«Η ελληνική λαογραφία ως «εθνική επιστήμη» τον 19ο αιώνα και ο κατοπινός επαναπροσδιορισμός του αντικειμένου της»



«Η ελληνική λαογραφία ως «εθνική επιστήμη» τον 19ο αιώνα και ο κατοπινός επαναπροσδιορισμός του αντικειμένου της»


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης



ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος 

Ενότητα Α΄: Οι καταστάσεις, σε Ελλάδα και Ευρώπη, που διαμόρφωσαν την ελληνική λαογραφία ως «εθνική επιστήμη» κατά τον 19ο αιώνα 

Ενότητα Β΄: Οι αιτίες που την εξανάγκασαν να επανακαθορίσει το αντικείμενό της στον 20ο αιώνα, προχωρώντας στην αυτοκριτική της 

Επίλογος 

Βιβλιογραφία 

Πρόλογος

 

Η λαογραφία, όπως καταδεικνύει η λέξη, είναι η επιστήμη που έχει ως πεδίο έρευνας το λαό και όλες τις εκφάνσεις του βίου του, ως αντανάκλαση του τρόπου ζωής των κοινών ανθρώπων, αλλά και τα «παραφθαρμένα και ακατανόητα λείψανα του παρελθόντος», τα οποία επιβιώνουν διαχρονικά μέσα από τη λαϊκή παράδοση (Κυριακίδης, 1920: 9-10).

Οι Έλληνες λαογράφοι μελέτησαν κατ’ αρχάς τα ζητήματα της λαογραφίας, όπως ετούτα προέκυψαν από την κατά τόπους έρευνα, λαμβάνοντας υπόψη τις ιδιαιτερότητες του συνολικού βίου μιας περιοχής, αλλά και θέματα πανελλήνιας εμβέλειας στον απόηχο του αρχαιοελληνικού ενδιαφέροντος, όταν πραγματεύθηκαν την αλληλουχία του ελληνικού πολιτισμικού βίου, από την αρχαιότητα ως τις μέρες τους (Κυριακίδου-Νέστορος, 1978: 44, 92).

Ο παιδευτικός χαρακτήρας της λαογραφίας, της προσδίδει την ιδιότητα της εθνικής επιστήμης, καθώς πραγματεύεται τη γλώσσα, την ποίηση, το δίκαιο και τις καθημερινές συνήθειες του λαού (Κυριακίδου-Νέστορος, 1978: 32).

Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας ερευνούμε τις επικρατούσες συνθήκες, στην Ελλάδα και την υπόλοιπη Ευρώπη, στο πλαίσιο των οποίων η ελληνική λαογραφία συγκροτείται ως «εθνική επιστήμη» τον 19ο αιώνα.

Στη δεύτερη ενότητα μελετούμε τους λόγους για τους οποίους υποχρεώθηκε να αναπροσδιορίσει το αντικείμενό της στον 20ο αιώνα και να προβεί στην αυτοκριτική της.

 

 

Ενότητα Α΄: Οι καταστάσεις, σε Ελλάδα και Ευρώπη, που διαμόρφωσαν την ελληνική λαογραφία ως «εθνική επιστήμη» κατά τον 19ο αιώνα.

 

Το ελληνικό όνομα της λαογραφίας είναι πλαστούργημα του αείμνηστου Νικολάου Πολίτη, ενώ η επιστήμη είναι γνωστή διεθνώς με τον αγγλικό όρο «folklore», ο οποίος δεν σημαίνει τη «σπουδή του λαού», αλλά τις «γνώσεις του λαού», όσα δηλαδή ο γνωρίζει λαός (Κυριακίδης, 1920: 5-6).

Οι Γερμανοί αντικατέστησαν τον αγγλικό όρο με το γερμανικό «volkskunde» ο οποίος καταδεικνύει την «σπουδή του λαού», κάτι που συνέβαλε ώστε να αποδοθεί από κάποιους στην επιστήμη της λαογραφίας ευρύτερη έννοια από εκείνη που είχε στην πραγματικότητα (Κυριακίδης, 1920: 5-6).

