Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης*
Ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που ταλάνιζε διαχρονικά, στην πολυτάραχη ιστορία της, την περιοχή της βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού, είναι η φοβερή μάστιγα της ληστείας.
Την παλαιότερη αναφορά στο ζήτημα της ληστείας στην περιοχή, βρίσκουμε στην ανθολογία του Jacobs, ένα επιτάφιο επίγραμμα στο μνημείο ενός νεαρού αρχαίου Έλληνα, του Δερξία από την Θαυμακία (το σημερινό Δομοκό), ο οποίος, ενώ πήγαινε στην Σπάρτη, σκοτώθηκε από ληστές στο Μαλεαίο Δρυμό, το μεγάλο δάσος που υπήρχε άλλοτε πάνω στην Όθρη κοντά στην πηγή του Αχιλλέα.[1]
Το φαινόμενο της ληστείας έχει βαθιές ρίζες, τόσο στον ελλαδικό χώρο όσο και στον ευρύτερο βαλκανικό και μεσογειακό χώρο. Την εποχή του Βυζαντίου ιδρύθηκε το σώμα των αρματολών με βασικό καθήκον τη καταδίωξη των ληστών και τη φύλαξη από αυτούς των στενωπών και των ορεινών περασμάτων, θεσμός που δεν είδαν με καλό μάτι οι Οθωμανοί τον 15ο αιώνα και προσπάθησαν πολλές φορές να καταστρέψουν την οργάνωσή του.
Επί Τουρκοκρατίας η ληστεία αποτέλεσε μεγάλο πρόβλημα για τους άμοιρους γεωργούς και κτηνοτρόφους της Θεσσαλίας και της βόρειας Φθιώτιδας, κατά συνέπεια και για τις τότε Τουρκικές αρχές. Το 1677 κατηγορήθηκε η Μονή Μεταμορφώσεως των Μετεώρων ότι υπέθαλπε τους ληστές που λυμαίνονταν τη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα. Οι ενέδρες των ληστών ήταν καθημερινό φαινόμενο στις περιοχές αυτές. Οι τουρκικές αρχές ζήτησαν τότε από το Λιβέριο Γερακάρη ή Λυμπεράκη, μπέη της Μάνης, με μεγάλες επιτυχίες στην αντιμετώπιση της ληστείας στην περιοχή του, μαζί με τον Σερασκέρη Ιμπραήμ πασά, τη διετία 1688-1690, να αντιμετωπίσει το φαινόμενο της ληστείας στη Θεσσαλία, πράγμα που έκανε με επιτυχία.
Ληστρικές επιδρομές όμως έχουμε
την επόμενη περίοδο και από συμμορίες Αλβανών που βυθίζουν στην πείνα και την
απελπισία τους φτωχούς κατοίκους της περιοχής. Κατά το έτος 1759 συμμορίες
Αλβανών ληστών καταταλαιπωρούν τα χωριά της Όθρυος με ορμητήριο την περιοχή της
Γούρας.[2] Το 1774
μία συμμορία τρομοκράτησε και λεηλάτησε τον Δομοκό.[3] Λήσταρχοι
της εποχής του 1790 ήταν ο Μέτος ο Αργυροκαστρίτης, ο Κόνιαρος, ο Τσάτσος
κι ο Μπράχος Κερόζης. Το 1799 ισχυρότατη συμμορία από 300 Αλβανούς και 100
περίπου Έλληνες, υπό τον Μπράχο Κερόζη, επέδραμε στη Θεσσαλία και τη Φθιώτιδα,
πυρπολώντας και διαρπάζοντας τα αγροτικά χωριά και τις πόλεις. Τα ίδια όργια
διέπραξαν στην περιφέρεια Δομοκού και οι λεγόμενοι Ζορμπάδες.[4]
Οι ληστές-κλέφτες του ελλαδικού χώρου συμμετείχαν ενεργά στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα του Έθνους χωρίς όμως να απαρνηθούν τον κοινωνικό τους ρόλο, ο οποίος ήταν απολύτως συμβατός με την ιδεολογία και τους τρόπους κοινωνικής οργάνωσης της παραδοσιακής ελληνικής κοινωνίας. Αξίζει να τονίσουμε ιδιαίτερα ότι στη λαϊκή συνείδηση η ληστεία ταυτιζόταν τότε με μία πράξη ηρωισμού και λεβεντιάς και ήταν ο βασικός τρόπος κοινωνικής διαμαρτυρίας.
Όσον αφορά την οργάνωση της συμμορίας, αυτή μπορούσε να διακριθεί στην απλή συμμορία και τη σύνθετη. Στην πρώτη κατηγορία την εξουσία ασκούσε ο μπουλουκτσής (αρχηγός, αρχιληστής) και έπειτα ακολουθούσαν οι εφεδρικοί, περιστασιακοί ληστές, συγγενείς, λησταποδόχοι, πληροφοριοδότες. Η σύνθετη συμμορία αποτελούταν από δύο ή τρία μπουλούκια που εκτελούσαν τις διαταγές ισάριθμων μπουλουκτσίδων ή ενός συναινετικά αρχηγού. Συνήθως «ενώσεις» ή «συνεργασίες» μπουλουκιών ήταν περιστασιακές και γίνονταν για την αντιμετώπιση μεταβατικών αποσπασμάτων ή για μεγαλύτερη ασφάλεια στην περιοχή. Σε όλες τις περιπτώσεις πάντως η υπακοή των μελών της συμμορίας -η σύνθεση της οποίας άλλαζε ανάλογα με τον επιδιωκόμενο σκοπό από 30 ως 10 ή 20 άτομα- εξαρτιόταν από την προσωπικότητα του λήσταρχου.
Οι ληστές έστηναν καρτέρι σε κλειστό τόπο (κλεισούρα) ή σε μονοπεράσματα (σύρτες) κι όταν εμφανιζόταν το θύμα τους, βρισκόταν ξαφνικά αντιμέτωπο με τα προτεταμένα όπλα και τις φωνές των ληστών. Η ομάδα κρούσης αφαιρούσε από τον συλληφθέντα τιμαλφή, ρολόγια και χρήματα. Όλα αυτά έμεναν στην ομάδα κρούσης και δεν μοιράζονταν με τα άλλα μέλη της συμμορίας. Ο αιχμάλωτος οδηγούνταν στον αρχηγό της συμμορίας, ο οποίος όριζε το ποσό και όλα τα σχετικά με τα λύτρα. Κατά τη διάρκεια της αιχμαλωσίας οι όμηροι θεωρούνταν ιεροί και η συμμορία τους περιποιούνταν. Μόλις εισπράττονταν τα λύτρα οι όμηροι αφήνονταν ελεύθεροι. Αν όμως δεν δίνονταν τα λύτρα ή αν ειδοποιούνταν η Χωροφυλακή και εμφανιζόταν καταδιωκτικό απόσπασμα, οι όμηροι εκτελούνταν.
Η κοινωνική ληστεία την περίοδο
αυτή ήταν μια απολύτως φυσιολογική έκφραση του κοινωνικού βίου, που δεν ερχόταν
σε ρήξη με τις παραδοσιακές κοινωνικές δομές. Ο Leake γράφει (1809-10) για τους
κλέφτες της Όθρης και τη σχέση αρματολών και κλεφτών: «…Το χωριό Κωφοί, που
ζει αποκλειστικώς και μόνο από τα αμπέλια του και τις μεταφορές εμπορευμάτων,
ανθρώπων και ζώων, σε όλη τη χώρα, είναι το πιο εκτεθειμένο χωριό (της Όθρυος)
κι έχει ελάχιστες οικονομικές δυνατότητες να αποκαθιστά, κάθε φορά, τις ζημιές.
Όταν οι κλέφτες αποφασίσουν να επιτεθούν σε κάποιο χωριό, καταλαμβάνουν συνήθως
μια στρατηγική θέση κοντά σ' αυτό, απ' όπου στέλνουν ένα γράμμα στον
κοτζαμπάση. Αρχίζοντας πιθανώς με τη φράση «αγαπημένε μου προεστέ» τον
προσκαλούν να πάει κοντά τους για να κανονίσουν τους λογαριασμούς τους. Η
απάντηση του προεστού είναι συνήθως αρνητική. Όταν οι κλέφτες μπουν στο χωριό,
χωρίς να φοβούνται οποιαδήποτε αντίσταση, τότε πυρπολούν μερικά σπίτια, σφάζουν
ζώα και αρπάζουν όσα γυναικόπαιδα δεν πρόλαβαν να ξεφύγουν, επιλέγοντας ποια
απ' αυτά θα αποφέρουν περισσότερα λύτρα κατά την απελευθέρωσή τους.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, τα χωριά που βρίσκονται στην περιοχή όπου συχνάζουν οι κλέφτες, αναγκάζονται να ικανοποιούν, συνήθως, τις απαιτήσεις τους και να έχουν καλές σχέσεις μαζί τους. Αυτό, από την άλλη πλευρά, προκαλεί την οργή και εκδίκηση του δερβέναγα, που φυλακίζει τους προεστούς των χωριών αυτών στα Γιάννενα και στέλνει Αλβανούς για να τους εκτελέσουν. Οι περισσότεροι από τους αρματολούς, που προσλαμβάνονται για τη δίωξη των ληστών, από τις περιοχές γύρω από το όρος Όθρυς, το Ζητούνι, το Κοκόσι και τον Αλμυρό, είχαν επιδοθεί και οι ίδιοι στη ληστρική τέχνη. Οι αρματολοί, υπό τον όρο να προσκυνούν ή να δηλώνουν τη θεληματική τους υποταγή στο δερβέναγα, χαίρουν ευνοϊκής μεταχείρισης στην αρχή, μολονότι συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο των υποψηφίων για μελλοντική εκτέλεση. Εάν δεν δώσουν αφορμή στο βεζίρη (δηλ. τον Αλή πασά) για να τους υποψιαστεί, προσλαμβάνονται ως δερβεντλήδες. Επειδή πολλοί αρματολοί έχουν αδέλφια ή ξαδέλφια ανάμεσα στους κλέφτες, υπάρχει γενικώς μια μυστική σχέση μεταξύ των δύο πλευρών. Τον καλύτερο τρόπο επίθεσης σε ένα χωριό υποδεικνύει συχνά στους κλέφτες κάποιος από τους αντιπάλους. Τέτοια παραδείγματα προδοσίας (από την πλευρά των αρματολών) ήταν περισσότερο συνηθισμένα πριν την επέκταση της εξουσίας του Αλή πασά. Όμως σε μια τόσο ορεινή χώρα ακόμα και στα όρια της διοίκησης του Αλή, ήταν εντελώς αδύνατο να εξαφανίσει τους κλέφτες» (W. M. Leake, «Ταξίδι στη Θεσσαλία», 1809-1810).
