Οι αντιθέσεις και η αλληλεπίδραση μεταξύ της ακαδημαϊκής και της δημόσιας ιστορίας
Τα κοινά στοιχεία και οι διαφορές ανάμεσα στην ακαδημαϊκή και τη δημόσια ιστορία
Γράφει ο Δημήτρης Β. Καρέλης
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Πρόλογος
Ενότητα Α΄: Οι αντιθέσεις και η αλληλεπίδραση μεταξύ της ακαδημαϊκής και της δημόσιας ιστορίας
Επίλογος
Βιβλιογραφία
Πρόλογος
Η δημόσια ιστορία (public history),
ως ιδιαίτερο πεδίο της ιστορίας, εμφανίστηκε την μεταπολεμική περίοδο του Β΄
Παγκοσμίου Πολέμου και άρχισε να αναπτύσσεται από τη δεκαετία του 1970 και
εντεύθεν. Ως δημόσια ιστορία ορίζουμε την πρακτική της ιστορικής έρευνας και
ερμηνείας, εκτός της ακαδημαϊκής κοινότητας.
Στην παρούσα εργασία αναλύουμε τα κοινά στοιχεία και τις διαφορές ανάμεσα στην ακαδημαϊκή και τη δημόσια ιστορία.
Ενότητα
Α΄: Οι αντιθέσεις και η αλληλεπίδραση μεταξύ της ακαδημαϊκής και της δημόσιας
ιστορίας
Η δημόσια ιστορία, ως ελαστικός, διακριτικός, αμφιλεγόμενος και μη καθολικά αποδεκτός όρος, δεν οριοθετείτε αβίαστα, ωστόσο κυριαρχεί στο δημόσιο γίγνεσθαι και όλες τις εκφάνσεις του βίου.
Η δημόσια ιστορία καλύπτει ένα ευρύτατο φάσμα τομέων της δημόσιας σφαίρας, την ιστορική και πολιτισμική κληρονομιά, την ατομική και συλλογική μνήμη, τα αρχεία, τα μουσεία, εκδηλώσεις, εκθέσεις και γκαλερί, τα μέσα μαζικής επικοινωνίας και δικτύωσης, την εκπαίδευση και τους πολιτιστικούς συλλόγους, ενώ έχει ως εκφραστές επαγγελματίες ιστορικούς, αλλά και ερασιτέχνες μελετητές.
Ουσιαστικά, εδράζεται σε τρεις ιδιαίτερες αξίες: τη δημόσια συμμετοχή, την επικοινωνία της ιστορίας σε μη ακαδημαϊκό κοινό και την εφαρμογή της ιστορικής μεθοδολογίας στα σύγχρονα ζητήματα.
Αντιθέτως, η ακαδημαϊκή ιστορία απαιτεί επιστημοσύνη, επιχειρηματολογία, πρωτογενή έρευνα και ακαδημαϊκή γραφή, με προαιρετική την αφήγηση. Η ακαδημαϊκή ιστορία εστιάζει στην ελιτίστικη αναδόμηση του παρελθόντος, χωρίς να μονοπωλεί τη μελέτη του, ενώ η δημόσια επικεντρώνεται στην ιστορική αφύπνιση, με απλούστερα γνωστικά ζητήματα.[1] Η δημόσια ιστορία πραγματεύεται κυρίως το παρόν, παρά το παρελθόν, αναφέρεται ως πρακτική, ακτιβιστική ή εφαρμοσμένη, σε αντίθεση με την θεωρητική επιστημονική ή ακαδημαϊκή και συμβάλει στον εκδημοκρατισμό της ιστορίας.
