Η επανάσταση του Ιανουαρίου 1878 και η μάχη του Δομοκού

Η Επανάσταση στη Θεσσαλία το 1878 -Η συνοριακή πόλη του Δομοκού με το κάστρο.
 

Η επανάσταση του 1878 και η μάχη του Δομοκού


Του Δημήτρη Β. Καρέλη*

 

Η Θεσσαλική Επανάσταση, οι μάχες στην περιοχή του Δομοκού και η πρώτη απελευθέρωση του Δομοκού από τους Τούρκους την 23η Ιανουαρίου 1878.

 

Είμαστε στις αρχές του 1878. Η επανάσταση στα όρη της Θεσσαλίας είχε μόλις εκραγεί κι απ’ τα Άγραφα, το Πήλιο και την Παλιά Ελλάδα, ήρθαν σε πόλεις και χωριά οι επαναστάτες και διέγειραν τους κατοίκους, που όμως το ανέμεναν από καιρό κι εναγωνίως, καθώς ήτανε γνωστό πως οι Ρώσοι νικούσανε τους Τούρκους.[1] Δεν είναι γνωστό αν στα χωριά της Θεσσαλίας και του Δομοκού, που στέναζαν επί αιώνες στον τούρκικο ζυγό, είχαν φτάσει πρωτύτερα προπαρασκευαστές «απόστολοι», όμως οι  περισσότεροι έτρεχαν να ταχθούν κάτω από τη γαλάζια σημαία της πατρίδος, οπλίστηκαν, πολέμησαν γενναία κι έπεσαν ένδοξα για πίστη και πατρίδα, την Ελλάδα μας.

Δεκάδες είναι οι άγνωστοι μάρτυρες της, αποτυχούσης μεν επανάστασης, αλλά εκείνης που δώρισε την πολυπόθητη ελευθερία στην ποτισμένη με αίμα Θεσσαλία και τον Δομοκό μας. Πολλές οι μάχες και τα γεγονότα τούτης της εξέγερσης των υπόδουλων Ελλήνων, αλλά και των αδελφών απ’ την λεύτερη Παλιά Ελλάδα, την Ήπειρο, τη Θεσσαλία και τη Μακεδονία.[2]

 

Σε τούτο το μικρό πόνημα θα μιλήσουμε κυρίως για τα τοπικά του Δομοκού.

 

Μέλη των ελληνικών ορεινών στρατευμάτων  το 1878.

Ήδη από το 1876, είχαν ενταθεί οι πολεμικές διαθέσεις των υποδούλων Ελλήνων και άρχισαν να σχηματίζονται καπετανάτα στην περιοχή Δομοκού. Το σημαντικότερο καπετανάτο είχε έδρα στο Νεοχώρι Δομοκού και διοικούνταν από τριμελή επιτροπή, λεγόμενη «τριμελία», τον ιερέα του Νεοχωρίου Παπα-Δημήτρη Κανάκη, τον Βασίλη Κόκκινο από την Ομβριακή και τον Δημ. Αβαριτσιώτη ή Γουρνά από τη Μελιταία, με γραμματέα τον Δομοκίτη Δημήτρη Μάμμο.

Ο ρόλος της τριμελούς επαναστατικής επιτροπής ήταν πολιτικός και στρατιωτικός, αλλά και συγχρόνως και συντονιστικός. Τα παραμεθόρια χωριά επαναστάτησαν μόλις ξέσπασε ο αγώνας στη Θεσσαλία και οι επαναστάτες ενισχύθηκαν από την εισβολή στο οθωμανικό έδαφος του Τακτικού Στρατού υπό τον Σκαρλάτο Σούτσο.

Η δραστηριότητα των επαναστατικών σωμάτων στην Ήπειρο, Θεσσαλία και Μακεδονία, σε συνδυασμό και μ’ εκείνη του τακτικού στρατού με αρχηγό το Σκαρλάτο Σούτσο, που εισέβαλε στη Θεσσαλία στις 21 Ιανουαρίου 1878, ασφαλώς προκάλεσε το ευνοϊκό κλίμα υπέρ της Ελλάδας και των υποδούλων Ελλήνων.

