Η ιστορική διάσταση των ελληνικών κοινοτήτων κατά την οθωμανική περίοδο - Η έννοια της κοινότητας, στη σύγχρονη εποχή.

 

 Η ιστορική διάσταση των ελληνικών κοινοτήτων κατά την οθωμανική περίοδο - Η έννοια της κοινότητας, στη σύγχρονη εποχή.


Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης


ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

Πρόλογος 


Ενότητα 1: Η ιστορική διάσταση των ελληνικών κοινοτήτων από την οθωμανική περίοδο μέχρι την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος.


Ενότητα 2: Η έννοια της κοινότητας, ως κοινού «ανήκειν», στη σύγχρονη εποχή.


Επίλογος 


Βιβλιογραφία

Πρόλογος

 

Ως κοινωνικός σχηματισμός, στον ελληνικό χώρο, η κοινότητα μορφοποιείται και μετεξελίσσεται, παράλληλα με την εξέλιξη του ελληνικού έθνους και σε ειδικές ιστορικές συγκυρίες, ενώ η λειτουργία, η αξία και η σημασία της, υπογραμμίζονται κατά την Οθωμανική επικυριαρχία (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 2002: 261).

Στην πρώτη ενότητα της εργασίας διερευνούμε την ιστορική διάσταση των ελληνικών κοινοτήτων από την οθωμανική περίοδο μέχρι την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος, με έμφαση στην οικιστική τους οργάνωση και την κοινωνικο-οικονομική και διοικητική τους λειτουργία.

Στη δεύτερη ενότητα αναφερόμαστε σε σύγχρονες μορφές κοινότητας, στις οποίες, αν και οι παραπάνω λειτουργίες έχουν εξασθενίσει εμφανώς, διατηρείται ωστόσο η ιδέα ενός κοινού «ανήκειν» και ενός συλλογικού κοινοτικού ήθους, που αποδεικνύει ότι η κοινότητα εξακολουθεί να λειτουργεί ως «κοινωνικός και πολιτισμικός χώρος» και ως συμβολική κοινότητα.

  

Ενότητα 1: Η ιστορική διάσταση των ελληνικών κοινοτήτων από την οθωμανική περίοδο μέχρι την ένταξή τους στο ελληνικό κράτος

 

Ο τόπος, ως πολιτισμική και γεωγραφική ενότητα, είναι ένα οικιστήριο ανθρώπων, εντός του οποίου μετεξελίσσεται ένα προκαθορισμένο μοντέλο διαβίωσης, με βάση αρχαιότερες κοινωνικές, εθιμικές και θρησκευτικές δομές (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 2002: 261).

Η συναρμογή των ανθρώπων γύρω από τον τόπο αυτό, τον οποίο επιλέγουν από κοινού, κάτω από συγκεκριμένες και ιδιαίτερες συνθήκες, οικοδομεί σταδιακά κοινωνικοοικονομικές, παραγωγικές αλλά και πολιτικές σχέσεις μεταξύ των μελών της κοινότητας (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 2002: 261).

Ο θεσμός της κοινότητας χρησιμοποιήθηκε για την εκπροσώπηση των τοπικών ελληνικών κοινωνιών έναντι των Οθωμανικών αρχών, ωστόσο η κοινότητα υπήρξε ορόσημο για τον ελληνισμό, ο πυρήνας γύρω από τον οποίο συσπειρώνονταν οι Έλληνες, ενώ αποτέλεσε παράγοντα εγγύησης μιας αυτόνομης λειτουργίας, στο πλαίσιο της διοικητικής δομής της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 2002: 261).

Η επιλογή του οικιστικού χώρου, που συσσωματώνονται οι άνθρωποι σε οικισμούς και χωριά, είναι πρωταρχικής σημασίας και εδράζεται κατ’ αρχάς στην εμπέδωση κλίματος ασφάλειας και προστασίας των πολιτών από τους εξαναγκασμούς που προβάλλει το φυσικό περιβάλλον, ενώ καταλαμβάνει ως πολυσύνθετος οργανισμός, τις ζωτικές λειτουργίες της κοινότητας, κοινωνικοπολιτικές, πολιτιστικές και οικονομικές (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 2002: 264).