Στο νεοελληνικό κράτος το φαινόμενο της ληστείας εμφανίστηκε συστηματικά κατά το 1833. Τότε ο δραπέτης των φυλακών, κατάδικος για ληστεία και φόνο Θανάσης Χοσάδας, οργάνωσε συμμορία στη Φθιώτιδα. Τον Αύγουστο του 1835 μια συμμορία 200 ληστών είχε συγκεντρωθεί στον Ασβέστη Φθιώτιδας, στα σύνορα, και απειλούσε τις γύρω περιοχές.
Η ληστεία παρουσίασε σημαντική αύξηση στη Στερεά Ελλάδα ως το 1836. Η Ρούμελη μαστίζεται την εποχή εκείνη από ληστές και ζωοκλέφτες, κυρίως νέους από τα ορεινά χωριά της βόρειας Θεσσαλίας, όπου υπήρχε παράδοση σχετική με τη λεβεντιά των ληστών.
Χαρακτηριστικό ήταν επίσης ότι πολλές ληστρικές συμμορίες αποτελούνταν από δυσαρεστημένους αγωνιστές της επανάστασης, οι οποίοι αντιδρούσαν στο νέο οικονομικό και κοινωνικό σύστημα της βαυαροκρατίας. Το πρόβλημα δημιουργούσε προστριβές μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και πολλές φορές εξέθετε τη χώρα διεθνώς δίνοντας αφορμή για δυσμενή σχόλια και επιζήμιες επικρίσεις. Η διάλυση των άτακτων στρατευμάτων του Αγώνος θεωρήθηκε από όλους σχεδόν τους μελετητές η κυριότερη αιτία του ληστρικού φαινομένου στην μετεπαναστατική Ελλάδα. Βεβαίως επισημάνθηκαν και μάλιστα με τεκμήρια και άλλα αίτια, άλλα σε τοπικό και άλλα σε ευρύτερο επίπεδο, (Βαρβάρα Δημ. Νάτσιου, Φιλόλογος – Μ. Α. Ιστορίας). Κατά τον φιλόλογο-συγγραφέα Θωμά Καλοδήμο, «οι απαρχές της ληστείας πρέπει να αναζητηθούν πριν από την άφιξη του βασιλιά Όθωνα στην Ελλάδα (6 Φεβρουαρίου 1833) στα χρόνια του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, όταν το 1830 διοργάνωσε τα ελαφρά τάγματα του στρατού και έμειναν έξω από αυτά πάνω από 4.000 αγωνιστές του Ιερού Αγώνα του 1821. Από αυτούς άλλοι γύρισαν στις οικογένειές τους και άλλοι ξαναγύρισαν στα αγαπημένα τους κλέφτικα λημέρια στις απάτητες βουνοκορφές των Αγράφων, της Γούρας (Όθρυος), των Χασίων και του Ολύμπου. Εξαιτίας του γεγονότος αυτού άρχισε να αναβιώνει η ληστεία σε ορισμένες περιοχές της Στερεάς Ελλάδας».
Η δολοφονία του Καποδίστρια (27 Σεπτεμβρίου 1831) έριξε στη χώρα μεγάλη αναρχία. Καθώς τα ελαφρά τάγματα διαλύθηκαν, οι στρατιώτες ξαναγύρισαν στους παλιούς άτακτους σχηματισμούς και αρχηγούς τους με τους οποίους είχαν παλιούς κοινούς δεσμούς και πολεμικά βιώματα. Τα διαλυμένα και διασκορπισμένα ελαφρά τάγματα στην άγρια ελληνική ύπαιθρο καταπίεζαν τους αγροτικούς πληθυσμούς, αρπάζοντας τα ζώα και τις ελάχιστες περιουσίες τους. Τελευταίο, μα όχι λιγότερο σημαντικό, είναι το γεγονός ότι η σπουδαιότερη και σοβαρότερη αιτία που έσπρωχνε τους «ορεσίβιους» ή «καμπίσιους» στη ληστεία είναι το παραγωγικό και οικονομικό αδιέξοδο και η ενδημική φτώχεια που έφτανε ως το σημείο της εξαθλίωσης.
Η Αντιβασιλεία, όταν ήρθε στην Ελλάδα, προσπάθησε να βάλει κάποια τάξη με το δ/γμα 2/14 Μαρτίου 1833, με το οποίο διέλυσε τα άτακτα στρατεύματα και στη θέση τους δημιούργησε 10 τάγματα ακροβολιστών.
Η ληστεία όμως έπληξε κυρίως τη Στερεά Ελλάδα και προπαντός τις παραμεθόριες περιοχές. Τα παραμεθόρια χωριά της «επαρχίας Φθιώτιδας» μετά την απελευθέρωση της περιοχής, από το 1833 έως και την απελευθέρωση της βόρειας Φθιώτιδας και Θεσσαλίας το 1881, ταλαιπωρήθηκαν περισσότερο. Τα χωριά της Όθρης (Βουνά της Γούρας), Αμαλιάπολη (Μιντζέλα) επί του Παγασητικού Κόλπου, Σούρπη, Γαύριανη, Πτελεός, Μαχαλάς (Κυπαρισσώνας), Μύλοι, Σπαρτιά, Τσερνοβίτι (Παλαιοκερασιά), Ανυδρο (Νίκοβα), Σαπουνάς, Νεράιδα, Δρύστελα, Λογγίτσι, Λιμογάρδι, Δίβρη, Μακρολείβαδο, Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι), Στύρφακα, Τρίλοφο (Κούρνοβο), Αρχάνι, Γιαννιτσού, Πλατύστομο, Ασβέστης, Τσούκα, Ροβολιάρι, Λιτόσελο, Περίβλεπτο, Παλαιόκαστρο, Νεοχώρι, Μαυρίλο στην Ελληνική Επικράτεια αλλά και τα χωριά της τότε Τουρκικής μεθορίου, Γούρα (Ανάβρα), Χιλιαδού, Νεοχώρι, Αβαρίτσα (Μελιταία), Ντραμάλα (το σημερινό Μακρολίβαδο), Παλαμάς, Ζαπάντι και Δερβένι (κοντά στον Άγιο Γεώργιο), Νταουκλί (Ξυνιάδα), Οζερός (Άγιος Στέφανος), Δερελί (Περιβόλι), Καΐτσα (Μακρυρράχη) κλπ. και τα υπόλοιπα χωριά της βόρειας Φθιώτιδας υπέφεραν τα πάνδεινα από τους ληστές της εποχής.
Αναμφίβολα η γεωγραφία της περιοχής ευνοούσε τη δημιουργία και τη δράση ληστρικών ομάδων, αφενός γιατί υπήρχε ευκολία δράσης και αφετέρου ήταν απαγορευτική η καταδίωξή τους από τα κυβερνητικά αποσπάσματα λόγω του δυσπρόσιτου εδάφους και του Τουρκικού κράτους που καραδοκούσε για επέμβαση. Οι «ντερβεναγάδες» οι οποίοι ήταν οι οδηγοί των τούρκικων μεταβατικών στρατιωτικών αποσπασμάτων, διορισμένοι από την τουρκική εξουσία για την καταδίωξη δήθεν των ληστών, στην πραγματικότητα ήταν ληστές και οι ίδιοι με τους στρατιώτες τους, «φονεύοντες και γυμνώνοντες άπαντας τους δυστυχείς υπηκόους μέχρις ερημώσεως».
Ιδιαίτερα στη Φθιώτιδα οι ληστές το έχουν δίπορτο πότε περνώντας στο «τούρκικο», πότε ληστεύοντας τις ελληνικές περιοχές. Διάφορα γεγονότα διαδραματίστηκαν το χειμώνα του 1834 και την άνοιξη του 1835 οπότε η ληστεία πήρε ανησυχητικές διαστάσεις, οι ληστές εκβιάζουν και πιέζουν τους κατοίκους της υπαίθρου και εξαναγκάζουν τα χωριά να τους πληρώνουν «εισφορές».
Ολόκληρες περιοχές βρίσκονταν πλέον στο έλεος των ληστοσυμμοριών που καίνε και ρημάζουν τις αγροτικές περιουσίες. Ληστές από τα μεθόρια εισήλθαν στον Ελληνικό τομέα λήστεψαν το γαιοκτήμονα Σκουμπουρδή στον Αχινό και τον Ιούνιο του ίδιου έτους η Στυλίδα βρίσκεται στο έλεος και στην καταδιωκτική μανία των ληστών. Πριν δύσει ακόμα ο ήλιος, το απόγευμα και ενώ οι κάτοικοι δεν είχαν γυρίσει από τις αγροτικές τους εργασίες, εβδομήντα ληστές υπό τον αρχιληστή Σπύρο Μαλισσόβα όρμησαν στην πόλη κι ενώ άλλοι κάτοικοι κάθονταν στα καφενεία κι άλλοι έκαναν περίπατο στην παραλία, αρχίζουν το τουφεκίδι. Αποτέλεσμα, αφού οι ληστές σκότωσαν έναν κάτοικο και τραυμάτισαν άλλους εννέα, λαφυραγώγησαν την πόλη, φόρτωσαν τα κλοπιμαία τους σε τέσσερα άλογα και ανενόχλητοι διέφυγαν βόρεια, στην Τούρκικη επικράτεια. Όπως πληροφορούμαστε από αναφορά των κατοίκων της Λαμίας στις 30 Νοεμβρίου 1835, «Δεν είναι πλούσιος, δεν είναι πένης, πολίτης ή στρατιώτης ή ποιμήν ή οιοσδήποτε άνθρωπος εις τον οποίον να μη βλέπει τις την κατήφειαν ως μαύρον μανδύαν κατακαλύπτουσαν το πρόσωπόν του. Όλοι οι άνθρωποι σκυθρωποί και αγέλαστοι, περίλυποι έως θανάτου, παριστάνουν θέαμα εξαίσιον λαού σκεπτομένου σπουδαίως περί του μέλλοντός του, το οποίον βλέπουν τρομερόν… Οι δυστυχείς εν ενί λόγω πάσχουσι διττώς, και από τους ληστάς και από τους αχρήστους δια την εξάλειψιν της ληστείας τούτους στρατιώτας χερότερα».
Το 1836 οι ληστές πιεζόμενοι στη Δυτική Στερεά, πέρασαν στο Τουρκικό και συγκεντρώνονταν στα βουνά της Γούρας στην Όθρη, έτοιμοι να εισορμήσουν στο Ελληνικό. Ο συνταγματάρχης Βάσσος Μαυροβουνιώτης ανέβηκε στην παραμεθόριο στα Βουνά της Γούρας, για να συναντήσει το δερβέναγα Νουρεντίν Αγά της τουρκικής μεθορίου. Η συνάντηση των δύο αξιωματούχων έγινε στην Αρνόβρυση και αφορούσε στη συζήτηση διαφόρων ζητημάτων σχετικά με τη ληστεία στις όμορες περιοχές τους. Ο Βάσσος Μαυροβουνιώτης εξέφρασε το παράπονό του, ότι οι τουρκικές αρχές υποθάλπουν τη ληστεία στο Τουρκικό, ο Νουρεντίναγας το αρνήθηκε και έτσι άρχισε ένας έντονος διάλογος μεταξύ τους.
