Διατελέσαντες Επίσκοποι Θαυμακού – Δομοκού
Στην περιοχή του Δομοκού, μετά την ανάδειξη της Αρχιεπισκοπής Λαρίσης, το 324 μ.Χ., λειτούργησε η Επισκοπή Θαυμακού-Δομοκού και η Επισκοπή Εζερού (ή Έζερ), πιθανότατα στο Νησί της Λίμνης Ξυνιάδας.
Η Επισκοπή Θαυμακού-Δομοκού διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο στα εκκλησιαστικά πράγματα, για χίλια περίπου χρόνια. Οι Επίσκοποι, ο κλήρος και οι μοναχοί της περιοχής, υπήρξαν λύχνος πολιτισμού για όλη τη Στερεά Ελλάδα. Πολλοί μοναχοί από την περιοχή Δομοκού υπηρέτησαν επάξια, με ευλάβεια και αφοσίωση, την Εκκλησία μας.
Το έτος 324 μ.Χ., επί των χρόνων του Μεγάλου Κωνσταντίνου, του θεμελιωτή του Χριστιανισμού και της Βυζαντινής αυτοκρατορικής εξουσίας, η Λάρισα αναδείχθηκε τιμητικά ως Αρχιεπισκοπή και ως πρώτος Επίσκοπός της αναφέρεται ο Άγιος Αχίλλειος. Αναγνωρίστηκε ως Μητρόπολη, με όλα τα προνόμια ανεξαρτησίας και αυτοτέλειας, μετά από Τοπική Σύνοδο η οποία συγκλήθηκε στην πόλη της Λάρισας το 531 μ.Χ..
Την ίδια εποχή περίπου δημιουργούνται και οι επισκοπές της ευρύτερης περιοχής, καθώς η επισκοπή Φαρσάλων αναφέρεται από τα μέσα του 4ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, υπαγόμενη στη Μητρόπολη Λαρίσης με επίσκοπο τον Περρέβιο, ο οποίος συμμετείχε στην εν Εφέσω Σύνοδο του 431. Στη συνέχεια και ως τα μέσα του 8ου αι. εμφανίζονται και οι υπόλοιπες Επισκοπές, με πρώτη εκείνη του Δομοκού ή Θαυμακού, πιθανότατα κατά τις αρχές του 6ου αι.
Στα τέλη του 9ου αιώνα, η Μητρόπολη Λάρισας κατείχε την 34η θέση στην τάξη των Μητροπόλεων των υποκειμένων στον οικουμενικό θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Υπάγονταν δε στη δικαιοδοσία της Μητρόπολης Λάρισας περίπου 25-35 επισκοπές, μεταξύ αυτών και οι: α) Δημητριάδος β) Φαρσάλων γ) Δομοκού δ) Ζητουνίου ε) Εζερού στ) Λιδωρικίου ζ) Τρίκκης η) Εχινού θ) Κολύνδρου ι) Σταγών ια) Καστρίας ιβ) Γαρδικίου ιγ) Ετέρας Γαρδικίας ιδ) Περιστεράς ιε) Ραδοβυστίου ιστ) Λατζουνίας ιζ) Βισσαίνης ιη) Σκοπέλου ιθ) Μαρμαριτζίου κ) Λιτζάς κα) Χαρμενίων κβ) Βωδώνης κγ) Αλμυρού κδ) Σμοκόβου κε) Βουνένης.
Η Επισκοπή του Θαυμακού πρωτοαναφέρεται στα τακτικά του Ι΄ (10ου) αιώνα, ως υπαγόμενη υπό την Μητρόπολη της Λάρισας. Στο «Λεξικό της Ιερής Γεωγραφίας & Εκκλησιαστικής» του 1848, αναφέρεται στο Δομοκό: «Πρώτη Επαρχία Θεσσαλίας. Μητρόπολις Λάρισα, υπό του Δ΄ αιώνος, από δε του ΙΓ΄ αιώνος εξαρχία Δευτέρας Θεσσαλίας, έχουσα υφ’ εαυτήν 19 Επισκοπάς, εξ ων την ια΄ θέσιν κατείχε η Θαυμακός ή ο Δομοκός από του Θ΄ αιώνος…».
Σε χρυσόβουλο του 1198, βρίσκουμε στην «Επαρχία Βλαχίας»: «Επίσκεψις Δημητριάδος, Δύο Αλμυροί, Επίσκεψις Γρεβενίκου και Φερσάλων, Επίσκεψις Δομοκού και Βεσένης, Χαρτουλαράτα Εζερού, Δοβοχουβίστης, Τρίκαλα, Επίσκεψις Λαρίσσης, Επίσκεψις Πλαταμώνος».
