«Η γυναίκα δεν τα ζει όλα; Το άμεσο τίμημα του πολέμου. Εκείνη ζει πάνω στο σώμα της το δίκαιο του ισχυρού»
Κείμενο: Νίκος Γρυλλάκης
email: n.gryllakis@elcproductions.gr
Μια συνομιλία αυτών που έγιναν κάποτε και όσων πάντα θα συμβαίνουν. Μια γυναίκα που χάνει τα παιδιά της από καπρίτσια της εξουσίας. Μια μάνα που βρίσκει το παιδί της στην άκρη της ακτής, ένα σώμα άψυχο, ένα άδειο δοχείο. Ένας πόλεμος που μαίνεται σαν από πάντα και παντού. Η Αθήνα του Ευριπίδη συναντιέται με το Κίεβο του σήμερα. Η Ελένη Κοκκίδου κοιτάζει μέσα από τα μάτια της Εκάβης αυτό το καλοκαίρι και στο έργο του Ευριπίδη ακουμπά τις τραγικές ιστορίες εκείνων που είδαν τα πάντα τους να χάνονται.
Λίγο πριν ανέβει η «Εκάβη» του Ευριπίδη στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου σε σκηνοθεσία Ιώς Βουλγαράκη, η Ελένη Κοκκίδου μιλάει για εκείνα που βλέπει στο έργο, για τα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου, για το πένθος, την απώλεια, τον πόλεμο, τις βίαιες εικόνες στις τηλεοράσεις, τη φρίκη και για την τέχνη και το θέατρο ως φάρο στη σκοτεινιά.
η φρίκη στην τηλεόραση και η σωματική συμμετοχή στο θέατρο
«Για μένα είναι δώρο στην καλλιτεχνική μου ζωή. Το να έχω μπροστά μου αυτό το πεδίο και να προσπαθώ να ερμηνεύσω ως ηθοποιός μία από αυτές τις γυναίκες. Το ότι μου δίνεται η ευκαιρία να παίξω την Εκάβη και να ανιχνεύσω τον χώρο της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας -δεν το έχω ξανακάνει- το να μπορώ να ερμηνεύσω τη ζωή και την εμπειρία μιας τέτοιας γυναίκας που έχασε πενήντα παιδιά, αυτό φέρει μεγάλη ευθύνη. Μαζί με αυτήν, άλλες τόσες γυναίκες, που έχουν χάσει στον πόλεμο άντρες, παιδιά, αδέρφια, έχουν δει σφαγμένους δίπλα τους, χέρια να λείπουν, πόδια κομμένα, όλη την αγριότητα του πολέμου. Για μένα είναι ένα δώρο ζωής να μπαίνω μέσα στην ψυχολογία αυτών των ανθρώπων.
Γύρω μας ζούμε αυτήν την κατάσταση αυτή τη στιγμή με τους διάφορους πολέμους αλλά κυρίως με τον πόλεμο στην Ουκρανία, στην αυλή μας. Θυμάμαι τις σκηνές που βλέπαμε στην τηλεόραση με τα πτώματα των Ουκρανών που άφησαν οι Ρώσοι σε ένα χωριό -άταφα και άκλαυτα όπως λέμε στην Εκάβη- αυτά τα σώματα των ανθρώπων που οι κατακτητές άφησαν μέσα στη λάσπη, τις εικόνες των προσφύγων που πνίγονται στη Μεσόγειο. Δεν έχει σημασία αν είναι επτακόσιοι που πνίγηκαν στην Πύλο ή αν είναι ένας. Ακόμα και ένας να ήταν, μια μάνα που έρχεται από τη Συρία και χάνει τα δύο της παιδιά, ο άντρας που χάνει όλη την οικογένειά του. Έχουμε ακούσει τόσες ιστορίες, τις βλέπουμε. Μέσα από την τηλεόραση, μέσα από την εικόνα, δεν μπορούμε να έχουμε αυτή τη σωματική συμμετοχή σε αυτή την ιστορία. Αυτό μας το χαρίζει το θέατρο. Το θέατρο είναι μεγάλο δώρο στη ζωή των ανθρώπων».