Ο όρος λαογραφία υποκατέστησε τον προγενέστερο «Νεοελληνική Εθιμολογία και Μυθολογία», την περίοδο κατά την οποία τοποθετείται η γέννηση της εν Ελλάδι επιστημονικής λαογραφίας, όταν επιφαίνονται και οι όροι «λαογνωσία» και «λαολογία», που τελικά παραγκωνίζονται (Τζάκης, 2002: 23), ενώ παλαιότερα η λαογραφία αναφέρεται ως «καταγραφή του λαού» (Σκαρλάτος, 1839).

Η λαογραφία στην Αγγλία διαμορφώνεται ως επιστήμη στη σκιά έντονης κοινωνικής ανησυχίας, στη βάση των διαφορών μεταξύ των «πολιτισμένων» ευρωπαίων έναντι των αμφιλεγόμενων πολιτισμικά, υποταγμένων λαών των αποικιών και ξεκινά ως έκφραση του ρομαντικού κινήματος, σε αντιδιαστολή με την ενιαιοποίηση του Διαφωτισμού, χρησιμοποιώντας όμως την εννοιολογική εργαλειοθήκη του τελευταίου, ενώ ο Σκωτσέζος Άντριου Λανγκ την προσδιορίζει ως «επιστήμη των επιβιώσεων» (Αυδίκος, 2009: 49).

Κατά την αγγλοσαξονική οπτική της λαογραφίας, αντικείμενο μελέτης αποτελούν οι παραδοσιακές εκφάνσεις του λαϊκού τρόπου ζωής, κυρίως όμως η προφορική λογοτεχνία, σε αντίθεση με την Γερμανική Λαογραφική Σχολή που προκρίνει ως επίκεντρο της επιστημονικής μελέτης της λαογραφίας τον ίδιο το λαϊκό βίο και το λαό συνολικά και όχι τις πολιτισμικές του δραστηριότητες (Τζάκης, 2002: 23).

Κομβικό σημείο για την διαμόρφωση της ιδεολογικής πλατφόρμας στην οποία εδράζεται η γερμανική λαογραφία αποτελεί η μάχη στην Ιένα της Θουριγγίας (1806), όταν οι γαλλικές Ναπολεόντειες δυνάμεις συνέτριψαν τους Πρώσσους. Ως τότε, οι πνευματικοί ταγοί της Γερμανίας θεωρούνταν αντιπρόσωποι του πνεύματος του Διαφωτισμού, στη οπτική του οποίου δεν υπεισέρχονται η έννοια του έθνους και οι εθνικές διακρίσεις, ενώ στη συνέχεια επέρχεται μια γενικότερη στροφή στο Ρομαντισμό, που τονίζει το ιδιαίτερο έναντι του γενικού και το συναίσθημα έναντι της λογικής, μια περισσότερο εθνοκεντρική προσέγγιση, στη βάση της διάκρισης «εμείς και οι άλλοι» (Κυριακίδου-Νέστορος, 2008: 22).

Οι εκφραστές του Ρομαντισμού πρεσβεύουν ένα κράτος το οποίο διέπεται από το Volksgeist, το εθνικό πνεύμα, κυριολεκτώντας η «ψυχή του λαού», με την οποία πρέπει να συνάδουν όλες οι κυβερνητικές πολιτικές και οι νόμοι να αντικατοπτρίζουν τις επιθυμίες της κι όλα αυτά προσδιορίζονται φυσικά από την επιστήμη που μελετά τις εκδηλώσεις του λαού, τη λαογραφία (Κυριακίδου-Νέστορος, 2008: 25).