Οι δομές της κοινωνίας αποκαλύπτονται από τον τρόπο επέμβασης των ανθρώπων στο φυσικό περιβάλλον, μέσω της αρχιτεκτονικής, όπως διαπιστώνουμε ακόμη και στις απλούστερες μορφές οικιστικής ανάπτυξης, καθώς οι ποιμενικές καλύβες των Σαρακατσαναίων συνδέονται με τη μορφολογία του εδάφους, αλλά και με την οργάνωση της νομαδικής κοινωνικής τους ζωής σε τσελιγκάτα και γένη, ζήτημα που αντικατοπτρίζεται συνολικότερα στην πολυποίκιλη αρχιτεκτονική της τουρκοκρατούμενης Ελλάδας, στις αγροικίες της ενδοχώρας, στους περιστεριώνες των νησιών, στα μονόσπιτα, στους μεγαλιθικούς πύργους της Μάνης ή τους καλαίσθητους πύργους της Λέσβου, στα πλούσια αρχοντικά του Πηλίου και της Μακεδονίας (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 112).

Η εξισορρόπηση ανάμεσα στις φυσικές δυνάμεις και την ανθρώπινη παρέμβαση, μέσα από μια αέναη, ελεγχόμενη όμως, ισόρροπη ανάπτυξη και δυναμική, είναι μια διαδικασία που αναφέρεται από τους αρχιτέκτονες ως ομοιοστασία και η οποία επιτρέπει την αδιατάρακτη μεταβολή των αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών ενός τόπου, πράγμα που αποτελεί χαρακτηριστικό των παραδοσιακών κοινωνιών (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, 2002: 114).

Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι διαρκώς μετακινούμενες προς εύρεση βοσκοτόπων, νομαδικές κοινότητες των Σαρακατσαναίων, οι οποίες αναγκαστικά κατασκεύαζαν τα κονάκια, τις στρούγκες και τα μαντριά για τα ζώα τους, σε διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες και ιδιαίτερη γεωμορφολογία, κάτι που ελάμβαναν σοβαρά υπόψη τους κατά την εγκατάσταση σ’ ένα τόπο, με βάση την εμπειρία τους, ως βιωματική γνώση, όπως για παράδειγμα η αποφυγή της όχθης λιμνών και χειμάρρων και ο προσανατολισμός της εισόδου των καλυβιών προς το νότο, για την αντιμετώπιση των σφοδρών βόρειων ανέμων και των όμβριων υδάτων (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 115).

Στον αντίποδα βρίσκονται οι αγροικίες, κατοικιές, αγροικιές, κελιά, καμάρες ή αχούρια, κτίσματα σε αγροτικές περιοχές για αποθήκευση εργαλείων, αγροτικής παραγωγής και σταυλισμό αροτριώντων και λοιπών ζώων, όπως και τα μονόσπιτα ή μονόχωρα, λαϊκά αγροτικά σπίτια, με ένα ενιαίο χώρο (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 118-121).

Μια ιδιαίτερη περίπτωση στην οικοδομική δραστηριότητα για τη στέγαση ζώων και πτηνών, αποτελεί η αρχιτεκτονική των περίφημων περιστεριώνων της Τήνου, της Άνδρου και της Σίφνου, τα περίτεχνα τεχνουργήματα που είναι κατασκευασμένα από σχιστολιθικές πλάκες, σε διάφορα σχήματα, για τη διαμόρφωση ανοιγμάτων για την είσοδο των περιστεριών (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 119).

Η εκτεταμένη οικογένεια του τσελιγκάτου των Σαρακατσαναίων, ήταν οικονομικά εύρωστη και συνεταιριζόταν με άλλες, ασθενέστερες οικονομικά, συζυγικές ή εκτεταμένες οικογένειες, με ή χωρίς συγγενικές σχέσεις μεταξύ τους, ενώ ο τσέλιγκας, ως αρχηγός του τσελιγκάτου, κατείχε το μεγαλύτερο κονάκι του οικισμού (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 116-117).

