«Η Θυσία του Αβραάμ και το θρησκευτικό δράμα»
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
Ενότητα Α΄: Η δομή και τα δραματικά πρόσωπα του έργου.
Ενότητα Β΄: Οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις του
δράματος.
Επίλογος.
Βιβλιογραφία.
Πρόλογος
Η Θυσία του Αβραάμ είναι ένα διαλογικό θαύμα του Κρητικού θεάτρου, ένα έργο που διεγείρει το συναίσθημα, καθώς ξεχειλίζει από οικογενειακή θαλπωρή, αγάπη, συμπόνια και ανθρωπισμό, κάτι που δεν ανιχνεύεται σε συναφή ευρωπαϊκά βιβλικά δράματα (Πούχνερ, 2006: 136).
Το έργο είναι πλαστούργημα προικισμένου ποιητή, που χωρίς να παρουσιάζει πλούσια δράση, αναλύει με διεισδυτικότητα τα συναισθήματα των ηρώων, ενώ με δραματικότητα, τρυφεράδα, αλήθεια και απλότητα, πραγματεύεται το αντικείμενό του, το πασίγνωστο δραματικό βιβλικό γεγονός της θυσίας του Ισαάκ από τον πατέρα του πατριάρχη Αβραάμ (Κριαράς, 1987: 156).
Στην πρώτη ενότητα της παρούσης εργασίας
αναλύουμε το χωροχρόνο συγγραφής του έργου, τη δομή και τους δραματικούς του χαρακτήρες,
ενώ στην δεύτερη ενότητα διερευνούμε τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές
αντιλήψεις που το διέπουν.
Ενότητα
Α΄: Η δομή και τα δραματικά πρόσωπα του έργου
Μετά την Οθωμανική εισβολή και την οδυνηρή, για ολόκληρη την Ευρώπη, άλωση της Κύπρου (1571), τα μόνα ελληνικά τμήματα που παραμένουν στην κυριαρχία της Γαληνοτάτης Βενετικής Δημοκρατίας είναι η Κρήτη και τα Επτάνησα, περιοχές που θα διαδραματίσουν σπουδαίο ρόλο και θα παρουσιάσουν αξιοθαύμαστη λογοτεχνική άνθηση, ενώ η περίοδος αυτή θα χαρακτηριστεί ως «χρυσή» για την ελληνική λογοτεχνία, για τα επόμενα εκατό περίπου χρόνια και ως την πτώση της Κρήτης, με παράλληλη ενδυνάμωση της αναγεννησιακής λογοτεχνίας στην Ελλάδα (Πολίτης, 1985: 65). Ωστόσο η βυζαντινή λαϊκή παράδοση είναι εμφανής κατά την περίοδο του 15ου και 16ου αιώνα στα μεταβυζαντινά γραμματειακά είδη, για το λόγο αυτό η ιταλική επιρροή εμφανίζεται αργότερα, όταν οι κοινωνίες αφομοιώνονται (Κριαράς, 1987: 153).
Ως σημαντικός φορέας πολιτισμού και προφανώς της κρητικής λογοτεχνίας, κατά την όψιμη περίοδο της Ενετοκρατίας στην Κρήτη, θεωρούνται τα ανώτερα και μεσαία, εύρωστα αστικά κοινωνικά στρώματα, που παρουσιάζουν σαφή ελληνικό χαρακτήρα (Αλεξίου, 1954: 107).
Το κρητικό θέατρο συνδέθηκε με την Ενετοκρατία και το ιταλικό αναγεννησιακό θέατρο του 16ου και 17ου αιώνα, μια περίοδο ειρηνικής συμβίωσης των Κρητικών με τους Βενετούς στον Χάνδακα, όταν υπήρξε ιδιαίτερη ευημερία του πολιτισμού στο νησί της Κρήτης, ενώ το ίδιο διάστημα γράφτηκαν και διαδόθηκαν, μέσω των τυπογραφείων της Βενετίας, έργα του κρητικού θεάτρου, όπως η Ερωφίλη και η Θυσία του Αβραάμ, συναισθηματικά, ψυχωφελή, ηθικοπλαστικά λαϊκά αναγνώσματα (Πούχνερ, 2002: 87-88).