Σύμφωνα με τη Χίλντα Κιν και τον Πολ Μάρτιν, η δημόσια ιστορία είναι μια πραγματικότητα, διότι η ιστορική γνώση βρίσκεται και συσσωρεύεται στις ανθρώπινες επαφές και στον αέναο διάλογο του παρόντος με το παρελθόν. Πρόκειται για μεταλαμπάδευση ιστορικής γνώσης, δεξιοτήτων και μεθόδων, πέρα και έξω από την παραδοσιακή ακαδημαϊκή σφαίρα και το αμφιθέατρο διαλέξεων, «από και με το κοινό, για το κοινό», η ιστορία «από κάτω προς τα πάνω».[2]
Εδώ, αντιπαρατίθεται η έννοια της επιστημονικής δημοσίευσης, καθώς οι ακαδημαϊκές μελέτες ανακοινώνονται σε συνέδρια και δημοσιεύονται, άρα είναι δημόσιες και ελάχιστα εσωστρεφείς.[3]
Στην Ελλάδα, ο εθνοποιητικός και εθνωφελής χαρακτήρας της ιστορίας, έχει τις ρίζες του στους μεγάλους ιστοριογράφους του 19ου αιώνα, με τις μελέτες του Λάμπου να στοχεύουν γύρω από στην ακαδημαϊκή κοινότητα και τον Παπαρηγόπουλο να νοιάζεται για ένα μεγάλο εθνικό ακροατήριο.[4]
Αυτό που διαφοροποιεί σημαντικά το έργο του δημόσιου ιστορικού είναι πολύ μεγαλύτερο και ποικιλόμορφο εύρος του ακροατηρίου του, το οποίο δεν αφορά μόνο τους καθ’ ύλην αρμόδιους ιστορικούς. Οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί απώλεσαν την επαφή τους με το λαϊκό κοινό, διευρύνοντας την εσωστρέφεια και την απομόνωσή τους. Ωστόσο, ποτέ δεν έλειψαν οι ακαδημαϊκοί ιστορικοί με δημόσια συμμετοχή, οι οποίοι αλληλεπιδρούν με ευρύτερο κοινό.
Οι δημόσιες πρακτικές της ιστορίας δεν είναι καινούριες, ενώ πολλοί ιστορικοί συνειδητοποιούν σήμερα ότι έκαναν δημόσια ιστορία χωρίς να το γνωρίζουν.[5] Οι πρακτικές όμως αυτές, την απομακρύνουν ενίοτε από την ακαδημαϊκή ιστοριογραφία, ενώ κάποιοι τις συσχετίζουν με την εμπορευματοποιημένη κουλτούρα.[6]
Το ευνοϊκό πλαίσιο της επικοινωνίας της ιστορίας σε μεγαλύτερο κοινό, εκτός του πανεπιστημιακού περιβάλλοντος, λειτουργεί ως νέος τρόπος επικύρωσης της ακαδημαϊκής έρευνας. Είναι πρόδηλο ότι, υπό αυτό το πρίσμα, η δημόσια ιστορία επικαλύπτεται κατά μεγάλο μέρος με την ακαδημαϊκή.[7]
Επομένως,
υπάρχει μια τυπική απόσταση μεταξύ δημόσιας και ακαδημαϊκής ιστορίας,
εντούτοις, η σχέση μεταξύ τους περιπλέκεται και τα όρια είναι λιγότερο
αδιαπέραστα, απ’ όσο φανερώνουν οι ίδιοι οι όροι, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις,
τα όρια αυτά εξαφανίζονται, αν και δεν πρέπει να εξαλειφθούν.[8]
Επίλογος
Η αντίθεση μεταξύ της θεμελιώδους ακαδημαϊκής έρευνας και της εφαρμογής της ιστορίας εκτός των ακαδημαϊκών και επιστημονικών οριοθετήσεων, είναι σαφής και ξεκάθαρη, ωστόσο, όλοι σήμερα μοιράζονται το ενδιαφέρον και τη δέσμευση να κάνουν την ιστορία σχετική και χρήσιμη στη δημόσια σφαίρα.
Βιβλιογραφία
·
Χάρης Αθανασιάδης, Τα
αποσυρθέντα βιβλία. Έθνος και σχολική ιστορία στην Ελλάδα, 1858-2008,
Αθήνα, 2015
·
Χάρης Εξερτζόγλου, Η δημόσια
ιστορία. Μια εισαγωγή, Αθήνα, 2020
· Hilda Kean και Paul Martin (επιμ.), The Public History Reader,
Λονδίνο και Νέα
Υόρκη, 2013
· Thomas Cauvin, The
Rise of Public History: An International Perspective, 2017. Πρόσβαση: 28/10/2021, στο: https://doi.org/10.7440/histcrit68.2018.01
[1] Αθανασιάδης,
2015, σελ.. 17.
[2] Hilda Kean, Paul Martin, 2013.
[3] Αθανασιάδης, 2015, σελ. 16.
[4] Ίδιο, 2015, σελ. 28-31.
[5] Εξερτζόγλου, 2020, σελ. 20
[6] Ίδιο, 2020, σελ. 24.
[7] Αθανασιάδης, 2015, σελ. 21.