Στα εκκλησιαστικά τακτικά της Βυζαντινής περιόδου, που αναφέρονται στις επισκοπές προ του 1204, αναγράφεται: «Όσοι εκάστη μητροπόλει υπόκεινται οι θρόνοι ΛΔ΄ τη Λαρίσση της Ελλάδος, 515 α΄ο Δημητριάδος, 516 β΄ο Φαρσάλου και 417 γ΄ο Θαυμακού, Τάξις πρωτοκαθεδρίας των υπό του αποστολικού θρόνου Κωνσταντινουπόλεως τελούντων Μητροπολιτών και των υπ’ αυτών επισκόπων, ΛΕ΄τω Λαρίσσης δευτέρας Ελλάδος α΄ο Δημητριάδος, β΄ο Φαρσάλου, γ΄ ο Δομοκού».[4] Υ η Η επισκοπή Θαυμακού αναφέρεται ως υποκείμενη, στο Αρχιεπισκοπικό Θρόνο της Λάρισας και το έτος 1218, με την τοποθέτηση σ’ αυτήν του Διακόνου Συμεών ως Επισκόπου, με εντολή του Δεσπότη της Ηπείρου Θεοδώρου Αγγέλου Κομνηνού του Δούκα, προς τον Μητροπολίτη Λαρίσης.
Κατά τον 18ο και ως τις αρχές του 19ου αιώνα, οι επισκοπές μειώνονται σε 10 και το έτος 1881 η Μητρόπολη της Λάρισας αριθμεί πλέον μόνο πέντε, συμπεριλαμβανομένης και της Επισκοπής του Θαυμακού, η οποία από την εμφάνισή της, υπαγόταν συνεχώς στην Μητρόπολη της Λάρισας.
Κατά τους χρόνους της Τουρκοκρατίας, η έδρα της Επισκοπής μεταφέρθηκε προσωρινά στη Γούρα, σημερινή Ανάβρα Μαγνησίας, σημαντικότατη και ακμάζουσα τότε κωμόπολη της Όθρης, υπό το φόβο των κατακτητών Τούρκων, το δε Επισκοπικό Μέγαρο στη Γούρα σωζόταν μέχρι τις αρχές του 19ου αιώνα.
Αυτό επιβεβαιώνεται και από τον αρχαιολόγο Ν. Γιαννόπουλο: «Κατά τους κάτω χρόνους από της αλώσεως τής Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του 1840 οι επίσκοποι Θαυμακού ήδρευον εν Γούρα».[6] Η επισκοπή Λιτής και Ρενδίνης, η οποία συγχωνεύθηκε με την επισκοπή Λιτζάς και Αγράφων, μεταγενέστερα και κατά τα τέλη του 18ου αι. υπαγόταν στην επισκοπή Θαυμακού.
Μετά την επανάσταση του 1821 και με την δημιουργία του Ελληνικού κράτους άρχισε και η ανασύνταξη της Ελλαδικής Εκκλησίας. Με Νομοθετικό Διάταγμα της 20ης Νοεμβρίου 1833, ο αριθμός των Επισκοπών του ελληνικού κράτους ορίστηκαν σε 10, προσωρινά όμως καθορίσθηκαν σε σαράντα και με το Διάταγμα της 21ης Νοεμβρίου 1833, διορίστηκε και εγκαταστάθηκε Επίσκοπος Φθιώτιδος ο μέχρι τότε Μητροπολίτης Ευρίπου Ιάκωβος.
Ωστόσο, η περιοχή του Δομοκού παραμένει υπόδουλη στους Τούρκους και εξακολουθεί να υπάγεται εκκλησιαστικά στη Μητρόπολη Λαρίσης. Με σχετικό νόμο την 9η Ιουλίου 1852, στην Επισκοπή Φθιώτιδος προστέθηκε και η Επαρχία Λοκρίδος, κατά δε το μήνα Οκτώβριο του 1852 διαδέχθηκε τον Ιάκωβο ο Καλλίνικος Καστόρχης τον οποίο, μετά από μακρά περίοδο χηρείας του Επισκοπικού θρόνου, διαδέχθηκε τον μήνα Οκτώβριο του 1894 ο Κωνσταντίνος Καλοζύμης.
Το 1882, λόγω της απελευθέρωσης της Θεσσαλίας, η Μητρόπολη της Λάρισας αποσπάσθηκε (όπως και άλλες επαρχίες) από το Οικουμενικό Πατριαρχείο και υπήχθη στην Ελλαδική Εκκλησία. Το έτος 1900 η επισκοπή Θαυμακού καταργήθηκε και το μεγαλύτερο τμήμα της υπήχθη στην Μητρόπολη της Φθιώτιδας, ενώ το υπόλοιπο υπήχθη στην Θεσσαλιώτιδας και Φεναριοφερσάλων. Η επαρχία Δομοκού τέθηκε υπό τη διοίκηση της Επισκοπής Φθιώτιδος σύμφωνα με νόμο της 6ης Ιουλίου του 1899 και το άρθρο 13 του ν. ΒΧΔ, που πρόβλεπε πως «εκάστη περιφέρεια Νομού απαρτίζει συνωδά προς τους Θείους και Ιερούς κανόνας της εκκλησιαστικήν διοίκησιν, ης προΐσταται Αρχιερεύς εδρεύων εν τη πρωτευούση του Νομού».