Η Θυσία του Αβραάμ δύναται να θεωρηθεί ως θεατρικό έργο και είναι ασφαλώς ένα αριστούργημα του θρησκευτικού δράματος, δικαιολογώντας πλήρως την θέση που κατέχει στην δυτικοευρωπαϊκή παράδοση (Bakker, 1997: 224 ).
Δεν είναι γνωστό αν το έργο παίχθηκε ποτέ στην Κρήτη, καθώς η πρώτη γνωστή παράσταση στην Ελλάδα έγινε στην Ζάκυνθο στα 1855, ενώ η επόμενη παράσταση πιθανότατα ήταν εκείνη του Φώτου Πολίτη στην Αθήνα κατά το 1930 (Bakker, 1997: 227).
Η Θυσία του Αβραάμ είναι έργο ανωνύμου, ενώ στους πρώτους στίχους του χειρογράφου υπαινίσσεται πως «έγινε» από χέρι κάποιου Κρητικού «στους χίλιους εξακόσιους τριανταπέντε», παρότι από τους περισσότερους μελετητές αποδίδεται στον ποιητή του Ερωτόκριτου, Βιτσέντζο Κορνάρο, καθώς τα δύο έργα παρουσιάζουν σαφείς ομοιότητες, όμως στην πραγματικότητα δεν έχει προσδιοριστεί με σαφήνεια ο πραγματικός δημιουργός του, όπως είναι αβέβαιη και η ακριβής χρονολόγησή του (Bakker, 1997: 227-228), εντούτοις από αρκετούς ερευνητές διατυπώνονται αμφιβολίες για τον αν πρόκειται για έργο του δημιουργού του Ερωτόκριτου (Κριαράς, 1987: 156).
Το έργο διαδραματίζεται, κατά τα προχριστιανικά χρόνια, στο σπίτι του Αβραάμ, στους πρόποδες, στην κορυφή του βουνού και στο θυσιαστήριο, ενώ πραγματεύεται την αντίδραση των γονέων έναντι της Θείας βουλήσεως να θυσιαστεί το μονάκριβο τέκνο τους, καθώς αναδεικνύει τους δεσμούς της οικογένειας, την αγάπη, την εγκαρδιότητα και τη ζέση μεταξύ των μελών της (Γεωργακάκη- Πούχνερ, 2009: 27).
Στο ξεκίνημα του δράματος εμφανίζεται ένας Άγγελος που ξυπνά τον Αβραάμ και του ζητά να θυσιάσει το πολυαγαπημένο μοναχοπαίδι του Ισαάκ, στο όνομα του Θεού, ενώ εκείνος σοκαρισμένος και παραζαλισμένος, ικετεύει ώστε να μην πραγματοποιηθεί η τραγική επιθυμία Του, παρόλα αυτά σύντομα αντιλαμβάνεται πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο κι ανώφελο να το ζητά.
Η σύζυγος του, και μητέρα του παιδιού Σάρρα, ξυπνά και απαιτεί να πληροφορηθεί τι συμβαίνει κι ενώ εκείνος στην αρχή της αποκρύπτει την αλήθεια, στην αποκάλυψη της ζοφερής πραγματικότητας η γυναίκα, εν μέσω θρηνωδίας, λιποθυμά.
Ο Αβραάμ αποφασίζει να αναχωρήσει το συντομότερο για τον τόπο της θυσίας, καθώς φοβάται την αντίδραση της Σάρρας όταν εκείνη συνέλθει, όμως η υπηρέτρια τον πληροφορεί πως ήδη έχει σηκωθεί και τον αναζητά. Η τραγική μητέρα δίνει τελικά με πίκρα τη συγκατάθεσή της και ο Αβραάμ ξυπνά τον Ισαάκ ώστε να ξεκινήσουν άμεσα για τον τόπο της θυσίας, συνοδεία δύο υπηρετών, οι οποίοι μένουν στους πρόποδες του βουνού.