Στις 12 Μαρτίου του 1838 ο ταγματάρχης Ιωάννης Κλίμακας περιφερόμενος στα μεθόρια στα βουνά της Γούρας, στη θέση Τρία Ποτάμια συνάντησε τον αρχιληστή Γεώργιο Καταρραχιά με 30 ληστές. Βοηθούμενος και από τον ταγματάρχη Δήμο Λιούλιο επιτέθηκε κατά των ληστών, καταδιώκοντάς τους ως τα σύνορα. Αυτοί εισήλθαν στο Τουρκικό και εγκατέλειψαν πολλά γιδοπρόβατα και μερικά άλογα. Έτσι ο μεν Ιωάννης Κλίμακας πήρε διακόσια πενήντα γίδια, ο δε Δήμος Λιούλος εκατόν πενήντα πρόβατα και μερικά άλογα.
Η εφημερίδα «Αιών» σ’ έναν απολογισμό για τη συμπεριφορά των Τουρκαλβανών δερβεναγάδων στην τουρκική παραμεθόριο απέναντι στους ληστές, γράφει: «Επί Εμίν Πασά, διορισμένος Ρούμελη Βαλισή, ο Νουρεντίν Δερβέν Αγάς ενεθάρρυνε την κατά της Ελλάδος ληστείαν του Χοσιάδα, Καλαμάτα, Ρουπακιά, και λοιπών από το 1835-1837. Επίσης και οι οπαδοί τούτου Ιμπρούσης, Δερβέν Αγάς Δομοκού, και Μέτσος Μαλεσόβας, Δερβέν Αγάς Αλμυρού, ενεψύχωναν εκείνων του Κουτουβά, Καταρραχιά, Καλαμάτα και λοιπών… Αι δύσκολοι περιστάσεις προεκάλεσαν την έξωσιν του Εμίν Πασά από την αρχηγίαν της Ρούμελης, και την αντικατάστασίν τούτου παρά του Μουσταφά Πασά ως Αρχιστρατήγου και την άμεσον αλλαγήν παρά τα μεθόρια Δερβεναγάδων, αντικατασταθέντων παρά του Βέηζ Βάσιαρη και Τέλιο Πίτσαρη… Τις δεν γνωρίζει ότι ενώ εις τα μεθόρια το στρατιωτικόν Δικαστήριον κατεδίωκεν τους συλληφθέντας εκ των ληστών, εις τον Δομοκόν ένας των Δερβεναγάδων εστεφάνωσε τον Καλαμάταν; Τις δεν γνωρίζει, ότι, ενώ αι Ελληνικαί Αρχαί έπραττον με τόσην ειλικρίνειαν υπέρ των συμφερόντων των γειτόνων, αι Τουρκικαί εφρόντιζον σύρουσαι εις το μέρος τους τους Βλαχοποιμένας επί υποσχέσει ασυδοσίας; Τις δεν γνωρίζει, ενώ συνωμολογήθη η συνθήκη εις την Πρέβεζαν ρητώς η εξόντωσις των ληστών;».
Στη συνέχεια η κατάσταση εξακολουθεί να είναι ίδια και σε κείμενο για τη ληστεία κατοίκου του Βουζίου Δομοκού κατά το έτος 1840, αναφέρεται: «Προύχοντας κάτοικος Βουζίου ληστεύθηκε στην περιοχή» (Γαλλής).
Στις 30 Οκτωβρίου 1844 αμνηστεύονται με βασιλικό δ/γμα οι αρχιληστές, Γ. Καταρραχιάς, Γ. Χαμχούγιας, Αναστάσιος Καλαμάτας, Γιάννης Γιαταγάνας, Δημ. Κορκόντζελος, Κων/νος Καραμελάκης, Ευάγγελος Κοψαλής, Χρίστος Χιλιανόπουλος ή Κλιάφας και Γ. Μαλισσόβας. Σχολιάζοντας εφημερίδα της εποχής τη δοθείσα αμνηστία, μεταξύ των άλλων γράφει: «…αλλ’ ήρμοζεν, ερωτώμεν, μετά τοσαύτας κακουργίας να δοθή το ολέθριον παράδειγμα προς εκείνους, όσοι διατίθενται να κακουργήσωσι; Ήρμοζεν ώστε να κηρυχθή και ο Νόμος και η Αρχή ανίσχυρος, ως ιστός αράχνης, ενώπιον κακούργων τινών…;». Οι ληστές συνεχίζουν ανενόχλητοι καθώς ο γνωστός αρχιληστής Χρήστος Νταβέλης με το Γεώργιο Ντρέλλα ήταν οι νέοι λήσταρχοι που έδρασαν τη δεκαετία του 1850 στη Στερεά Ελλάδα. Το χειμώνα του 1851-1852 πολλοί λήσταρχοι τής περιοχής, όπως ο Καλαμάτας, ο Κυριάκος, ο Γεώργιος Κουρέλης, ο Σιέμος, ο Ακρίβος, ο Δαδιώτης, ο Κουκουβίνος, ο Γκαμαλέτσος κ. ά., με τις συμμορίες τους, χωριστά ή ενωμένοι, περιφέρονταν στα τουρκικά μεθόρια και ιδίως στα χωριά Φοντάνα, Καΐτσα, Δρανίτσα, Παλαιοπαναγιά, Αβαρίτσα, Χιλιαδού, Νεοχώρι κ. ά.
Στις 16 ή 17 Σεπτεμβρίου 1852 το παραμεθόριο χωριό της Γλύφας στη Φθιώτιδα, γνώρισε την καταστροφή και τη βαρβαρότητα των ληστοσυμμοριών των αρχιληστών Αναστασίου Καλαμάτα, Γεωργίου Κυριάκου, Σωτήρη Σκαμπάρδονη και Κελεπούρη. Ο απολογισμός ήταν φοβερός. Έντεκα νεκροί, οι περισσότεροι απανθρακωμένοι ή φοβερά ακρωτηριασμένοι κι άλλοι πληγωμένοι. Κατά την εφημερίδα «Αθηνά» οι νεκροί ανέρχονταν σε δέκα πέντε, ενώ κατά την εφημερίδα «Αιών» σε δέκα τέσσερις και φυσικά τεράστιες οι υλικές καταστροφές των κατοίκων. Οι ληστές αφού λαφυραγώγησαν το χωριό, φόρτωσαν τη λεία τους σε εννιά μουλάρια που πήραν από το χωριό και ανενόχλητοι αναχώρησαν για το Τουρκικό.
Τα συνταρακτικά αυτά γεγονότα έρχονται ως απόρροια του επεισοδίου που συνέβη στη Μονή της Αντίνιτσας κατά τον ετήσιο εορτασμό της μονής. Στις 8 Σεπτεμβρίου 1852, στη θρησκευτική πανήγυρη της μονής είχε συρρεύσει πλήθος προσκυνητών και από τις δύο επικράτειες, γύρω στους 4000 Χριστιανούς. Ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας Α. Ζυγομαλάς, ο μοίραρχος του Νομού και άλλες επίσημες στρατιωτικές και πολιτικές αρχές της Λαμίας, με μικρή φρουρά χωροφυλάκων, τίμησαν τον εορτασμό της μονής με την παρουσία τους. Την πανήγυρη όμως επισκέφτηκε και μια ομάδα Τουρκαλβανών από τον παρακείμενο τουρκικό σταθμό του Δερβέν Φούρκα υπό τον Ρεσίτη. Ένας όμως από τους άντρες του Τουρκαλβανού σταθμάρχη Ρεσίτη επιχείρησε να εισέλθει στο Ναό οπλισμένος, αλλά εμποδίστηκε από τους προσκυνητές. Με εντολή του Νομάρχη και του μοιράρχου συνελήφθη αμέσως ο ταραχοποιός από ένα χωροφύλακα.
Ο συλληφθείς οπλοφόρος ήταν ο ληστής Δημήτριος Ματσούκας από το Μακρολίβαδο, ληστής από το 1843, εις βάρος του οποίου εκκρεμούσαν καταδικαστικές αποφάσεις από τα ελληνικά δικαστήρια. Ο Ρεσίτης διαμαρτυρήθηκε για τη σύλληψή του, αλλά τελικά πείστηκε ότι έπρεπε να συλληφθεί, γιατί βρέθηκε σε έδαφος της ελληνικής επικράτειας: «Ούτω πεισθέντες (οι Αλβανοί) εδόθησαν οι στρατιώται αμφοτέρων των μερών εις διασκέδασιν». Το απόγευμα όμως που ο Νομάρχης με την ακολουθία του έφυγε από τη μονή κατευθυνόμενος προς τη Λαμία, σε μια στενωπό τους αιφνιδίασε ο Τουρκαλβανός Ρεσίτης με 50 άντρες μεταξύ των οποίων ήταν και πολλοί ληστές, απειλώντας και φωνάζοντας ή μας δίνετε το σύντροφό μας Ματσούκα ή κάνουμε χρήση των όπλων μας. Ο Νομάρχης δεν έχασε την ψυχραιμία του και, αφού άφησε τους χωροφύλακες να φυλάνε τον αιχμάλωτο Ματσούκα, πλησίασε τους Τουρκαλβανούς συνοριοφύλακες και τους εξήγησε ότι δεν μπορούσε να απελευθερώσει τον σύντροφό τους, γιατί συνελήφθη σε ελληνικό έδαφος και κάτι τέτοιο θα εξέθετε την Κυβέρνησή του. Έτσι αποφεύχθηκε η συμπλοκή και ο Νομάρχης με τη συνοδεία του επέστρεψε πάλι στη μονή και από άλλο μονοπάτι κατέβηκε στη Λαμία. Ο Δημήτριος Ματσούκας ήταν για πολλά χρόνια, διαμέσου των συγγενών του στο Μακρολίβαδο, ο κατάσκοπος του λήσταρχου Καλαμάτα ο οποίος συνεργαζόταν με τη σειρά του με το δερβέναγα Νουρένμπεη Κονίτσα.