Την 8η πρωινή της 21ης  Ιανουαρίου 1878, ο Ελληνικός Στρατός, που είχε την έδρα του στη Λαμία, εισέρχεται στην περιοχή του Δομοκού από το φυλάκιο του Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι Λαμίας), της Γιαννιτσούς και από άλλα σημεία της Ελληνοτουρκικής μεθορίου στην Όθρη, υπό τον Αντιστράτηγο Σκαρλάτο Σούτσο. Τον Στρατό αυτό αποτελούσαν 18750 πεζοί, 12 πυροβολαρχίες Κρουπ, εκ των οποίων οι τέσσερις πεδινές, 800 ιππείς με 558 ίππους, 1000 σκαπανείς, 2000 περίπου χωροφύλακες και 252 νοσοκόμους. Στην οροθετική γραμμή των ελληνοτουρκικών συνόρων, στο μεθοριακό Σταθμό του Δερβέν Φούρκα, ο Τούρκος λοχαγός, μόλις αντιλήφθηκε τον Ελληνικό Στρατό, υψώνει λευκή σημαία και παραδίδει τη φρουρά. Οι Τούρκοι συνοριοφύλακες αποχώρησαν αμέσως, κάνοντας εύκολη υπόθεση την κατάληψη της θέσης.

 

Ο Σκαρλάτος Σούτσος ήταν Έλληνας αξιωματικός του πυροβολικού και πολιτικός.

Την επομένη ο Στρατός κατέλαβε τα χωριά Νταουκλή, Νεζερό και Αλχανί. Ένας Έλληνας, από χωριό του Δομοκού, όταν είδε ξαφνικά μπροστά του τον Ελληνικό Στρατό, νόμισε πως τρελάθηκε από το πολύ ψύχος και πως έβλεπε οράματα. Στις 22 Ιανουαρίου απελευθερώνεται η Ομβριακὴ και στις 23 ο ελληνικός στρατός χτυπά τον Δομοκό, όπου βρίσκεται δύναμη 1.200 Τούρκων με κανόνια.

 

  Μέσα σε δύο ημέρες, στις 23 Ιανουαρίου 1878, βρίσκεται χωρίς μεγάλες δυσκολίες στο Δομοκό, όπου την επομένη έδωσε την πρώτη και τελευταία δυστυχώς, ωστόσο νικηφόρο μάχη κατά του Τουρκικού στρατού. Την 23η Ιανουαρίου σημειώθηκε έξοδος τακτικών και άτακτων Τούρκων από το Φρούριο του Δομοκού, οι οποίοι κατόπιν αψιμαχίας με τον Ελληνικό Στρατό, επέστρεψαν με μικρές απώλειες.

Η ελληνική σημαία του Χριστού και της ελευθερίας κυμάτιζε ήδη προ του Δομοκού. Απερίγραπτος ενθουσιασμός και βαθιά συγκίνηση κατείχε το στρατό, ενώ ο ελληνικός λαός συμμερίζονταν τα αισθήματα αυτά εγκαρδίως. Οι Τούρκοι μετά την μάχη κατέφυγαν στο Φρούριο τού Δομοκού ενώ ο Σκαρλάτος Σούτσος κατέλαβε την προς τη Λάρισα οδό με σκοπό να καταλάβει στη συνέχεια τα οχυρά των διαβάσεων προς Τρίκαλα και Λάρισα. Ωστόσο, εκεί που όλοι περίμεναν να εφορμήσουν και να καταλάβουν το κάστρο του Δομοκού, δόθηκε «διαταγή συμπτύξεως». Λίγο αργότερα  όμως δοκίμασαν μεγαλύτερη έκπληξη, καθώς δόθηκε νέα εντολή, αυτή τη φορά για επιστροφή στη Λαμία.[3]

Κι ενώ όλη η ελεύθερη Ελλάδα περίμενε να ακούσει ότι οι μάχες έφτασαν στη Λάρισα, οι ελληνικές δυνάμεις δεν είχαν υπερβεί τα περίχωρα του Δομοκού, το δε στρατηγείο ήταν στημένο στην Ομβριακὴ, δύο ώρες μακριά από τα σύνορα. Η χρονοτριβή αυτή δικαιολογείται από τη σφοδρότητα του χειμώνα, ο οποίος γέμιζε τους δρόμους με λάσπη και πηλό, αλλά και χιόνι, καθιστώντας αδύνατες τις μετακινήσεις και τις συγκοινωνίες. Οι στρατιώτες μας υπέφεραν τα πάνδεινα κατακλινόμενοι χωρίς σκηνές και επαρκή σκεπάσματα, πάνω στο χιόνι.[4] Γι’ αυτό, οι πολεμικές επιχειρήσεις δεν είχαν ανάλογη συνέχεια, ενώ το ζήτημα αφέθηκε στην διπλωματία και ο Ελληνικός Στρατός αποχώρησε από τη Θεσσαλία, επιστρέφοντας στα όρια της μεθορίου, στο Δερβέν Φούρκα, σημερινό Καλαμάκι. Από την 21η μέχρι την 26η Ιανουαρίου 1878,  καθ ̓  όσο διήρκεσε η εισβολή του ελληνικού στρατού προς το τουρκικό έδαφος, μπορεί να πει κανείς πως η Ελλάδα διακύβευσε την τύχη της.