Ο τραγικός πατέρας με τον άμοιρο γιο του φθάνουν στην κορυφή του όρους και στο θυσιαστήριο, όπου ο πρώτος αποκαλύπτει στο δεύτερο το αντικείμενο της θυσίας. Ο μικρός Ισαάκ πείθεται από τα λόγια του πατέρα του, αλλά κατά την τελική δοκιμασία επανεμφανίζεται ο Άγγελος κυρίου, ο οποίος τους πληροφορεί πως τέλειωσε αισίως το μαρτύριό τους κι εκείνοι μέσα σε κλίμα ευφορίας, θυσιάζουν ένα κριάρι στη θέση του Ισαάκ.
Οι δυο τους κατεβαίνουν γοργά ώστε να πληροφορήσουν την μητέρα για τα ευχάριστα, ενώ στέλνουν ένα από τους υπηρέτες να της προφτάσουν τα νέα. Η δυσάρεστη περιπέτειά τους κλείνει μέσα σε μακάρια σκηνή κι όλοι τους είναι ευγνώμονες για την ευτυχή κατάληξη (Bakker, 1997: 229).
Παρά τη δραματοποιημένη δράση των χαρακτήρων της, η Θυσία δεν δύναται να χαρακτηριστεί ως τραγωδία, όπως κρίνεται από το αίσιο τέλος της, ούτε όμως και ως ελληνικό μυστήριο του ύστερου μεσαίωνα, εφόσον δε σχετίζεται σε τίποτα με τις στατικές εκείνες παρουσιάσεις εδαφίων της Αγίας Γραφής, καθώς μέσα από την υπερβολικά φορτισμένη δραματικότητά της, αντικατοπτρίζεται ένα θρησκευτικό δράμα (Πολίτης, 1985: 76).
Το κείμενο έχει υποστεί εκτενείς αλλοιώσεις και μετατροπές, από το αρχικό χειρόγραφο ως τις τριάντα επτά εκδόσεις του από το 1696 έως το 1874, διότι πιθανότατα οι επιμελητές θέλησαν να το καταστήσουν πιο εύληπτο και κατανοητό στο κοινό της εποχής τους, αντικαθιστώντας χαρακτηριστικές κρητικές εκφράσεις με άλλες της κοινότερης ελληνικής, ώστε το έργο να γίνει δημοφιλέστερο (Bakker, 1997: 225-226).
Το έργο δεν διαθέτει πρόλογο και έχει φθάσει στις μέρες μας χωρίς διαίρεση σε πράξεις και σκηνές (Bakker, 1997: 224). Πρόκειται για ένα σύντομο έργο με 1.144, δεκαπεντασύλλαβους στίχους, οργανωμένους σε ομοιοκαταληκτικά δίστιχα, γραμμένο στην δημοτική, υπό την ανατολική μορφή της κρητικής διαλέκτου (Bakker, 1997: 225).
Ο ποιητής δεν τήρησε εδώ
τον κανόνα των τριών ενοτήτων του θεάτρου (χώρου, χρόνου, δράσης), καθώς
το έργο διαδραματίζεται εντός και εκτός της οικίας του Αβραάμ, στους πρόποδες
και στις κορφές του όρους Μορία, ούτε τηρεί την ενότητα του χρόνου, όταν η
πλοκή ξεπερνά τις τρεις μέρες, αντί του τυπικού εικοσιτετραώρου, παρ’ όλα αυτά
το έργο διαθέτει δομή και συνοχή (Bakker, 1997: 230).