Το 1855 η ληστεία είχε λάβει απειλητικές διαστάσεις. Ο λήσταρχος Μπελούλιας ή Κακαράπης τρομοκρατούσε τη Θήβα και τη Λιβαδειά, ο λήσταρχος Χρήστος Νταβέλης την Αττική και τους Φραντζέζους (Αγγλογάλλους) καθώς και τα Μέγαρα, ο Λύγκος την Κόρινθο, οι Ζαφείρηδες και ο Καλαμπαλίκης και άλλοι λημέριαζαν στη Βοιωτία και στην Αττική. Το πρωί βρίσκονταν στην Αθήνα, το μεσημέρι στη Λιβαδειά και το βράδυ στη Λαμία! Πραγματικά θηρία που δεν έκαναν τίποτε άλλο από το να κόβουν μύτες και αυτιά των θυμάτων τους.
Ο λήσταρχος Βαζούρας, που έδρασε στην παραμεθόριο τότε περιοχή του Δομοκού, ζήτησε τον Νοέμβριο 1855, μαζί με τον συναρχηγό του λήσταρχο Μπερτσά, να προσκυνήσουν στον Τούρκο δερβέναγα Αγράφων, με σκοπό την προστασία αλλά και την από κοινού δράση. Την ίδια εποχή 78 ακόμη λήσταρχοι βρίσκονταν στην περιοχή Δομοκού, μεταξύ των οποίων ήταν οι λήσταρχοι Σκαρβέλης, Βασίλειος Κουλούρης, Μπατζάκας, Φασούλας και Ντέμος.
Το Υπουργείο των Στρατιωτικών με την αριθ. 5463/10-3-1855 διαταγή του διαλύει την Οροφυλακή και στη θέση τους ιδρύονται σώματα δημοτοχωροφυλάκων σε κάθε πόλη και χωριό των δήμων, που είχαν ως σκοπό την ενίσχυση των καταδιωκτικών δυνάμεων κατά της ληστείας και την εμπέδωση της ασφάλειας των κατοίκων.
Δραστικότερα μέτρα ελήφθησαν με την ελληνοτουρκική σύμβαση, η οποία υπεγράφη τον Απρίλιο του 1856 και στο άρθρο 4 το οποίο προέβλεπε πως οι δυο στρατιωτικοί διοικητές των μεθοριακών δυνάμεων έπρεπε να βρίσκονται σε στενή επαφή μεταξύ τους, για συντονισμό της καταδίωξης της ληστείας. Στην περιοχή των συνόρων μεταξύ Ασβέστη και Περιβολίου Δομοκού, στις 11 Δεκεμβρίου 1856, τα κυβερνητικά αποσπάσματα συνέλαβαν τρεις ληστές. «Μεταξύ των συλληφθέντων ήταν και μία γυναίκα, η μόνη που αναφέρεται στις πηγές της περιόδου, που καλύπτει η μελέτη τούτη. Είναι δε περίεργον, έγγραφε ό αποσπασματάρχης, ότι εκ των τριών τούτων ληστών, ο είς είναι γυνή, φέρουσα ιματισμόν τοσούτο ρυπαρόν, ώστε προ έτους φαίνεται ότι ήλλαξε ενδύματα. Καλείται δε Ευαγγέλω Σειτζοπούλου» (σ.σ. πρόκειται μάλλον για την γνωστή λησταρχίνα Aγγέλω Σεϊτζάνη ή Σεϊτζανοπούλου, από τις ελάχιστες γυναίκες σε οργανωμένη συμμορία).[5] Κατά το 1857 και 1858 επικρατούσε ησυχία στη χώρα χάρη στα χτυπήματα που δέχτηκαν οι ληστοσυμμορίες των ληστών και κυρίως με το φόνο του αρχιληστή Χρήστου Νταβέλη στις 12 Ιουλίου 1856 και του αρχιληστή Βασίλη Καλαμπαλίκη το 1858. Η τοπική εφημερίδα «Φάρος της Όθρυος», κάνοντας απολογισμό για το 1857, αναφέρεται στην «…καταστροφήν και εξόντωσιν της υδροκεφάλου Ύδρας της ληστείας». Τα πράγματα δεν άλλαξαν καθόλου κατά τα έτη 1858 και 1859. Το 1860 διορίστηκε γενικός δερβέναγας των τουρκικών μεθορίων ο Τουρκαλβανός Χαλίλ μπέης Φράσαρης, «ο κοσμών το στήθος του δια του παρασήμου των Ταξιαρχών, απονεμηθέντος αυτώ υπό του Τρισεβάστου ημών Βασιλέως ένεκα της ειλικρινούς και αδόλου συμπράξεώς του εις την ριζικήν καταστροφήν της επαράτου ληστείας εις τα μεθόρια...!». Πρόκειται για γόνο «περιβλέπτου οικογενείας Αλβανικής» και οι κάτοικοι «εκφράζουν ελπίδας περί της εξασφαλίσεως της ησυχίας εις την οροθετικήν γραμμήν», διότι ο προκάτοχός του Αλικιούτ αγάς όχι μόνο δεν καταδίωκε τη ληστεία, αλλά αντιθέτως προσλάμβανε τους ληστές στην υπηρεσία του! Δυστυχώς όμως γρήγορα διαψεύστηκαν οι ελπίδες των παραμεθορίων κατοίκων της Ελλάδας, διότι ο Χαλίλ μπέης Φράσαρης, παρά το παράσημο με το οποίον είχε τιμηθεί και τα εγκωμιαστικά σχόλια των κατοίκων, συνέχισε τη γνωστή τακτική των Τουρκαλβανών δερβεναγάδων και υπέθαλπε τους ληστές στην παραμεθόριο διαμοιράζοντας τα ληστρικά λάφυρα μαζί τους. Το ίδιο φαίνεται πως έπραξε και ο διάδοχος του Φράσαρη, Φεϊζόμπεης Βασιάρης. Στο νέο δερβέναγα είχαν προσέλθει οχτώ λήσταρχοι με πολυετή δράση στα μεθόρια.
Η κατάσταση στη Φθιώτιδα γίνεται απελπιστική. Οι ληστές εισήλθαν στο παραμεθόριο χωριό Δερβέν Φούρκα (Καλαμάκι) και απογύμνωσαν τους κατοίκους, παίρνοντας λάφυρα και απάγοντας σε αιχμαλωσία τους πλουσιότερους κατοίκους ζητώντας λύτρα. Το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας με πλειοψηφία έξι έναντι ενός, στις 12 Οκτωβρίου 1867, συνέταξε την παρακάτω πράξη απευθυνόμενη προς την Κυβέρνηση: «…Το Συμβούλιον λαβών υπ’ όψιν του την αίτησιν συνδημοτών μας Βασιλείου Θεοδοσίου, Καραπατάκη Αγγελή και Περιστέρας Αλεξάνδρου κατοίκων του χωρίου Δερβέν Φούρκα περί συνδρομής δανείου δραχ. 1500 δια την απελευθέρωσιν των εις χείρας των ληστών συγγενών των, παρατηρεί ότι ο Δήμος Λαμίας προ τινών μηνών περιήλθεν, ως και ολόκληρος η επαρχία της Φθιώτιδος, εις οικτράν κατάστασιν ένεκα των συχνών ληστρικών αιχμαλωσιών, λεηλασιών και άλλων κακουργημάτων, λαμβανόντων χώρας εις τε τον Δήμον μας και εις τους λοιπούς Δήμους της επαρχίας ταύτης, λαβόν υπ’ όψιν προσέτι ότι προ τινών ημερών ελεηλατήθη ολόκληρον το χωρίον Δερβέν Φούρκα του Δήμου μας και απήχθησαν ως αιχμάλωτοι το ήμισυ των κατοίκων των μάλλον ευπορούντων και τοις ζητούνται λύτρα υπέρογκα προς απελευθέρωσίν των, αφού πρώτα αφηρέθησαν εκ των οικιών των παν ό,τι και αν είχον. Ότι αιχμαλωτίσθησαν πολίται διαφόρων χωρίων και Δήμων της επαρχίας μας και αυτών ακόμη των προαστίων της πόλεώς μας ευρίσκονται εισέτι των ληστών 35 περίπου τοιούτοι ως αιχμάλωτοι, εκτός των όσων εξηγοράσθησαν δι’ υπερόγκων λύτρων υποθηκευόντων των κτημάτων των υπερόγκους τόκους. Ότι πολλοί ου δυνηθέντες να εύρωσι χρήματα τόσα, όσα τοις εζητούντο έγιναν θύμα της θηριωδίας των ληστών, πέμποντες αυτούς εις την μέλλουσαν ζωήν δια του σκληροτάτου θανάτου, αφήσαντες τας οικογενείας των άνευ πατρικής προστασίας και στερουμένας σήμερον και αυτού του επιουσίου άρτου. Ότι ουδείς πολίτης πλούσιος ή πένης δύναται ακινδύνως να εξέλθη της πόλεως ή χωρίου του και μεταβή όπου το συμφέρον του τον καλεί. Ότι μη δυναμένων των πολιτών να εξέλθουν ως ανωτέρω ακινδύνως ζημιούνται επαισθητώς, διότι (δυσνόητο) οι καρποί των εις τους αγρούς εις τη διάκρισιν του τυχόντος και φθείρονται καθ’ εκάστην από διαφόρους αιτίας (…). Όθεν πάσχει επαισθητώς και το εμπόριον και η γεωργία και η βιομηχανία και καθ’ άπασαι της κοινωνίας αι τάξεις. Ότι προ μηνών και ήδη οι λησταί άρχισαν ζητούντες λύτρα και εξ εκείνων των πολιτών κτηματιών, όσων δεν τους είναι εύκολον να συλλάβωσιν, καταστήσαντες ούτω αδύνατον την ενοικίασιν των βοσκοτόπων, των μύλων των και την συλλογήν των καρπών των δια της απειλής και καταστροφής των δένδρων και των αμπέλων των, της πυρπολύσεως των οικιών και αποθηκών των και τελευταίον δια του φόνου των αροτήρων ζώων που εν μέρει έπραξαν. Ότι οι πολίται ανέκαθεν αποκαταστημένοι εις τους Δήμους της επαρχίας μας, μη δυνηθέντες να αντέξωσι εις την τοιαύτην ανάγκην μετήλλαξαν κατοικίαν εις Εύβοιαν αφήσαντες τας οικίας των και κτήματά των κλπ. εις την διάκρισιν του τυχόντος, άλλοι, το χείριστον πάντων, επροτίμησαν την αλλοδαπήν και μετέβησαν εις το Οθωμανικόν, εις την αυτήν δε ανάγκην ευρίσκονται και πολλοί, άλλοι εξακολουθούντας της αυτής καταστάσεως. Ότι πολίται φιλήσυχοι και φίλοι της τάξεως πληρώνοντες αγογγύστως τους φόρους των δικαιούνται να ζητήσωσιν την ασφάλειαν της τιμής και ζωής και περιουσίας των εις αντάλλαγμα των φόρων ους πληρώνουν, διότι άλλως είναι άδικον να δανείζονται σήμερον με αδρούς τόκους να πληρώσωσι τους δημοσίους φόρους αύριον να εξαγοράσουν τα μέλη της οικογενείας των από την αιχμαλωσίαν και την άλλην να σώσωσι την περιουσίαν των δια λύτρων προς καιρόν. Δι’ όλα ταύτα και δι’ όσα χάριν αβροφροσύνης παραλείποντες τη εκθέση εκφράζει δια του παρόντος ψηφίσματος την λύπην του δια την οικτράν ταύτην κατάστασιν του τε Δήμου μας και απάσης της επαρχίας, εύχεται δε εγκαρδίως όπως η Σεβαστή Κυβέρνησις λάβη ταχέως και υπό σπουδαίαν έποψιν την οικτράν αυτήν κατάστασιν δια της συντόνου δε μερίμνης της φέρη την ανήκουσαν θεραπείαν εις τον δυστυχή τούτον τόπο καθώς και εις τους ανωτέρω αιχμαλωτισθέντας κατοίκους Δερβέν Φούρκας, άλλως οι συμπολίται ημών ευρίσκονται εν πλήρει απελπισίαν. Ούτω συνετάχθη η παρούσα και υπεγράφη παρ’ όλων των παρόντων μελών εκτός του Δημητρίου Γουργιωτάκη, αποχωρήσαντος».