Τα αντάρτικα σώματα της ελεύθερης και υπόδουλης πατρίδας κινήθηκαν, με καλύτερη αυτή τη φορά προετοιμασία, αρτιότερη οργάνωση και προσεκτικότερο συντονισμό ενεργειών, ώστε ν’ αποφευχθούν οι αποτυχίες του παρελθόντος.  Ο οπλαρχηγός Φούντας, έβαλε φωτιά στο χωριό Πασαλί, κοντά στην Αγόριανη. Ένα επαναστατικό σώμα, όμως, εγκλωβίστηκε από τους Τούρκους, στο Βαρδαλή και οι ηρωικοί εκείνοι άντρες, μη βρίσκοντας άλλον τρόπο διαφυγής, αντί να παραδοθούν, προτίμησαν να σκοτωθούν πολεμώντας.

Τότε έγινε γνωστή στην Αθήνα η συνομολόγηση της γενικής ανακωχής στην Αδριανούπολη μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας. Η Κυβέρνηση Κουμουνδούρου, επειδή έβλεπε ότι η Ελλάδα θα παρέμενε εντελώς αποκομμένη στον αγώνα κατά της Τουρκίας κατόπιν δε και επίμονων πιέσεων και υποσχέσεων των δήθεν προστάτιδων δυνάμεων, ανακάλεσε τηλεγραφικά τον στρατό. Ωστόσο, κατά την τραγική αυτή στιγμή και ύστερα από την αγανάκτηση που προκλήθηκε στις τάξεις του στρατού, ο ηρωικός επιλοχίας Δημήτριος Τερτίπης λιποτάκτησε μαζί με 170 υπαξιωματικούς και στρατιώτες και ανέλαβε τη συνέχιση του επαναστατικού αγώνα, με αντάρτικο πλέον χαρακτήρα. Μεγαλύτερη ζωτικότητα και ορμή επέδειξε η επανάσταση που εκδηλώθηκε στην περιοχή των Αγράφων της Θεσσαλίας της οποίας αρχηγός υπήρξε ο διακεκριμένος λοχαγός του πυροβολικού Κωνσταντίνος Ισχόμαχος. Στην περιοχή αυτή είχαν συγκεντρωθεί υπό τις διαταγές του Ισχομάχου επαναστατικά τμήματα στις τάξεις των οποίων ήταν διακεκριμένοι πατριώτες όπως ο Γεώργιος Φιλάρετος δημοσιογράφος και πολιτευτής, ο βουλευτής Λοκρίδος Α. Ρούκης, ο δήμαρχος Σπερχειάδας Ν. Κοντογιάννης, οι αδελφοί Ζουλούμη, ο ιατρός Βασαρδάνης και άλλοι πολλοί. Οι άλλες μάχες πού δόθηκαν ήταν στον Σμόκοβο όπου πήραν μέρος ο Τερτίπης και ο Λάιος, στη Σέκλιζα την οποία είχε πολιορκήσει ο σωματάρχης Γαλλής από το Φουρνά σε βοήθεια τού οποίου έσπευσε ο Δημήτριος Σούτσος, μετέπειτα Δήμαρχος Αθηναίων καθώς και οι Τερτίπης, Λάιος και Ραχιώτης.

Στο ιστορικό Παλαμά Δομοκού, πραγματοποιήθηκε στις 7 Μαρτίου 1878, μεγάλη σύναξη επαναστατών-πολεμιστών στο χώρο της εκκλησίας του Αγίου Αθανασίου.  Οι επαναστάτες Έλληνες πατριώτες ύψωσαν την Ελληνική σημαία και ορκίστηκαν με ένα σύνθημα: «Ελευθερία ή θάνατος», δημιουργώντας μια ακόμη «Αγία Λαύρα», με ξεχωριστή αξία και σημασία για την ύπαρξη της νεώτερης Ελλάδας. Κήρυξαν επανάσταση εναντίον των Τούρκων, όρισαν επταμελή επαναστατική επιτροπή και συνέταξαν προκήρυξη προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, εκλέγοντας την «Προσωρινή Διοίκηση της επαρχίας Δομοκού». Αμέσως όλα τα χωριά πήραν τα όπλα, ενώ οι Τούρκοι έσπευσαν να διαπραγματευθούν με τους επαναστάτες. Η προσωρινή διοίκηση εξέδωσε και προκήρυξη στην οποία αναφέρονται:

