Εικόνα 1: Ο Ελληνικός Στρατός στο Αλβανικό μέτωπο (1940) |
-- «Ιστοριογραφία για τη δεκαετία του ’40» --
-- «Ποιες οι σημαντικότερες ιστοριογραφικές τάσεις αναφορικά με τη μελέτη της δεκαετίας του 1940 στην Ελλάδα; Ποιος ο ρόλος της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας στη διαμόρφωση της ιστοριογραφικής αντίληψης για την εν λόγω ιστορική περίοδο, από το 1950 έως και σήμερα;» --
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
Προλεγόμενα
Ενότητα Α΄: Ιστοριογραφία για τη δεκαετία του ’40
Ενότητα Β΄: Οι σημαντικότερες ιστοριογραφικές τάσεις αναφορικά με τη μελέτη της δεκαετίας του 1940 στην Ελλάδα
Ενότητα Γ΄: Ο ρόλος της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας στη διαμόρφωση της ιστοριογραφικής αντίληψης για την εν λόγω ιστορική περίοδο, από το 1950 έως και σήμερα
Επίλογος
Βιβλιογραφία
Παράρτημα εικόνων
Προλεγόμενα
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, η σύγκρουση μεταξύ του Άξονα και των Συμμαχικών δυνάμεων, είναι ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα του 20ου αιώνα και η πιο θανατηφόρα σύγκρουση στην παγκόσμια ιστορία, με τεράστιες υλικές καταστροφές, μια περίοδος μεγάλων πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών αλλαγών, ακόμη και στη σχετικά ευημερούσα Δυτική Ευρώπη.[1]
Λίγα ιστορικά ζητήματα έχουν μελετηθεί τόσο διεξοδικά, όσο η περίοδος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου και η δεκαετία του 1940, η Κατοχή, η Εθνική Αντίσταση και ο Εμφύλιος, ωστόσο, υπάρχουν εκατοντάδες ζητήματα τα οποία πρέπει οι ιστορικοί να διερευνήσουν, να επανεξετάσουν και να κατανοήσουν, όχι μόνο επειδή δεν υπήρχε ως τώρα διαθέσιμο αρχειακό υλικό, αλλ’ ίσως επειδή οι ιστορικοί απέφευγαν να ασχοληθούν σε βάθος με τα ζητήματα αυτά.
Στην Α΄ Ενότητα της παρούσης εργασίας
σκιαγραφούμε γενικά την ιστοριογραφία για τη δεκαετία του 1940, στην Ενότητα Β΄,
εξετάζουμε τις σημαντικότερες ιστοριογραφικές τάσεις αναφορικά με τη μελέτη της
δεκαετίας του 1940 στην Ελλάδα και τέλος, στην Ενότητα Γ΄, μελετούμε το ρόλο
της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας στη διαμόρφωση της ιστοριογραφικής αντίληψης
για την εν λόγω ιστορική περίοδο, από το 1950 έως και σήμερα.