Σε εκτέλεση του νόμου αυτού εκδόθηκε το από 22-1-1900 β.δ. «περί Επισκοπών» (ΦΕΚ 22/22-1-1900). Τελευταίος επίσκοπος ήταν ο Θαυμακού Μισαήλ, ο οποίος κατά τις αρχές του 1900, προτάθηκε να καταστεί Επίσκοπος Φαναριού και Θεσσαλιώτιδος, καθώς ο ίδιος ήταν και σύνεδρος της 47ης Συνοδικής περιόδου. Ο θάνατός του όμως την 24η Μαρτίου του ίδιου έτους, δεν επέτρεψε την άνοδο του στο θρόνο τ Επίσκοπος Θαυμακού υπήρξε ο κατόπιν Μεσσηνίας Χρυσόστομος Θέμελης, κατά τα έτη 1957 έως 1965, ως βοηθός της Μητροπόλεως Πειραιώς. Την 8η Μαρτίου 2012, εξελέγη από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από 47 χρόνια, Νέος Τιτουλάριος Επίσκοπος της πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Θαυμακού, ο Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Μπιζαούρτης, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, η χειροτονία του οποίου πραγματοποιήθηκε στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012.ης επισκοπής Φαναριού και Θεσσαλιώτιδος.
Οι ορθόδοξοι επίσκοποι της περιοχής αναφέρονται συνήθως ως «Επίσκοποι Θαυμακού», από την δημιουργία του τοπικού επισκοπικού θρόνου, πιθανόν από την ανύψωση της Λάρισας εις «Μητρόπολιν υπό τον Άγιον Αχίλλειον» επί Κωνσταντίνου του Μεγάλου.
Στον παρακάτω κατάλογο, αναφέρονται όλοι οι γνωστοί Επίσκοποι Θαυμακού – Δομοκού, διαχρονικά:
1) Συμεών 1218-1228. Σε χειρόγραφο κώδικα με αριθμό 68 της Εθνικής Βιβλιοθήκης αναφέρεται: «Θεοδώρου Αγγέλου Κομνηνού του Δούκα Δεσποτάτου της Ηπείρου, πρόσταγμα προς τον Αρχιερέα Λαρίσης εντελλόμενον χειροτονείσαι τον Διάκονον Συμεώνα εις Επισκοπήν Θαυμακού» (Φύλλο 31β).
2) Πορφύριος (1237).
3) Μεθόδιος (1244).
4) Ιωάσαφ (1556). Στο χειρόγραφο κώδικα με αριθμό 937 ή 938, της Εθνικής Βιβλιοθήκης, σώζεται ιδιόγραφος σημείωση με την υπογραφή του. Αναφέρεται κατά την περίοδο προ του 1542 - 1556 και επέκεινα. Υπέγραψε, με άλλους επισκόπους, το γράμμα ανασύστασης της Επισκοπής του Γαρδικίου το 1542. Σε ένα σιγίλλιο του Πατριάρχη Αλεξανδρείας Σαμουήλ Α΄ (Ιανουάριος 1720) αναφέρεται ότι είχε υπογράψει ένα σιγίλλιο του Ιερεμία της Κωνσταντινουπόλεως υπέρ της Μονής του Αγίου Στεφάνου των Μετεώρων, πριν από 174 έτη, δηλαδή το 1545. Τον Απρίλιο του 1556, υπέγραψε ιδιόχειρη ενθύμηση σε έναν κώδικα τον οποίο δώρισε στην Μονή του Μεγάλου Μετεώρου.
5) Συμεών Α΄. Δεν αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους. Συνυπέγραψε τον Ιούλιο του 1558, με άλλους Θεσσαλούς επισκόπους, ένα εκκλησιαστικό έγγραφο.
6) Γερμανός (1560). Αναφέρεται υπό του Ανθίμου Αλεξούδη, Μητροπολίτου Αμάσειας (Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως 1892).
7) Κύριλλος Α΄ 1527. Αναφέρεται από του αββά Mich. Le Qien και τον Μητροπολίτη Αμάσειας Άνθιμο, αλλά και από τον Μαρτίνο Κρούσιο, στο σύγγραμμά του «Turcograecia» (σελ. 506) Στο προμνημονευθέν σιγίλλιο του Αλεξανδρείας Σαμουήλ, του 1720, αναφέρεται ότι υπέγραψε και αυτός: «(…) του Θαυμακού κυρ Ιωάσαφ (…) και ετέρου μετά ταύτα Θαυμακού κυρ Κυρίλλου (…)».
8) Ιωάσαφ Β΄. Δεν αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους. Τον Αύγουστο του 1617, συμμετείχε με τον Ραφαήλ της Άρτας στην πατριαρχική αποστολή που ανέλαβε να ανακρίνει τους Ιωαννίτες οι οποίοι είχαν κατηγορήσει τον Ιωαννίνων Νεόφυτο. Στις 26 Ιουνίου του 1619, εξελέγη επίσκοπος Ζητουνίου και Πτελεού. Από τον Πατριάρχη Τιμόθεο Β΄ (Νοέμβριος 1612 - 3.9.1620), αποδόθηκε με σιγίλλιο η σταυροπηγιακή αξία στον ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, τον οποίο είχε ιδρύσει ο Ιωάσαφ με τους μοναχούς της Μονής του Αγίου Βλασίου στην Στυλίδα, κοντά στην μονή τους.