Τη ρωτώ αν συνηθίζουμε τη φρίκη, αν είναι στη φύση του ανθρώπου να διαπραγματευτεί με το απαίσιο, να συμφιλιωθεί με αυτό. Συμφιλιώνεται όμως κανείς ποτέ με τη φρικαλεότητα; Η Ελένη Κοκκίδου μιλάει για την αδυναμία του ανθρώπου να μεταβολίσει αυτό που δεν αντέχει:
«Φυσικά και τις συνηθίζουμε αυτές τις εικόνες. Είναι λειτουργία του ανθρώπινου εγκεφάλου. Μόνο αν σου συμβεί εσένα καταλαβαίνεις τι θα πει. Δίνω ένα παράδειγμα σχετικό με τις φωτιές. Έχει καεί το σπίτι μας, το εξοχικό μας. Όχι το σπίτι που ζούμε. Σκεφτείτε να καιγόταν το σπίτι που ζούμε. Τόσοι άνθρωποι έχουν χάσει στις φωτιές το σπίτι που ζουν. Πρέπει να το ζήσεις στο πετσί σου για να το αντιληφθείς. Παλιά δεν τα μαθαίναμε. Δεν ήξερα εγώ ότι στην Αφρική έχει εμφύλιο πόλεμο και σφάζονται. Ζούσα στο χωριό μου και δεν ήξερα τι γίνεται στον έξω κόσμο, δεν έφτανε σε μένα η πληροφορία. Τώρα που φτάνει η πληροφορία τόσο γρήγορα, δεν έχω τη δυνατότητα ως ανθρώπινος οργανισμός, ως κατασκευή, ως δυνατότητα, να το μεταβολίσω αυτό το πράγμα. Είναι πολύ φυσιολογικό να περνάει από μπροστά μου και να φεύγει. Για αυτό είναι ακόμα πιο σημαντική η τέχνη αυτή τη στιγμή. Σε φέρνει αντιμέτωπο με τον εαυτό σου, σε συγκινεί, σου δίνει τη δυνατότητα να ζήσεις μέσα από τον άλλο αυτό το γεγονός που θα σε βάλει σε σκέψεις για την ανθρώπινη ζωή, για την ύπαρξη, για τα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου.
Η πιο δυνατή στιγμή της Εκάβης για μένα είναι η στιγμή που βρίσκουν στη θάλασσα το πτώμα του παιδιού της που έχει δολοφονηθεί από φίλο της οικογένειας και το βρίσκει μια γυναίκα, το έχει ξεβράσει το κύμα. Εκείνος το σκότωσε το παιδί, το τεμάχισε και το πέταξε στη θάλασσα. Αυτή η στιγμή που η μάνα βλέπει τον μικρότερό της γιο φαγωμένο από τα ψάρια, πεταμένο στη θάλασσα, είναι η πιο δυνατή και οδυνηρή στιγμή του έργου».
ο δρόμος προς το ξέφωτο;
Πόσο εύκολο είναι να διασφαλίσει κάποιος την ελευθερία, να αισθανθεί ότι έχει αποτινάξει τα δεσμά και ζει όπως θέλει; Σχεδόν αδύνατο. Η ηθοποιός μιλά για μια ελευθερία που καταδυναστεύεται από την ισχύ των πολυεθνικών.
«Ελευθερία είναι να μπορείς να ζήσεις σε μια δημοκρατική κοινωνία, να ζεις τη ζωή σου όπως τη θες, να μην έχεις δυνάστες, να μην είσαι δούλος, να μην είσαι οικονομικός δούλος. Οι πόλεμοι πια είναι οικονομικοί. Η αθλιότητα που ζουν οι άνθρωποι που δεν μπορούν να επιβιώσουν ή που επιβιώνουν με το ελάχιστο είναι η σημερινή πραγματικότητα.