Ενότητα
Α΄: Ιστοριογραφία για τη δεκαετία του ’40
Το γεγονός ότι η μνήμη του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σύμφωνα με κάποιους ερευνητές, εμφανίζεται κατακερματισμένη, οφείλεται στο γεγονός ότι αυτή αντικατοπτρίζει ένα ποικίλο γεωγραφικό υπόβαθρο χωρών, κουλτούρας, κοινωνικής ιεραρχίας, αλλά και διαφορετική ανάμιξη στα τεκταινόμενα.[2]
Όπως είναι φυσικό, υπάρχουν διαφορετικές ιστοριογραφικές απόψεις και προσεγγίσεις, για τα αίτια και τα γεγονότα του πολέμου, αναφορικά με τις τρεις εξέχουσες κατηγορίες ιστορικών της δεκαετίας του 1940, που είναι οι «Ορθόδοξοι» από τη δεκαετία του 1950, στον απόηχο του πολέμου, οι «Ρεβιζιονιστές», από τη δεκαετία του 1970 και οι «Μετα-ρεβιζιονιστές», στην πιο σύγχρονη οπτική του ζητήματος. Το 1961, ο Άγγλος ιστορικός Άλαν Τζ. Π. Τέιλορ, δημοσίευσε το πιο αμφιλεγόμενο βιβλίο του, The Origins of the Second World War , το οποίο του χάρισε τη φήμη του ρεβιζιονιστή, καθώς υποστήριζε ότι ο Χίτλερ δεν ήταν η δαιμονική φιγούρα της λαϊκής φαντασίας, αλλά ένας κανονικός Γερμανός ηγέτης, που ήθελε να κάνει τη Γερμανία την ισχυρότερη δύναμη στην Ευρώπη, αλλά δεν ήθελε, ούτε σχεδίαζε τον πόλεμο. Κατά την άποψη του Τέιλορ, εάν ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος, μπορούσε να ξεκινήσει τυχαία, θα μπορούσε να ξεκινήσει και ένας Τρίτος, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Στον πυρήνα του αναθεωρητισμού μπαίνουν σταδιακά διάφορα ζητήματα, όπως οι ευθύνες για την έναρξη, την πορεία και την αντιμετώπιση του πολέμου από τις πολιτικές ηγεσίες, τα ειδεχθή εγκλήματα πολέμου της Βέρμαχτ, η Δίκη της Νυρεμβέργης, ακόμη και το θέμα της «άρνησης του Ολοκαυτώματος».[3]
Ωστόσο, πολλά είναι τα ζητήματα που πρέπει
να εξεταστούν διεξοδικά, υπό το πρίσμα των νεότερων στοιχείων. Ένα από τα πιο
αμφιλεγόμενα γεγονότα είναι η πρώτη χρήση ατομικών όπλων από την πλευρά των
Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς, προκειμένου να τερματιστεί ο πόλεμος με την Ιαπωνία,
οι Ηνωμένες Πολιτείες βομβάρδισαν με ατομικές βόμβες, δύο ιαπωνικές πόλεις, τη
Χιροσίμα και το Ναγκασάκι, σκορπίζοντας το θάνατο και ανοίγοντας το δρόμο για
την περαιτέρω χρήση όπλων μαζικής καταστροφής, με ολέθριες συνέπειες για
ολόκληρο τον κόσμο.
Ενότητα
Β΄: Οι σημαντικότερες ιστοριογραφικές τάσεις αναφορικά με τη μελέτη της δεκαετίας
του 1940 στην Ελλάδα
Η δεκαετία του 1940, υπήρξε ανέκαθεν πεδίο σφοδρής αντιπαράθεσης, καθόσον εκείνοι που έγραψαν πρώτοι βιβλία σχετικά με την ναζιστική Κατοχή και τον Εμφύλιο Πόλεμο που ακολούθησε, συνδύαζαν την ιστορική αφήγηση με τα προσωπικά τους βιώματα, αλλά και την πολιτική τους ταυτότητα. Ωστόσο, οι νεότεροι ερευνητές της ιστορικής αυτής περιόδου, δεν έχουν άμεση βιωματική σχέση με τα γεγονότα. Γι’ αυτούς δεν είναι απλά παρελθόν, αλλά ιστορία.[4]