Επίσης από τη Θυσία απουσιάζουν οι χοροί και τα χορικά, τα οποία υφίστανται στα υπόλοιπα δραματικά έργα, όπως και στο άμεσο πρότυπό της το Lo Isach του Luigi Groto, της εποχής του μανιερισμού, κατά την ύστερη Ιταλική Αναγέννηση (Πολίτης, 1985: 76).
Να σημειώσουμε εδώ πως,
παρότι η Θυσία του Αβραάμ συμμορφώνεται με την πλοκή του Lo Isach, δεν μπορεί κανείς να
υποστηρίξει πως πρόκειται για πιστή αντιγραφή ή μετάφρασή του (Bakker,
1997: 230).
Τούτο το έργο θεωρείται, εν
πολλοίς ή πρωτόγονο ή επαναστατικό, καθώς ο δημιουργός του, είτε δεν γνώριζε
περί της δομής και το χωρισμό του σε πράξεις και σκηνές, είτε ήταν ένα
επαναστατικό πνεύμα που αποζητούσε νεωτερισμούς και καινοφανείς τρόπους
έκφρασης (Bakker, 1997: 232).
Ο δημιουργός της Θυσίας
του Αβραάμ έχει πάντως συμπεριλάβει επίλογο, τον οποίο εκφράζει ο ίδιος ο
Αβραάμ, δίνοντας ουσιαστικά μια κεντρική ιδέα του αγώνα του και κατ’ επέκταση
του ίδιου του έργου, χωρίς να ηθικολογεί (Bakker, 1997: 232).
Μια εξαιρετικά ξεχωριστή τοποθέτηση επιφυλάσσει το Κρητικό θέατρο στην Θυσία του Αβραάμ, μέσα από τη θαυμάσια δραματοποίηση του συγκεκριμένου εδαφίου της Παλαιάς Διαθήκης, κατά την οποία ο ποιητής χρησιμοποίησε επιτυχώς τη διορατικότητα της πλοκής, ενώ σχεδίασε με απόλυτη πειθώ την ανθρώπινη φύση των χαρακτήρων του έργου, του πατέρα Αβραάμ, της μητέρας Σάρρας και του παιδιού Ισαάκ, την τρυφερότητα, την αγάπη και τη στοργή που τους συνδέει ως οικογένεια, αλλά και τη βαριά ατμόσφαιρα που δημιουργεί η ανελέητη μοίρα (Πολίτης, 1985: 75).
Ακόμη, εξαίσια είναι και η απόδοση του τρυφερού ήθους του νεαρού Ισαάκ, αλλά και οι ολοκληρωμένοι χαρακτήρες των δούλων του Αβραάμ, Σιμπάν και Σόφερ και των υπηρετριών της Σάρρας, Άντα και Ταμάρ, με τον Άγγελο να συμπληρώνει τα πρόσωπα του έργου (Πολίτης, 1985: 75).
Η Σάρα παρουσιάζεται ως στοργική και ευσεβής γυναίκα, η οποία παραπέμπει στην παραδοσιακή Ελληνίδα μητέρα αλλά και την Παναγία, ενώ ο Ισαάκ εμφανίζεται ως ένα τρυφερό μικρό παιδί, που παρόλη την υποταγή του στο τέλος του δράματος, δεν είναι ένα άβουλο πλάσμα ή μια προεικόνιση του Χριστού, αλλά ένα δραστήριο συναισθηματικό αγόρι, ενώ ακόμη και οι δευτεραγωνιστές δούλοι παρουσιάζονται ως πραγματικά μέλη της οικογένειας (Αθήνη, 2008: 229).
Κάποια αποσπάσματα, όπως το ξύπνημα του Ισαάκ ή τα μοιρολόγια της Σάρρας, σείονται από μια εξαιρετικά συγκινησιακή λυρικότητα, ενώ μια εγκάρδια, λαϊκότροπη έμπνευση χαρακτηρίζει όχι μόνο τα πρόσωπα αλλά και τη γλώσσα του έργου, που παραπέμπει σε δημοτικό τραγούδι (Πολίτης, 1985: 75-77).