Ο Πρόεδρος - Τα μέλη (υπογραφές).
Με πολύ μελανά χρώματα το Δημοτικό Συμβούλιο περιγράφει την τραγική κατάσταση που επικρατεί στη Φθιώτιδα και απεικονίζει τη σκληρή πραγματικότητα την οποία θέλει να αγνοεί η Κυβέρνηση, η οποία έπαυσε και το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, για να το τιμωρήσει.
Το θέμα, όπως ήταν φυσικό, πήρε μεγάλες διαστάσεις και απασχόλησε τη Βουλή που κλήθηκε να δώσει τις σχετικές εξηγήσεις προς τους βουλευτές στο Κοινοβούλιο.
Στην 20η Συνεδρίαση της Βουλής την 25η Οκτωβρίου 1867, ο βουλευτής της Φθιώτιδας Δημήτριος Χατζίσκος ερωτά στη Βουλή για ποιον λόγο η Κυβέρνηση προέβη στην πράξη αυτή. Στο βήμα ανεβαίνει ο Πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κουμουνδούρος και ενώπιον της Βουλής λέγει ότι διαλύθηκε το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας, διότι «εξήλθε των καθηκόντων του και επέμβηκεν εις την εξέλεγξιν διοικητικής ενέργειας» και διότι «το δημοτικόν συμβούλιον ενεργήσαν όπως ενήργησεν, εκφράσασαν γνώμην περί της εν γένει διοικήσεως και της καταστάσεως των επαρχιών, εξήλθε των καθηκόντων του… Το συμβούλιον εξέφραζεν εν ψεύμα το οποίον προσβάλλει την τιμήν και την υπόληψιν της πατρίδος… Το συμβούλιον ήθελε να καθιερώση ένα προηγούμενον ψεύδος ότι ο τόπος αυτός μαστίζεται από την ληστείαν, εν τω εσωτερικώ διατηρουμένη και μη δυναμένη να καταστραφή ένεκα των κακών μέτρων, ήτοι της ανεπιτηδείου ενεργείας των αρχών. Το συμβούλιον λοιπόν δια της πράξεώς του αυτής είπεν εν ψεύδος προς βλάβην των συμφερόντων και της τιμής της πατρίδος, επαναλαμβάνω, ήτον ένοχος της ποινής την οποίαν υπέστη». Ο Βουλευτής Δημήτριος Χατζίσκος, υπερασπιζόμενος το Δημοτικό Συμβούλιο της Λαμίας, αναφέρει ακόμη: «Προχθές κύριοι βουλευταί εις έμπορος εκ των καλλιτέρων της Λαμίας ο κ. Γραμματίκας επήγαινε δια την Σύρον και έξωθεν του βουλευτηρίου μοι λέγει: Ηξεύρετε εκ των δύο εγκύων γυναικών τας οποίας ηχμαλώτισαν οι λησταί από το χωρίον Δερβέν Φούρκα, η μία εγγέννησε και απεβίωσεν εις τα λημέρια των ληστών!». Ο βουλευτής Φθιώτιδος Ιωάννης Τσιριμώκος, ο οποίος θεωρούσε πως το Δημοτικό Συμβούλιο πράγματι «υπερέβη των καθηκόντων του», ανέφερε απαντώντας σε σχετική ερώτηση: «Καθ’ ας έχω πληροφορίας από του Αυγούστου π. ε. μέχρι τούδε ο μεν ο αριθμός των αιχμαλωτιθέντων ανέρχεται εις 106 περίπου, το δε ποσόν των πληρωθέντων λύτρων εις 700,000 περίπου δραχμών»…
Από την ομιλία του βουλευτή Ι. Τσιριμώκου στη Βουλή σχετικά με την παύση του Δημοτικού Συμβουλίου, πληροφορούμαστε ακόμη ότι το Δημοτικό Συμβούλιο Λαμίας κυκλοφόρησε επιστολή που περιέγραφε τη ληστρική κατάσταση που επικρατούσε στη Φθιώτιδα, κοινοποιώντας την σε διάφορα πρόσωπα, και δεν την έστειλε στους βουλευτές του Νομού για ενημέρωση της Βουλής.
Παίρνοντας το λόγο στη Βουλή ο βουλευτής Γεώργιος Δαρειώτης, μεταξύ των άλλων, λέει: «Πού ηκούσθη ποτέ εις την ιστορίαν, ότι οι λησταί διημέρευον τας εορτάς πλησίον της πρωτευούσης του νομού (Φθιώτιδος), βαπτίζουν τέκνα, αρπάζουν κόρας, νυμφεύουν αυτάς, νυμφεύονται εκείνοι και έρχεται η εξουσία να λέγη ότι δεν υπάρχουν λησταί αλλά μόνον εφορμούν από το Τουρκικόν;».
Η εφημερίδα «Εύριπος» επιδοκιμάζοντας την πράξη του Δημοτικού Συμβουλίου και επιρρίπτοντας έμμεσα ευθύνες στην Κυβέρνηση γράφει: «Το δημοτικόν Συμβούλιον Λαμίας εξέδοτο κατ’ αυτάς εις την Κυβέρνησιν μετά πάσης εμπιστοσύνης και κοσμιότητος την αθλίαν κατάστασιν εις ην περιέστη ο δήμος Λαμίας ιδίως, και πάσα η επαρχία εν γένει της Φθιώτιδος ένεκα των στυγνών ληστειών, αιχμαλωσιών και άλλων κακουργημάτων. Ουδείς πολίτης πλούσιος ή πένης δύναται ακινδύνως να εξέλθη της πόλεως και να μεταβή εις τας εργασίας του. Εύχεται δε όπως η Κυβέρνησις λάβη σπουδαίας και υπό ταχείαν όψιν την οικτράν αυτήν κατάστασιν και να φέρη την προσήκουσαν θεραπείαν, άλλως οι πολίται ευρίσκονται εις πλήρη απελπισίαν!».
Ο βουλευτής Σωτήριος Σωτηρόπουλος που συνελήφθη από τους ληστές στις 28 Ιουλίου 1866 και έμεινε αιχμάλωτός τους 36 μέρες, μας διασώζει τα λόγια και τα παράπονα του ληστή Μήτρου Λαφαζάνη. Ο Μήτρος Λαφαζάνης μιλώντας προς αυτόν του λέει: «Και τι είναι τα ιδικά μας εγκλήματα απέναντι των ιδικών σας. Καθείς από εμάς ή επλήγωσεν ή εφόνευσε κανένα ασυνείδητον άνθρωπον, ο οποίος μας κυνηγούσε και μας κατέτρεχεν αδίκως, ενώ σεις (δηλ. οι Βουλευτές και Υπουργοί) εκάμετε μίαν επανάστασιν, ερρίψατε από τον θρόνον του ένα Βασιλιά, εσκοτώσατε τόσους ανθρώπους, εδυστυχήσατε τόσας οικογενείας και εφονεύσατε το έθνος με μεγάλα χρέη, τα οποία δεν θα ημπορέση να πληρώση ποτέ….».
Οι κάτοικοι των παραμεθορίων επαρχιών αναγκάζονταν την περίοδο αυτή να πληρώνουν χαράτσι σε πολλές συμμορίες, με το πρόσχημα της προστασίας τους από άλλες συμμορίες, ενώ παράλληλα υφίσταντο τις καταχρήσεις των αποσπασμάτων που καταδίωκαν τους ληστές. Σύμφωνα με υπολογισμούς της εποχής, που δεν είναι δυνατόν όμως να ελεγχθούν, οι ζημιές των κατοίκων της υπαίθρου στη Στερεά Ελλάδα το 1869 ανέρχονταν σε 200.000 δραχμές από τις αρπαγές τροφίμων και άλλων ειδών σε 300.000 (τα μισά τουλάχιστον από άνδρες αποσπασμάτων).