9) Ιάκωβος Α΄ 1624. Αναφέρεται από τον Άνθιμο Αλεξούδη, κατά το έτος 1624, οπότε και καθαιρέθηκε. Μνημονεύεται στο «Χρονικόν της Μονής του Αγ. Αθανασίου της Ομβριακής» το 1619. Ο λόγος της καθαίρεσής του το έτος ζρλβ' = 1623-24 είναι ότι δεν υπάκουσε στον μητροπολίτη της Λάρισας Γρηγόριο καθώς και το ότι είχε συνεννοηθεί με τον επίσης καθαιρεμένο Αρσένιο της Λιτζάς και με κάποιον άλλον και «έπλασε και συνέρραψε μηχανάς, και επιβουλήν επιζημίαν χρέους πολλού και αφορήτου κατ' αυτού του γέροντος αυτού Λαρίσης».
10) Ζαχαρίας Α΄ 1640. Αναφέρεται σε εκκλησιαστική επιγραφή στην Ρεντίνα των Αγράφων και θήτευσε κατά την περίοδο 1640-1648. Η μνεία του στην επιγραφή αγιογράφησης του καθολικού της Μονής της Ρεντίνας χρονολογείται στα 1639-40. Ως πρώην Θαυμακού, ήταν υποψήφιος (δεύτερος στη σειρά) για την εκλογή επισκόπου του Ραδοβισδίου το 1647. Το ίδιο έτος, αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του Λιτζάς και Αγράφων ως πρώην.
11) Γαβριήλ, 1659. Στους επισκοπικούς καταλόγους, αναφέρεται ως τελευτήσας το έτος 1659. Στον κώδικα 1472 της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Ελλάδος, τον Μάιο του έτους αχνθ΄, δηλαδή του 1659, αναφέρεται ο Γαβριήλ ως «τελευτήσας προ ολίγου».
12) Συμεών Β΄1659-1663. Στους καταλόγους αναφέρεται κατά το διάστημα 1659-1663. Το υπόμνημα εκλογής του, στον Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε.. Πέθανε το 1663.
13) Ιωάσαφ Γ΄, 1663. Στους καταλόγους, αναφέρεται το έτος 1663. Το υπόμνημα εκλογής του, το 1663, στον Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε. Τον Σεπτέμβριο του 1663, υπέγραψε στο υπόμνημα εκλογής του Διονυσίου της Δημητριάδας και τον Οκτώβριο του ιδίου στο υπόμνημα του Παγκρατίου του Λοιδορικίου.
14) Παλάτιος, 1683. Στους καταλόγους αναφέρεται ότι το 1683 μετατέθηκε στην Επισκοπή της Λιτίτζης. Να προσθέσουμε ότι αναφέρεται στην επιγραφή ιστόρησης του καθολικού της Μονής της Ρεντίνας το 1676, οπότε η περίοδος της αρχιερατείας του αρχίζει τουλάχιστον από το 1676. Μνεία της παραίτησής του στον Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε.
15) Άνθιμος, 1686. Στους καταλόγους αναφέρεται για το διάστημα 1683 - 1686, οπότε παραιτήθηκε. Τον Απρίλιο του 1687, υπέγραψε, ως πρώην Θαυμακού, στο υπόμνημα εκλογής του Επισκόπου Σταγών Δανιήλ. Στον Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε., το υπόμνημα εκλογής του, του έτους 1683.
16) Ιωάσαφ Δ΄, 1688. Δεν αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους. Υπέγραψε, με άλλους, στο υπόμνημα εκλογής του Καλλινίκου της Δημητριάδας στις 13-10-1688, καθώς και στο υπόμνημα εκλογής του Ιερεμία του Ζητουνίου, στις 19-1-16894. Δεν πρέπει να είναι ο ίδιος με αυτόν του 1663.
17) Σεραφείμ Α΄ 1705. Στους καταλόγους αναφέρεται ότι εξελέγη το 1694, και ότι μετατέθηκε στην Ραδοβισδίου το 1705. Ο ακριβής χρόνος μετάθεσής του είναι τον Μάρτιο του 1705.
18) Αρσένιος 1710. Στους καταλόγους, αναφέρεται κατά το 1710-1711. Αναφέρεται σε εκκλησιαστική επιγραφή της Γούρας Αλμυρού (πρβλ. Ν.Ι. Γιαννόπουλου «Χριστιανικαί Επιγραφαί της Επαρχίας Αλμυρού» εν τω Bulletin δε Corresdondane Helliniqe Τομ. ΧΧΙΙΙ σελ. 396-404). Επίσης σε «Περιγραφή του Δήμου Όθρυος», του ιδίου, Επετηρίδα του Φιλ. Συλ. Παρν. Τ. Ε΄σελ. 186), ομοίως στον κώδικα με αριθ. 88 της βιβλιοθήκης Μηλεών Πηλίου, υπάρχει σημείωμα που αναγράφει ότι «το παρόν βιβλίον υπήρχε του μακαρίτου Αρχιερέως Θαυμακού κυρ Αρσενίου και το εχάρισε ο ανεψιός αυτού Δημήτριος ο αναγνώστης καμού του εν ιερεύσιν ελαχίστου Γεωργίου του και Βρενίου». Στις 11-2-1706, μνημονεύεται σε κωδικογραφικό σημείωμα ως αρχιερατεύων, ενώ τον Μάρτιο του 1705, υπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Σεραφείμ του Ραδοβισδίου. Στις 29-10-1698, ως πρώην Θαυμακού, υπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Φιλοθέου του Ζητουνίου και στις 3-2-1700, πάλι ως πρώην, υπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Κλήμεντα της Σκιάθου και Σκοπέλου48. Πρέπει να ήταν επίσκοπος του Θαυμακού πριν από την άνοδο στον θρόνο του Σεραφείμ και να επανήλθε μετά την μετάθεση αυτού στην Ραδοβισδίου.