Είχα τη δυνατότητα από τον τρόπο που μεγάλωσα και σπούδασα να έχω μια σκέψη που να με οδηγεί σε μια πνευματικότητα που δεν έχει ένας μεροκαματιάρης άνθρωπος, ο οποίος σκάβει τη γη και δεν έχει άλλου είδους δυνατότητες. Το πνεύμα μου προσπαθεί να είναι ελεύθερο. Έχω και εγώ τα κολλήματά μου, τα πράγματα που με κρατάνε στη γη. Ούτως ή άλλως η ζωή είναι αυτός ο αγώνας να φύγεις από το χώμα και να πας όσο πιο ψηλά γίνεται.
Όσο πιο πολύ προχωράς προς το ξέφωτο τόσο πιο πολύ διευρύνεται ο χώρος ο οποίος είναι ακατάληπτος και άγνωστος. Ποτέ δεν μπορεί κανείς να φτάσει σε ένα απόλυτο επίπεδο πνευματικής και ψυχικής ελευθερίας. Αυτή τη στιγμή η ανθρωπότητα υπόκειται στη δυναστεία των πολυεθνικών που αποφασίζουν για τις τύχες του κόσμου. Με αυτή την έννοια, κανείς δεν είναι ελεύθερος. Είμαστε όλοι υπόδουλοι. Άλλοι αποφασίζουν για τις ζωές μας. Αυτό γινόταν πάντα άλλωστε. Οι πολυεθνικές αποφασίζουν πόσες ατελείωτες ώρες θα εργαζόμαστε, τι μεροκάματο θα παίρνουμε, το πώς θα ζουν οι άνθρωποι που μας φτιάχνουν τα ρούχα στο Μπαγκλαντές. Πόσες ζωές έχουν χαθεί για να γίνει αυτό το φόρεμα, το ωραίο που πήραμε προχθές τρία ευρώ. Δεν ζούμε ωραίες εποχές. Η διαφορά είναι ότι τώρα το ξέρουμε. Δυστυχώς, οι ζωές μας δεν θα γίνουν ποτέ πια ξέγνοιαστες.
Ο καθένας παλεύει στον τομέα του, στην οικογένειά του, στον χώρο του. Μέσα από τις ιδεολογίες που περνούν δύσκολα στις μέρες μας, μέσα από τα κράτη που πρέπει να φροντίζουν να φτιάχνουν θεσμούς που θα κρατάνε σαν δίχτυ τις ζωές των ανθρώπων σε κάποιο επίπεδο. Όλο αυτό που περιγράφουμε τώρα είναι αυτό που υπάρχει σε αυτό το έργο. Σε αυτό το έργο ο Ευριπίδης γράφει για το πώς η πολιτική αντί να προστατεύει, δημαγωγεί, πείθει τον πολίτη να τρέχει να σκοτώνει τα παιδιά του σε πολέμους. Ένας πολιτικός μπορεί να καταστρέψει μια ολόκληρη χώρα».
οι γυναίκες
Με αφορμή την Εκάβη συζητάμε για τις γυναίκες πάνω στις οποίες αφήνεται το αποτύπωμα του πολέμου, για τις μάνες, για τις κόρες αλλά και για γυναίκες που ερμήνευσε πρόσφατα και που συγκίνησαν και χάρισαν γέλιο.
«Η γυναίκα βιάζεται, γίνεται σκλάβα. Η γυναίκα δεν τα ζει όλα; Το άμεσο τίμημα του πολέμου. Εκείνη ζει πάνω στο σώμα της το δίκαιο του ισχυρού. Οι γυναίκες που χάνουν τα παιδιά τους. Στην αρχή του πολέμου της Ουκρανίας βλέπαμε επί μήνες εικόνες. Τώρα δεν ακούμε τίποτα. Ακούμε μόνο τι λέει ο Πούτιν και τι λέει ο Ζελένσκι. Δεν ακούμε τι γίνεται μέσα στις πόλεις τους, τι βλέπουν τα μάτια τους, τι ζουν.