Ενότητα
Β΄: Οι φιλοσοφικές και θρησκευτικές αντιλήψεις του δράματος
Το κρητικό δράμα τροχοδρομείται επί των ορίων του ουμανισμού, εκεί όπου είναι προφανής η έγνοια για τον άνθρωπο, τα συναισθήματά και τον ψυχισμό του. Στο πλαίσιο αυτό το έργο λαμβάνει ξέχωρο φιλοσοφικό υπόβαθρο, καθώς η οικογένειά του και ο ίδιος ο Αβραάμ, δέχονται με μακροθυμία την άσπλαχνη προσταγή του Θεού («Τσῆ σάρκας εἶναι ὁ θάνατος, πάντα τόνε βαστοῦμε, καὶ νὰ τόνε ξωφεύγομε, ἐτοῦτο δὲ μποροῦμε·» στ. 81-82), ευρισκόμενοι τελικά να αντιπαλεύουν αναμεταξύ τους, αλλά και με τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα η αυτενεργός θυσία να μην πραγματωθεί, καθώς καθένας ξέχωρα την εκτελεί εντός του, σ’ ένα πλήρως συνειδητοποιημένο ψυχολογικό επίπεδο («Κι ἐσύ, Θεέ, ποὺ τ’ ὅρισες, δῶσ’ δύναμη […] καὶ τὴ θυσία ποὺ ζητᾶς σωστὴ νὰ σοῦ τὴ δώσω.», στ. 91-94), (Πούχνερ, 2002: 172-173).
Η ίδια η δύστυχη μητέρα του Ισαάκ, Σάρρα, παραδίδεται και υπακούει στο μοιραίο, καθώς διαπιστώνει πως δεν μπορεί ν’ αλλάξει το πεπρωμένο, αποφασίζοντας να παραδώσει το τέκνο της για τη θυσία, οδεύοντας χαρούμενο, στην οδό του προσωπικού του μαρτυρίου («Δὲν ἔχω, γιέ μου, τίβοτις […] ἄμε νὰ προσκυνήσεις», στ. 531-532), (Bakker-Gemert, 1996: 45).
Σε θρησκευτικό επίπεδο και σε αντίθεση με την πλειοψηφία της ευρωπαϊκής δραματουργίας, με θεματολογία βιβλικά επεισόδια, η οποία προκρίνει την πνευματική καθοδήγηση, καθώς τα έργα αυτά αποτελούν θεολογικές διδαχές απόλυτης πίστης και αφοσίωσης στο Θεό και εμφανίζουν τον Αβραάμ ως πρωτεργάτη της Θείας θέλησης, η Θυσία του Αβραάμ δραστηριοποιείται στα όρια του Ουμανισμού, με πρόδηλο ενδιαφέρον για την ψυχολογία του ανθρώπου (Πούχνερ, 2006: 136).
Καταλυτικό σημείο του δράματος αποτελεί η σκηνή του κορυφαίου διλήμματος του Αβραάμ, όταν πληροφορείται από τον Άγγελο το θέλημα του Θεού, το αδιέξοδό του για το αν θα υπερισχύσει το πατρικό φίλτρο και η λατρεία για τον μονάκριβο γιο του ή θα προκρίνει την αφοσίωσή του στον μοναδικό του Θεό, κάτι που τελικά θα πράξει («Κείνη ἡ εὐκὴ ὁποὺ μοῦ ’δωκες ἐμένα καὶ τσῆ Σάρρας, μηδὲν τὴν κάμεις νὰ γενεῖ ἀνάγκη καὶ κατάρα.» στ. 41-42), (Bakker-Gemert, 1996: 41-42).