19) Ιλαρίων. Αναφέρεται από τον Mich. Le Qien, αχρονολόγητος, ενώ ο Μαρτίνος Κρούσιος τον αναφέρει στο έτος 1722.
20) Ζωσιμάς 1719. Αναφέρεται στην εκκλησιαστική επιγραφή της Ρεντίνας Αγράφων. Στους καταλόγους, αναφέρεται κατά το 1717 - 1727. Μνεία του γίνεται στην Πρόθεση της Μονής της Ρεντίνας, αχρονολόγητα. Στις 21-12-1720, υπέγραψε στο υπόμνημα εκλογής του Ανθίμου του Ζητουνίου. Μνημονεύεται επίσης στην επιγραφή εγκαινίων του ναού του Αγ. Γεωργίου της Ρεντίνας στις 18-7-1722, σε επιγραφή της Αγ. Παρασκευής της γειτονικής Χουταίνας στις 8-7-1722, ενώ το 1721 δώρισε ένα λειτουργικό βιβλίο στον ναό του Αγ. Γεωργίου της Ρεντίνας. Απεβίωσε πριν από τις 21-10-1727, ημέρα εκλογής του Διονυσίου.
21) Διονύσιος, 1732. Στους καταλόγους αναφέρεται μόνο ότι εξελέγη το 1727. Όπως προείπαμε, αυτό έγινε στις 21 Οκτωβρίου. Τον Ιανουάριο του 1732, υπέγραψε στο υπόμνημα εκλογής του Διονυσίου της Σκιάθου. Στην πρόθεση της Ρεντίνας, αναφέρονται ο ίδιος και συγγενείς του αχρονολόγητα.
22) Αρσένιος Γ΄ 1753. Δεν αναφέρεται στους καταλόγους. Από μία επιστολή προς τον Παρθένιο Σταγών, πληροφορούμαστε ότι παραιτήθηκε, λόγω ασθενείας, τον Οκτώβριο του 1753.
23) Διονύσιος, 1758. Δεν αναφέρεται στους καταλόγους. Στις 14-3-1758, υπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Θεοδοσίου του Λοιδορικίου. Πρέπει να είναι άλλος από τον εκλεγέντα το 1727.
24) Σεραφείμ 1763-1767. Αναφέρεται από τον μητροπολίτη Αμάσειας Άνθιμο Αλεξούδη και σε εκκλησιαστική επιγραφή της Μονής Αντινίτσης. Στους καταλόγους αναφέρεται κατά το διάστημα 1763-1773. Στις γνωστές μνείες του, να προσθέσουμε ότι αναφέρεται στο σιγίλιο του Πατριάρχη Σαμουήλ, υπέρ της Μονής της Ρεντίνας στις 26-6-1764, στο οποίο υπέγραψε.
25) Κύριλλος Β΄, 1777. Αναφέρεται κατά το διάστημα 1773-1777, οπότε και απεβίωσε. Ο ακριβής χρόνος εκλογής του είναι η 14 Οκτωβρίου 1773 και θανάτου του ο Απρίλιος 1777 (αρχές).
26) Ευγένιος, 1783. Αναφέρεται ότι το 1777 ανήλθε στο θρόνο μετατεθείς από την Ραδοβισδίου και ότι το 1783 μετατέθηκε στην Μητρόπολη των Νέων Πατρών. Άλλος ερευνητής προσδιορίζει την μετάθεσή του στην Νέων Πατρών μετά τον Ιούνιο του 1783, ενώ αναφέρει ότι απεβίωσε τον Οκτώβριο του 1785. Τα της εκλογής του στην Θαυμακού, στις 5 Απριλίου του 1777, μετά την αποδοχή της αιτήσεώς του για μετάθεση από τον μητροπολίτη της Λάρισας, περιγράφονται στον Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε. Όμως, πιθανότατα η εκλογή του στην Νέων Πατρών να έγινε το 1781 και όχι το 1783, δεδομένου ότι το 1781 αναφέρεται ως Θαυμακού ο Ιάκωβος Β΄, όπως θα φανεί στη συνέχεια.
27) Νεόφυτος. Δεν μνημονεύεται στους επισκοπικούς καταλόγους. Την 1-6-1793, υπογράφει ως πρώην Θαυμακού στο υπόμνημα εκλογής του Λοιδορικίου Διονυσίου. Είναι δύσκολο να τοποθετήσουμε το διάστημα της αρχιερατείας του στον χρόνο με βεβαιότητα, αφού ο Ευγένιος τοποθετείται στο διάστημα 1777 - 1781 και ο Ιάκωβος Β΄ στο διάστημα 1781 - 1802. Να υποθέσουμε ότι για κάποιο διάστημα, πριν από την 1-6-1793.