«…οι πρόκριτοι των περιχώρων του Δομοκού, ποθούντες την τακτοποίησιν και εξακολούθησιν της επαναστάσεως, συνήλθαν εν τω χωρίω Παλαμά και εξελέξαντο τους υποφαινομένους, ως προσωρινήν διοίκησιν τού τόπου. ‘Εν μέσω κατανυκτικής τελετής υψώσαντες εν του ναού του Θεού την Ιεράν σημαίαν, ορκίσθημεν ομοθύμως, όπως αγωνιζόμενοι μέχρις έσχάτων, αποκτήσωμεν την ελευθερίαν ή θυσιασθώμεν άπαντες υπέρ αύτης. Αφού ουδέν άλλο υπολείπεται ημίν ή τελεία εξόντωσις υπό τον δυσβάστακτον ζυγόν του τυράννου, θα προτιμήσωμεν τον εν όπλοις έντιμον θάνατον, προμαχούντες υπέρ της ενώσεως της Θεσσαλίας μετά της Γλυκυτάτης μητρός της Ελλάδος. Ελπίζοντες ότι το δίκαιον θέλει θριαμβεύσει και η Ευρώπη θέλει υποστηρίξει ημάς, θαρρούντως αναλαμβάνομεν τον υπέρ πατρίδος ευγενέστατον αγώνα.

‘Εν Παλαμά τη 7 Μαρτίου 1878.

Η προσωρινή διοίκησις της επαρχίας Δομοκού: Δ. Κόκκινος, Γ. Καραγεώργος, Αναγνώστης Καραμπότζης, Κώστας Γκαρίκος, Βάγιος Χριστοδούλου, Γ. Σαΐτης, Χ. Κυρίτζης
».

Η Πολιτεία για να τιμήσει, έστω κι αργά, με τη συνεργασία των τοπικών συλλόγων κι άλλων παραγόντων, ως εκπλήρωση εθνικού χρέους, προέβη στην ανέγερση ανάλογου και αντάξιου προς την ηρωική πράξη, μνημείου στον ιστορικό αυτό χώρο, που φωτίζει και διαιωνίζει το υψηλό νόημα των αγώνων του έθνους για την κατάκτηση και τη διατήρηση της ελευθερίας του.

Η τύχη της περιοχής του Δομοκού αλλά και της Θεσσαλίας κρίθηκε στο Συνέδριο του Βερολίνου, υπό τον Όττο Φον Βίσμαρκ, τον Ιούνιο του 1878, που είχε συνέλθει για την αναθεώρηση της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, με την οποία τερματιζόταν ο Ρωσοτουρκικός πόλεμος. Οι αντιπρόσωποι των δυνάμεων δέχθηκαν την ένωση της Θεσσαλίας και μέρους της Ηπείρου, με την Ελλάδα, όμως η απόφαση δεν συμπεριλήφθηκε στη Συνθήκη του Βερολίνου, εξαιτίας της επιμονής της Τουρκίας, αλλά σε πρωτόκολλο. Ύστερα από επίπονες διαπραγματεύσεις συναντήθηκαν στην Κωνσταντινούπολη οι πρεσβευτές των Μεγάλων Δυνάμεων και στις 26 Μαρτίου – 7 Απριλίου 1881 γνωστοποιήθηκε στην ελληνική κυβέρνηση η απόφαση προσάρτησης της Θεσσαλίας που άφηνε όμως έξω την περιοχή της Ελασσόνας. Οι σχετικές συμβάσεις υπογράφηκαν μεταξύ Μεγάλων Δυνάμεων και Τουρκίας στις 12/24 Μαΐου και Ελλάδος-Τουρκίας στις 20 Ιουνίου/2 Ιουλίου 1881.

Η Θεσσαλία, (συνεπώς και η  Βόρεια Φθιώτιδα-επαρχία Δομοκού) κι ένα μικρό τμήμα της Άρτας, ύστερα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις με την Υψηλή Πύλη, προσαρτήθηκαν στο ελληνικό κράτος τον Απρίλιο του 1881.

Η επίσημη απελευθέρωση του Δομοκού έγινε την 8η Αυγούστου 1881.