Στη Θυσία του Αβραάμ, παρατηρείται μεταστροφή του εγκεφαλικού στοιχείου σε ουμανιστικό – λυρικό, σε αντιδιαστολή των βασικών χαρακτήρων του Ισαάκ και της Σάρρας σε σχέση με το πρωτότυπο, ενώ αμφισβητείται η θεοκρατική ταυτότητά του με την παρεμβολή ορθολογιστικών στοιχείων, όπως για παράδειγμα από τον δούλο Σόφερ («Ἀφέντη, λόγιασε καλὰ ἴντά ’ναι αὐτὰ τὰ κάνεις καὶ τὸ παιδάκι ἄδικα μὴ θὲς νὰ τ’ ἀποθάνεις», στ. 655-656), (Γραμματάς, 2002: 72-73).
Ο ποιητής χειρίστηκε ελεύθερα το ζήτημα της Θυσίας, ενώ δεν ακολούθησε τυπολογικά πρότυπα και συμβάσεις και τοιουτοτρόπως εμφανίζει τον Αβραάμ να αρνείται την θυσία από την πρώτη στιγμή, ενώ και η Σάρρα δεν την αποδέχεται και αντιστέκεται σθεναρά (Αθήνη, 2008: 229).
Ο συγγραφέας αδιαφόρησε ουσιαστικά για
ζητήματα δογματικά ή θεολογικά, καθώς καταπιάστηκε με τα ανθρώπινα ελατήρια και
ερεθίσματα, την εσωτερική ή ψυχολογική εξέλιξη και το σύνδεσμο των ανθρώπων με
το Θεό, ως μια πνευματική διαδικασία, επαναπροσδιορίζοντας τη θρησκευτική
υπόθεση της θυσίας (Αθήνη, 2008: 230).
Επίλογος
Παρότι είναι βέβαιο πως τα έργα του κρητικού θεάτρου, κατά την περίοδο της βενετοκρατίας στην Κρήτη, επηρεάστηκαν καταλυτικά από τα αντίστοιχα ιταλικά, είναι αδιαμφισβήτητο πως δεν στερούνται αξιόλογων πρωτότυπων στοιχείων, ενώ ενίοτε υποσκελίζουν τα πρότυπά τους σε αισθητικό επίπεδο, με πολυποίκιλες αρετές (Κριαράς, 1987: 154).
Ένα από τα εξαιρετικά αυτά δημιουργήματα
της κρητικής λογοτεχνίας είναι και το θρησκευτικό δράμα Η Θυσία του Αβραάμ,
λογοτέχνημα πλήρες συναισθημάτων, το οποίο φέρεται να έχει ως πρότυπο ένα έργο
του Λουίτζι Γκρότο, υπό τον τίτλο Ισαάκ.
Πρόκειται για «ἱστορία ψυχωφελεστάτη», επιλεγμένη από την Αγία Γραφή, η οποία περιγράφει με γλαφυρότητα τη Θυσία του Αβραάμ και ψυχογραφεί τους ήρωές της, μέσα από ένα ανθρωπιστικό και όχι δογματικά θρησκόληπτο πρίσμα, την αγωνιώδη προσπάθεια ενός πατέρα να αντισταθεί στα διλήμματά του και την δραματική υποταγή της μητέρας και του παιδιού της στο μοιραίο, τραγικό θεϊκό θέλημα.
Ο ποιητής της Θυσίας διαθέτει ασυνήθιστη εκφραστική δεινότητα, χρησιμοποιώντας αβίαστα το λεξιλόγιό του, ενώ τα αμιγώς δημοτικά ελληνικά στοιχεία που απαντώνται στο έργο, θέλγουν εξαιρετικά (Κριαράς, 1987: 158).
Υπέροχα ανθρώπινοι και ακέραιοι εμφανίζονται οι χαρακτήρες του έργου, το οποίο μολονότι δεν ακολουθεί τα θεατρικά πρότυπα και τους γενικούς κανόνες, εντούτοις εμφανίζει νεωτεριστικά στοιχεία που ξεπερνούν τους δογματισμούς της εποχής του.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, η ουμανιστική προσέγγιση του ζητήματος είναι θεμελιώδης, καθώς η εσωτερική πάλη έναντι της θρησκευτικής απολυτότητας, οδήγησε στην ενδόμυχη πραγμάτωση της αυτόβουλης θυσίας, σε καθέναν από τους ήρωες ξεχωριστά και στην πραγματικότητα, στην ακύρωσή της.