28) Ιάκωβος Β΄1784-1789. Αναφέρεται στην εκκλησιαστική επιγραφή της Ρεντίνας Αγράφων, η οποία βρίσκεται στο μέσο της εσωτερικής ξύλινης οροφής του ναού του Αγίου Γεωργίου. Στους καταλόγους, αναφέρεται κατά το διάστημα 1784 - 1802, ενώ από έναν ερευνητή κατά το 1784 - 1789. Ωστόσο η εκλογή του πρέπει να είχε γίνει νωρίτερα. Σώζεται επιστολή του το 1781, προς άγνωστο, ενώ στις 21-5-1782 επικυρώνει έγγραφο πώλησης οικίας στην Γούρα του Αλμυρού και στις 2 Μαΐου 1783 συνυπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Παϊσίου του Γαρδικίου. Στο εξής, αναφέρεται πολλές φορές στις πηγές. Στις 6-12-1786, εξέδωσε επιτίμιο κατά των κατοίκων της Ρεντίνας. Το 1788, αναφέρεται στην κτητορική επιγραφή του Αγ. Νικολάου του Μεσοχωρίου. Το 1802, αναφέρεται στην επιγραφή ιστόρησης του ναού του Αγ. Αθανασίου της Ανάβρας του Αλμυρού. Στις 5-8-1783, αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του Παρθενίου του Ραδοβισδίου. Στις 15-7-1793, αναφέρεται στο υπόμνημα εκλογής του Δοσιθέου της Λιτζάς και Αγράφων. Στις 11-5-1784, υπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Σταγών Παϊσίου και την 1-5-178[.] υπογράφει στο υπόμνημα εκλογής του Ζητουνίου Ανθίμου. Απεβίωσε μετά από μακροχρόνια ασθένεια, πριν από τις 22-7-1802, ημέρα κατά την οποία εξελέγη ο διάδοχός του Αθανάσιος.
29) Αθανάσιος, 1810. Αναφέρεται σε επιγραφές της Μονής Αγίου Αθανασίου Ομβριακής και στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Γούρα. Στους καταλόγους αναφέρεται κατά το 1802, 1802-1810, 1802-1815(;). Εξελέγη στις 22-7-1802. Έως τότε, ήταν πρωτοσύγκελος του Θαυμακού Αθανασίου. Στις 23-8-1804, επικύρωσε το έγγραφο διορισμού του Θεοδώρου Λογοθέτη ως προεστού της Γούρας. Στις 21-11-1804, υπέγραψε σε ένα βεβαιωτικό γράμμα για την πώληση του μετοχιού της Μονής του Φουρνά στους Σοφάδες. Στις 25-9-1807, υπέγραψε με άλλους, το υπόμνημα εκλογής του Καλλινίκου της Περιστεράς. Τελευταίες γνωστές μνείες του αυτές στις επιγραφές της Μονής του Αγ. Αθανασίου της Ομβριακής και του ναού του Αγ. Δημητρίου στην Γούρα, το 1810.
30) Ζαχαρίας, 1815. Αναφέρεται σε επιγραφή της Μονής Αγίου Αθανασίου Ομβριακής και στους καταλόγους κατά το 1815 και κατά το διάστημα 1815 - 1820, οπότε παραιτήθηκε. Μας είναι γνωστή μνεία του σε ένα εκκλησιαστικό έγγραφο, το 1819, με άλλους επισκόπους. Παραιτήθηκε «αβιάστως» στις 11-4-1820.
31) Αρσένιος, 1821. Δεν αναφέρεται στους επισκοπικούς καταλόγους. Τον Οκτώβριο του 1821, ευρισκόμενος σε μεγάλη ασθένεια, «μη δυνάμενος κυβερνήσαι τον θρόνον της αγιωτάτης επισκοπής Θαυμακού και όχι από άλλον τινά τρόπον ή τινάς βίας, αλλά οικειοθελώς», παραιτήθηκε, ζητώντας από τον Μητροπολίτη της Λάρισας Παρθένιο να χειροτονήσει άλλον αντ' αυτού.
32) Ιωακείμ, 1844. Ο Ζητουνίου και Αλμυρού, τοποτηρητής του χηρεύοντος Θρόνου Θαυμακού, κατ’ επιταγήν του Αντιμινοίου Γούρας.