Οι ακραίες όμως προσεγγίσεις, στο ζήτημα της αυτογνωσίας του λαού, από την πλευρά των Γερμανών, μέσα από την οπτική της μεσσιανικής θεωρίας και της απόλυτης καθαρότητας της «άριας φυλής», οδήγησαν στην συνέχεια σε οδυνηρές ατραπούς την παγκόσμια κοινότητα (Τζάκης, 2002: 31).

Την εποχή κατά την οποία στη Δύση εμφανίζεται το κίνημα του Ρομαντισμού, στην Ελλάδα βρίσκεται στο απόγειό του ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, οποίος αν και έλκει την καταγωγή του από τον Γαλλικό Διαφωτισμό, μέσω των Φαναριωτών, εντούτοις εμφανίζει σαφείς διαφοροποιήσεις ως προς το περιεχόμενο και την έκφρασή του, ανάλογο με τις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες μιας τουρκοκρατούμενης χώρας και των κατοίκων της, που πασχίζουν να ανακτήσουν την εθνική τους οντότητα, μέσα σε κλίμα εθνικής υπερηφάνειας και ανάτασης, με αποτέλεσμα να χαρακτηρίζεται από την ρομαντική έννοια του έθνους (Κυριακίδου-Νέστορος, 2008: 29).

Ωστόσο, υφίσταται σαφής διαφοροποίηση ανάμεσα στην πεποίθηση του γερμανικού ρομαντισμού για την έννοια του έθνους, με βάση τη διάκριση εμείς και οι άλλοι ή εμείς και οι ξένοι και την ελληνική ιστορική συνείδηση που αρχίζει να διαμορφώνεται με βάση τον προβληματισμό εμείς και οι αρχαίοι (Κυριακίδου-Νέστορος, 2008: 31).

Η συνεισφορά των ξένων περιηγητών του 18ου και των αρχών του 19ου αιώνα, οι οποίοι καταγράφουν και εκδίδουν ελληνικό λαογραφικό υλικό, θεωρείται σημαντική στην υπό διαμόρφωση επιστήμη της λαογραφίας, εν μέσω ενός πολυδιάστατου αγώνα (Herzfeld, 2002: 35).

Ο λαός εμφανίζεται ως φορέας ενός διαφορετικού πολιτισμού, του λαϊκού, διακριτού από τον λεγόμενο ανώτερο πολιτισμό, εκείνον που καλλιεργούσαν οι νομείς της πολιτικής και εκκλησιαστικής εξουσίας, παρουσιάζοντας μ’ αυτόν τον τρόπο το φαινόμενο του «πολιτισμικού δυϊσμού», άγνωστο στις πρωτόγονες κοινωνίες (Ντάτση, 2008: 41).

Ο λαϊκός ή παραδοσιακός πολιτισμός του αγροτικού χώρου, θεωρήθηκε από τους πρώτους Έλληνες λαογράφους ως ο μόνος που θα μπορούσε να μείνει ανόθευτος και αναλλοίωτος στο πέρασμα του χρόνου, ούτως ώστε να καθίστανται ευδιάκριτα τα σημάδια του ένδοξου αρχαιοελληνικού παρελθόντος, στις εκδηλώσεις του βίου του (Τζάκης, 2002: 36).

Ως κύριο μέλημα και στόχος της νεότευκτης ελληνικής λαογραφίας υπήρξε η απόσειση  των κατηγοριών του Φαλμεράυερ, μέσω της αντιπαραβολής του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού έναντι του νεότερου, καθώς οι Έλληνες λόγιοι αναζητούσαν να ανακαλύψουν και να ανασυνθέσουν τα απομεινάρια του λαμπρού αρχαιοελληνικού παρελθόντος, εδραιώνοντας τη λαογραφία πάνω στη «ρομαντική έννοια του έθνους», όπως όριζε άλλωστε η γερμανική λαογραφία, η οποία αποτέλεσε το υπόδειγμα της ελληνικής (Κυριακίδου-Νέστορος, 2008: 21).