Ο Γάλλος διπλωμάτης-περιηγητής Aνρί Mπέλ (Henri Bell) που πέρασε από την κοιλάδα του Σπερχειού κατευθυνόμενος προς τη Λαμία, κατά το 1870, περιγράφει εκτός των άλλων, τη ληστεία που ανθούσε στην περιοχή της Λαμίας: «Δυστυχώς λείπει εδώ μια από τις κυριότερες προϋποθέσεις για την ανάπτυξη της γεωργίας, η ασφάλεια. Οι κάτοικοι βρίσκονται συνέχεια υπό το κράτος του τρόμου και ζουν πιο φοβισμένα από τους κατοίκους του Φαρ-Ουέστ της περιοχής των Απάτσι. Τα σύνορα δεν είναι μακριά. Βρίσκονται εκεί ψηλά στις κορυφές των βουνών που υψώνονται πάνω από τη Λαμία και την κοιλάδα και σε μικρή απόσταση από τούτη την επαρχία. Μέσα στο τουρκικό έδαφος οργανώνονται συμμορίες ληστών που πέφτουν απρόσμενα πάνω στην Ελλάδα, ληστεύουν τους χωρικούς, χαρατσώνουν τους γαιοκτήμονες, αιχμαλωτίζουν τους ταξιδιώτες και ξεφεύγουν από τις καταδιώξεις των χωροφυλάκων. Την ώρα που οι χωροφύλακες φυλάνε κάποιο πέρασμα, οι ληστές ξεφεύγουν από κάποιο άλλο βοηθούμενοι από τους βοσκούς. Και την άλλη μέρα δεν θα βρίσκονται κάπου εκεί κοντά, αλλά πολύ μακρύτερα. Έχει τύχει να διασχίσουν μέσα σε μια νύχτα 60 χλμ. μέσα από αδιάβατα σχεδόν μονοπάτια. Όταν έρθουν αντιμέτωποι οι χωροφύλακες με τους ληστές δεν υπάρχει έλεος. Κι αν σκοτώνονται ληστές, σκοτώνονται και χωροφύλακες που πέφτουν θύματα του καθήκοντος. Πριν από ένα μήνα, δύο στρατιώτες παρουσιάστηκαν ξαφνικά μπροστά στο καλύβι ενός βοσκού, σε κάποιον αυχένα του όρους Όθρυς, αναζητώντας ένα ληστή που παρακολουθούσαν από την προηγουμένη. Ο βοσκός σκοτώνει ένα στρατιώτη με την καραμπίνα του, ενώ ο ληστής ορμώντας έξω από την κρυψώνα του πιάνει τον άλλον από τον λαιμό και του χώνει ένα μαχαίρι στην κοιλιά. Φτάνοντας στη Λαμία δεχθήκαμε τη φιλοξενία που τόσο ευγενικά μας προσέφερε ο νομάρχης της Λαμίας και ύστερα από ενδιαφέρουσα συζήτηση πάνω σε τοπικά θέματα ανεβαίνουμε στο Κάστρο, για ν΄ απολαύσουμε τη δύση του ηλίου που χάνεται τυλιγμένος σε κόκκινα σύννεφα, πίσω από τα ψηλά σκοτεινά και μυστηριώδη βουνά τα οποία με λύπη μας, θα φύγουμε χωρίς να τα εξερευνήσουμε. Στα πόδια μας, τα περιβόλια τυλίγονταν στους ίσκιους και στη σιωπή, οι δρόμοι και οι πλατείες χαράζονταν από φωτεινές λωρίδες. Στις έξι, μια κανονιά έσκισε τον αέρα και η ηχώ των βουνών έστειλε πίσω την απάντηση. Έγινε υποστολή της σημαίας και οι σαλπιγκτές της φρουράς, συγκεντρωμένοι στην πλατεία, ξεχύθηκαν στην πόλη σαλπίζοντας σιωπητήριο, παράλληλα με τις τρομπέτες του ιππικού, που είχαν πιο βαθύ και πιο βαρύ ήχο. Οι τελευταίες αναλαμπές του δειλινού είχαν πια σβήσει. Ήταν η ώρα που οι ληστές ανασηκώνονται μέσα στα σκοτάδια και με το ένστικτο και την πονηριά του αγριμιού που βλέπει στο σκοτάδι, γλιστρούν άκρη-άκρη στα φαράγγια μπερδεύοντας τα ίχνη τους για να ξεγελάσουν τους χωροφύλακες που τους κυνηγούν, ή κατεβαίνουν στην πεδιάδα για αναζήτηση λείας ή εκδίκησης...».
Το καλοκαίρι του 1870 δρούσαν οι συμμορίες των Ευαγ. Σπανού, Δημ. Αλογάρη, Καλαμπαλίκη ή Καμάρα, Κρικέλα, Βελεστίνου, Φ. Σκόντρα, Ντατσογιάννη, Δήμου Σκαλτσά, Νταλαμάγκα, Μπουρχαίων, Γουλοκώστα, Αριστ. Καραγιαννόπουλου, Ν. Ρεντίνα, Κώστα Πατσαούρα, Γ. Βελούλα, Νάκου Φίλωνος, Κατσάνη, Δήμου Πατσαουράκου, Ντουλαβέρη, Τάκου, Τσερλογιανναίων, Φιλίππου Πατσούρα, Μπαλάσκα, Λιαροκάπη, Στούπα, Τσιτούρα, Κουτσόγιαννου, Ντερέκα, Ζαρκαδούλα, Πενεταίων, Μαργιόλην κλπ. Από αυτούς τα επτά δέκατα βρίσκονταν στο Τουρκικό και τα τρία δέκατα κρύβονταν σε φίλους τους στο Ελληνικό! Η τοπική εφημερίδα «Φωνή του Λαού» στο υπ. αριθμόν 421, φύλλο της 14ης Μαΐου 1870 αναφέρει: «Από πρωίας της χθες ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος κ. Γεώργιος Βουρζουκίδης συνοδευόμενος υπό του στρατιωτικού ιατρού κ. Ευαγγέλου Ξύδη, του φρουράρχου και Διοικητού κυρίου Αλεξάνδρου και του Εισαγγελέως κ. Βάλβη, ακολουθούμενος δε υφ’ ολοκλήρου της εις την πόλιν μας σταθμευούσης ίλης του ιππικού μετέβη εις τα μεθόρια (Μονή Αντινίτσης) και έλαβε συνέντευξιν μετά του στρατάρχου Αβδή-Πασσά και τινών άλλων ανωτέρων υπαλλήλων της Υψηλής Πύλης. Αντικείμενον της συνεντεύξεως υπήρξεν η από κοινού υπέρ της δημοσίου ασφαλείας ενέργεια και η εξεύρεσις συντελεστικωτέρων αμφοτέρωθεν μέτρων καταδιώξεως των ληστών εις την συνέντευξιν ταύτην παρευρίσκετο και ο εν Λαρίσση πρόξενος της Ελληνικής Κυβερνήσεως κ. Πέρβελης. Εις την ανωτέρω κατά τα μεθόρια συνέντευξιν μετέβη και ο παρ’ ημίν Πρόξενος της Υψηλής Πύλης μετά του Γραμματέως του».
Στο φύλλο της 1ης Μαΐου 1871 της ίδιας εφημερίδας διαβάζουμε τα εξής: «Την παρελθούσαν Κυριακήν, 18ην Απριλίου 1871, εγένετο εις την παραμεθόριον Μονήν Αντινίτσης συνέντευξις περί της δημοσίας ασφαλείας μεταξύ του κυρίου Νομάρχου Φθιωτιδοφωκίδος και του εξοχωτάτου διοικητού κυρίου Ριφάατ-Πασά εις ην παρευρέθησαν και έλαβον μέρος οι αντισυνταγματάρχαι κύριοι κύριοι Αλεξάνδρου και Δαγκλής, ο μοίραρχος κ. Σπορίδης, ο εν Λαμία πρόξενος της Υψηλής Πύλης κ. Εράμ και ο εν Λαρίσση πρόξενος της Ελλάδος κ. Χρηστίδης».
Η κυβέρνηση του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου ψήφισε στις 29 Μαΐου 1871 νόμο «Περί καταδιώξεως της ληστείας». Στις αρχές του 1873 οι αρχιληστές Ευαγ. Σπανός, Τάκος και Ντατσογιάννης, μαζί με 25 ληστές, δρούσαν ακόμη στα μεθόρια. Μάλιστα μετέβησαν στο τουρκικό Οθωμανικό χωριό Βρύναινα στην Όθρη και όλη τη νύχτα γλέντησαν και χόρεψαν με τους κατοίκους και με τους χουντουπιέδες (τακτικούς στρατιώτες που φύλαγαν την τουρκική παραμεθόριο), «μετ’ εγχωρίου μουσικής». Στο χορό μάλιστα πήρε μέρος και ο οθωμανός δερβέναγας Αλή αγάς!
Ο λήσταρχος Βαγγέλης Σπανός με τη συμμορία του μπαινόβγαινε στο Ελληνικό και παντού σκορπούσε το φόβο και τον τρόμο στους κατοίκους της Φθιώτιδας. Όπως αναφέρει εφημερίδα της εποχής, «η καταστροφή του ληστού αυτού ισοδυναμεί, αν ουχί απάσης της ληστείας, άφευκτα όμως του ημίσεως αυτής».
Στις αρχές Ιουλίου του 1873 διορίζεται Γενικός Δερβέναγας της Θεσσαλίας ο Μεχμέτ Αλή πασάς, ο οποίος καταδίωξε με ζήλο και ειλικρίνεια τη ληστεία στο Τουρκικό και κατόρθωσε να την περιορίσει κατά πολύ. Ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδας Π. Βακάλογλου με έγγραφό του προς το Μεχμέτ πασά, με ημερομηνία 14 Σεπτεμβρίου 1873, γράφει: «Η εξάλειψις ολοσχερώς των ληστών εκ των μεθορίων θέλει θεωρηθή υπό των κατοίκων αυτών το όγδοον θαύμα του κόσμου, το δε όνομα ημών θα ευλογήται απ’ αυτών και θα σημειωθή εις τας δέλτους της ιστορίας. Ευτυχώς δε θέλει λογισθή και εγώ αν κατά τι συντελέσω εις την απαλλαγήν των εκ της αιμοχαρούς ληστείας, ήτις καταλυμαίνεται αυτάς προ αιώνων».
Στις 5 Οκτωβρίου 1873, ύστερα από πρόσκληση του Μεχμέτ Αλή πασά προς το Νομάρχη Π. Βακάλογλου, γίνεται συνάντηση των δύο αντρών στο συνοριακό σταθμό του Δερβέν Φούρκα στο Τουρκικό έδαφος για τη συζήτηση διαφόρων μεθοριακών θεμάτων και πρωτίστως για τη ληστεία. Κατόπιν οι δύο αξιωματούχοι με τις ακολουθίες τους μετέβησαν στο Ελληνικό στη Μονή Αντίνιτσας, όπου τους παρατέθηκε πλούσιο γεύμα και ανταλλάχτηκαν φιλόφρονες και θερμές προπόσεις για την υγεία του Βασιλιά και του Σουλτάνου αντίστοιχα.
Τοπική εφημερίδα που διασώζει τα σχετικά γεγονότα, γράφει: «Των ανωτέρων αξιωματικών η όψις ην φαιδρά και υπέφαινε την οποίαν ενδομύχως συνησθάνοντο χαράν δια την σπουδαίαν υπηρεσίαν την οποίαν ανέλαβον προς αποκατάστασιν της δημοσίας ασφαλείας υπέρ της οποίας αι απαρχαί εισί όχι ευάριθμα κατορθώματα μέχρι τούδε. Ο αντιστράτηγος Μεχμέτ πασάς υπερήφανος ωσεί υπό αγώνος εξερχόμενος και την επίλυσιν του ζητήματος της καταστροφής της ληστείας προσεγγίζουσα, θεωρών, εξεδήλωσεν οιωνεί ευγνομόνως, ότι «ο Αρχηγός κ. Δαγκλής εχειράγωγησε λίαν επιτυχώς τας ενεργείας του, αλλά την επιτυχίαν κατά τα δύο τρίτα οφείλει προς τον Νομάρχην κ. Βακάλογλου ανεπιφυλάκτως. Την εξήγησιν ταύτην ποιησάμενος υπέρ των Ελλήνων ανωτέρων υπαλλήλων… Ο πολιτικός διοικητής Λαρίσσης Αζίζ Πασσάς είναι ανήρ κάτοχος παιδείας, κοσμοπολίτης, γιγνώσκων κάλλιστα την Γαλλικήν γλώσσαν, λίαν ευγενούς συμπεριφοράς».