Στη βάση των θρησκευτικών πεποιθήσεων,
εμφανίζεται από τον ποιητή μια διαφορετική αντιμετώπιση της θεϊκής αυθεντίας,
στο πλαίσιο του συναισθηματικού ανθρωπισμού, υπό το πρίσμα της Αναγεννησιακής,
μεταρρυθμιστικής θεώρησης του ζητήματος.
Βιβλιογραφία
- Αθήνη, Σ., Δανιήλ, Χ., Σταυρακοπούλου, Σ., «Νεότερη Ελληνική Λογοτεχνία (19ος και 20ός αιώνας). Όψεις της Νεοελληνικής Γραμματείας (από τις απαρχές ως την ίδρυση του ελληνικού κράτους)», Εγχειρίδιο Μελέτης, ΕΑΠ, Πάτρα 2008.
- Αλεξίου, Στυλιανός, «Η κρητική λογοτεχνία και η εποχή της», Κρητικά Χρονικά, τομ. Η΄, Ηράκλειο 1954, σελ.76-108.
- Γεωργακάκη, Κωνστάντζα - Πούχνερ, Βάλτερ, «Οδηγός Νεοελληνικής δραματολογίας». Παράβασις, Εκδ. Ergo , Αθήνα 2009, σελ. 18-28.
- Γραμματάς, Θεόδωρος, «Το θέατρο στην Κρήτη. Έκφραση της όψιμης Αναγέννησης», στο: Το ελληνικό Θέατρο στον 20ό αιώνα. Πολιτισμικά πρότυπα και πρωτοτυπία, τόμ. Ι, Εξάντας, Αθήνα 2002, σελ. 69-80.
- Bakker Wim F.- Gemert van, Arnold F., «Εισαγωγή» στο: Η θυσία του Αβραάμ. Κριτική έκδοση, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1996.
- Bakker, Wim, «Θρησκευτικό
δράμα», στο: Κοινωνία και λογοτεχνία στην Κρήτη της Αναγέννησης,
επιμ. Ντέιβιντ Χόλτον, Πανεπιστημιακές εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1997,
σελ. 222-252.
- Brockett, Oscar, - Hildy, Franklin, «Το ευρωπαϊκό θέατρο τον Μεσαίωνα», στο: Ιστορία του θεάτρου (τόμος Α΄), εκδ. Κοάν, Αθήνα 2013, σελ. 1-33.
- Κριαράς, Εμμανουήλ, Ιταλικές επιδράσεις σε παλαιότερα ελληνικά κείμενα, Νέα Εστία, τευχ. 1451, Αθήνα 1987, σελ. 148-167.
- Πολίτης, Λίνος, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 1985.
- Πούχνερ, Βάλτερ, «Η Θυσία του Αβραάμ», Ανθολογία Νεοελληνικής Δραματουργίας, τομ. Α΄, στο: Από την Κρητική Αναγέννηση ως την Επανάσταση του 1821, τομ. Α΄, εκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα 2006, σελ.134-147.
- Πούχνερ, Βάλτερ, «Νεοελληνικό Θέατρο (1600-1940)- Κινηματογράφος, τόμος Α, Το Νεότερο θέατρο μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο», Ε.Α.Π., Πάτρα, 2002.
- Πούχνερ, Βάλτερ, «Σκηνικός χώρος στο κρητικό θέατρο», στο: Μελετήματα θεάτρου. Το Κρητικό θέατρο, Εκδ. Μπούρας, Αθήνα 1991, σελ. 153-178.
ΕΛΠ44 - Νεοελληνικό Θέατρο (1600 - 1940) - Κινηματογράφος - 1η, 2017-2018.
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Copyright © 2022 - All Rights Reserved