Τρία ήταν τα ιστοριογραφικά ρεύματα που κυριάρχησαν στην Ελλάδα, από τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, μέχρι και σήμερα. Η πρώιμη έκδοση των απομνημονευμάτων και των μαρτυριών των πρωταγωνιστών της περιόδου αυτής, συνέβαλε στη δόμηση της εικόνας για τα γεγονότα της δεκαετίας του 1940. Ωστόσο, στη χώρα μας, λόγω των επαχθών συμβάντων του Εμφυλίου, η οπτική των γεγονότων διαφέρει, όπως είναι φυσικό, ανάλογα με το στρατόπεδο από το οποίο προέρχεται ο γράφων. Όμως, η συντριπτική πλειοψηφία (63%) της βιβλιογραφικής παραγωγής ετούτης της πρώτης περιόδου (1945-1974), προέρχεται από τη δεξιά παράταξη, κυρίως από τους αξιωματικούς του Ελληνικού Στρατού και Βρετανούς ή Αμερικανούς αξιωματικούς, με σαφή αντεαμικό και αντικομουνιστικό χαρακτήρα, λόγω του ψυχροπολεμικού κλίματος, αλλά και της αυστηρής κρατικής λογοκρισίας, περιορίζοντας την επιστημονική βιβλιογραφία.[5]
Τη Μεταπολεμική περίοδο, στις δεκαετίες του ’50 και του ’60 και μέχρι την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών το 1974, επιστρατεύθηκαν ακόμη και τα σχολικά εγχειρίδια της ιστορίας προκειμένου να επιβληθεί από τους νικητές του Εμφυλίου, ο ιστορικός λόγος που προωθούσε την προπαγάνδα της πόλωσης, εκθείαζε το καθεστώς της 4ης Αυγούστου, καταδίκαζε ως αντεθνικές και προδοτικές τις διαφορετικές πολιτικές απόψεις, απέκρυπτε τα κοινωνικά χαρακτηριστικά της Εθνικής Αντίστασης και υποβάθμιζε συνειδητά τον δοσιλογισμό και τη συνεργασία με τις κατοχικές δυνάμεις.[6]
Όπως ορθά επεσήμανε το 2006, ο Δανός ιστορικός Μόγκενς Πελτ: «Η βιβλιογραφία -για την περίοδο 1949-1974- μπορεί να διαιρεθεί χοντρικά σε εκείνα τα έργα που υποδεικνύουν ότι η Ελλάδα υπήρξε λίγο ως πολύ ένα πιόνι στην παγκόσμια ψυχροπολεμική στρατηγική της Ουάσινγκτον και σε εκείνες που τονίζουν την επίδραση των εθνικών και πολιτικών συμφερόντων της Ελλάδας».[7]
Την εποχή της Μεταπολίτευσης, το 1974, η παραδοσιακού τύπου ιστοριογραφία, με την εθνοκεντρική και τη νεομαρξιστική της εκδοχή, παραχωρεί τη θέση της στους «αναθεωρητές», στον ιστορικό «ρεβιζιονισμό», μια νέα τάση στην ιστοριογραφία, η οποία ευνοήθηκε σαφώς από την παράλληλη ιδεολογικοπολιτική άνοδο της Αριστεράς και την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού το 1981, με την είσοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία και «την αναγνώριση της Εθνικής Αντίστασης του Ελληνικού Λαού εναντίον των στρατευμάτων κατοχής 1941-1944», το 1982. Το γεγονός αυτό επέφερε σημαντικές αλλαγές στον τρόπο προσέγγισης και στη μελέτη της δεκαετίας του 1940.[8] Η ιστορία της δεκαετίας 1940-1950, αναδύθηκε ως ένας από τους πλέον δημοφιλείς ιστοριογραφικούς χώρους, ενώ την ίδια ώρα ενισχυόταν η αναθεωρητική οπτική και της επίσημης δεξιάς, αλλά και της επίσημης αριστερής εκδοχής.[9]