33) Κύριλλος Β΄ 1844-1854. Αναφέρεται από τον Άνθιμο Αλεξούδη. Στους καταλόγους, αναφέρεται για τις περιόδους 1848 - 1854 και 1820 - 1854. Εξελέγη την ίδια ημέρα που παραιτήθηκε ο προκάτοχός του Ζαχαρίας (11-4-1820). Μας είναι γνωστά δύο επιτροπικά γράμματα που επικύρωσε στον Δομοκό, στις 14-4-1838 και 18-9-1843. Στις 4- 8-1839, συνυπέγραψε το υπόμνημα εκλογής του επισκόπου Ανθίμου Β΄ του Γαρδικίου. Λόγω της μνείας του επομένου επισκόπου, του Αρσενίου, ο οποίος παραιτήθηκε τον Οκτώβριο του 1821, θα διακινδυνεύαμε την υπόθεση ότι μάλλον πρόκειται για δύο πρόσωπα: τον Κύριλλο, που εξελέγη στις 11-4- 1820 και τον οποίο διαδέχθηκε - άγνωστο πόσο πριν από τον Οκτώβριο του 1821 - ο Αρσένιος, καθώς και έναν άλλο, συνονόματό του, που εξελέγη πριν από τις 14-4-1838 και απεβίωσε στις αρχές Μαρτίου του 1854. Ίσως, βέβαια, να πρόκειται για το ίδιο άτομο, του οποίου η μακρά θητεία διακόπηκε.
34) Νικηφόρος 1854-1867. Ο ρινότμητος, προαχθείς από Πρωτοσύγκελος του Ηράκλειας Διονυσίου. Στους καταλόγους αναφέρεται κατά την περίοδο 1854-1857. Ήταν πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης Ηρακλείας και, αργότερα, τιτουλάριος επίσκοπος του μητροπολίτη της Λάρισας Στεφάνου. Στις 10-3-1854, διαδέχθηκε τον αποβιώσαντα Κύριλλο. Στις 13-7-1854, υπέγραψε στο υπόμνημα εκλογής του Ανθίμου της Τρίκκης. Αναφέρεται σε ένα γράμμα του οικουμενικού Πατριάρχη Κυρίλλου της 5-2-1857 για την εισφορά της Επισκοπής Θαυμακού στον μητροπολίτη της Λάρισας και στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Πέθανε πριν από τις 22-12-1857, οπότε εξελέγη ο Χρύσανθος Α΄.
35) Χρύσανθος, 1857-1867. Στους καταλόγους αναφέρεται κατά το διάστημα 1857-1867. Ήταν επίσκοπος της Διοκλείας, τιτουλάριος του μητροπολίτη της Λάρισας. Διαδέχθηκε, στις 22-12-1857, τον Νικηφόρο που απεβίωσε. Ένας ερευνητής τοποθετεί την εκλογή του στις 22-12-1858, όμως το σχετικό φύλλο του Κώδικα 1472 της Ε.Β.Ε. είναι σαφές. Στις 15-3-1860, συνυπέγραψε το υπόμνημα εκλογής του Ιεροθέου του Γαρδικίου. Πέθανε τον Αύγουστο του 1867.
36) Χρύσανθος Β΄1867-1878. Ο τέως Ευδοξιάδος Επίσκοπος. Στους καταλόγους αναφέρεται κατά την περίοδο 1867-1877 και 1867-1878. Εξελέγη στις 22.8.1867, διαδεχόμενος τον αποθανόντα συνονόματό του. Έως τότε, ήταν επίσκοπος της Ευδοξιάδας. Όσο διάστημα υπηρέτησε στην Επισκοπή του Θαυμακού, ανέπτυξε έντονη δραστηριότητα στην κατεύθυνση της ίδρυσης σχολείων. Στις 12-4-1868, επικύρωσε ένα ιδιωτικό έγγραφο. Πέθανε πριν από την 1-10-1877, ημερομηνία εκλογής του διαδόχου του.
37) Ιερόθεος 1878-1880. Μετατέθηκε από το Γαρδίκι (νυν Ζάρκο). Στους επισκοπικούς καταλόγους αναφέρεται κατά το διάστημα 1877-1880. Η ακριβής ημερομηνία εκλογής του είναι η 1-10-1877.
38) Μισαήλ 1880-1899. Πρώην Κισσάμου και Σελίνου. Στους καταλόγους, αναφέρεται κατά το διάστημα 1880 - 1899. Με την κατάργηση της Επισκοπής του Θαυμακού μετατέθηκε στην Θεσσαλιώτιδας και Φαναριοφαρσάλων. Πέθανε στις 24-3-1900. Ως συνοδικός, υπέγραψε σε εγκυκλίους της Ιεράς Συνόδου την 10-3-1886 και 25-4-1886.