Ο όρος επιβιώματα, που χαρακτηρίζει εκείνα τα απομεινάρια, επινοήθηκε από τον βρετανό ανθρωπολόγο Έντουαρντ Μπάρνετ Τέιλορ ο οποίος, μέσω της εξελικτικής του θεωρίας, παρατηρούσε στον σύγχρονο κόσμο φαινομενικά παράλογα έθιμα, ιδέες και πεποιθήσεις, όπως οι δεισιδαιμονίες των ανθρώπων της υπαίθρου, κατάλοιπα πρωτόγονων πολιτισμών που διατήρησαν τη λειτουργικότητα και το νόημά τους, χάρη στη δύναμη της συνήθειας (Τζάκης, 2002: 32-33).

Η θεωρία περί σλαβικότητας των νεώτερων Ελλήνων του Αυστριακού Γιάκομπ Φίλιπ Φαλμεράυερ ο οποίος στη μελέτη του (1830), διατύπωσε την άποψη πως δεν ρέει σταγόνα αρχαιοελληνικού αίματος στις φλέβες των νεοελλήνων, δεν αποτελούσε για τους Έλληνες λόγιους και λαογράφους ένα απλό ιστορικό ζήτημα, αλλά ήταν ένα σημαντικότατο εθνικό θέμα που έθιγε την εθνική τους υπόσταση και τα ιδεώδη του έθνους και για το λόγο αυτό υπήρξε τεράστιο υπαρξιακό ζήτημα η ανατροπή της θεωρίας και η απόδειξη της αδιάσπαστης συνέχειας του ελληνισμού από την αρχαιότητα έως σήμερα (Κυριακίδης, 1954: 497). Ο μακρύς και κοπιώδης αγώνας απαίτησε την επιστράτευση ολόκληρου του διαθέσιμου δυναμικού των Ελλήνων λογίων της εποχής, αλλά τη χρήση όλων των πνευματικών όπλων, στην προσπάθεια ανατροπής της θεωρίας του Φαλμεράυερ.

Οι δρόμοι για την απόδειξη της αλήθειας ήταν δύο, αφ’ ενός η ιστορική απόδειξη της ενότητας και της συνέχειας του έθνους, έργο που ανέλαβε ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος και συνέχισε ο Κωνσταντίνος Παραρηγόπουλος (Τζάκης, 2002: 35) και αφ’ ετέρου η λεπτομερής εξέταση της γλώσσας και γενικότερα ολόκληρου του βίου του Ελληνικού λαού στο διάβα των αιώνων, με σκοπό τη διαπίστωση της αδιάκοπης συνέχειάς του από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα (Κυριακίδης, 1954: 497).

Ο δεύτερος δρόμος αποδείχτηκε δυσκολότερος, καθώς απαιτούσε την καταγραφή της γλώσσας, των ηθών και των εθίμων του ελληνικού λαού και εν συνεχεία την αντιπαραβολή του υλικού με τις γνωστές, καταγεγραμμένες αρχαιοελληνικές πηγές, με τη δέουσα επιστημονική προσέγγιση και προπαρασκευή, στην οποία συνέβαλλε καταλυτικά ο Νικόλαος Πολίτης (Κυριακίδης, 1954: 497).

Σε μια εποχή που τα όρια του Ελληνικού κράτους ήταν ρευστά, ο Πολίτης οργάνωσε τους στόχους της λαογραφίας πάνω στο δίπτυχο, «θεωρία της συνέχειας» και «Μεγάλη Ιδέα», που απορρέουν από τον ρομαντισμό, υπό την προϋπόθεση δημιουργίας εθνικής συνείδησης, ενώ κατ’ αυτόν τον τρόπο, μέσω της απόδειξης της συνέχειας σε πολιτισμικό επίπεδο, η λαογραφία εξελίσσεται σε κατ’ εξοχήν εθνική επιστήμη και μαζί με την ιστορία και την αρχαιολογία, στρατεύονται στην υπηρεσία του εθνικού κράτους (Αυδίκος, 2009: 70-71). Κατά τον Χέρτζφελντ, «η λαογραφία ήταν στρατευμένη πολιτικά εν τη γενέσει της και η μελέτη της δεν μπορεί παρά να είναι μια σπουδή στην ιδεολογία» (Herzfeld, 2002: 37).