Οι συντεχνίες των Ηπειρωτών μαστόρων, τα μπουλούκια, που μετακινούνταν σε μέρη με οικονομική άνθηση, όπως το Πήλιο, απέδωσαν εξαιρετικά δείγματα παραδοσιακής αρχιτεκτονικής (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 130). Οι μάστορες οικοδόμοι, μαζί με λιθογλύπτες αλλά και μουσικούς, αναχωρούσαν από τον τόπο τους για αναζήτηση εργασίας, ενώ προηγούνταν συγκινητικοί αποχαιρετιστήριοι εορτασμοί (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 130).

Η κοινωνική διαστρωμάτωση κατά την τελευταία περίοδο της Οθωμανικής κατοχής, διαμορφωνόταν μεταξύ των εύρωστων οικονομικά, λόγω και τοκογλυφικών δραστηριοτήτων, τσιφλικάδων της περιοχής από τη μια και των πάσης φύσεως τεχνιτών και χωρικών που επιδίδονταν σε οικοδομικές δραστηριότητες, από την άλλη (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 130).

Κατά την περίοδο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας μεγάλη οικονομική δραστηριότητα και άνθηση παρουσίασαν οι κοινότητες του Μετσόβου, της Σιάτιστας, της Καστοριάς, των Αμπελακίων, του Πηλίου, του Τυρνάβου και των νησιών, χάρη στο εμπόριο, τη μεταποιητική δραστηριότητα και τη ναυτιλία, ενώ άλλες περιοχές παρέμειναν εντός της αγροκτηνοτροφικής παραγωγής για αυτοκατανάλωση, σχηματίζοντας τοιουτοτρόπως τις αντίστοιχες τοπικές πολιτισμικές οντότητες, διαμορφώνοντας επίσης διακριτό τοπικό αρχιτεκτονικό μοντέλο (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 130).

Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του χωριού Αμπελάκια στη Θεσσαλία, όπου αναπτύχθηκε το 1778 η πρώτη μορφή συνεταιρισμού στον ελληνικό χώρο, η Κοινή Συντροφία και Αδελφότητα των Αμπελακίων, με αντικείμενο την παραγωγή και εξαγωγή στην Ευρώπη βαμμένων κόκκινων βαμβακερών νημάτων, που είχε ως αποτέλεσμα την μεγάλη οικονομική άνθηση της περιοχής (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 136).

Στο πλαίσιο των τοπικών επαγγελματικών εξειδικεύσεων μπορούμε να τοποθετήσουμε την λαϊκή ή περίτεχνη λιθογλυπτική των Τηνιακών μαρμαροτεχνιτών, σχεδιασμένη να υπηρετήσει τις οικιστικές και αρχιτεκτονικές ανάγκες του νησιού της Τήνου και όχι μόνο (Σπαθάρη-Μπεγλίτη, τ. Β΄, 2002: 130).

Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας όλοι οι οικισμοί είχαν τη δυνατότητα να συγκροτούν κοινότητες, ωστόσο δεν ήταν σπάνια η συνένωση δύο ή περισσοτέρων χωριών ώστε να συναπαρτίζουν ένα Κοινό, ενώ οι κοινότητες διοικούνταν από αιρετούς άρχοντες, δημογέροντες ή προεστούς, που εκλέγονταν συνήθως άπαξ του έτους σε συγκέντρωση των εκλεκτόρων στην πλατεία του χωριού ή άλλο πρόσφορο σημείο όπως η εκκλησία, συνήθως δια βοής ή με «κοινόν διαλαλισμόν» (Λιάτα, 2008: 139-140).

Κύριο μέλημα των τοπικών αυτοδιοικητικών αρχών ήταν η συλλογή των φόρων για λογαριασμό του Οθωμανικού κράτους, ανά εξαμηνία, ενώ οι προεστοί, παρότι τυπικά άμισθοι, αντλούσαν αξιόλογα εισοδήματα, όχι μόνο από τα ποσοστά που ελάμβαναν από πρόστιμα που επιβάλλονταν στους πολίτες, αλλά από πολλές και ποικίλες άλλες πηγές που καθιστούσαν επίζηλη τη θέση του αιρετού άρχοντα (Λιάτα, 2008: 140-142).