39) Χρυσόστομος 1957-1965. (κατά κόσμον Αδάμ Θέμελης του Ζαφειρίου) ήταν Μητροπολίτης Μεσσηνίας. Γεννήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 1918 στην Ιστιαία Εύβοιας. Σπούδασε Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου αποφοίτησε με βαθμό πτυχίου «άριστα» το 1944. Χειροτονήθηκε διάκονος το 1944, ιερέας - αρχιμανδρίτης το 1945 και επίσκοπος το 1957. Διετέλεσε Γραμματέας (1950-1952) και Αρχιγραμματέας (1952-1957) της Ιεράς Συνόδου, οπότε και επελέγη βοηθός επίσκοπος του Αρχιεπισκόπου Αθηνών Θεοκλήτου το 1957. Διετέλεσε επίσης το 1945 Πρωτοσύγκελος και Ιεροκήρυκας της Μητρόπολης Γυθείου και Οιτύλου και από το 1945 μέχρι 1950 πρωτοσύγκελος, ιεροκήρυκας, κατηχητής και εξομολόγος της Μητρόπολης Μεσσηνίας. Από το 1950 μέχρι το 1957 ήταν γραμματέας και αρχιγραμματέας της Ιεράς Συνόδου, και ιερατικός προϊστάμενος της εκκλησίας του Προφήτη Ηλία Καστέλας (Πειραιά) αρχικά και του Μητροπολιτικού Ναού Αθηνών αργότερα. Στη συνέχεια από το 1957 ήταν Αρχιερατικός επίτροπος του Πειραιά με τον τίτλο «επίσκοπος Θαυμακού» και το 1965 εξελέγη Μητροπολίτης Μεσσηνίας. Πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου 2007 σε ηλικία 89 ετών. Κατά την ημερομηνία του θανάτου του ήταν ο μεγαλύτερος σε ηλικία Μητροπολίτης της Εκκλησίας της Ελλάδος και ο αρχαιότερος κατά τα πρεσβεία χειροτονίας.
40) Ιάκωβος, 2012-_. Την 8η Μαρτίου 2012 εκλέγεται από την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος, μετά από 47 χρόνια, νέος Τιτουλάριος Επίσκοπος με τον τίτλο της «πάλαι ποτέ διαλαμψάσης Επισκοπής Θαυμακού», ο Αρχιμανδρίτης κ. Ιάκωβος Μπιζαούρτης, ηγούμενος της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη. Με λαμπρότητα και μεγαλοπρέπεια τελέστηκε την Κυριακή 11 Μαρτίου 2012 στον Ιερό Ναό του Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, η χειροτονία του σε Τιτουλάριο Επίσκοπο Θαυμακού. Στις 3 Νοεμβρίου του 2021 ανυψώθηκε σε Τιτουλάριο Μητροπολίτη Θαυμακού, μετά από πρόταση του Αρχιεπισκόπου Ιερωνύμου Β'. Ο Αρχιμανδρίτης Ιάκωβος Μπιζαούρτης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1948 και σπούδασε Θεολογία στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος το 1972 από τον Σεβασμιότατο Αρχιεπίσκοπο Θυατείρων και Μεγ. Βρετανίας κυρό Αθηναγόρα στον Καθεδρικό Ναό Αγίας Σοφίας Λονδίνου. Υπηρέτησε σε διάφορες κοινότητες του Λονδίνου ως Εφημέριος και Διευθυντής των Ελληνικών Σχολείων. Ανέπτυξε αξιόλογη ποιμαντική δραστηριότητα και έτυχε τιμητικής διάκρισης από την Αρχιεπισκοπή Θυατείρων (Σταυρού των Θυατείρων). Υπηρέτησε επί πενταετία ως εκπαιδευτικός στο Λύκειο Ζακύνθου και το 10ο Λύκειο Αθηνών. Παράλληλα υπηρέτησε ως ιεροκήρυκας και εν συνεχεία ως προϊστάμενος του Μητροπολιτικού Ναού Ζακύνθου. Εμφορούμενος υπό ιεραποστολικών αισθημάτων, υπηρέτησε το Θεραπευτήριο «Ευαγγελισμός» επί εξαετία. Από του έτους 1988 διακονεί ως Προϊστάμενος του Ιερού Ναού Αγίου Διονυσίου του Αρεοπαγίτου, όπου έχει επιδείξει σημαντικό έργο τόσο στον ποιμαντικό, κηρυκτικό και λατρευτικό τομέα, όσο και στον φιλανθρωπικό. Επί σειρά ετών ήταν Α' Σύμβουλος στο Ηγουμενοσυμβούλιο της Ιεράς Μονής Ασωμάτων Πετράκη, ενώ από της 3ης Δεκεμβρίου 2003 είναι εκλεγμένος Ηγούμενος αυτής. Από του έτους 1996 διετέλεσε Διευθυντής Προσωπικού της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, ως τις 9 Ιανουαρίου 2009 παραιτήθηκε αυτής της διακονίας και του ανατέθηκε από τον Μακαριότατο Αρχιεπίσκοπο Αθηνών και πάσης Ελλάδος κ. κ. Ιερώνυμο Β' η εποπτεία των Ιερών Μονών και Ησυχαστηρίων της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Πηγές:
- Καρατζάς, Θεόδωρος, «Ιστορία επαρχίας Δομοκού-Θαυμακού», Ι.Ε., Αθήνα, 1962.
- Καρέλης, Δημήτρης, Η γη που γεννήθηκε ο Έλληνας: Η ιστορία της Βόρειας Φθιώτιδας και του Δομοκού, Ι.Ε., Δομοκός, 2013.
- Σπανός, Βασίλειος, δρ. Ιστορίας, «Συμβολή στον Επισκοπικό κατάλογο του Θαυμακού», 2ο Συνέδριο Φθιωτικής Ιστορίας, Σεπτέμβριος 2003.
- Dictionnaire de Geographie sacree et Ecclésiastique, έκδοση Mique Τομ. Α΄ Paris σελ. 793, J.-P. Minge, editeur, 1862.