Χάρη στη συστηματικότητα και στην ειλικρινή καταδίωξη της ληστείας από το δερβέναγα Μεχμέτ Αλή πασά και στη συνεργασία των πολιτικών και στρατιωτικών αρχών της Φθιώτιδας, η ληστεία άρχισε να γονατίζει, ύστερα από πολλά χρόνια και να αναπνέει η ληστόπληκτη Φθιώτιδα, καθώς σταμάτησε το αισχρό παιχνίδι μεταξύ των ληστών και των δερβεναγάδων της τουρκικής μεθορίου.
Στις 15 Μαΐου 1874 ο Μεχμέτ Αλή πασάς επισκέφτηκε τη Λαμία, για να συζητήσει με το Νομάρχη τον περαιτέρω συντονισμό για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της ληστείας στις παραμεθόριες περιοχές τους, όπου του επιφυλάχτηκε μεγαλοπρεπής υποδοχή από τις αρχές της Λαμίας.
Μετά το 1874 που η ληστεία δέχτηκε ένα ισχυρό χτύπημα χάρη στη συνεργασία του Μεχμέτ Αλή πασά και στον έμπειρο Νομάρχη της Φθιωτιδοφωκίδας Π. Βακάλογλου, άρχισε να παίρνει απειλητικές διαστάσεις η ζωοκλοπή και τα κλοπιμαία ζώα μεταφέρονταν από το Ελληνικό στο Τουρκικό και το αντίθετο. Και δεν έκλεβαν μόνο πέντε ή δέκα ζώα, αλλά ολόκληρα κοπάδια από πενήντα ως εκατό ζώα. Πέρα όμως από τις ζωοκλοπές από το 1876 άρχισαν να εμφανίζονται πάλι μερικά κρούσματα ληστοπραξιών.
Η κατάσταση στην περιοχή Δομοκού ήταν απελπιστική. Οι Τούρκοι για να καλύψουν τα τεράστια έξοδα του Ρωσοτουρκικού πολέμου, εκτός από τους υπάρχοντες φόρους, επέβαλαν στους Έλληνες και άλλους νέους. Είχαν αναθέσει τη φύλαξη των συνόρων, ως οροφύλακες, σε Τουρκαλβανούς Γκέκηδες που κυκλοφορούσαν ασύδοτοι και λυμαίνονταν την περιοχή. Τα συνοριακά χωριά υπέφεραν ιδιαίτερα από τις λεηλασίες, αρπαγές, επιδρομές, ληστείες από άτακτους λησταντάρτες, φυγόδικους, καταχρεωμένους αγρότες, άνεργους Τούρκους, λιποτάκτες Έλληνες. «Ο Δομοκός ήταν έδρα πάντα μισθοφόρων Αλβανών, οίτινες εκείθεν διευθύνονται προς το λεηλατείν», γράφει ο Ι. Ανακατωμένος.
Ανατολικότερα από την Παλαιοκαζάρμα και στα όρια της Συκιάς με την κτηματική περιφέρεια του Περιβολίου Δομοκού βρίσκεται η «Μοχλούκα». Η εφημερίδα «Φωνή του Λαού» στις 26-3-1876 (α.φ.660) έγραφε: «Bέβαιον και αληθές είναι ότι συμμορία εκ πέντε ατόμων σχηματισθείσα μετέβη εις το χωρίον Δερελή του Οθωμανικού κράτους την 15ην τρέχοντος εν τη οικία Τσαβίδενας τινός ονομαζομένης και διέπραξε ληστείαν. Επανερχόμενοι όμως εις την Ελληνικήν Επικράτειαν επυροβολήθη και κατεδιώχθη την ιδίαν νύκτα παρά την εν Μοχλούκα σταθμευόντων στρατιωτών, και εγκαταλίπουσα εν όπλον και μίαν πήραν, διέφυγε. Αυστηράς δε καταδιώξεως γενομένης εκ μέρους των πολιτικών τε και στρατιωτικών αρχών κατά την 17ην του ιδίου μηνός συνελήφθησαν εν τινι οικία του χωρίου Γιαννιτσούς οι τρεις εξ αυτών, ονομαζόμενοι Ιωάννης Μπαρμπάτσης ή Ταμαρέλος, Ευάγγελος Κλίγκας και Θωμάς Καραγκούνης, βραδύτερον δε συνελήφθη και ο έτερος ονομαζόμενος Αθανάσιος Σταθόπουλος, οίτινες εισί πάντες φυγόδικοι και διατελούσιν ήδη εν ταις ενταύθα φυλακαίς. Ελπίζεται δε όσον ούπω να κατορθωθή και η σύλληψις του πέμπτου και τελευταίου Αντωνίου Ζόγα ονόματι, ώστε η μόνη ληστρική συμμορία μόλις εσχηματίσθη και δια της εκ μέρους των αρχών συντόνου καταδιώξεως εξέλειπε».
Για λίγο καιρό μετά την απελευθέρωση της βόρειας Φθιώτιδας και Θεσσαλίας το 1881, επικρατεί ησυχία παντού και δεν αναφέρεται κανένα ληστρικό κρούσμα στη Φθιώτιδα, γι’ αυτό και τοπική εφημερίδα διερωτάται, γιατί ακόμα εξακολουθεί η απαγόρευση των αμαξών από Στυλίδα προς Λαμία και το αντίθετο μετά τη δύση του και μέχρι την ανατολή του ηλίου, που ίσχυσε μετά τη ληστοπραξία στο «Βαγενόρεμα» Στυλίδας το 1877. Στην οροθετική γραμμή, οι βλαχοποιμένες θεωρούνταν ύποπτοι για παροχή ασύλου στους ληστές ή ακόμη και για συγκρότηση ληστρικών συμμοριών.
Τα κρούσματα όμως των ληστειών δεν έχουν εξαλειφθεί στην περιοχή. Μετά την ενσωμάτωση της Θεσσαλίας στην Ελλάδα το 1881, ληστρικά κυκλώματα έδρασαν και πάλι στα Θεσσαλικά και Φθιωτικά βουνά.
Στο Δομοκό, μετά την απελευθέρωση το 1881, λειτούργησε Υπομοιραρχία της Χωροφυλακής, υπαγόμενη στα Φάρσαλα και στη Διοίκηση της Λάρισας.
Τον Αύγουστο του 1881, όπως διαβάζουμε στην εφημερίδα «Ευνομία» της Λαμίας (9/1881), ο λήσταρχος Λαχανάς με τους συντρόφους του, αιχμαλώτισε τον Βασίλειο Κλάβα από το χωριό Ντραμάλα (Μακρολίβαδο), και ζήτησε εκατό οθωμανικές λίρες ως λύτρα για την απελευθέρωσή του. Η εφημερίδα ζητά να ληφθεί πρόνοια από την Ελληνική Κυβέρνηση για τα χωριά της περιοχής Δομοκού, τα οποία ήταν εκτεθειμένα επίσης στον κίνδυνο των Τούρκων στρατιωτικών και ατάκτων, καθώς, λόγω της επικείμενης αποχώρησής τους, έκλεβαν και λεηλατούσαν ασύστολα.
Το καλοκαίρι του 1894 ο νεοδιορισμένος εισαγγελέας της Λαμίας Λεωνίδας Ροζάκης παίρνει σκληρά μέτρα κατά της ληστείας και απειλεί ότι θα πιάσει ζωντανό τον αδίστακτο ληστή, Θανάση Παπακυριτσόπουλο από το Αμούρι. Το θράσος του Παπακυριτσόπουλου ήταν τέτοιο που αποφάσισε να εκδικηθεί τον Λεωνίδα Ροζάκη απειλώντας ότι θα του έκοβε το αυτί! Στις 8 Σεπτεμβρίου του 1894 ο Ροζάκης και ο ανακριτής Γεώργιος Αγγελής περιόδευαν στην περιοχή της Υπάτης κάνοντας ανακρίσεις, μαζί τους ήταν και οι γραμματείς Βλαχογιώργος και Παπαδόπουλος. Η ομάδα του Ροζάκη είχε σκοπό να επιστρέψει το μεσημέρι στην Λαμία. Ο Παπακυριτσόπουλος έμαθε για την περιοδεία των Ροζάκη-Αγγελή στην Υπάτη και αποφάσισε μαζί με τους συντρόφους του (Καρακώστα από τα Καμπιά, Καλτσά και Αρβανίτη) να του στήσει καρτέρι στη γέφυρα του Βαγιορέματος στην θέση Καναπίτσα στο σταθμό Λιανοκλαδιού. Οι ληστές επιτέθηκαν πυροβολώντας από τη γέφυρα που ήταν κρυμμένοι, οι χωροφύλακες αντέδρασαν πυροβολώντας στην αρχή αλλά έπειτα το έβαλαν στα πόδια. Οι ληστές απήγαγαν τους δύο δικαστικούς και τους γραμματείς τους. Στη συνέχεια ο Παπακυριτσόπουλος υπαγόρευσε στον Αγγελή μία αποστολή για τον νομάρχη στην οποία ζητούσε να μην τους ενοχλήσουν γιατί θα σκότωναν τους αιχμαλώτους. Έπειτα πήραν τρόφιμα, όπλα και πυρομαχικά, έδωσαν την επιστολή στους δύο γραμματικούς και τους άφησαν ελεύθερους.