Η σημασία της κοινοτικής εκπροσώπησης ήταν τέτοια που επέβαλε την επιλογή των αρίστων μελών της κοινότητας ως αρχόντων του τόπου, ανθρώπων με σοβαρή οικονομική επιφάνεια και κύρος, παρόλα αυτά, τα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και κατάχρησης εξουσίας δεν ήταν σπάνια, καθώς το εύρος των αρμοδιοτήτων των κοινοτικών αρχών ήταν μεγάλο και συμπεριλάμβανε διοικητικές, εκτελεστικές και δικαστικές αρμοδιότητες (Λιάτα, 2008: 143-146). 

 

Ενότητα 2: Η έννοια της κοινότητας, ως κοινού «ανήκειν», στη σύγχρονη εποχή

 

Οι συνθήκες ζωής και οργάνωσης των σύγχρονων κοινωνιών είναι κοινώς παραδεκτό πως εμφανίζουν αξιόλογες διαφορές και ιδιοτυπίες, συγκριτικά με εκείνες του παρελθόντος, οι οποίες οφείλονται, κατά κύριο λόγο, στην πολυδιάσπαση και την πολυσυνθετότητα της σημερινής διαβίωσης, στην ταχύτατη τεχνολογική εξέλιξη, στην παγκοσμιοποίηση των αγορών, στην ανάπτυξη των μέσων μαζικής επικοινωνίας και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, στην παγκόσμια διάδοση πολιτισμικών προτύπων και στην εκτεταμένη γεωγραφική και κοινωνική κινητικότητα (Ζαϊμάκης, 2011: 70-71).

Όπως αναφέρει ο Ζαϊμάκης (2011: 70-71), οι προαναφερόμενες ιδιαίτερες συνθήκες και οι ραγδαίες διαφοροποιήσεις στην κοινωνική καθημερινότητα μειώνουν την αίσθηση της μικρής κοινότητας, που τη χαρακτήριζε, σύμφωνα με τον ορισμό της ιστορικής κοινότητας, η αυτάρκεια, η απομόνωση και η σχετική αυτονομία.

Ωστόσο, κατά τον Cohen (1985: 12), ο ισχυρισμός ότι η «νεωτερικότητα» και η «κοινότητα» είναι έννοιες ασυμβίβαστες και ότι τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της κοινότητας δεν μπορούν να επιβιώσουν στην εκβιομηχάνιση και την αστικοποίηση, είναι ένα αίολο επιχείρημα, καθώς δεν έχουν οριστεί τα γνωρίσματα της κοινωνικής ζωής που υποτίθεται πως απουσιάζουν από την νεωτερικότητα.

Η σύγχρονη έννοια της κοινότητας δεν περιορίζεται στην ιστορική της διάσταση, καθώς διαμορφώνονται συνεχώς διάφορες, μη στατικές, σύγχρονες μορφές κοινοτήτων όπως οι γκετοποιημένες κοινότητες μειονοτήτων, προσφύγων ή μεταναστών, σ’ ένα γενικά «ξένο» ή εχθρικό περιβάλλον, οι κοινότητες πολιτισμικής διαφοροποίησης από την κοινή κουλτούρα, με κοινά όμως ενδιαφέροντα των μελών τους, όπως οι ροκ ή ρέιβ κοινότητες και οι ομάδες μοτοσικλετιστών - αυτοκινητιστών, κοινότητες διαμορφωμένες από το κράτος ή τα κοινωνικά δίκτυα, όπως αυτές της απεξάρτησης από τις ναρκωτικές ουσίες ή το αλκοόλ, εθελοντικές ομάδες, ακόμη και παραθρησκευτικές λατρευτικές κοινότητες, αλλά και οι ποικιλώνυμες διαδικτυακές κοινότητες (Ζαϊμάκης, 2011: 71-72).

Σύμφωνα με τον Ζαϊμάκη (2011: 78-79), πολλοί συγγραφείς που ασχολούνται με θέματα τοπικής ανάπτυξης, προτιμούν να αντικαθιστούν πλέον τον όρο κοινότητα με τον όρο «τοπικό» ή «τοπικότητα», επισημαίνοντας ταυτόχρονα τους κινδύνους και τις αδυναμίες της αυθαίρετης χρήσης του όρου «κοινότητα», ωστόσο, οι τοπικές κοινωνίες δύνανται να μελετηθούν υπό το πρίσμα της κοινότητας, εφόσον φέρουν συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, ενώ σε αντίθετη περίπτωση μπορούμε να μεταχειριζόμαστε παράλληλα τους όρους «τοπικό», «τοπική κοινωνία» ή «επιχώρια κοινωνία».