Κατά τη δεκαετία του 1980, με την ουσιαστική επικυριαρχία της γενιάς των «αναθεωρητών» επί των «παραδοσιακών», ξεκινά η επιστημονική οπτική θεώρηση της περιόδου και αλλάζει το επιστημονικό «Παράδειγμα». Την ίδια περίοδο, ξεκινά και η «τοπική διάσταση στη μελέτη της Κατοχής και του ελληνικού Εμφυλίου Πολέμου».[10] Την περίοδο αυτή, «εξυγιάνθηκε» η Εθνική Αντίσταση από τον Εμφύλιο, ο «αντάρτης» αντικατέστησε τον «συμμορίτη» και ο όρος «Εμφύλιος» το «Συμμοριτοπόλεμο».[11]
Κομβικό
σημείο για την ανάπτυξη της ιστοριογραφίας της δεκαετίας του 1940, της Κατοχής
και του Εμφυλίου, ήταν τα συνέδρια στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο το 1978 και
τα συνέδρια σε Αθήνα και Κοπεγχάγη το 1984, με αφορμή τα οποία ξεκίνησαν να
εκδίδονται οι πρώτες επιστημονικές μελέτες για την περίοδο εκείνη, με έμφαση
κυρίως στον «ξένο παράγοντα» και στις πολιτικές εξελίξεις.[12]
Είναι
σημαντικό να σημειώσουμε ότι το πρώτο συνέδριο στην Ελλάδα που συμπεριελάμβανε
στην θεματολογία του τον εμφύλιο πόλεμο, έγινε στην Αθήνα το 1995, μισό αιώνα
μετά τα Δεκεμβριανά.[13]
Το 1989, με το τέλος της μακράς περιόδου
του Ψυχρού Πολέμου, την κατάρρευση του λεγόμενου «υπαρκτού σοσιαλισμού», την
πτώση του τείχους του Βερολίνου, την πτώση των κομουνιστικών καθεστώτων στην
Ανατολική Ευρώπη και την ψήφιση του νόμου για την άρση των συνεπειών του
Εμφυλίου Πολέμου, η επιστημονική κοινότητα στρέφει το ενδιαφέρον της στα
ζητήματα του Ελληνικού Εμφυλίου. Παράλληλα εμφανίζεται μια νέα, «μετααναθεωρητική»
προσέγγιση των ζητημάτων της περιόδου του 1940, η λεγόμενη και «νέο κύμα», η
οποία αμφισβητεί ουσιαστικά τις δύο προηγούμενες τάσεις, την «παραδοσιακή» και
την «αναθεωρητική».[14] Ωστόσο,
αντιπαραθέσεις μεταξύ των ιστορικών προκαλούν οι ιστοριογραφικές προσεγγίσεις
του «Νέου Κύματος», σχετικά με τις προθέσεις των αντιμαχόμενων, τη φύση και τη
διάρκεια των εμφυλίων συγκρούσεων, αλλά και την «αποσιώπηση ή υποβάθμιση της
βίας της αριστεράς».[15]
Την δεκαετία του 1990, το ιστορικό
ενδιαφέρον μετατοπίζεται από τις πολιτικές εξελίξεις και εστιάζεται πλέον στην
συλλογική μνήμη και την κοινωνική εμπειρία, στις κοινωνικές διεργασίες και τις
αλλαγές που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια της Κατοχής, διερευνώντας περισσότερο
τα «προβληματικά» γεγονότα της Κατοχής, όπως η καταστροφή της Ελληνοεβραϊκής κοινότητας.[16]
Εικόνα 2: Αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ |
Ενότητα Γ΄: Ο ρόλος της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας στη διαμόρφωση της ιστοριογραφικής αντίληψης για την εν λόγω ιστορική περίοδο, από το 1950 έως και σήμερα
Ο δεσπόζων ιστορικός λόγος της Μεταπολεμικής Ευρώπης μετά τον
Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αντικατοπτρίζει το χαρακτήρα των μεταπολεμικών
πολιτικών συστημάτων, σχηματισμών ή συσχετισμών και την προσπάθεια
νομιμοποίησής τους, μέσα από κοινοβουλευτικούς θεσμούς, αλλά και προπαγανδιστικούς
μηχανισμούς. Επιχείρησε παράλληλα να προάγει την εθνική ενότητα, η οποία είχε
τρωθεί τα προηγούμενα χρόνια από τις βίαιες πολιτικοκοινωνικές συγκρούσεις.[17]
Στην Ευρώπη, αλλά και στην Ελλάδα, μετά την Μεταπολίτευση το 1974, η συγκρότηση της ιστορικής κουλτούρας σχετικά με την δεκαετία του 1940, θεμελιώθηκε πάνω στον αντιφασισμό και τον πατριωτισμό. Στην Ελλάδα, η έρευνα και ο διάλογος σχετικά με τη δεκαετία του 1940-50, ήταν πάντοτε αλληλένδετες με την ιστορική – πολιτική συγκυρία, εξαιτίας της έντονης διαμάχης και των ζητημάτων που διακυβεύονται, γι’ αυτό και δεν μπορεί να ξεχωρίζει κανείς την βιβλιογραφική και ιστοριογραφική παραγωγή της εποχής, από τις πολιτικές αλλαγές που έλαβαν χώρα στην Ελλάδα τις επόμενες δεκαετίες.[18]
Από τη μια οι κομουνιστές, που για κάποιους είναι «κομμουνιστοσυμμορίτες, κατσαπλιάδες, απάτριδες και ταραξίες», ενώ για κάποιους άλλους ο Δημοκρατικός Στρατός είναι «οι καλύτεροι πατριώτες, οι πιο ηρωικοί πρόμαχοι της λευτεριάς του έθνους και του λαού και άξιοι οδηγητές στον αγώνα για την Νεοελληνική αναγέννηση». Από την άλλη βρίσκονται ο Εθνικός Στρατός, τ’ αποσπάσματα της Χωροφυλακής και οι «εθνικόφρονες» ΜΑΥδες, οι λεγόμενοι από τους αντάρτες «μοναρχοφασίστες του στρατού», «αγγλόδουλοι» και «ταγματασφαλίτες».[19]
Οι εξελίξεις
στην πολιτική είναι άρρικτα συνδεδεμένες με την ιστοριογραφία της περιόδου
1940-1950. Κάποιοι θεωρούν πως μετά το 1974 και τη Μεταπολίτευση, η δεξιά
εκδοχή, που ως τότε ήταν κυρίαρχη, παραχώρησε τη θέση της στην αριστερή οπτική,
την εκδοχή των ηττημένων. Ωστόσο, αυτό δεν είναι απολύτως αληθές, καθώς η
Δεξιά, παρόλη την παντοκρατορία της, δεν κατάφερε, όπως επεδίωκε, να επιβάλλει
τη μονοφωνία. Η ποίηση, το μυθιστόρημα και η λογοτεχνία, είχαν καταστήσει τον
Εμφύλιο αντικείμενο στοχασμού πολύ πριν τους ιστορικούς.[20]
Η ιστορική περίοδος
της Κατοχής και της Αντίστασης αποκόπτεται από τον Εμφύλιο Πόλεμο, ένα ζήτημα
που αφορούσε κυρίως την «ψυχολογία της Αριστεράς», σε μια περίοδο κατά την
οποία η ίδια εντάσσονταν στο ακαδημαικό και πολιτικό σύστημα και επιθυμούσε την
ένταξη της ιστορίας της Αντίστασης στην ιστορία του έθνους.[21]
Ως επακόλουθο της κατάρρευσης των σοσιαλιστικών καθεστώτων στην Ανατολική Ευρώπη το 1989, υπήρξε αλλαγή θεώρησης των λαών προς τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ενώ η μνήμη και η νέα ιστορική κουλτούρα της περιόδου αυτής, εκτός της ανάδυσης του εθνικισμού, είχε ως κύριο γνώρισμα τη διττή εναντίωση στον φασισμό και τον κομμουνισμό. Στην υπέρβαση του αντιφασισμού οδήγησε κυρίως η εξομοίωση του κομμουνισμού με το φασισμό, εξαιτίας πολλών αντιδημοκρατικών επιλογών και πρακτικών του κομμουνιστικού ολοκληρωτισμού.[22]