Στη συνέχεια ξεκίνησαν με κατεύθυνση βόρεια για το οθωμανικό (περιοχή Δομοκού) με σκοπό όταν θα φτάσουν να θέσουν τους όρους τους χρησιμοποιώντας τους δύο δικαστικούς ως ομήρους. Εν τω μεταξύ την ώρα της αιχμαλωσίας περνούσε τυχαία από την περιοχή ο λοχίας Ανέστης επικεφαλής αποσπάσματος εννέα ευζώνων. Όταν άκουσε τους πυροβολισμούς στράφηκε προς το μέρος που γινόταν το επεισόδιο. Όταν αντιλήφτηκε τους ληστές άρχισε να τους καταδιώκει. Ο νομάρχης ενημερώθηκε για την σύλληψη των δικαστικών και ζήτησε οδηγίες από την κυβέρνηση. Οι εντολές που δόθηκαν άνωθεν στους επικεφαλείς των αποσπασμάτων ήταν πρώτα η εξόντωση των ληστών και έπειτα η σωτηρία των δικαστικών λειτουργών. Πολλές δυνάμεις του στρατού και της χωροφυλακής επιτέθηκαν στους ληστές με αποτέλεσμα να σκοτωθούν όλοι καθώς προσπαθούσαν να εκτελέσουν τους αιχμαλώτους. Όμως ο αρχιληστής Παπακυριτσόπουλος που είχε μείνει ζωντανός, έβγαλε το γιαταγάνι του και χτύπησε δύο φορές τον Ροζάκη στο κεφάλι. Ο ληστής αφού σκότωσε τον Ροζάκη γύρισε να σκοτώσει και τον Αγγελή την ώρα εκείνη όμως πέφτει νεκρός από σφαίρα κάποιου στρατιώτη. Την ίδια στιγμή όμως πέφτει νεκρός και ο Αγγελής κατά λάθος από σφαίρα στρατιώτη. Οι δύο δικαστικοί λειτουργοί άφησαν την τελευταία τους πνοή, πιστοί στο καθήκον τους. Η πόλη της Λαμίας για να τους τιμήσει έδωσε το όνομα τους (οδός Ροζάκη και Αγγελή), σε έναν από τους κεντρικότερους δρόμους της Λαμίας.
Οι Τουρκικές αρχές συνέχιζαν και μετά την απελευθέρωση να μη συνεργάζονται πάντα με τις Ελληνικές προς το σκοπό της καταδίωξης των ληστών.
Ενδεικτική είναι η περίπτωση του ληστή Δημήτριου Χονδρού ή Γιωτομήτρου ο οποίος «μη διαπράξας εγκληματικάς πράξεις εν τω Οθωμανικώ» ενδέχεται να αφεθεί ελεύθερος από την Τουρκική κυβέρνηση. Σε έγγραφο 2-8-1893 του συνταγματάρχη Νικόλαου Μακρή προς τον Πρόξενο της Ελλάδας στην Ελασσόνα παρακαλείται ο τελευταίος να πράξει τα δέοντα και να συλληφθεί ο ληστής, αφού καταδιώκεται από τις ελληνικές αρχές για εγκληματικές πράξεις στην επαρχία Φθιώτιδας. Εκείνη την εποχή, όπως φαίνεται από τις εφημερίδες, οι ληστές συγκροτούσαν αντάρτικες ομάδες που βοηθούσαν τον ελληνικό στρατό στις επιχειρήσεις του εναντίον των Τούρκων, στον ατυχή πόλεμο του 1897 όσο και στο Μακεδονικό αγώνα. Χαρακτηριστικά η εφημερίδα «Ακρόπολις» αναφέρει στο φύλλο της 1/4/1897 ότι ο διαβόητος Νταβέλης «παρά την Κρανιάν (Ελασσόνας) εθριάμβευσεν συγκρουσθείς μετά τουρκικού τάγματος. Εκτός από 200 Τούρκους τους οποίους εφόνευσε το σώμα του Νταβέλη ετραυμάτισε 15 εν οις και έναν Μπέη και εκυρίευσε 80 φορτηγά ζώα μετά αλεύρων».
Την ίδια εποχή στην Ομβριακή, δύο αδελφοί Μπακασούλα, ο Νίκος και ο Κώστας, έμειναν σε δύο καλύβες στην Παπατράχη και ήταν κτηνοτρόφοι. Κάνοντας οικονομίες κατόρθωσαν να αποταμιεύσουν αρκετά χρήματα, σε χρυσές λίρες. Το μυστικό διέρρευσε και έγινε γνωστό στους ληστές, που την εποχή εκείνη λυμαίνονταν την ελληνική ύπαιθρο. Ένα βράδυ οι ληστές αιφνιδίασαν τους αδελφούς Μπακασούλα και ζητούσαν με επιμονή τις λίρες. Στην άρνησή τους να προδώσουν την κρύπτη, τους βασάνισαν σκληρά ρίχνοντας καυτό λάδι στο στήθος τους. Μην αντέχοντας το μαρτύριο, παρέδωσαν τις λίρες κι έτσι γλίτωσαν τη συνέχιση του μαρτυρίου και το βέβαιο θάνατο. Λέγεται ότι μην αντέχοντας τα μαρτύρια οι δύο αδελφοί, φώναξε ένας απ’ αυτούς στη γυναίκα του: «Φέρε το πουγκί με τις λίρες» κι εκείνη τον ρωτάει: «Το μικρό ή το μεγάλο;» κι οι ληστές απαντούν «και τα δυο». Ο Αναστάσιος Παπανδρέου από την Ομβριακή ήταν καθηγητής φιλόλογος κατ’ αρχήν στη Λαμία και στη συνέχεια γυμνασιάρχης του 6ου γυμνασίου Αθηνών. Όσο ήταν στη Λαμία, στις δεκαετίες 1910 και 1920, επισκεπτόταν συχνά την αγαπημένη του Ομβριακή καβάλα στ’ άλογο, διαδρομή 7 ωρών. Όπως διηγήθηκε ο γιος του Ανδρέας, γ. 1916, μια φορά πήγαινε με το Μήτσο Μακαρέ, γ. 1899, στο χωριό και στη Ράχη (16ο χιλιόμετρο), κοντά στην Αντίνισα, τους συνέλαβαν οι ληστές Παπακυριτσόπουλος και Τσουλής. Ευτυχώς ο Παπακυριτσόπουλος γνώριζε τον Αναστάση και του λέει: «Εσύ είσαι Τάσο; Τι γυρεύεις αυτή την ώρα εδώ πάνω; (νύχτα) δεν ξέρεις τι γίνεται;» και τους άφησε να φύγουν, (Αποστολόπουλος Θ., «Το γενεαλόγιο των Ομβριακιτών», 2008).
Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους η ληστεία φαίνεται πως μετατοπίστηκε στις Νέες Χώρες και ιδιαίτερα στην Ήπειρο, όπου οι συνθήκες ευνόησαν τη ληστεία και την έξαρση της παραβατικότητας. Ο Λογοτέχνης Δημήτρης Χαλατσάς υπεραμύνεται του γεγονότος ότι «η τοποθέτηση της λήξης της ληστοκρατίας συμπίπτει με την εξόντωση της συμμορίας του Φώτη Γιαγκούλα (Μπαμπάνης - Τσαμήτας) στις 21/9/1925, όμως η ληστρική δράση παρουσιάζει μεγάλη αύξηση κατά την περίοδο 1923 με 1928, οπότε η ληστεία υπερείχε αριθμητικά ανάμεσα στα αδικήματα του κοινού ποινικού δικαίου.
Θεωρείται ότι το φαινόμενο της ληστείας έληξε μετά το 1933, όμως η αλήθεια είναι πως παρότι μεν η ληστεία εξασθένησε σημαντικά με τα μέτρα που πήρε τότε η πολιτεία, ληστές συνέχισαν να υπάρχουν στα ελληνικά βουνά μέχρι και την Κατοχή. Οι φιγούρες των ληστών στην ύπαιθρο για όλη εκείνη την περίοδο, είχαν κάτι από εκείνες των αγωνιστών του 1821.
Η μεγάλη τους φήμη κι η αίγλη που εξέπεμπε τ’ όνομά τους, είχαν ως αποτέλεσμα ο φτωχός και κατατρεγμένος λαός να τους ηρωοποιεί και να τους θαυμάζει. Υμνεί τη δράση τους με ληστρικά, μετέπειτα κλέφτικα, τραγούδια και στη συνείδησή του δεν είναι μόνο ήρωες αλλά και κοινωνικοί συμπαραστάτες, ένα είδος Ρομπέν των δασών. Όσοι ζουν κοντά στα λημέρια τους βοηθούν και τους υποστηρίζουν.
Πολλά περισσότερα όμως ήταν τα
θύματα των ληστών και των βιαιοπραγιών τους σε μια βαθιά ταραγμένη περίοδο, που
ταλάνισε για εκατοντάδες χρόνια την περιοχή της βόρειας Φθιώτιδας.
[1]
Anthol. III, σελ. 287. «Ειπέ ποτέ Φθίαν ευάμπελον ήν ποθ ίκηαι και πόλιν
αρχαίαν ώ ξένε Θαυμακίαν ως δρυμόν Μαλεαίον ανασείβων ποτ’ έρημον είδες
Λάμπωνος τόνδ’ επί παιδί τάφος Δερξία όν ποτε μένον έλoν δόλω άναφανδόν κλώπες επί
Σπάρταν δίαν επειγόμενον» «Ω ξένε! Εάν φτάσεις ποτέ στην Θαυμακία που είναι
πόλη αρχαία και τη Φθία που έχει καλά αμπέλια πες ότι κάποτε ανεβαίνοντας το
Μαλεαίο δάσος είδες το μνημείο αυτό που έφτιαξε ο Λάμπων για το παιδί του το
Δερξία, τον οποίο καθώς πήγαινε για την ένδοξη Σπάρτη, ληστές με δόλο τον
παρέσυραν και του πήραν τη ζωή!».
[2] Ανάβρα Αλμυρού, Ν. Γιαννόπουλος.
[3]
Κουκκίδης, Κωνσταντίνος, Το πνεύμα του συνεργατισμού των νεωτέρων Ελλήνων
και τ΄ Αμπελάκια (1948, 1η έκδ.), Ι.Ε., Αθήνα, 1948, σ. 109.
[4] Ζορμπάς,: ετυμολογείται από την τουρκική λέξη zorba (= οπλοφόρος σώματος άτακτων και συνεκδοχικά άνθρωπος βίαιος, ατίθασος, τυραννικός).
[5] Ι. Κολιόπουλος «Περί λύχνων αφάς - Η Ληστεία στην Ελλάδα», 1994.
Δημήτρης Β. Καρέλη, «Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας – Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού», Δομοκός, 2013.
*Δημήτρης Β. Καρέλης
Συγγραφέας -Αρθρογράφος - Πολιτισμολόγος,
Πτυχιούχος του τμήματος Σπουδών στον Ελληνικό Πολιτισμό
της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών του ΕΑΠ.
Copyright © 2022 - All Rights Reserved
Φωτό 1: Τον Απρίλιο του 1870, τέσσερις αριστοκράτες ταξιδιώτες, τρεις Βρετανοί και ένας Ιταλός, απήχθησαν από Έλληνες ληστές ενώ βρίσκονταν σε εκδρομή στον Μαραθώνα και κρατήθηκαν για λύτρα. Οι διαπραγματεύσεις, εν μέσω πολιτικών παρεμβάσεων και η προσπάθεια διάσωσης, απέτυχαν και οι τέσσερις άνδρες δολοφονήθηκαν τελικά από τους απαγωγείς τους στο Δήλεσι, στη Βοιωτική ακτή. Τα γεγονότα προκάλεσαν κρίση μεταξύ Ελλάδας και Μεγάλης Βρετανίας.