Η σημερινή πραγμάτευση της κοινότητας υπερβαίνει γενικά την αντίληψη μιας κλειστού τύπου γεωγραφικής οντότητας, υπερτονίζοντας την εξωστρέφειά της, στην προσπάθεια να αναδειχθεί το ενδιαφέρον προς μοντέρνους τύπους κοινοτήτων, οι οποίες εδράζονται σε κοινά ενδιαφέροντα, στιλιστικές φόρμες, κοινές πρακτικές και συνήθειες ανθρώπων με διαφορετικές καταβολές (Ζαϊμάκης, 2011: 77).

Υπό ανθρωπολογικό πρίσμα, η κοινότητα είναι δυνατόν να θεωρηθεί ως μια «συμβολική κοινότητα», ένα πολιτισμικό περιβάλλον στο οποίο νοήματα συντίθενται, διανέμονται, χρησιμοποιούνται και ανασυντίθενται, από τα μέλη της κοινωνικής ομάδας, στα πλαίσια της καθημερινότητας (Berkowitz & Terkeurst 1999: 125), καθόσον οι άνθρωποι βιώνουν τον κόσμο και διευθετούν τις εμπειρίες τους σύμφωνα με τις δικές τους νόρμες, δημιουργώντας μια ιδεατή, πραγματικότητα (Ζαϊμάκης, 2011: 77).

Με την είσοδο της νέας χιλιετίας, εμφανίζονται στο πλαίσιο των κοινοτικών μελετών, διάφορες νέες αφομοιώσεις στην κοινότητα, θέτοντας υπό αμφισβήτηση την ουσιοκρατία της, προσδοκώντας μάλιστα να τη συνδέσουν με την ύστερη ή ρευστή νεωτερικότητα (Late or liquid modernity) και τις πολιτισμικές της συνθήκες, σε μια κοινωνία που μετακυλύετε από την βεβαιότητα στην αβεβαιότητα, στην από την ισομορφία στην αυτοέκφραση και από τη σιγουριά των νεωτερικών επιδιώξεων, σε μια ρευστή κοινωνική πραγματικότητα, υπό το βάρος διευρυμένων κοινωνικών και γεωγραφικών μετακινήσεων (Bauman 2000, Stone 2007: 177, Ζαϊμάκης 2011: 77).

Σ’ ένα κόσμο διαρκώς μεταβαλλόμενο, με απρόβλεπτη καθημερινότητα, η θεωρία της κοινότητας θέλγει το κοινό μεγάλου εύρους κοινωνικών δραστηριοτήτων και αποτελεί ποθούμενο για εκείνους που βομβαρδίζονται ανελέητα από πολλές και ποικίλες πηγές, όπως το διαδίκτυο, η τηλεόραση, ο έντυπος και ηλεκτρονικός τύπος, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι μεγάλες συναυλίες, οι διαφημίσεις κ.ά., με την αίσθηση του «συνανήκειν» να προκαλεί ένα έντονο αίσθημα ασφάλειας (Ζαϊμάκης, 2011: 116-117).

Σύμφωνα με τον Ζαϊμάκη (2011: 116-118), στον σύγχρονο, μετανεωτερικό κόσμο οι κοινότητες είναι ρευστές, κινούμενες με εφήμερο προσανατολισμό, ενώ συχνάκις συγκροτούνται με συμβολικούς και φαντασιακούς όρους, χωρίς αυθεντικά και διακριτά γνωρίσματα, αλλά κινούνται στα πλαίσια ενός εξωπραγματικού και επίπλαστου πολιτισμικού γίγνεσθαι, με ασαφή γεωγραφικά και πολιτισμικά όρια, μέσω των απεριόριστων και εν πολλοίς ανεξέλεγκτων δυνατοτήτων, που δίνει η χρήση των νέων τεχνολογιών, οι οποίες δύνανται να λειτουργούν από το πλέγμα της χωρικής τοπικότητας, ως εκείνο της λεγόμενης παγκόσμιας κοινότητας.