Επίσης, το όραμα της ευρωπαϊκής ταυτότητας και ενοποίησης, βασίστηκε στον λαοφιλή μεταπολεμικό «μύθο» της αυθόρμητης, κυρίαρχης Αντίστασης που επικράτησε σε αρκετές χώρες της Ευρώπης, όπως η Γαλλία, η Ιταλία και το Βέλγιο.[23]
Σε ετούτο το πολιτικό πλαίσιο λοιπόν ήταν φυσικό όλα τα ευρωπαϊκά πολιτικά κόμματα να ενδιαφέρονται για την κυριαρχία της δικής τους άποψης και οπτικής για το παρελθόν, τις δικές τους μνήμες και βιώματα. Γι’ αυτό το λόγο υπήρξε πολυεπίπεδη σύγκρουση στις πολιτικές δυνάμεις για τη δημόσια μνήμη, στο θεσμικό πλαίσιο και τη διοικητική πρακτική, από τα σχολικά βιβλία της ιστορίας, ως το δημόσιο τελετουργικό και τη σχετική νομοθεσία, προκειμένου να καταγραφεί η δική τους μνήμη στον «επίσημο εθνικό κορμό». Παράλληλα, άτομα και συλλογικότητες μάχονταν επίσης για να καταστήσουν τις δικές τους μνήμες εξίσου σημαντικές και ισότιμες με τις κυρίαρχες αναμνήσεις του δημόσιου λόγου.[24]
Η συγγραφή της ιστορίας συμβάλλει στην πολιτική χρήση του
παρελθόντος, καθώς παρελθόν και μέλλον αλληλοπαραβάλλονται σ’ έναν διάλογο με
το παρόν, μέσα από τον οποίο αναδιαμορφώνονται αενάως.[25]
Επίλογος
Η ιστορική περίοδος του 1940, υπήρξε σημείο τεράστιας καμπής για την παγκόσμια ιστοριογραφία. Την δεκαετία αυτή συνέβησαν ασύλληπτα πολλά, δραματικά και σημαντικότατα πολιτικοκοινωνικά, οικονομικά και οδυνηρά πολεμικά γεγονότα, σε βαθμό που ήταν αντικειμενικά δύσκολο να τα διαχειριστούν καθαρά και νηφάλια, τόσο η επιστημονική κοινότητα, όσο και η ίδια η κοινωνία. Η ελληνική κοινωνία προερχόταν ήδη από μια μεγάλη περίοδο (1917-1935) εσωτερικού πολιτικού διχασμού και ένα καταστροφικό πόλεμο, με συνεπακόλουθο την Μικρασιατική καταστροφή και την Προσφυγιά.
Την δεκαετία αυτή, όπου οι μεγάλες δυνάμεις έπαιζαν κυριολεκτικά στα ζάρια τις τύχες των λαών της Ευρώπης και κυρίως των Βαλκανικών λαών, η χώρα μας ενεπλάκη μοιραία σ’ έναν αιματηρό παγκόσμιο και σ’ έναν καταστροφικό εμφύλιο πόλεμο, με αποτέλεσμα να βυθιστεί σε μια μακρά περίοδο πολιτικοοικονομικής αστάθειας και ανωμαλίας, με συνεπακόλουθα τις διώξεις αριστερών αντιφρονούντων και αντιπάλων, τα κατοπινά σκοτεινά και πέτρινα χρόνια.
Υπ’ αυτό το πρίσμα, η βιβλιογραφική-ιστοριογραφική παραγωγή και η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης για τη δεκαετία του 1940-50, υπήρξε, σ’ ένα μεγάλο βαθμό, μονομερής και προκατειλημμένη. Στα μέσα της δεκαετίας του 1970, η παραδοσιακή ιστοριογραφία, παραχώρησε τη θέση της σε πιο «αναθεωρητικές» απόψεις, δεδομένης της αλλαγής οπτικής της Δεξιάς, αλλά κυρίως της ανόδου της Αριστεράς στην ελληνική δημόσια σφαίρα.