Η Εκάβη είναι μια βασίλισσα, δεν είναι απλά μια γυναίκα. Ταυτόχρονα, όμως, είναι άνθρωπος. Είναι μια μάνα. Αυτό εγώ το βιώνω μέσα από τη γιαγιά μου, μέσα από τη μάνα μου. Είναι κάτι που η γυναίκα το φέρει στο DNA της. Η μητρότητα, το να χάσεις το παιδί σου. Το άδικο. Για ένα καπρίτσιο της εξουσίας να χάσεις το παιδί σου.
Την εκδίκηση δεν τη γνωρίζω, δεν μου είναι οικεία. Καταλαβαίνω, όμως, πολύ καλά την αλλαγή αυτού του ανθρώπου που βλέπει την πιο ακραία εικόνα του αφανισμού και της περιφρόνησης. Οι νικητές αντιμετωπίζουν τον ηττημένο ως υπάνθρωπο. Ο χαμένος σε έναν πόλεμο αντιμετωπίζεται ως υπάνθρωπος, ότι ήταν οι Εβραίοι για τους ναζί. Υπάρχει ένα βλέμμα πάνω στον ηττημένο που το χαρίζει στον νικητή η εξουσία. Αυτό το βλέμμα δεν αντέχεται. Η Εκάβη δεν μπορεί να το αντέξει. Ο μόνος τρόπος να αντιδράσεις σε αυτή τη βία, είναι η βία. Η βία μόνο βία φέρνει και κάθε κακό, κακό καινούριο συναντάει».
οι άλλες γυναίκες που ερμήνευσε
«Είμαι περήφανη για δύο πράγματα που έχω κάνει στη ζωή μου. Τη Γυναίκα της Πάτρας –έναν μονόλογο- και αυτή την ερμηνεία, σε αυτήν την ταινία (Black Stone). Έκανα δύο γυναίκες που είναι εντελώς ξένες από μένα και το θεωρώ κατόρθωμα. Σε αυτήν την ταινία έχει πετύχει ακριβώς το κλάσμα, ο αριθμητής και ο παρονομαστής, μεταξύ συγκίνησης και γέλιου.
Είναι γυναίκες που έχω συναντήσει στη ζωή μου, στο χωριό, στα νησιά που πήγαινα για διακοπές, λαϊκοί άνθρωποι που είναι όλο αγάπη, όλο δόσιμο στους άλλους, τίποτα για τον εαυτό τους, αγράμματες οι περισσότερες, με καλοσύνη και φροντίδα. Ελληνίδα, μεσογειακή, λαϊκή γυναίκα. Την αγάπησα και τη σέβομαι πάρα πολύ. Είναι αυτή που στηρίζει την κοινωνία, είναι αυτή που περνάει την καλοσύνη και την καλή ψυχή στα παιδιά της. Αυτή η γυναίκα μεταφέρει το χαρακτηριστικό του Έλληνα. Ποτέ δεν υπάρχει όμως μια όψη του νομίσματος. Η άλλη όψη λέει ότι αυτή η γυναίκα είναι ένας δυνάστης για τα παιδιά της. Όταν τροφοδοτεί συνέχεια με το στήθος της το παιδί, κάποια στιγμή το παιδί θα σκάσει από το πολύ γάλα. Αυτό είναι η Χαρούλα.
Αυτή (η Βούλα της Μουρμούρας) είναι η χαρά της ζωής. Είναι η ενζενίστικη, σουφρεζίστικη πλευρά αυτών των γυναικών. Η Βούλα είχε μια μεγάλη, αναίτια θα έλεγα, χαρά. Με τη μεγάλη περιέργεια να στήσει καινούρια πράγματα. Μια γυναίκα που θέλει να ζει τη ζωή. Ευφυής και με χιούμορ. Μια γυναίκα που λατρεύει τον άντρα της που είναι ακριβώς το αντίθετο. Ένα ζευγάρι της εποχής των γονιών μου. Τελείωσε συγκινητικά η ιστορία της Βούλας που κράτησε δέκα χρόνια. Απίστευτο. Συναντάω κόσμο και μου λένε γιατί πεθάνατε; Δεν θα μπορούσε να χωρίσει ποτέ αυτό το ζευγάρι».