 

Ενότητα Β΄: Οι αιτίες που την εξανάγκασαν να επανακαθορίσει το αντικείμενό της στον 20ο αιώνα, προχωρώντας στην αυτοκριτική της.

 

Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η ταχύτητα των εξελίξεων στη μεταπολεμική Ελλάδα ανάγκασε την επιστήμη της λαογραφίας και τους λαογράφους εκφραστές της να ανασκευάσουν και να μετασχηματίσουν ριζικά τις θεωρίες και τις μεθοδολογικές τους προσεγγίσεις, αλλά κυρίως την πορεία της, αφήνοντας πίσω την εθνική κατεύθυνση, που είχε ως αποτέλεσμα τον χαρακτηρισμό της ως «ιδιοτελούς επιστήμης», επιχειρώντας ένα νέο κοινωνικό-ιστορικό προσανατολισμό (Νιτσιάκος, 2008: 198-199).

Η εθνοκεντρική ιδεολογία, που γέννησε από ανάγκη τη λαογραφία, μετά τα φοβερά αποτελέσματα του πολέμου δεν είχε πλέον την δυνατότητα να την τροφοδοτεί ως επιστήμη, τοιουτοτρόπως εκείνη μεταφέρθηκε στο επίπεδο του οικονομικού, του κοινωνικού και του πολιτισμικού, τομείς που ζητούσαν επιτακτικά διερεύνηση, αξιολόγηση, μελέτη και εξαγωγή συμπερασμάτων, ώστε να διασυνδεθεί η λαογραφία με μια σύγχρονη ιδεολογία, ταυτόσημη με την εξέλιξη του ελληνικού κράτους (Αυδίκος, 2009: 77).

Ήδη από την εποχή του Μεσοπολέμου ο Στίλπων Κυριακίδης, άριστος φιλόλογος, γνώστης και θαυμαστής της πνευματικής συνέχειας του ελληνικού έθνους, παρότι καταπιάνεται με ιδιαίτερο ζήλο και συνέπεια με τα ζητήματα του αρχαιοελληνικού, βυζαντινού και νεότερου ελληνισμού, εντούτοις παρακολουθεί τις διεθνείς εξελίξεις και τη νεότερη έρευνα γύρω από τις απόψεις και τους σκοπούς της λαογραφίας, την οποία θεωρούσε ζωντανή και αυτοτελή επιστήμη του «λαϊκού πολιτισμού», ενώ εξέφραζε την νεωτεριστική θέση του πως ο λαογράφος δεν θα έπρεπε να λειτουργεί ως αρχαιολόγος, συλλέγοντας απλά και μόνο τα απομεινάρια της αρχαιότητας (Λουκάτος, 1964: 480-481).

Ο Κυριακίδης σε δύο διαλέξεις του με θέμα την επιστήμη της λαογραφίας (Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, 1932 και Τρίκαλα Θεσσαλίας, 1953), διαφοροποιείται αρκετά σε σχέση με παλαιότερες αντιλήψεις λαογράφων, ακόμη και του Νικολάου Πολίτη, όπως για παράδειγμα, στην περίπτωση των επιβιώσεων του παρελθόντος, δεν θεωρούσε πως οφειλόταν μόνο στην συνήθεια, προσθέτοντας δύο ακόμη παράγοντες τον κοινωνικό και τον ψυχολογικό, καθώς επίσης θεωρούσε πως υποκείμενος στη λαογραφία δεν ήταν μόνο ο λαϊκός πολιτισμός, αλλά και ο λεγόμενος ανώτερος, με τον οποίο συμβιώνουν και διαχέονται σ’ όλα τα κοινωνικά στρώματα (Λουκάτος, 1964: 481).