Την περίοδο που ακολούθησε, υπήρξε ένας γόνιμος διάλογος και ένα νέο ενδιαφέρον για τα ζητήματα της Κατοχής, της Αντίστασης και του Εμφυλίου, παρόλες τις αντιπαραθέσεις και τις διαστάσεις απόψεων, που εξακολούθησαν να υφίστανται. Όπως είναι φυσικό, οι πολιτικές συγκυρίες και το ψυχροπολεμικό κλίμα που επικράτησε παγκοσμίως και επί μακρόν, καθόρισε τις ιστοριογραφικές αναφορές για τούτη την επίμαχη ιστορική περίοδο, αλλά και σε μεγάλο βαθμό, το μέλλον των ίδιων των Ευρωπαϊκών χωρών.
Εκεί, δόθηκε χώρος και χρόνος για τη
διατύπωση ακόμη και αμφιλεγόμενων απόψεων και θέσεων, στα πλαίσια και της
επιστημονικής κοινότητας, ωστόσο, θα πρέπει να προσδώσουμε θετικό πρόσημο στο
συνολικό αποτύπωμα των διεργασιών αυτών, καθώς αναζωπυρώθηκε το ενδιαφέρον της
επιστημονικής κοινότητας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας, για την μελέτη, τη
γνώση και την πραγματική διάσταση των γεγονότων της δεκαετίας του 1940. Οι
χρόνιες αντιπαλότητες και οι στείρες αντιπαραθέσεις, δεν επέτρεψαν διαχρονικά
να δοθεί ο απαιτούμενος χώρος ώστε να τονισθούν η σημασία του Αλβανικού Έπους
1940 και η πάνδημη σχεδόν συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση και στον αγώνα κατά
των ναζιστών και φασιστών καταχτητών.
· Αντωνίου Γ. και Μαραντζίδης Ν., «Το επίμονο παρελθόν», στο, Γ. Αντωνίου και Ν. Μαραντζίδης (επιμ.), Η εποχή της σύγχυσης. Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία, Αθήνα: Εστία, 2008, σ. 11-52, σ. 11-45
· Βόγλης, Π., Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941-1944, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010, σ. 11-29.
· Γληνός Δημήτρης, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, Εκδοτικός οργανισμός «Ο Ρήγας», Αθήνα, 1944.
· Καζαμίας Αλέξανδρος. «Νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα». Κείμενο ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 2ο Επιστημονικό Εργαστήριο με θέμα: «Η ελληνική ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κόρινθος, 20 Σεπτεμβρίου 2014. ΧΡΟΝΟΣ, τεύχος 29, Σεπτέμβριος 2015. Πρόσβαση 10/05/2022, στο: http://www.chronosmag.eu/index.php/s-sgf-psggs-g-fl-lle.html.
· Λιάκος, Αντώνης. Η Νεοελληνική Ιστοριογραφία το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, στο «Σύγχρονα Θέματα-Μετά είκοσι και πλέον έτη: απολογισμοί-επισκοπήσεις», Σύγχρονα Θέματα, τεύχ. 76-77 (Ιαν. - Ιούλ. 2001), Αθήνα, 2001, σ.σ. 72-91.
· Λιάκος, Αντώνης. «Αντάρτες και συμμορίτες στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα», στο: Χ. Φλάισερ (επιμ.), Ελλάδα ’36–49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2003, σ.σ. 25-36.
· Παληκίδης Άγγελος (2020), Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα – Οδηγός για τους Εκπαιδευτικούς, Κέντρο Ψηφιακών Συστημάτων, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου. https://resedulab.he.duth.gr/index.php/2021/01/31/1470/.
· Σφήκας Θανάσης Δ. (2011). Ο ναρκισσισμός των μικρών πραγμάτων: περί
σύγχυσης, ιστοριογραφίας και άλλων δαιμόνων. Μνήμων, 30, 315–336. https://doi.org/10.12681/mnimon.51.
·
Traverso Enzo, Η ιστορία ως πεδίο μάχης:
ερμηνεύοντας τις βιαιότητες του 20ού αιώνα, Μετάφραση Νίκος Κούρκουλος
Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου, Αθήνα, 2016.
· Historiography of
World War II,
Πρόσβαση 11/06/2022, στο: https://en.wikipedia.org/wiki/Historiography_of_World_War_II.