 


Η ΜΑΧΗ ΤΟΥ ΔΟΜΟΚΟΥ (1878)

 

Ποιά μάννα έχει δυο παιδιά στον πόλεμο σταλμένα

 Πές της να μην τα καρτερή να μην τα παντεχαίνη

Κ’ εκείνα σκοτωθήκανε στο Δομοκού τη μάχη

Κι ο Δομοκός κατέβαζε κατεβασιά μεγάλη

Φέρει λιθάρια ριζεμιά δένδρα ξερριζωμένα

Κατέβαζε και μια μηλιά τα μήλα φορτoμένη

Κι απάνω στα ξεκλώναρα τρί’ αδέρφι αγκαλιασμένα

Τόνα τηράει το Δομοκό τ άλλο τη Μακρυνίτσα

Το τρίτο το μικρότερο βλέπει τη Ματαράγκα

Κ η μάννα των από κοντά τραβιόντας τα μαλλιά της

Μην είδατε τρία παιδιά στον πόλεμο σταλμένα

Χθες προχθές τα είδαμε στην άμμο ξαπλωμένα

Μαύρα πουλιά τα τρώγανε κι άσπρα τα τρίγυρίζαν και

Κ ένα πουλί άσπρο πουλί καλλίτερο απ τ άλλα

Δεν έτρωγε το άμοιρο μόνο μοιρολογούσε

Έλα να φάς και συ πουλί ανδρειωμένου πλάτη

Να κάμης πήχυ το φτερό και σπιθαμή το νύχι

Γιά κάντε τρία γράμματα τρία φαρμακωμένα

Τόνα να ήν της μάννας μου τ άλλο της αδερφής μου

Το τρίτο το φαρμακερό της αγαπητικής μου

Η μάννα πήρε τα βουνά κι η κόρη τα λαγκάδια

 Και η καϋμέν’ αγαπητική πήρε το ακρογιάλι

Βρίσκει τα χέρια του κουπιά τα πόδια του κατάρτια

Ήτο και τα μαλλάκιά του στην άμμο σκροπισμένα

Πήρεν η μάννα τ’ τα κουπιά και η κόρη τα κατάρτια

Κ’ η σκύλα η αγαπητική πήρε τα δυό του μάτια…

(Οικονομίδης, 1881: 71-72).

 

Βιβλιογραφία

 

  • Αρσενίου, Λάζαρος. Η Θεσσαλία στην Τουρκοκρατία. Επικαιρότητα, Αθήνα, 1984.
  • Βαμβάκος, Σωκράτης, 1878, στο: Θεσσαλικά Χρονικά, 1881-1961, Έκτακτος Έκδοσις, Αθήναι, 1965: 21-43.
  • Έργα Αναστασίου Σ. Βυζαντίου, εκδίδονται υπό Αλεξάνδρου Σ. Βυζαντίου. Εν Τεργέστη: Τύποις του Αυστριακού Λόυδ, 1893.
  • Καρέλης Δημήτρης, Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας – Η ιστορία της Βόρεια Φθιώτιδας και του Δομοκού, Άγιος Γεώργιος Δομοκού, Ι.Ε., 2013.
  • Οικονομίδης, Αθανάσιος, Τραγούδια του Ολύμπου, συλλεγέντα υπό Αθανασίου Κ Οικονομίδου, του εκ Καρυάς του Ολύμπου, φοιτητού της Ιατρικής, εκ του τυπογραφείου της Αθηναϊδος, οδός βουλής αριθ. 29, εν Αθήναις, 1881: 71-72.
  • Παπαχατζόπουλος, Αρ., Η εξέγερσις της Βουλγαρινής, Θεσσαλικά χρονικά : δελτίον της εν Αθήναις Ιστορικής και Λαογραφικής Εταιρείας των Θεσσαλών, 1881-1961, Έκτακτος Έκδοσις, Αθήναι, 1965: 18-20.
  • Σεϊζάνης, Μιλτιάδης, Η πολιτική της Ελλάδος και η επανάστασις του 1878 εν Μακεδονία, Ηπείρω και Θεσσαλία, Εν Αθήναις :Εκ του Τυπογραφείου της Αθηναϊδος, 1878.


[1] Στο τέλος του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1877-1878).

[2] Παπαχατζόπουλος, 1965: 18.

[3] Αρσενίου, 1984: 373.

[4] Έργα Αναστασίου Σ. Βυζαντίου, 1893: 393.

*Δημήτρης Β. Καρέλης



Ιστορικός - Πολιτισμολόγος - Συγγραφέας

Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό

της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.

Copyright © 2022 - All Rights Reserved 

 


Ιστορικό μνημείο της Επανάστασης του 1878 στο Παλαμά Δομοκού.



#buttons=(Ok, Go it!) #days=(20)

Our website uses cookies to enhance your experience. Learn more
Ok, Go it!