Η νέα πορεία της λαογραφίας την οδήγησε στα διασταυρούμενα μονοπάτια της διεπιστημονικότητας, όπου συναντήθηκε με την κοινωνιολογία, την κοινωνική ανθρωπολογία και την πολιτισμική οικολογία, ενώ παράλληλα επαναπροσδιόριζε καθοριστικά τις σχέσεις της με την ιστορία, διευρύνοντας τους ορίζοντές της, μπολιάζοντας τη θεωρία της, βελτιστοποιώντας τη μεθοδολογία της (Νιτσιάκος, 2008: 199).

Η λαογραφία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα ήρθε αντιμέτωπη με μια ακόμη υπαρξιακή κρίση, καθώς οι αγροτικοί πληθυσμοί, απ’ τους οποίους αντλούσε το υλικό της, μετατράπηκαν σε αστικό εργατικό δυναμικό, με νέες συνήθειες και βιωματικές δραστηριότητες, δημιουργώντας, στα πλαίσια του κοινωνικού τους μετασχηματισμού, το νέο αστικό λαϊκό πολιτισμό (Ντάτση, 2008: 50).

Η προαγωγή της αστικής λαογραφίας κατά την μεταπολεμική περίοδο προέκτεινε τη λαογραφική μέριμνα προς τις μειονοτικές πληθυσμιακές ομάδες με διακριτά χαρακτηριστικά (γλώσσα, θρησκεία, καταγωγή, μετανάστευση κλπ), με αποτέλεσμα την μεθοδολογική και θεματολογική αναθεώρηση της επιστήμης της λαογραφίας (Τζάκης, 2002: 26).

Οι αλλαγές στη μεθοδολογική προσέγγιση ξεκινούν τη δεκαετία του 1950 με τον Δ. Λουκάτο να προτείνει τον «εθνογραφικό τρόπο μελέτης» και τον Σ. Ήμελλο να εισηγείται την «χαρτογραφική μέθοδο» προσέγγισης του παραδοσιακού πολιτισμού, ενώ σχετικά με την θεωρητική αναδιοργάνωση της ελληνικής λαογραφίας, η Άλκη Κυριακίδου – Νέστορος, έστρεψε την προσοχή της στην δομή της παραδοσιακής κοινωνίας και στη διακρίβωση των σχέσεων που διέπουν τις πολιτισμικές δραστηριότητες με τις κοινωνικές δομές (Τζάκης, 2002: 39-40).

Στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι λαογράφοι της νεότερης γενιάς και κυρίως από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, αποστασιοποιούνται από κάθε επίκληση στη λαϊκή ψυχή και προσπαθούν να κατανοήσουν τα πολιτισμικά φαινόμενα μέσω μοντέρνων θεωριών, κρατώντας την γεωγραφική έννοια του όρου εθνικός, καθώς δεν έχουν πλέον εθνοκεντρική αλλά ελλαδοκεντρική προσέγγιση (Αυδίκος, 2009: 76-77).

  

Επίλογος

 Η λαογραφία μελετά τις πεποιθήσεις, τα έθιμα, τις προφορικές παραδόσεις, τις παραδοσιακές κουλτούρες και τον τρόπο σκέψης ενός λαού, προκειμένου να αποσαφηνίσει τη σημασία αυτών των λαογραφικών φαινομένων στο χρόνο και το χώρο.

Η λαογραφία, ως εθνική επιστήμη, χρησιμοποιήθηκε πλειστάκις για τον έλεγχο τη χειραγώγηση των λαών, όπως στη περίπτωση της Γερμανίας ή για την δημιουργία και την εδραίωση εθνικής ταυτότητας, όπως στην περίπτωση της Ελλάδας.