Στην ελληνική ενδοχώρα οι πολυποίκιλοι πολιτισμικοί φορείς πασχίζουν σήμερα να διατηρήσουν τα χαρακτηριστικά των τοπικών κοινωνιών, προσαρμοσμένα σε σύγχρονες δομές και πλαίσια, αλλά πάντα υπό το πρίσμα μιας κοινής συνισταμένης όπως η γεωγραφική καταγωγή, το γένος και εν γένει οι κοινές καταβολές, υποκύπτοντας ενίοτε στη χρήση των νέων δεδομένων κοινωνικοποίησης.

 

Επίλογος

 

Η κοινότητα, ως «πανάρχαια μορφή οργάνωση της ομαδικής ζωής», είναι κατά τον Κ. Δ. Καραβίδα εκείνη που «γέννησε» τον ίδιο τον λαϊκό πολιτισμό και υπήρξε ο στυλοβάτης της διαφύλαξης της πολιτισμικής υπόστασης αλλά και της ταυτότητας του ελληνικού έθνους, παρά τις μεταβολές που υπέστη στο διάβα του χρόνου (Νιτσιάκος, 1991: 42-43).

Η κοινότητα ως θεσμός διαμορφώθηκε υπό την επιρροή της Υψηλής Πύλης, προσπαθώντας να δομήσει μια αποτελεσματική εξουσία σ’ όλα τα μιλιέτ και τα σαντζάκια της αχανούς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ωστόσο, ευνοώντας τη σχετική αυτονομία των κοινοτήτων, διατήρησε τον πολυσυλλεκτικό, πολυπολιτισμικό και πολυεθνικό χαρακτήρα των τοπικών κοινωνιών (Ζαϊμάκης, 2011: 61).

Η συνοχή και η δυναμική της κοινότητας λειτούργησε σε μεγάλο βαθμό, δίνοντας οικονομική και κοινωνική ώθηση στις τοπικές ελληνικές κοινωνίες.

Στην πολυδαίδαλη σημερινή κοινωνία, ο όρος κοινότητα απέκτησε άλλες διαστάσεις, πιθανώς ανεξέλεγκτες, πάντως διαφορετικές από τις προϋπάρχουσες παραδοσιακές μορφές.

 

 

Βιβλιογραφία

·       Cohen, Anthony P., The Symbolic Construction of Community. Key Ideas, Ellis Horwood Limited, Sussex, 1985.

·       Ζαϊμάκης, Γιάννης, Κοινοτική εργασία και τοπικές κοινωνίες. Ανάπτυξη, Συλλογική δράση, Πολυπολιτισμικότητα, Πλέθρον, Αθήνα 2011.

·       Λιάτα, Ευτυχία, «Οι κοινότητες. Ένας θεσμός με πολλές όψεις», στο Κ. Γκότσης - Ελ. Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Ελένη (επιμ.) Ανθολόγιο Δοκιμίων για το Δημόσιο και Ιδιωτικό Βίο στην Ελλάδα (19ος-20ός αιώνας), Πάτρα, ΕΑΠ, 2008, σ. 137-149.

·       Νιτσιάκος, Βασίλης, Παραδοσιακές κοινωνικές δομές, Οδυσσέας, Αθήνα 1991.

·       Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Ελένη, «Οικισμοί, χωριά, πόλεις: μορφές κοινωνικής οργάνωσης – Ο συνεκτικός ρόλος της κοινότητας» στο Αικατερινίδης κ.ά, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Α΄ κεφ. 9, Πάτρα, ΕΑΠ, 2002, σ. 259-285.

·       Σπαθάρη-Μπεγλίτη, Ελένη, «Αρχιτεκτονική – Γλυπτική – Ζωγραφική», στο Γουήλ-Μπαδιεριτάκη κ.ά, Δημόσιος και ιδιωτικός βίος στην Ελλάδα ΙΙ. Οι Νεότεροι χρόνοι, τ. Β΄ κεφ. 3, Πάτρα, ΕΑΠ, 2002, σ. 111-158.


ΕΛΠ41 - Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος στην Ελλάδα ΙΙ: Οι Νεότεροι Χρόνοι - 3η, 2017-2018.


*Δημήτρης Β. Καρέλης



Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 



#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!