας, στ’ αμπάρια και τα χαγιάτια.
Για διακοπές, ούτε λόγος, καθώς μετά το κλείσιμο του σχολειού, αρχινάγανε εντατικά οι αγροτικές δουλειές κι έπρεπε όλοι να συνδράμουμε, άσχετα με τα χρόνια που ο καθείς κουβάλαγε στην πλάτη του. Άλλοι να στρώσουμε το δίκτυο με τους σωλήνες και τα μπεκ για το πότισμα, να σκαλίσουμε και να μαζέψουμε τη σοδειά, κι άλλοι να βοηθήσουν στα κοπάδια με τα γιδοπρόβατα. Οι «τυχεροί», θα πηγαίνανε για κάνα μπάνιο, με το τουριστικό του Μπεκερίδη, το πρωί στον Καραβόμυλο, στον Αηγιάννη, στις Ράχες ή στα Καμένα Βούρλα και τ’ απόγιομα οι παθήδες στα… Ψωρονέρια! «Ο παθός γιατρός», λέγανε οι γριές, καθώς παρακινούσανε τους νιότερους να επισκεφτούν τα «θαματουργά νερά».
Εμείς οι αποδέλοιποι, «όπου φτωχού δουλεύγεις, φτωχά περνάς». Μέναμε πίσω και ξεκλέβαμε πολύτιμο χρόνο γι’ ανδραγαθίες και μπάνιο στου «Λιάγκα τον άμπλα», στο Ζαπαντόρεμα, όπου είχε νεράκι μπόλικο και ψαράκια του γλυκού νερού: μπριάνες, κεφαλόπουλα και κυπρίνια. Τούτα δω τα ψαρεύαμε συνήθως με τα χέρια ή με απόχη στο σγούλο, στα μικρά κουφώματα πού’καμε το νερό στις όχθες του ποταμιού. Κάποτε πιάναμε και καμιά νεροφίδα κι όπου φύγει-φύγει, αύριο πάλι.
Όποτε μπορούσαμε, σαν κόπαζε η πολλή δουλειά ή μετά από κανένα καλοκαιριάτικο μπουρίνι, παίζαμε μπάλα, κρυφτοντενεκέ, γρούνα, πόλεμο ή εξερεύνηση στον Αηλιά και άμα είχαμε, κάναμε ποδήλατο. Στα μεγάλα κέφια, κλέβαμε καρπούζια απ’ τα μποστάνια, ιδίως των περίεργων, για να μας γκρινιάζουνε και να γελάμε, ή αχλάδια, δαμάσκηνα, κορόμηλα, μούρα ή ρόδια απ’ τις αυλές και τα γιούρτια! Κάποια βράδια ανήσυχα, φτιάναμε κολοκύθες σκαλιστές από μέσα, τους βάζαμε κερί αναμμένο και τρομάζαμε τους διαβατάρηδες, γνωστούς και ξένους.
Σα μεγαλώσαμε λιγάκι, περιμέναμε να’ρθούνε τ’ αγόρια και τα κορίτσια από τη Λαμία και την Πρωτεύουσα, για διακοπές στο χωριό, να τρανέψουν τα παρεάκια και, γιατί όχι, να γκομενίσουμε λιγάκι!
Όαση πραγματική τα πανηγύρια και οι γάμοι στο χωριό, χαράς ευαγγέλια για όλους, μικρούς και μεγάλους. Το φαΐ μας ήτανε συνήθως κάνα ψωμοτύρι στα όρθια ή κάνα ψημένο καλαμπόκι, γι’ απογεματινό. Όσο για τα παγωτά, οι παλιότεροι θυμούνται τους θρυλικούς παγωτατζήδες, που περνούσανε αραιά και που, με το λευκό μηχανάκι και την τέντα κι οι νεότεροι, τα ψυγεία στα καφενεία με τις πολυπόθητες… πολυτελείς βανίλιες, τον πύραυλο ή το κυπελάκι.
Οι μανάδες μας δε μας ψάχνανε, σχεδόν ποτέ, καθώς είμασταν παιδιά σκληραγωγημένα, μαθημένα στα δύσκολα, κι άλλος φόβος δεν υπήρχε τότε. Υπήρχαν μόνο, ως περιρρέουσα απειλή, κάποιος «Μάμμος» που θα μας έκανε κακό και κάποιοι «Οβραίοι» που θα μας παίρνανε μακριά. Στους «Γύφτους», φοβέριζαν οι γονείς πως θα μας δίναμε, αν δεν είμασταν καλά παιδιά. Εκείνοι πάλι, σιγά μη θέλανε!
Ξυπνώ αίφνης απ’ το λήθαργο της μνήμης, μ’ ένα γλυκό, σχεδόν αθώο, παιδικό χαμόγελο, να φωτίζει τ’ ώριμο πρόσωπό μου… Πάνε τώρα πολλά χρόνια που γερέψαμε από τα πέτρινα χρόνια της παιδικής μας αθωότητας…
Κύλισε πολύ νερό στ’ αυλάκι κι όχι πάντα για καλό. Όμως, κείνα τ’ αθώα χρόνια της ζωής μας, δεν θα ξανάρθουνε ποτέ. Όχι για μας, αλλά για τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας… Κι όποιος τα μελετά ή τα νοσταλγεί, ομοιάζει λίγο γραφικός κι ανεμοπάτης.
Κι ο χορτάτος τον νηστικό, δεν τον πιστεύει…
Δημήτρης Β. Καρέλης
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Copyright © 2022 - All Rights Reserved