Η εθνικά στρατευμένη λαογραφία, με καθορισμένη εθνική αποστολή, νοιάζονταν εκτός από το χρόνο και για το ενιαίο χωρικό σύνολο, ένα εθνικό, ενιαίο και ομοιογενές περιβάλλον, πράγμα που σήμαινε υποταγή της μικρής τοπικής κλίμακας στην μεγάλη εθνική, αλλά και την καθυπόταξη της ετερότητας στο χώρο, στην ανάγκη της ενιαίας εθνικής ταυτότητας (Νιτσιάκος, 2008: 197).

Οι απόψεις αυτές αμβλύνθηκαν στην πορεία, υπό το βάρος των αποτελεσμάτων του φονικού πολέμου, υποχρεώνοντας τους λαογράφους να επαναπροσδιορίσουν τις θεμελιώδεις αρχές της επιστήμης αλλά και τη μεθοδολογία τους.


Βιβλιογραφία


  • Αυδίκος, Ευάγγελος, Εισαγωγή στις σπουδές του λαϊκού πολιτισμού. Λαογραφίες-. Λαϊκοί πολιτισμοί-Ταυτότητες, Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα 2009.
  • Herzfeld, Μichael, Πάλι δικά μας. Λαογραφία, Ιδεολογία και η Διαμόρφωση της Σύγχρονης Ελλάδας, μτφρ. Μαρίνος Σαρηγιάννης, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2002, κεφ. 1, σσ. 19-37.
  • Κυριακίδου-Νέστορος, Άλκη, «Η ρομαντική έννοια του έθνους», στο Κ. Γκότσης-Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.), Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ος αι.), ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σσ. 22-25 και 29-36.
  • Κυριακίδου - Νέστορος Άλκη, Η θεωρία της Ελληνικής Λαογραφίας. Κριτική ανάλυση, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα, 1978.
  • Κυριακίδης, Στίλπων, Αι γυναίκες εις την λαογραφία -η λαϊκή ποιήτρια- η παραμυθού- η μάγισσα τέσσαρα λαογραφικά μαθήματα υπό Στίλπωνος Π. Κυριακίδου, Εν Αθήναις, Ιωάννης Ν. Σιδέρης, 1920.
  • Κυριακίδης, Στίλπων, Ο ιδρυτής της Ελληνικής Λαογραφίας, Νέα Εστία, τεύχος 463, 15η Απριλίου 1954, σελ. 495-504.
  • Λουκάτος Δημήτριος, Τα γεγονότα και τα ζητήματα, Στίλπων Κυριακίδης, Νέα Εστία, τεύχος 882, 1η Απριλίου 1964, σελ. 480-483.
  • Σκαρλάτος, Βυζάντιος, Λεξικόν επίτομον της Ελληνικής Γλώσσης, Συντεθέν μεν υπό Σκαρλάτου Δ. του Βυζαντίου. Αθήνησιν: Εκ της Τυπογραφίας του αυτού Ανδρέου Κορομηλά,1839.
  • Νιτσιάκος, Βασίλης, «Επίλογος», στο Προσανατολισμοί. Μια κριτική εισαγωγή στη λαογραφία, Κριτική, Αθήνα 2008 , σσ. 195-200 ( β΄εκδ. 2014).
  • Ντάτση, Ευαγγελή, «Ο «λαός» της λαογραφίας. Το ιδεολογικό περιεχόμενο» στο Κ. Γκότσης – Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη (επιμ.) Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι.  Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ός αι.),  ΕΑΠ, Πάτρα 2008, σσ. 41-55.
  • Τζάκης, Διονύσης, «Για την Ιστορία της Ελληνικής Λαογραφίας», στο Γ. Αικατερινίδης, Ε. Αλεξάκης,  Μ.Ε. Γιατράκου, Γ.  Θανόπουλος, Ε. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Δ. Τζάκης, Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι. τόμος Α΄, ΕΑΠ, Πάτρα 2002, σσ. 21-47.

 

ΕΛΠ41 - Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι - 1η, 2017-2018.


*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 




#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!