Εικόνα 1: Ο Ελληνικός Στρατός στο Αλβανικό μέτωπο (1940), πρόσβαση 12/06/2022 στο: https://weaponsandwarfare.com/2016/03/13/the-road-to-hell-1940-1-greece/.
Εικόνα 2: Αντάρτες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, πρόσβαση 12/06/2022 στο:
https://en.wikipedia.org/wiki/ELAS#/media/File:Αντάρτες_του_ΕΑΜ-ΕΛΑΣ_(restored).jpg.[1] Γ. Αντωνίου και Ν. Μαραντζίδης, «Το επίμονο παρελθόν», στο, Γ. Αντωνίου και Ν. Μαραντζίδης (επιμ.), Η εποχή της σύγχυσης. Η δεκαετία του ’40 και η ιστοριογραφία, Αθήνα: Εστία, 2008: 11.
[3] Historiography of World War II, Πρόσβαση 11/06/2022, στο https://en.wikipedia.org/wiki/Historiography_of_World_War_II.
[4] Π. Βόγλης, Η ελληνική κοινωνία στην Κατοχή 1941-1944, Αθήνα: εκδ. Αλεξάνδρεια, 2010: 12.
[5] Αντωνίου και Μαραντζίδης, 2008, ό.π.: 30-31.
[6] Άγγελος Παληκίδης (2020), Μνήμες από την Κατοχή στην Ελλάδα – Οδηγός για τους Εκπαιδευτικούς, Κέντρο Ψηφιακών Συστημάτων, Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνο: 7, https://resedulab.he.duth.gr/index.php/2021/01/31/1470/.
[7] Αλέξανδρος Καζαμίας. «Νέες ιστοριογραφικές προσεγγίσεις για τη μετεμφυλιακή Ελλάδα». Κείμενο ομιλίας που πραγματοποιήθηκε στο 2ο Επιστημονικό Εργαστήριο με θέμα: «Η ελληνική ιστοριογραφία στον 20ό αιώνα», Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου, Κόρινθος, 20 Σεπτεμβρίου 2014. ΧΡΟΝΟΣ, τεύχος 29, Σεπτέμβριος 2015.
[10] Σφήκας Θανάσης Δ. (2011). Ο ναρκισσισμός των μικρών πραγμάτων: περί σύγχυσης, ιστοριογραφίας και άλλων δαιμόνων. Μνήμων, 30: 325. https://doi.org/10.12681/mnimon.51.
[11] Αντώνης Λιάκος, «Αντάρτες και συμμορίτες στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα», στο: Χ. Φλάισερ (επιμ.), Ελλάδα ’36–49. Από τη Δικτατορία στον Εμφύλιο. Τομές και συνέχειες, Εκδ. Καστανιώτης, Αθήνα, 2003: 27.
[12] Βόγλης, 2010, ό.π.: 15.
[13] Αντώνης Λιάκος, «Αντάρτες και συμμορίτες στα ακαδημαϊκά αμφιθέατρα», 2003, ό.π..: 25.
[14] Αντωνίου και Μαραντζίδης, 2008, ό.π.: 40.
[15] Σφήκας Θανάσης, 2011, ό.π.: 331-332.
[16] Βόγλης, 2010, ό.π.: 16.
[17] Αντωνίου και Μαραντζίδης, 2008, ό.π.: 16.
[18] Βόγλης, 2010, ό.π.: 13.
[19] Δημήτρης Γληνός, Τι είναι και τι θέλει το Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο, Εκδοτικός οργανισμός «Ο Ρήγας», Αθήνα, 1944: 9.
[21] Αντώνης Λιάκος, Η Νεοελληνική Ιστοριογραφία το τελευταίο τέταρτο του εικοστού αιώνα, 2001, ό.π.:83.
[22] Βόγλης, 2010, ό.π.: 18.
[23] Αντωνίου και Μαραντζίδης, 2008, ό.π.: 14.
[24] Αντωνίου και Μαραντζίδης, 2008, ό.π.: 13.